Περιοριστική του δικαιώματος δικαστικής προστασίας προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ περί της δυνατότητας άσκησης δεύτερης προσφυγής σε περίπτωση απόρριψης της πρώτης για τυπικό λόγο (ΣτΕ 2460/2021)
Με την απόφαση ΣτΕ 2460/2021, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, το Στ΄Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθετεί αιφνιδιαστικά μια ακατανόητα αυστηρή προσέγγιση της ρύθμισης του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, αγνοώντας προδήλως την αιτιολογική έκθεση των σχετικών νομοθετημάτων και τη σαφή επιλογή του δικονομικού νομοθέτη. Πρόκειται για οπισθοδρόμηση της νομολογίας, η οποία επιστρέφει στην αρχική εκδοχή μιας δικονομικής διάταξης, που ο ίδιος ο νομοθέτης τροποποίησε και ερμήνευσε αυθεντικά προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της έννομης προστασίας. Ειδικότερα δέχεται, στις σκέψεις 16 και 17 της απόφασης, ότι οι αντιλήψεις υπό τις οποίες ο δικονομικός νομοθέτης θέσπισε τη ρύθμιση του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, κατά την οποία «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς» είναι νομικά εσφαλμένες, αφενός, λόγω της ουσιώδους διαφοράς μεταξύ προσφυγής και αγωγής (βλ. την οικεία ρύθμιση του άρθρου 76 παρ. 2 ΚΔΔ) και, αφετέρου, διότι άλλο είναι η ακύρωση διοικητικής πράξης για τυπικό λόγο και η επανάληψή της διορθωμένης σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας και κατά συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, και άλλο η απόρριψη προσφυγής για τυπικό δικονομικό λόγο.Κατά το Δικαστήριο, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, σε αντίθεση με την αγωγή, αφενός μεν ασκείται παραδεκτώς, μεταξύ άλλων, μόνον εντός συγκεκριμένης και δη αποσβεστικής προθεσμίας, αφετέρου δεν προσομοιάζει με τα προβλεπόμενα στον ΚΠολΔ, ένδικα βοηθήματα, απαντώμενο μόνον στο πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας και σύμφυτο με τις βασικές αρχές που την διέπουν, μεταξύ των οποίων ηαρχή της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων. Η αρχή αυτή διασφαλίζει, στην περίπτωση της προσφυγής, όπως, άλλωστε, και της αιτήσεως ακυρώσεως, πέραν της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων, τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποτροπή του κινδύνου παράτασης της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας άμεσα εκτελεστών πράξεων της διοικήσεως, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας, οι οποίες, άλλωστε, ενδέχεται να αποτελέσουν το θεμέλιο για την έκδοση και άλλων διοικητικών πράξεων. Ηκαθιέρωση δικαιώματος άσκησης δεύτερης προσφυγής για κάθε κατ’ αρχήν «τυπικό λόγο» έχει ως αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται σε μεγάλο βαθμό και χωρίς να προκύπτει λόγος δημοσίου συμφέροντος η ως άνω βασική για το διοικητικό δίκαιο και τη διοικητική δικονομία αρχή, αλλά και να κλονίζεται το σύστημα κανόνων το οποίο η έννομη τάξη έχει εισαγάγει για το παραδεκτό της προσφυγής. Το σύστημα αυτό υπηρετεί – και γι αυτό, άλλωστε, κρίνεται παγίως συνταγματικό- την εύρυθμη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης και εξακολουθεί να ισχύει, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η τροποποίησή του. Κατά το Δικαστήριο, η περαιτέρω αιτιολόγηση της θέσπισης της ως άνω ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία «αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη [της προσφυγής για τυπικούς λόγους] και […] διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων», παραγνωρίζει ότι η «δυσμενής συνέπεια» για την οποία γίνεται λόγος δεν οφείλεται παρά στην παραβίαση από τον ηττώμενο διάδικο των ισχυόντων κατά τ’ ανωτέρω και υπηρετούντων τη λειτουργία της Δικαιοσύνης δικονομικών κανόνων. Εξ άλλου, όταν ο νομοθέτης θεσπίζει ο ίδιος, κατ’ εκτίμηση των αναγκών έγκαιρης προόδου της δίκης και παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διαδικαστικές προϋποθέσεις και δικονομικά απαράδεκτα, δύναται, σε περίπτωση που υφίστανται συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή αναφαίνονται έκτακτες και απρόβλεπτες συνθήκες, να εισαγάγει εξαιρετικές ρυθμίσεις. Δεν δύναται, όμως, χωρίς τη συνδρομή δικαιολογητικού λόγου, να επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση θεραπεία πάσης διαδικαστικής πλημμέλειας ή δικονομικού απαραδέκτου, διότι τότε αφενός μεν παρέχει στους εκάστοτε διαδίκους την εντύπωση ότι μπορούν χωρίς συνέπειες να παραλύουν, με παραλείψεις τους, την εκπλήρωση του ταχθέντος με τις δικονομικές ρυθμίσεις νομοθετικού σκοπού, αφετέρου δε καταλήγει σε αδικαιολόγητη επιβάρυνση της λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων με περαιωθείσες υποθέσεις, σε μη ορθολογική χρήση των πόρων που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης καθώς και σε αδικαιολόγητα ευνοϊκή μεταχείριση των διαδίκων οι οποίοι, καίτοι ηδύναντο, δεν άσκησαν το δικαίωμά τους για παροχή δικαστικής προστασίας με τον ενδεικνυόμενο δικονομικά τρόπο, έναντι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι τήρησαν άπασες τις προβλεπόμενες από τον ΚΔΔ, προϋποθέσεις, προκειμένου η προσφυγή τους να μην απορριφθεί για τυπικούς λόγους. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η περί δεύτερης προσφυγής ρύθμιση αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, καθώς και στην κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει αφενός μεν την ουσιαστική ισότητα στη διαδικαστική και δικονομική μεταχείριση των διαδίκων, αφετέρου δε την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και την ορθολογική προς τούτο οργάνωση της Διοικητικής Δικαιοσύνης κατά τα άρθρα 94 και 95 Συντ.
Η παραπάνω αιφνιδιαστική και αναχρονιστική κρίση περί αντισυνταγματικότητας μιας ενισχυτικής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας νομοθετικής ρύθμισης θυμίζει την πρόσφατη και απογοητευτική νομολογιακή μεταστροφή της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (ΣτΕ Ολ 799-803/2021) ως προς τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, την οποία καθιέρωσε η τολμηρή και ρηξικέλευθη απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014. Αναμένεται, εν προκειμένω, από την Ολομέλεια να επανέλθει στη φιλική για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στάση της, αφιστάμενη από τον αρνητικό και ακατανόητο ακτιβισμό του Στ΄Τμήματος, που μάλλον αποτελεί μια «κακή στιγμή» στη λαμπρή πορεία ενός μεγάλου θεσμού!
ΣτΕ 2460/2021 (Τμήμα Στ΄)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Β. Ραφτοπούλου, Ι. Σπερελάκης, Σύμβουλοι, Κ. Μαρίνου, Στ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λ. Ρίκος.
…
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 802/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών κατά της 1705/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθό μέρος με αυτήν έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της υπ’ αριθμ. 5771/11.10.2007 πράξεως του Πρυτάνεως του εν λόγω Πανεπιστημίου και ακυρώθηκε η πράξη αυτή, με την οποία είχε γνωστοποιηθεί στον αναιρεσίβλητο, υπάλληλο, τότε, του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού του ως άνω Πανεπιστημίου, ότι αυτό δεν νομιμοποιείται να του καταβάλει αναδρομικές αποδοχές Γενικού Διευθυντή από 14.2.2004, οπότε προήχθη, αναδρομικά, στον βαθμό αυτό. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη -όπως και με την πρωτόδικη- απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ανωτέρω προσφυγή του αναιρεσιβλήτου είχε ασκηθεί παραδεκτώς ως δεύτερη προσφυγή κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Οι διάταξεις του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του Ν 3900/2010
2. Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου […] 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, 3 και 4, του άρθρου 53· τόσον δηλαδή του κατά την παράγραφο 4 ελαχίστου ποσού της διαφοράς (επί διαφορών με χρηματικό αντικείμενο) όσον και της προβολής των κατά την παράγραφο 3 ισχυρισμών σχετικά με την νομολογία. Κατά την τελευταία δε αυτή διάταξη, ο αναιρεσείων οφείλει να διαλάβει στο αναιρετήριο συγκεκριμένους, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς περί του ότι με καθένα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως τίθεται νομικό ζήτημα, ζήτημα δηλαδή ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου, το οποίο είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 203/2021, 1527, 172/2018 κ.ά.).
Ιστορικό της διαφοράς – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
3. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ύστερα από την υπ’ αριθμ. 4301/24.7.2003 προκήρυξη-πρόσκληση του Πρυτάνεως του αναιρεσείοντος Πανεπιστημίου για την πλήρωση της θέσεως του Γενικού Διευθυντή Διοικητικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2683/1999, υποβλήθηκαν δύο αιτήσεις υποψηφιότητας υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων και του ήδη αναιρεσιβλήτου, υπαλλήλου του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού στο αναιρεσείον Πανεπιστήμιο. Ακολούθως, με τις διατάξεις του ν. 3260/2004, ο οποίος άρχισε να ισχύει ενώ εκκρεμούσε ήδη ενώπιον του Πανεπιστημίου η διαδικασία της πληρώσεως της θέσεως του Γενικού Διευθυντή, ρυθμίσθηκε εκ νέου το σύστημα βαθμολογικής κλίμακας, καθώς και ο τρόπος αναδείξεως των Προϊσταμένων των οργανικών μονάδων. Λόγω της νομοθετικής αυτής μεταβολής, καθυστέρησε η διαδικασία πληρώσεως της ως άνω θέσεως, ολοκληρώθηκε δε εν τέλει με την υπ’ αριθμ. Συν.364/12.12.2006 απόφαση της Συγκλήτου του αναιρεσείοντος Πανεπιστημίου, και την επιλογή με αυτήν για την εν λόγω θέση του αναιρεσιβλήτου· ο οποίος και προήχθη στον βαθμό του Γενικού Διευθυντή, αναδρομικά από 14.2.2004, με την υπ’ αριθμ. 7851/ 21.12.2006 πράξη του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου. Ενόψει αυτού, ο Πρύτανης ζήτησε, με το υπ’ αριθμ. 3567/28.6.2007 έγγραφό του, από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (εφεξής ΓΛΚ) να του γνωρίσει εάν ο αναιρεσίβλητος δικαιούται αναδρομικές αποδοχές στον βαθμό του Γενικού Διευθυντή από 14.2.2004. Ο Διευθυντής του ΓΛΚ απάντησε, με το υπ’ αριθμ. 2/41314/0022/25.9.2007 έγγραφό του ότι «…δεν μπορεί να τύχει ο ενδιαφερόμενος καταβολής αναδρομικών αποδοχών Γενικού Διευθυντή, επειδή η απαίτησή του αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο ή σε εκτελεστό τίτλο από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ούτε προκύπτει ότι έχει εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση η διαδικασία για την αναγνώριση, εξωδίκως, αποδοχών ή περιοδικών παροχών, που προβλέπεται από τις περί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεις…». Κατόπιν αυτών, ο Πρύτανης του αναιρεσείοντος κοινοποίησε, με την υπ’ αριθμ. 5771/11.10.2007 πράξη του, στον αναιρεσίβλητο, το ως άνω έγγραφο του ΓΛΚ, επισημαίνοντας ότι, ύστερα από το έγγραφο αυτό, το Πανεπιστήμιο «δεν νομιμοποιείται να σας καταβάλει αναδρομικές αποδοχές» [Γενικού Διευθυντή από 14.2.2004]. Κατά της πράξεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε το από 11.12.2007 ένδικο βοήθημα, που επιγραφόταν «αίτηση ακύρωσης» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ένδικο αυτό βοήθημα δεν έφερε υπογραφή δικηγόρου αλλά μόνο την υπογραφή του ιδίου του «αιτούντος». Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την 4251/2012 απόφασή του, ερμήνευσε το εν λόγω βοήθημα ως προσφυγή, την οποία και παρέπεμψε στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Το τελευταίο, με την 140/2015 απόφασή του, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, με την ακόλουθη αιτιολογία: «[…] Εν προκειμένω, όμως, δεν υπογράφει το δικόγραφο της προσφυγής δικηγόρος, αλλά ο ίδιος ο προσφεύγων, που δεν ισχυρίζεται, άλλωστε, ότι είναι δικηγόρος, ούτε και προκύπτει η κατάθεσή του από δικηγόρο. Εξάλλου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν η […] παράσταση της δικηγόρου Αθηνάς – Μαρίας Σαμαρτζοπούλου – Χριστοδούλου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή ενώπιον δικαστηρίου αναρμοδίου. Περαιτέρω, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά σε κάποια από τις περιπτώσεις των άρθρων 27 παρ. 2 και 3 του ΚΔΔ, στις οποίες επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η υπογραφή των δικογράφων από τους διαδίκους. Ενόψει αυτών, και δεδομένου ότι η υπογραφή του κρινόμενου εισαγωγικού δικογράφου από δικηγόρο ήταν απαραίτητη για την εγκυρότητά του, σύμφωνα με τις ισχύουσες, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσής του, δικονομικές διατάξεις των άρθρων 45 παρ. 5 και 46 παρ. 1 του ΚΔΔ, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικόγραφο της υπό κρίση προσφυγής είναι άκυρο και, για το λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη[…]». Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις 12.3.2015 στον αναιρεσίβλητο, εκείνος δε, στις 9.7.2015, άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών νέα προσφυγή, με την οποία, στρεφόμενος κατά του Πανεπιστημίου και του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε εκ νέου την ακύρωση της προαναφερθείσας από 11.10.2007 πράξεως του Πρυτάνεως, προκειμένου να του καταβληθούν οι νόμιμες, όπως ισχυριζόταν, αναδρομικές αποδοχές, από 14.2.2004 έως 21.12.2006, που αντιστοιχούν «στη διαφορά μεταξύ βαθμού Διευθυντή των μισθολογικών κλιμακίων και των λοιπών επιδομάτων, με τις αποδοχές του Γενικού Διευθυντή, όπως προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις». Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αφού έλαβε υπόψη το προηγηθέν ένδικο βοήθημα και την εν τέλει ως άνω απόρριψή του, εν συνεχεία, με την προμνημονευθείσα (σκέψη 1) 1705/2018 απόφασή του έκρινε ότι η νέα αυτή προσφυγή ασκήθηκε νομίμως, ως δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας προσβαλλομένης πράξεως, σύμφωνα με το άρθρο 70 (παρ. 1) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, «δεδομένου ότι, αφενός μεν, η από 11.12.2007 πρώτη προσφυγή έχει απορριφθεί τελεσίδικα, με την υπ’ αριθμ. 140/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, για τον τυπικό λόγο της μη υπογραφής του δικογράφου αυτής από δικηγόρο αλλά από τον ίδιο τον προσφεύγοντα […], αφετέρου δε, [η νέα προσφυγή] έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα […], εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση […] της τελεσίδικης απόφασης» ενώ, εξάλλου, η εν λόγω προσφυγή έχει το ίδιο αίτημα και ερείδεται επί της αυτής νομικής και ιστορικής αιτίας με την προσφυγή που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την προαναφερόμενη προηγούμενη απόφασή του· εξετάζοντας δε την προσφυγή επί της ουσίας, την έκανε δεκτή και ακύρωσε την ως άνω 5771/11.10.2007 πράξη του Πρύτανη, με την οποία, όπως έκρινε, είχε εκδηλωθεί η άρνησή του να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, αναδρομικώς, από 14.2.2004, την ανωτέρω διαφορά αποδοχών. Κατά της ως άνω αποφάσεως, το αναιρεσείον Πανεπιστήμιο άσκησε έφεση με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως η από 9.7.2015 δεύτερη προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς. Και τούτο γιατί, όπως ισχυρίσθηκε, η απόρριψη προσφυγής λόγω ακυρότητας του δικογράφου της -όπως εν προκειμένω η, κατά τα προεκτεθέντα απόρριψη της πρώτης προσφυγής λόγω της υπογραφής του δικογράφου της μόνο από τον ίδιο τον προσφεύγοντα, και όχι από δικηγόρο – δεν εμπίπτει, κατά τη διάταξη του άρθρου 70 (παρ. 1 εδαφ. β’) του ΚΔΔ, στην έννοια της απορρίψεως της πρώτης προσφυγής «για τυπικούς λόγους», ώστε να επιτρέπεται κατά τη διάταξη αυτή η άσκηση δεύτερης προσφυγής, κατόπιν αυτού δε, η επίδικη προσφυγή, μη επιτρεπτή ως δεύτερη κατά την ανωτέρω διάταξη, ήταν απορριπτέα ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Και τούτο διότι, όπως ειδικότερα ισχυρίσθηκε το Πανεπιστήμιο, από την πλήρη γνώση, από τον αναιρεσίβλητο, της προσβληθείσας με την προσφυγή πράξεως του Πρυτάνεως (ήτοι της 5771/11.10.2007 πράξεως) – γνώση η οποία έλαβε χώρα το αργότερο, στις 11.12.2007, ημερομηνία συντάξεως της ανωτέρω «αίτησης ακύρωσης» έως την άσκηση της προσφυγής, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από την νόμιμη προθεσμία των εξήντα (60) ημερών.Το διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι «από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 70 (παρ. 1 εδάφιο δεύτερο) του ΚΔΔ (όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014), με την οποία επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη είχε απορριφθεί τελεσιδίκως «για λόγους τυπικούς» και τον επιδιωκόμενο, με αυτή, σκοπό, που συνίσταται στην αποτροπή της ιδιαίτερα δυσμενούς συνέπειας που προκαλείται από την απόρριψη αυτή και στην πληρέστερη διασφάλιση του δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνεται στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 20 (παρ. 1) του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσης με το ν. δ/μα 53/1974 […] Σύμβασης της Ρώμης […], συνάγεται ότι στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η άσκηση δεύτερης προσφυγής, περιλαμβάνεται και εκείνη της απόρριψης τελεσιδίκως αυτής (πρώτης προσφυγής) ως απαράδεκτης για το λόγο ότι το δικόγραφό της υπογράφεται μόνο από τον προσφεύγοντα και όχι από δικηγόρο, όπως απαιτείται από το νόμο». Κατόπιν αυτού δε απέρριψε τον περί του αντιθέτου ως άνω λόγο εφέσεως του Πανεπιστημίου· καθώς και τον ισχυρισμό του περί εκπροθέσμου ασκήσεως της προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, με την αιτιολογία ότι «[…] εμπροθέσμως ασκήθηκε στις 9.7.2015, ως δεύτερη, η εν λόγω προσφυγή του καθόσον σε περίπτωση κοινοποίησης στο διάδικο εκκλητής πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή για τυπικό λόγο και κατά της οποίας αυτός επιλέγει να μην ασκήσει έφεση, η επίσης 60ήμερη προθεσμία για την άσκηση δεύτερης προσφυγής αρχίζει, κατά την έννοια του άρθρου 70 […] να “τρέχει” αμέσως μόλις παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της έφεσης […]». Ακολούθως, το εφετείο απέρριψε την έφεση και καθόσον αφορούσετην ουσία της διαφοράς. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, πλήσσεται η ως άνω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, η αφορώσα στο παραδεκτό ασκήσεως της δεύτερης προσφυγής του αναιρεσιβλήτου και επαναλαμβάνονται ως λόγοι αναιρέσεως οι σχετικοί λόγοι που είχαν προβληθεί και με την έφεση του Πανεπιστημίου.
Εφαρμογή του άρθρου 12 του Ν 3900/2010 – Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα την 7.6.2019, διέπεται από τις προπαρατεθείσες (σκέψη 2) διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Εξάλλου, η επίδικη διαφορά έχει, κατά τα προεκτεθέντα, χρηματικό αντικείμενο, συνιστάμενο στις διεκδικούμενες από τον αναιρεσίβλητο αναδρομικές αποδοχές, όπως αναφέρεται δε στο αναιρετήριο και βεβαιώνεται στο συνημμένο σε αυτό από 5.6.2019 σημείωμα προσδιορισμού διαφοράς της δικαστικής πληρεξουσίας του αναιρεσείοντος Πανεπιστημίου, το σχετικό ποσό ανέρχεται σε 70.146,77 ευρώ, υπερβαίνει δηλαδή το κατά τις ανωτέρω διατάξεις ελάχιστο όριο των 40.000 ευρώ για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Περαιτέρω, με το εισαγωγικό δικόγραφο, το αναιρεσείον προβάλλει ότι η κρινόμενη αίτηση ασκείται, κατά τις ως άνω διατάξεις παραδεκτώς διότι για το κρίσιμο ως άνω ζήτημα που έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη, για το εάν δηλαδή η απόρριψη της πρώτης προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 70 παρ. 1 εδάφιο β’ του ΚΔΔ, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναιβάσιμος, διότι, πράγματι, δεν προκύπτει η ύπαρξη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του εν λόγω ζητήματος και, συνεπώς, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, προβαλλόμενος από της ως άνω απόψεως – αλλά και κατά τα λοιπά-παραδεκτώς, είναι εξεταστέος περαιτέρω.
Χρόνος κρίσης της νομιμότητας διαδικαστικής πράξης
5. Επειδή, κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, η νομιμότητα διαδικαστικής πράξεως, όπως το παραδεκτό της προσφυγής, κρίνεται βάσει του δικονομικού κανόνα που ισχύει κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η πράξη αυτή επιχειρείται, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 2122/2013 για προσφυγή, πρβλ. ΣτΕ 3842, 340/2012, 3013/2010 για αγωγή).
Προϊσχύσαν άρθρο 76 ΚΔΔ (απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής)
6. Επειδή, στο άρθρο 76 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97/17.5.1999, εφεξής ΚΔΔ), ορίζονταν, αρχικώς, τα εξής: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε». Κατά τα ήδη δε κριθέντα (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3840/2009, 27, 97, 2292/2011, 334, 340, 3351/2012, 2892/2014, 2365/2016, πρβλ. ΣτΕ 3013/2010), το κατά το ως άνω άρθρο απαράδεκτο της ασκήσεως δεύτερης αγωγής δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.
Νέα ρύθμιση άρθρου 76 παρ. 2 ΚΔΔ (κατόπιν τροποποίησης με τον Ν. 3695/2008)
7. Επειδή, με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του ν. 3659/2008 (Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις, Α΄ 77/7.5.2008) προστέθηκε νέα παράγραφος 2 (και η παλαιά αναριθμήθηκε ως 3) στο ανωτέρω άρθρο 76 του ΚΔΔ, με την οποία εισήχθη, ως πάγια ρύθμιση, εξαίρεση από τη γενική ως άνω απαγόρευση άσκησης δεύτερης αγωγής στην περίπτωση που «η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς» και ορίσθηκε ότι στην περίπτωση αυτή «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής […] εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης» και ότι «τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου αναφέρεται: «Σε αντίθεση προς την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 29 παρ. 2 του π.δ. 341/78 για τις αγωγές στη διοικητική δίκη, αλλά και προς την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 222 του ΚΠολΔ για τις αγωγές στην πολιτική δίκη, η ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 76 παρ. 1 του ΚΔΔ απαγορεύει την άσκηση δεύτερης αγωγής με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρώτη αγωγή απερρίφθη για λόγους τυπικούς και η αξίωση του ενάγοντος δεν έχει υποπέσει ακόμη σε παραγραφή. Η ρύθμιση αυτή παρίσταται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αδικαιολόγητη και αντίθετη με τη γενική δικονομική αρχή που συνάγεται από τις προμνημονευθείσες διατάξεις. Για το λόγο αυτόν, με την προτεινόμενη ρύθμιση αίρεται, στην εν λόγω περίπτωση, το απαράδεκτο, τάσσεται όμως, ταυτοχρόνως στον ενάγοντα και συγκεκριμένη επαρκής προθεσμία για την άσκηση της νέας αγωγής, προκειμένου να μην διαιωνίζεται η σχετική εκκρεμότητα». Εξάλλου, με την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 8 του ν. 3659/2008 θεσπίσθηκε και αντίστοιχη μεταβατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία η νεότερη αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Κατά τα ήδη δε γενόμενα δεκτά, η τελευταία αυτή διάταξη, ως μη καταλαμβάνουσα τα τελεσιδίκως κριθέντα (δηλαδή, υποθέσεις όπου η δεύτερη αγωγή είχε ήδη τελεσιδίκως απορριφθεί κατ’ εφαρμογή των προϊσχυσασών διατάξεων του ΚΔΔ, Σ.τ.Ε. 2365/2016, 344/2012, 27/2011 κ.ά.), δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2, 2 παρ. 1 και 26 και 87 του Συντάγματος, διότι η αναδρομική αυτή ρύθμιση συνοδεύεται, κατά τα προεκτεθέντα, από αντίστοιχη πάγια ρύθμιση, η οποία έχει γενικό και αντικειμενικό χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 1369/2018 επτ.).
Προϊσχύσαν άρθρο 70 ΚΔΔ (απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής)
8. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 70 του ΚΔΔ ορίζονταν, αρχικώς, τα εξής: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. 2. Προσφυγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο προσφεύγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε». Κατά τα ήδη δε κριθέντα (βλ. ΣτΕ 2800/2018), η δικονομική αυτή ρύθμιση, η οποία αποτελεί επανάληψη προγενέστερων διατάξεων της φορολογικής δικονομίας και της δικονομίας των λοιπών διοικητικών διαφορών ουσίας [βλ. και άρθρα 83 του Κ.Φ.Δ. (π. δ/γμα 331/1985, Α΄ 116) και 29 παρ. 1 του π. δ/τος 341/1978 (Α΄ 71)], αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων στη διοικητική δίκη, η οποία, στην περίπτωση της προσφυγής, όπως, άλλωστε, και της αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 4584/2015, 91/2015, 3651/2013, 4726/2012, 1585/2012, 2480/2011, 387/2011 κ.ά.), έχει ως δικαιολογητικό λόγο, πέραν της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων, τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποφυγή της παράτασης της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας.
Νέα ρύθμιση άρθρου 70 ΚΔΔ (κατόπιν τροποποίησης με τον Ν. 4139/2013)
9. Επειδή, εν συνεχεία, με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 (Α΄ 74/20.3.2013), προστέθηκαν στην ως άνω παράγραφο 1 του άρθρου 70 του ΚΔΔ νέα εδάφια, με το εξής περιεχόμενο: «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης». Σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου, το οποίο διορθώθηκε με νέα δημοσίευση στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Α΄ 92/19.4.2013), το άρθρο 83 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4139/2013, «με τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αναλογία με τις εν ισχύ διατάξεις του άρθρου 76 του ΚΔΔ, επιδιώκεται η δυνατότητα θεραπείας περιπτώσεων απόρριψης προσφυγής για τυπικούς λόγους, ώστε πέραν των άλλων, να αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη αυτή και να διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων. Επιτυγχάνεται, εξάλλου, για την ταυτότητα του λόγου και για λόγους ασφαλείας δικαίου το ενιαίο της αντιμετώπισης ενδίκων βοηθημάτων που απορρίφθηκαν για τυπικό λόγο». Όπως δε αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση του σχετικού σχεδίου νόμου στη Βουλή (Πρακτικά συνεδριάσεως ΡΛΘ΄ της 6ης Μαρτίου 2013, σελ. 8579), «[…] είναι προφανές ότι η ρύθμιση βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, ακόμη και αν ο ένας εξ αυτών είναι το κράτος. Είναι αρχή που διαπνέει το εθνικό αλλά και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Διότι μέχρι τώρα δινόταν η δυνατότητα μόνο στη διοίκηση να επανέλθει, εκδίδοντας νέα επαχθή διοικητική πράξη κατά του πολίτη, στην περίπτωση που η πρώτη διοικητική πράξη είχε ακυρωθεί από το δικαστήριο για τυπικούς λόγους. Με την παρούσα διάταξη για πρώτη φορά δίνεται το ίδιο δικαίωμα και στον διοικούμενο». Στην έκθεση, εξάλλου, αξιολογήσεως συνεπειών της ρυθμίσεως αναφέρεται για τη συγκεκριμένη διάταξη: «Αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της μη επαρκούς δικαστικής προστασίας πολιτών για τυπικούς λόγους και προκειμένου να διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων».
Ερμηνεία των νέων διατάξεων με την απόφαση ΣτΕ 2800/2018 : θεραπεία τυπικών ελλείψεων διαδικαστικού χαρακτήρα και όχι εκ των υστέρων πλήρωσης δικονομικής προϋπόθεσης
10. Επειδή, με την ΣτΕ 2800/2018 κρίθηκε ότι οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 4139/2013, λόγω του εξαιρετικού τους χαρακτήρα, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και κατά τρόπο εναρμονιζόμενο με το υφιστάμενο κατά την έναρξη της ισχύος τους γενικό δικονομικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται και οι κανόνες περί εμπροθέσμου και εν γένει περί παραδεκτού ασκήσεως της προσφυγής, κανόνες οι οποίοι ουδόλως εθίγησαν με τις νεότερες διατάξεις, ότι, όπως, αντιθέτως, προκύπτει τόσο από το γράμμα των διατάξεων αυτών, στις οποίες γίνεται λόγος περί τυπικών λόγων απορρίψεως της προσφυγής και όχι περί ελλείψεως των απαιτούμενων κατά νόμον προϋποθέσεων παραδεκτού ασκήσεώς της, όσο και από τον σκοπό του νομοθέτη, όπως αυτός αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4139/2013, με την ρύθμιση του άρθρου 83 «δεν παρέχεται η δυνατότητα εκ νέου ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, απορριφθέντος ως απαράδεκτου, λόγω μη πληρώσεως δικονομικής προϋποθέσεως, αλλά η δυνατότητα θεραπείας διαδικαστικού χαρακτήρα τυπικών ελλείψεων που, ως εκ της φύσεώς τους, μπορούν να καλυφθούν ή να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, με την άσκηση νέας προσφυγής», ότι «τέτοια έλλειψη δεν μπορεί να θεωρηθεί το εκπρόθεσμο της πρώτης προσφυγής, το οποίο, αντιθέτως, αποτελεί δικονομικό απαράδεκτο, μη δυνάμενο, ως εκ της φύσεώς του, να καλυφθεί εκ των υστέρων με την άσκηση δεύτερης προσφυγής, τα αποτελέσματα της οποίας, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, ανατρέχουν στον χρόνο ασκήσεως της πρώτης», και ότι «υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα επιτρεπόταν κατ’ ουσίαν η επανάσκηση απορριφθέντος, λόγω μη συνδρομής προϋποθέσεως παραδεκτού, ενδίκου βοηθήματος, ρύθμιση που, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς της […] θα οδηγούσε σε παράκαμψη των περί προθεσμιών διατάξεων της διοικητικής δικονομίας […], αποτέλεσμα που, πέραν όλων των άλλων, δεν μπορεί να αποτελεί απλή εξ αντανακλάσεως συνέπεια της εφαρμογής μιας ρυθμίζουσας, κατά βάση, άλλα ζητήματα δικονομικής διατάξεως».
Αντικατάσταση άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ με τον Ν. 4247/2014
11. Επειδή, ακολούθως, η παράγραφος 1 του άρθρου 70 του ΚΔΔ, όπως είχε τροποποιηθεί, κατά τ’ ανωτέρω, με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014), το οποίο τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής ως εκ του χρόνου ασκήσεως της προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, ως εξής: «Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Επί των διατάξεων αυτών, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4274/2014 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα επί αγωγής του ΚΔΔ (άρθρο 76) και του ΚΠολΔ (άρθρο 222), θεσπίσθηκε το δικαίωμα άσκησης δεύτερης προσφυγής, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα θεραπείας περιπτώσεων απόρριψης της πρώτης προσφυγής για τυπικούς λόγους. Σκοπός του νομοθέτη ήταν, εκτός άλλων, να αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη αυτή και να διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, για λόγους ασφάλειας δικαίου, που συναρτώνται με την οριστικότητα των διοικητικών καταστάσεων, αλλά και αποφυγής επανόδου διαδίκων, στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, αποκλείεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, καθώς και όταν ο προσφεύγων έχει κληθεί από το δικαστήριο ή τον εισηγητή δικαστή, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1, να καλύψει τις τυπικές παραλείψεις ή την έλλειψη παραβόλου που οδήγησαν στην απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου». Εξάλλου, οι αναφερόμενες, κατά τα ανωτέρω, στην διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 ως εξαιρέσεις,διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ, έχουν ως ακολούθως: Το άρθρο 28 παρ. 3 ορίζει: «Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία». Το άρθρο 139Α παρ.1 (όπως προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 5 του ν. 3226/2004 – Α΄ 24 και ως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 25 παρ. 6 του ν. 4509/2017 – Α΄ 20) όριζε: «1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. 2. Η πρόσκληση γίνεται τηλεφωνικώς από τον γραμματέα, ο οποίος βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο, αντίγραφο του οποίου τηρείται στο φάκελο της δικογραφίας. Στο αντίγραφο αυτό σημειώνεται η ημερομηνία αποστολής του εγγράφου».Το δε άρθρο 277 παρ. 1 (ως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 22 παρ. 7 του ν. 3226/2004) όριζε: «Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139Α».
Απόδοση της έννοιας της αρχικής δικονομικής ρύθμισης του άρθρου 83 του Ν 4139/2013
12. Επειδή, με την ως άνω ΣτΕ 2800/2018 κρίθηκε αβάσιμο επιχείρημα περί του ότι οι νεότερες αυτές διατάξεις του ν. 4274/2014 (και όχι οι εκεί εφαρμοστέες του ν. 4139/2013) όρισαν το πρώτον πως η απόρριψη λόγω εκπροθέσμου εξαιρείται από τις περιπτώσεις «τυπικών λόγων» που δικαιολογούν επανάσκηση της προσφυγής, με τη σκέψη ότι με τις νεότερες αυτές διατάξεις «δεν εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του επιτρεπτού της ασκήσεως δεύτερης προσφυγής, ο οποίος, από της θεσπίσεώς του, δεν παρείχε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, τη δυνατότητα καλύψεως του εκπροθέσμου απορριφθείσης εξ αυτού του λόγου προσφυγής, αλλ’ αντιθέτως αποδόθηκε η έννοια της αρχικής δικονομικής ρυθμίσεως του άρθρου 83 του ν. 4139/2013, με την παράθεση στο κείμενο του νόμου, για λόγους σαφήνειας και προς άρση οποιασδήποτε ερμηνευτικής αμφισβήτησης, περιπτώσεων που ούτως ή άλλως δεν ενέπιπταν εξ αρχής στο πεδίο εφαρμογής της».
Νέα τροποποίηση του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, μη ισχύουσα στην υπό κρίση υπόθεση
13. Επειδή, τέλος, η ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε εκ νέου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4509/2017, μη εφαρμοστέο εν προκειμένω (Α΄ 201/22.12.2017), και η παράγραφος 1 του άρθρου 70 έλαβε εφεξής το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός από αυτή της απόρριψής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παράγραφος 3, 139 A και 277 παράγραφος 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι «Η προτεινόμενη ρύθμιση διασαφηνίζει πλήρως την εφαρμογή του άρθρου 70 όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4274/2014, καθώς καθίσταται εφαρμοστέα σε όλες γενικά τις κατηγορίες υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών διαφορών, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες που ανέκυψαν στη νομολογία ειδικά ως προς τη συμπλήρωση του παραβόλου στις φορολογικές διαφορές». Στα δε πρακτικά της Διαρκούς Επιτροπής της Βουλής, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ρύθμιση αυτή «[…] πράγματι επιταχύνει τη διαδικασία της δικαιοσύνης και όχι μόνο αυτό, σώζει και το δικηγορικό κόσμο από πολλές περιπτώσεις απόρριψης των δικογράφων τους, των αγωγών τους, των προσφυγών τους, για λόγους που θα μπορούσαν να είχαν θεραπευθεί, κατά τη διάρκεια, με μία απλή κλήτευση, κλήση του συνηγόρου από τα δικαστικά όργανα, από τους δικαστές.[…]».
Έννοια απόρριψης προσφυγής για τυπικό λόγο δικαιολογούσα την άσκηση δέυτερης προσφυγής: κάθε λόγος απαραδέκτου της προσφυγής, πλην του εκπροθέσμου, ο οποίος προκάλεσε την απόρριψή της χωρίς να κριθεί η βασιμότητά της
14. Επειδή, κατά την άποψη του Τμήματος, ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο» που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής κατά τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε κατά τ’ ανωτέρω με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014, νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋπόθεσης ως απαράδεκτη, χωρίς να εξεταστεί κατά τη βασιμότητά της. Ότι είναι αυτό το νόημα της ως άνω διατάξεως, προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο και τη διατύπωσή της, όσο και από τον σκοπό και την ιστορία της. Εκτός δηλαδή από τη γενική και αδιάστικτη αναφορά σε «τυπικούς λόγους» και την ευθύς εξαρχής αιτιολόγηση της διατάξεως με γενικότητες περί εναρμονίσεως με τα ισχύοντα επί αγωγής, πληρέστερης διασφάλισης της δικαστικής προστασίας κ.λπ., με την τροποποίησητου ν. 4274/2014 και την εισαγωγή ρητών εξαιρέσεων, ιδίως εκείνης του εκπροθέσμου, έγινε σαφές ότι ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται ως εμπίπτοντα στον κανόνα κάθε εν γένει λόγο απαραδέκτου της προσφυγής ο οποίος προκάλεσε την απόρριψή της χωρίς να κριθεί η βασιμότητά της, πράγμα που θεωρήθηκε «ιδιαίτερα δυσμενές» (βλ. ανωτ. αιτιολογική έκθεση) ώστε να δικαιολογείται η παροχή μιας ακόμη ευκαιρίας για κρίση επί του βασίμου. Τούτο δε αποσαφηνίσθηκε ακόμη περισσότερο με την μεταγενέστερη τροποποίηση του ν. 4509/2017 και την χαρακτηριστικά πλέον ευρεία διατύπωση ότι χωρεί δεύτερη προσφυγή όταν η πρώτη έχει απορριφθεί «για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός […]». Συνεπώς, η επίδικη εν προκειμένω περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη υπογραφής του δικογράφου της από δικηγόρο, μη εμπίπτουσα στις ως άνω εξαιρέσεις του νόμου, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για τυπικό λόγο κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 70 ΚΔΔ, η οποία ορίζει ότι επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή η άσκηση δεύτερης προσφυγής (υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζει προς τούτο). Εξ άλλου, ναι μεν κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, δικόγραφο που δεν φέρει υπογραφή δικηγόρου (στις περιπτώσεις όπου αυτή απαιτείται από τις οικείες δικονομικές διατάξεις) είναι, κατ’ αρχήν, άκυρο (βλ. ενδεικτ. ΣτΕ Ολομ. 3351/1977, 1032/2009, 175/2017 πρβλ. ΣτΕ 3750/1979, 4108/1995, 479/1990, βλ. όμως ΣτΕ 2680/2003, καθώς και ΣτΕ 2713/2002 και την σε συνέχεια αυτής ΣτΕ 1629/2003 καθώς και ΣτΕ 2849/2001 και την σε συνέχεια αυτής ΣτΕ 434/2005, κατά δε την χρησιμοποιούμενη από τον Άρειο Πάγο ορολογία, είναι δικονομικά ανυπόστατο βλ. ΑΠ 156/2013, 83/2008, 1509/2006), και, ως εκ τούτου, το οικείο ένδικο βοήθημα, λογιζόμενο ως μηδέποτε ασκηθέν, δύναται μεν να επανασκηθεί (βλ. ΣτΕ 325/1983, 4704/1986, 3491/2000) εφόσον όμως δεν έχει λήξει η σχετική προθεσμία (βλ. ΣτΕ 949/1999). Πλην οι κρίσεις αυτές, εξενεχθείσες υπό την ισχύ και εν όψει εφαρμογής διατάξεων που θέσπιζαν την απόλυτη απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής (ή αιτήσεως ακυρώσεως) κατά της αυτής πράξεως ή στο πλαίσιο άλλων νομικών ζητημάτων, δεν μπορούν να συσχετισθούν με την ως άνω διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1, η οποία το πρώτον προέβλεψε, κατά παρέκκλιση της αρχής της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, την ως άνω δυνατότητα και δη για όλες, κατ’ αρχήν, τις περιπτώσεις απόρριψης για «τυπικούς λόγους», κατά τα προεκτεθέντα. Ως εκ τούτου, άλλωστε, δεν είναι, πάντως, από της ως άνω απόψεως, κρίσιμο το ειδικότερο ζήτημα, εν όψει του πραγματικού της επιδίκου υποθέσεως, εάν η περίπτωση δικογράφου αρχήθεν ακύρου λόγω μη υπογραφής του από δικηγόρο, ταυτίζεται με την περίπτωση όπου το δικόγραφο της προσφυγής ασκήθηκε αρχικώς ως δικόγραφο αιτήσεως ακυρώσεως, καθόλα έγκυρο εξ επόψεως υπογραφής του (καίτοι υπεγράφετο μόνο από τον αιτούντα και όχι από δικηγόρο, ενόψει του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο οι σχετικές διατάξεις προέβλεπαν τη δυνατότητα αυτή) και, κατόπιν της ερμηνείας του, από το επιληφθέν δικαστήριο, ως προσφυγή, κατέστη (συνεπεία της ερμηνείας αυτής) επιγενομένως άκυρο, λόγω ακριβώς μη πληρώσεως της δικονομικής αυτής προϋποθέσεως.
Δικαιολογημένη η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους
15. Επειδή, από τα εκτεθέντα ανωτέρω (σκέψεις 6-13), προκύπτει ότι με τον ΚΔΔ, ο οποίος, από της ενάρξεως ισχύος του, κατήργησε όλες τις προϊσχύσασες αντίθετες προς αυτόν διατάξεις (βλ. ΣτΕ 3842, 340/2012, 3013/2010), θεσπίσθηκε αρχικά απόλυτη απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αγωγής (άρθρο 76), [όπως και προσφυγής (άρθρο 70)] από τον ίδιο ενάγοντα (ή προσφεύγοντα) με το αυτό αντικείμενο. Εντούτοις, και προκειμένου να υπάρξει εναρμόνιση των ρυθμίσεων της διοικητικής δικονομίας με τις ρυθμίσεις του ΚΠολΔ, όπως αυτές είχαν ερμηνευθεί από τον Άρειο Πάγο, όσον αφορά το ένδικο βοήθημα της αγωγής, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, απαντάται και στα δύο δικονομικά συστήματα, τροποποιήθηκε το άρθρο 76 του ΚΔΔ (με τον ως άνω ν. 3659/2008) και χορηγήθηκε η δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης αγωγής, σε περίπτωση που η πρώτη απορριφθεί για τυπικούς λόγους. Η τροποποίηση αυτή, δεν παρίσταται, κατ’ αρχήν, αδικαιολόγητη, προεχόντως ενόψει του ότι το ένδικο μέσο της αγωγής τόσο στο αστικό δίκαιο όσο και στο διοικητικό δίκαιο, ασκείται παραδεκτώς, μεταξύ άλλων, και εφόσον η σχετική αξίωση του ενάγοντος δεν έχει υποπέσει στην, κατά τις οικείες διατάξεις, οριζόμενη παραγραφή. Συνεπώς, είναι νοητή η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους, διότι στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό δικαίωμα του ενάγοντος, ενόσω διαρκεί η παραγραφή, δεν έχει απολεσθεί και δεν έχει τύχει ουσιαστικής κρίσεως από το εκάστοτε αρμόδιο δικαστήριο.
Διαφορετική φύση αγωγής και προσφυγής – αρχή της άπαξ ασκήσεως των διαπλαστικών ενδίκων βοηθημάτων – η περί δεύτερης προσφυγής ρύθμιση αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στη συνταγματική υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει την ουσιαστική ισότητα στη διαδικαστική και δικονομική μεταχείριση των διαδίκων και την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας
16. Επειδή, περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι ο νομοθέτης, ορμώμενος από την τροποποίηση του άρθρου 76 παρ. 1 του ΚΔΔ, με την οποία θεσπίσθηκε, κατά τα ανωτέρω, η δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης αγωγής, προέβη σε αντίστοιχη τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 70 παρ. 1 και θέσπισε το δικαίωμα ασκήσεως δεύτερης προσφυγής, σε περίπτωση που η πρώτη απορριφθεί για τυπικούς λόγους, με την αιτιολογία (ως αυτή εναργώς προκύπτει από τις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις και τα πρακτικά συζητήσεως στη Βουλή), ότι κατά τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται το ενιαίο της αντιμετώπισης ενδίκων βοηθημάτων που απορρίφθηκαν για τυπικό λόγο και εξομοιώνοντας την δυνατότητα που έχει η Διοίκηση να επανέλθει, σε περίπτωση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως για τυπικό λόγο, και να εκδώσει νέα πράξη απαλλαγμένη από την διαγνωσθείσα τυπική πλημμέλεια με την περίπτωση που το ένδικο μέσο της προσφυγής απορρίπτεται για τυπικό λόγο. Υπολαμβάνοντας, δηλαδή ότι ταυτίζονται οι τυπικοί λόγοι ακυρώσεως μίας διοικητικής πράξεως με τους τυπικούς λόγους απορρίψεως μίας προσφυγής κατά διοικητικής πράξεως και θεωρώντας ότι με τη θεσπιζόμενη εξομοίωση επέρχεται αποκατάσταση της «δικονομικής ισότητας των διαδίκων». Οι αντιλήψεις όμως αυτές υπό τις οποίες θεσπίσθηκε η ρύθμιση είναι νομικά εσφαλμένες. Κατ’ αρχάς, λόγω της ουσιώδους διαφοράς μεταξύ προσφυγής και αγωγής. Αλλά και γιατί άλλο είναι η ακύρωση διοικητικής πράξεως για τυπικό λόγο και η επανάληψή της διορθωμένης σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας και κατά συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, και άλλο η απόρριψη προσφυγής για τυπικό δικονομικό λόγο. Ειδικότερα, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, σε αντίθεση με την αγωγή, αφενός μεν ασκείται παραδεκτώς, μεταξύ άλλων, μόνον εντός συγκεκριμένης και δη αποσβεστικής προθεσμίας, αφετέρου δεν προσομοιάζει με τα προβλεπόμενα στον ΚΠολΔ, ένδικα βοηθήματα, απαντώμενο μόνον στο πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας και σύμφυτο με τις βασικές αρχές που την διέπουν, μεταξύ των οποίων η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων (βλ. ΣτΕ 2800/2018, 2365/2016, 2088/2014, 3351/2012, 2292/2011, πρβλ. ΣτΕ 1085/2013, 2210/2012, 1965/2007, 1260/2006, 379/2004). Αρχή η οποία, στην περίπτωση της προσφυγής, όπως, άλλωστε, και της αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 4584/2015, 91/2015, 3651/2013, 4726/2012, 1585/2012, 2480/2011, 387/2011 κ.ά.), διασφαλίζει, πέραν της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων, τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποτροπή του κινδύνου παράτασης της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας άμεσα εκτελεστών πράξεων της διοικήσεως, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας, οι οποίες, άλλωστε, ενδέχεται να αποτελέσουν το θεμέλιο για την έκδοση και άλλων διοικητικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2088/2014). Μέχρι την αντικατάσταση του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ από τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 4139/2013, η απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής αποτελούσε ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αυτής αρχής. Συνεπώς, η καθιέρωση δικαιώματος ασκήσεως δεύτερης προσφυγής με τις προμνημονευθείσες αιτιολογίες και στην προεκτεθείσα έκταση (για κάθε κατ’ αρχήν «τυπικό λόγο») έχει ως αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται σε μεγάλο βαθμό και χωρίς να προκύπτει λόγος δημοσίου συμφέροντος η ως άνω βασική για το διοικητικό δίκαιο και τη διοικητική δικονομία αρχή· αλλά και να κλονίζεται το σύστημα κανόνων το οποίο η έννομη τάξη έχει εισαγάγει για το παραδεκτό της προσφυγής, σύστημα το οποίο υπηρετεί – και γι αυτό, άλλωστε, κρίνεται παγίως συνταγματικό- την εύρυθμη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης· και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η τροποποίησή του. Η δε περαιτέρω αιτιολόγηση της θεσπίσεως της ως άνω ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία «αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη [της προσφυγής για τυπικούς λόγους] και […] διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων», παραγνωρίζει, ως ήδη εξετέθη ανωτέρω, ότι η «δυσμενής συνέπεια» για την οποία γίνεται λόγος δεν οφείλεται παρά στην παραβίαση από τον ηττώμενο διάδικο των ισχυόντων κατά τ’ ανωτέρω και υπηρετούντων τη λειτουργία της Δικαιοσύνης δικονομικών κανόνων. Εξ άλλου, όταν ο νομοθέτης θεσπίζει ο ίδιος, κατ’ εκτίμηση των αναγκών έγκαιρης προόδου της δίκης και παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διαδικαστικές προϋποθέσεις και δικονομικά απαράδεκτα (βλ. ΣτΕ 2124/2007), δύναται μεν, σε περίπτωση που υφίστανται συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή αναφαίνονται έκτακτες και απρόβλεπτες συνθήκες, να εισαγάγει εξαιρετικές ρυθμίσεις. Δεν δύναται, όμως, χωρίς τη συνδρομή δικαιολογητικού λόγου, να επιτρέπει την κατ’ εξαίρεσιν θεραπεία πάσης διαδικαστικής πλημμέλειας ή δικονομικού απαραδέκτου, διότι τότε αφενός μεν παρέχει στους εκάστοτε διαδίκους την εντύπωση ότι μπορούν χωρίς συνέπειες να παραλύουν, με παραλείψεις τους, την εκπλήρωση του ταχθέντος με τις δικονομικές ρυθμίσεις νομοθετικού σκοπού, αφετέρου δε καταλήγει σε αδικαιολόγητη επιβάρυνση της λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων με περαιωθείσες υποθέσεις, σε μη ορθολογική χρήση των πόρων που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης καθώς και σε αδικαιολόγητα ευνοϊκή μεταχείριση των διαδίκων οι οποίοι, καίτοι ηδύναντο, δεν άσκησαν το δικαίωμά τους για παροχή δικαστικής προστασίας με τον ενδεικνυόμενο δικονομικά τρόπο, έναντι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι τήρησαν άπασες τις προβλεπόμενες από τον ΚΔΔ, προϋποθέσεις, προκειμένου η προσφυγή τους να μην απορριφθεί για τυπικούς λόγους (πρβλ. ΣτΕ 3351/2012). Υπό τα δεδομένα όμως αυτά, η ανωτέρω περί δεύτερης προσφυγής ρύθμιση, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος (βλ. και ΣτΕ 1596/2019), καθώς και στην κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παράγραφος 1 και 20 παράγραφος 1) υποχρέωση του νομοθέτη να διασφαλίζει αφενός μεν την ουσιαστική ισότητα στη διαδικαστική και δικονομική μεταχείριση των διαδίκων, αφετέρου δε την αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας και την ορθολογική προς τούτο οργάνωση της Δικαιοσύνης (και ειδικότερα της Διοικητικής Δικαιοσύνης κατά τα άρθρα 94 και 95 Συντ.).
Αντίθεση της διάταξης του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, καθό μέρος με αυτήν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής και στην περίπτωση που η πρώτη προσφυγή απερρίφθη ως απαράδεκτη λόγω μη υπογραφής της από δικηγόρο, στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος – Παραπομπή στην Ολομέλεια
17. Επειδή, ως ήδη εξετέθη ανωτέρω (σκέψη 14), το Τμήμα κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (εξακολουθεί δε να ισχύει και σήμερα έτι διευρυμένη ως προς το κρίσιμο νομικό ζήτημα), καταλαμβάνει όλους τους τυπικούς λόγους, ήτοι και τα δικονομικά απαράδεκτα και δη το απαράδεκτο που δημιουργείται λόγω της μη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο και, κατ’ επέκτασιν, κατά την ως άνω έννοια της διατάξεως αυτής είναι επιτρεπτή η άσκηση δεύτερης προσφυγής στην περίπτωση που η πρώτη προσφυγή απερρίφθη για τον ως άνω λόγο. Περαιτέρω δε το Τμήμα κρίνει (σκέψη 16) ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 ΚΔΔ, καθό μέρος με αυτήν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής και στην περίπτωση που η πρώτη προσφυγή απερρίφθη ως απαράδεκτη λόγω μη υπογραφής της από δικηγόρο, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, είναι μη εφαρμοστέα. Συνεπώς, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον λόγο αυτό, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο θα έπρεπε να διακρατήσει την υπόθεση, να δεχθεί την έφεση του αναιρεσείοντος για τον ανωτέρω αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο, να εξαφανίσει την 1705/2018 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, να εξετάσει την προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και να την απορρίψει για τον αυτό λόγο. Όμως, ενόψει του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν άσκησε έφεση κατά της 140/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη του προσφυγή), αλλά επέλεξε -ως είχε τη δικονομική δυνατότητα κατά το άρθρο 70 παρ. 1 ΚΔΔ- να αναμείνει να τελεσιδικήσει η πρωτόδικη απόφαση και εν συνεχεία να ασκήσει δεύτερη προσφυγή, ως προς την νομιμότητα της οποίας δεν θα μπορούσε, πριν από την δημοσίευση της παρούσης, να υπάρξει εύλογη αμφιβολία, λόγω της ρητής νομοθετικής προβλέψεώς της, θα έπρεπε, για λόγους διασφαλίσεως της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του, να θεωρηθεί ότι αναβιώνει από την κοινοποίηση σε αυτόν της αναιρετικής απόφασης η κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΔΔ προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατά της 140/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. ΣτΕ 8/1988 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 3596/1971 Ολομ., πρβλ. και ΣτΕ 636/2021 επτ.). Λόγω της σπουδαιότητας όμως των ανωτέρω ζητημάτων, αλλά και καθώς η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της συνταγματικότητας του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (και εξακολουθεί κατά τούτο να ισχύει και σήμερα έτι διευρυμένη), πρέπει τα ζητήματα αυτά να παραπεμφθούν ενώπιον της Ολομελείας, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, και το άρθρο 14 παρ. 2 του π. δ/τος 18/1989.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2019, στις 14 Οκτωβρίου 2020 και στις 22 Απριλίου 2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Δεκεμβρίου 2021