Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 20 Νοεμβρίου 2018)

Παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 20 Νοεμβρίου 2018)

Ι. Εφαρμοστέο δίκαιο

Άρθρο 49 πδ 18/1989

  1. Όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.
  2. Η παρέμβαση ασκείται επί ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 πδ 18/1989 και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, 6 τουλάχιστον πληρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους.
  3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή.
  4. Οι διατάξεις του άρθρου 18 για τον αντίκλητο έχουν εφαρμογή και στην παρέμβαση.

ΙΙ. Αντικείμενο της παρέμβασης

Διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.

 

ΙΙΙ. Προϋποθέσεις του παραδεκτού

1. Εκκρεμοδικία: Παρέμβαση είναι δυνατή μετά την έναρξη και πριν την περάτωση της δίκης.

2. Ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ως τρίτου: όποιος δεν είναι ήδη διάδικος, ή καθολικός ή οιονεί καθολικός διάδοχος του αρικού διαδίκου.

3.΄Εννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Την προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού εκπληρώνει πάντοτε ο υπουργός που εποπτεύει το ΝΠΔΔ του οποίου προσβάλλεται πράξη επί ακυρώσει. Τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν επαγγελματικούς σκοπούς έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν μόνον αν από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης θίγονται ως τοιαύτα, ή θίγονται τα συμφέροντα του συνόλου των μελών τους. Βλ. ΣτΕ Ολ 903/1981: “…εις την δίκην παρεμβαίνει, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως (αποφάσεως του Υφυπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως “περί καθορισμού κατώτατης τιμής πωλήσεως των ημερησίων εφημερίδων, που εκδίδονται στους Νομούς Αττικής, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης”), η Ένωσις Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Η παρέμβασις αύτη ασκείται παραδεκτώς, διότι η παρεμβαίνουσα μετέσχε εις την διαδικασίαν εκδόσεως της προσβαλλομένης κανονιστικής πράξεως, βάσει του άρθρου 1 του ν. 1072/1980, υπό του οποίου προβλέπεται, δια την έκδοσιν της πράξεως ταύτης, η λήψις της γνώμης της παρεμβαινούσης ενώσεως, μόνη δε η κατά τα άνω συμμετοχή της εις την έκδοσιν κανονιστικής πράξεως νομιμοποιεί αυτήν όπως μετάσχη εις την δίκην, την αφορώσαν εις το κύρος της εν λόγω πράξεως. Κατά την γνώμην όμως εξ μελών του δικαστηρίου, ο νομοθέτης, δια της ανωτέρω διατάξεως, επεζήτησε την γνώμην της ενώσεως ως ενώσεως επαγγελματικής, εκφραζούσης επαγγελματικά απλώς συμφέροντα, τα δε νομικά πρόσωπα, τα επιδιώκοντα επαγγελματικούς σκοπούς, έχουν, κατά την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 49 του ν.δ. 170/1973, έννομον συμφέρον να παρέμβουν εις την ενώπιον του ΣτΕ ανοιγείσαν δίκην, προς υποστήριξιν του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, μόνον αν εκ της ακυρώσεως αυτής θίγωνται ως τοιαύτα ή αν θίγωνται τα συμφέροντα του συνόλου των μελών των, όχι όμως αν θίγωνται τα συμφέροντα ωρισμένων μόνον εκ των μελών του, διότι τα νομικά ταύτα πρόσωπα έχουν σκοπόν την εξυπηρέτησιν των συμφερόντων όλων των μελών των και όχι μόνον ωρισμένων εξ αυτών και μάλιστα εις βάρος, τυχόν, των συμφερόντων άλλων μελών. Εν προκειμένω, μέλος παρεμβαινούσης ενώσεως είναι και η Α.Ε. Τυποεκδοτική, η οποία, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι βλάπτεται εκ της προσβαλλομένης πράξεως, ως προκαλούσης, δια του καθορισμού ενιαίας κατώτατης τιμής πώλησης εφημερίδων, μείωσιν της κυκλοφορίας της εφημερίδος της, εφ’ ω και η εταιρία αύτη ήσκησεν αίτησιν ακυρώσεως κατά της ανωτέρω πράξεως. Υπό τα δεδομένα ταύτα, η παρέμβασις της ειρημένης ενώσεως υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, μη αμφισβητούσα ότι εκ της πράξεως ταύτης θίγονται συμφέροντα ωρισμένων εκ των μελών της, αλλ’ υποστηρίζουσα ότι δια της πράξεως προάγεται η ελευθεροτυπία, έπρεπε, κατά την μειοψηφούσαν ταύτην γνώμην, να απορριφθή ως απαράδεκτος”.

  • Χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να συντρέχει το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος

ΣτΕ 3025/2013: «κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ Ολ 2173/2002, 258/2004, 2597/2005, Ολ 3520/2006, Ολ ΣτΕ 2034-2036/2011, 408/2102), για το παραδεκτό της παρεμβάσεως δεν απαιτείται να συντρέχει το έννομο συμφέρον και κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά αρκεί ότι υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως και συζητήσεως της υποθέσεως, δοθέντος ότι και στην περίπτωση αυτή τυχόν ακυρωτική απόφαση είναι βλαπτική για τον παρεμβαίνοντα».

ΣτΕ Ολ 2036/2011:«κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων του π.δ. 18/1989, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., παρέμβαση και, κατά συνέπεια, τριτανακοπή, μπορεί να ασκήσει και ο ειδικός διάδοχος του έχοντος το δικαίωμα τούτο, ανεξάρτητα αν ο δικαιοπάροχός του έχει ασκήσει παρέμβαση ή αν στο δικαιοπάροχο έχει κοινοποιηθεί νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου».

  • Νομολογία περί συνδρομής εννόμου συμφέροντος

Η βλάβη του παρεμβαίνοντος πρέπει να προβάλλεται και να αποδεικνύεται. ΣτΕ Ολ 2068/1999: «στο δικόγραφο της παρέμβασης οι παρεμβαίνοντες δεν προσδιορίζουν κατά τι θίγονται από την τυχόν ακύρωση του προσβαλλόμενου Κανονισμού, ώστε να μπορεί να κριθεί αν έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. Για το λόγο λοιπόν αυτόν η κρινόμενη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη».

ΣτΕ 2980/2013: ο Μητροπολίτης Πειραιώς παρεμβαίνει με ηθικό έννομο συμφέρον υπέρ του κύρους της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως ης Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, εν όψει του ενδιαφέροντός του ως επισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την διατήρηση των θρησκευτικών συμβόλων στις αίθουσες των δικαστηρίων, όπου είχαν εισαχθεί, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά την πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο (1828 – 1833, βλ. τα υπ’ αριθμ. Φ. 3562/1/ΑΣ 1300/13.11.2009 και Φ. 3562/3/ΑΣ 7883/22.2.2012 έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών). Τούτο δε, διότι τυχόν θετική, ως προς την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα είχε ευρύτερες συνέπειες μη περιοριζόμενες στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης αλλά εκτεινόμενες σε όλη τη χώρα.

ΣτΕ 3500//2009: Το παρεμβαίνον σωματείο δεν προσκομίζει επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού του με βεβαίωση επ΄ αυτού καταχωρίσεως στο οικείο βιβλίο του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου και για το λόγο αυτό, δεν δύνανται να τύχουν οιασδήποτε δικαστικής εκτιμήσεως οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του περί του ότι έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της παρεμβάσεώς του (πρβλ. ΣτΕ 2098/2002). Επομένως, η ασκηθείσα παρά τούτου παρέμβαση είναι απορριπτέα.

ΣτΕ Ολ 3177/2007: ναι μεν ο δικηγόρος ασκεί, κατ΄ αρχήν, το λειτούργημά του στην περιφέρεια του Συλλόγου, του οποίου είναι μέλος (βλ. άρθρ. 44 του Κώδικα περί Δικηγόρων), έχει, όμως, σε ειδικώς οριζόμενες στο νόμο περιπτώσεις, και δικαίωμα παραστάσεως και ενεργείας διαδικαστικών πράξεων και εκτός της περιφέρειας του Συλλόγου του (βλ. άρθρο 56 του Κώδικα περί Δικηγόρων). Εν όψει τούτου και δεδομένου ότι η εγγραφή στα βιβλία ασκουμένων δικηγόρων ζητείται με τελικό σκοπό την κτήση της αδείας ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών υπέρ του κύρους πράξεως, όπως η προσβαλλομένη, με την οποία απορρίπτεται αίτημα εγγραφής στα βιβλία ασκουμένων άλλου Δικηγορικού Συλλόγου.

ΣτΕ 2303/2011: στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως, όπως και το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, μπορεί να παρέμβει, μόνον για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δηλαδή οποιοσδήποτε βλάπτεται από την τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως (ΣτΕ 2265/2007). Ειδικότερα, δεν δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση, σε δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως ή το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, για τη διατήρηση της ισχύος πράξεως εκλογής σε θέση μέλους Δ.Ε.Π. σε Α.Ε.Ι., εφόσον στην οικεία διαδικασία εκλογής μετείχαν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι, μέλη Δ.Ε.Π. του ίδιου Τμήματος, στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, διότι στην περίπτωση αυτή δεν βλάπτονται άμεσα από την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης και ως εκ τούτου δεν έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο.

ΣτΕ 1669/2010: μέλος κοινοπραξίας ζητεί, με παρέμβασή του, την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως. Για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του, ο παρεμβαίνων αναφέρει στο δικόγραφο της παρεμβάσεώς του, ότι «σε περίπτωση απόρριψης της υπό κρίση αίτησης, ο Δήμος Γιαννιτσών … συμμορφούμενος προς τις αποφάσεις της Ειδικής Επιτροπής… της Περιφέρειας… θα υποχρεωθεί να ανακηρύξει ανάδοχο… την Κοινοπραξία … στην οποία» συμμετείχε. Η εκδοχή, όμως, την οποία υποστηρίζει ο παρεμβαίνων, δεν είναι ορθή. Πράγματι, η υποχρέωση συμμορφώσεως του αιτούντος Δήμου προς την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής είχε οριοθετηθεί σαφώς στο κείμενο αυτής και συνίστατο όχι στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην προαναφερθείσα δημοπρασία, αλλά στην ακύρωση του διαγωνισμού αυτού. Υπό το δεδομένο, συνεπώς, αυτό, εφόσον δηλαδή ο αιτών Δήμος δεν είχε την δυνατότητα να κατακυρώσει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, η παρέμβαση του αιτούντος ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα ως απαράδεκτη.

ΣτΕ 826/2010: παραδεκτώς και με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει στη δίκη με την οποία ζητείται η ακύρωση του τελικού πίνακα κατάταξης κατά φθίνουσα σειρά επιτυχίας υποψηφίων συμβολαιογράφων ανά ειρηνοδικείο η Ε.Τ., η οποία διορίσθηκε στην επίδικη θέση του Ειρηνοδικείου Εορδαίας, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η αιτούσα προβάλλει με σχετικό υπόμνημά της ότι η παρεμβαίνουσα στερείται εννόμου συμφέροντος διότι και αν ακυρωθεί η πράξη διορισμού της δεν θα απωλέσει την επίδικη θέση, καθόσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 4 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000) «Διορισμός που έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα αυτού ανακαλείται το αργότερο εντός διετίας από τη δημοσίευσή του, εκτός αν ο συμβολαιογράφος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό, οπότε η ανάκληση γίνεται χωρίς χρονικό περιορισμό», εν προκειμένω δε «ο διορισμός της δεν μπορεί να ανακληθεί λόγω παρελεύσεως διετίας από τη δημοσίευσή του, δεδομένου ότι η παρεμβαίνουσα δεν προκάλεσε ούτε υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό της». Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ως άνω διάταξη ρυθμίζει αποκλειστικά τα της ανακλήσεως παράνομου διορισμού συμβολαιογράφου από τη Διοίκηση και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ακυρώσεως αυτού με δικαστική απόφαση.

ΣτΕ 1646/2018: υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης (απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι και περιορισμοί για το έργο «Παραλλαγή της Επαρχιακής οδού 4 στο τμήμα «Σπάρτη- Πλατάνα – Σκούρα» της Περιφέρειας Πελοποννήσου) με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκούν παρέμβαση με χωριστά δικόγραφα η Περιφέρεια Πελοποννήσου, ισχυριζόμενη ότι το επίδικο έργο εντάσσεται σε ένα δίκτυο αρτηριών ευρύτερης σημασίας για την Περιφέρεια, και η εταιρεία με την επωνυμία “ΙΝΤΡΑΚΟΜ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ”, η οποία έχει αναδειχθεί προσωρινή μειοδότης του διαγωνισμού για την ανάδειξη αναδόχου στο εν λόγω έργο (βλ. την 2386/2015 κατακυρωτική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Πελοποννήσου), έχει δε υποβάλει στην Περιφέρεια Πελοποννήσου δήλωση παράτασης χρόνου ισχύος της οικονομικής της προσφοράς και ανανέωσης της σχετικής εγγυητικής επιστολή.

4.Κατάθεση δικογράφου υπογεγραμμένου από δικηγόρο, με διορισμό αντικλήτου, και επίδοση κυρωμένου αντιγράφου 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση.

Το απαράδεκτο της μη κοινοποίησης ή της μη εμπρόθεσμης κοινοποίησης της παρέμβασης θεραπεύεται, κατά το άρθρο 21 παρ. 6 του πδ 18/1989, υπό δύο προϋποθέσεις: εάν, πρώτον, οι διάδικοι παραστούν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, δεύτερον, δεν αντιλέξουν. Αντίθετα, δεν θεραπεύεται το απαράδεκτο της μη έγκαιρης κατάθεσης παρέμβασης. Βλ. ΣτΕ Ολ 686/2018, σκ. 5, 3518/2017, 2554/2017, 860/2008: «για το παραδεκτό της παρεμβάσεως απαιτείται να κατατεθεί το σχετικό δικόγραφο στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του διοικητικού εφετείου έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση και η ίδια προθεσμία πρέπει να τηρηθεί και για την κοινοποίηση του δικογράφου της παρεμβάσεως, με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, στους λοιπούς διαδίκους. Εξάλλου η παράσταση των διαδίκων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η μη προβολή σχετικής ενστάσεως, σε περίπτωση μη τηρήσεως της εξαήμερης αυτής προθεσμίας, καθώς και η ρητή συναίνεση αυτών για την άρση του απαραδέκτου της παρεμβάσεως το οποίο προκύπτει από το λόγο αυτό καλύπτει, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989, μόνο το απαράδεκτο λόγω της μη εμπρόθεσμης κοινοποιήσεως στους διαδίκους, όχι δε και το απαράδεκτο από τη μη έγκαιρη κατάθεση της παρεμβάσεως στη γραμματεία, απαράδεκτο που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και δεν εξαρτάται από τη βούληση των διαδίκων(ΣτΕ Ολ 3194/1990). Εξ άλλου, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι η δικονομική αυτή προϋπόθεση παραδεκτού της παρεμβάσεως ουδόλως εξαρτάται από το νομότυπο της κοινοποιήσεως, επιμελεία του εισηγητή της υποθέσεως, αντιγράφου της αιτήσεως ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου είκοσι ημέρες πριν απ’ αυτήν». ΣτΕ Ολ 3194/1990: Η δήλωση του πληρεξουσίου των αιτούντων στο ακροατήριο ότι παραιτείται των δικαιωμάτων του για την αμφισβήτηση του παραδεκτού της παρεμβάσεως καλύπτει μεν το απαράδεκτο εκ της μη κοινοποιήσεως της παρεμβάσεως στους αιτούντες, όχι όμως και το απαράδεκτο εκ της μη εμπρόθεσμης κατάθεσης της παρεμβάσεως στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, γιατί το τελευταίο αυτό απαράδεκτο δεν δύναται να θεραπευθεί με δήλωση του πληρεξουσίου των αιτούντων. 

Η αμφισβήτηση της επίδοσης μετά τη συζήτηση με το σχετικό υπόμνημα είναι απαράδεκτη: ΣτΕ 453/2009: «απαραδέκτως ο αιτών αμφισβητεί τη νομιμότητα της επίδοσης της παρέμβασης προς αυτόν με το από …. υπόμνημα, που κατετέθη εντός της προθεσμίας που του χορηγήθηκε προς τούτο από την Πρόεδρο και με το οποίο επιτρέπεται μόνον η ανάπτυξη όσων έχουν εκτεθεί στο ακροατήριο (άρθρο 25 παρ. 2 του π.δ. 18/89)».

Ιδιαίτερα σημαντική  η ΣτΕ 536/2003: «οι διατάξεις των άρθρων 49 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989, που αποβλέπουν, με τη θέσπιση διαδικασίας καταθέσεως της παρεμβάσεως, στην εξασφάλιση της γνησιότητος του οικείου δικογράφου και στην απόδειξη της ημερομηνίας καταθέσεώς του, είναι ερμηνευτέες υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της κυρωθείσης με το Ν.Δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), κατά την έννοια των οποίων, οι συνέπειες της μη τηρήσεως των τύπων που επιβάλλονται για την έγκυρη άσκηση προβλεπομένου στο νόμο ενδίκου βοηθήματος δεν πρέπει να υπερακοντίζουν το σκοπό της θεσπίσεώς τους(ΣτΕ Ολ  602/2002, καθώς και ΕΔΔΔ της 16.11.2000, Ανώνυμη Εταιρεία «Σωτήρης και Νίκος Κούτρας Α.Τ.Ε.Ε.» κατά Ελλάδος, Rec. 2000 – XII). Εν όψει των ανωτέρω, όταν για δικόγραφο παρεμβάσεως, το οποίο, πάντως, παραδόθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, δεν τηρήθηκε η διαγραφόμενη στις προμνησθείσες διατάξεις διαδικασία καταθέσεως, η παρέμβαση θεωρείται ως εγκύρως κατατεθείσα, εάν δεν καταλείπονται στο Δικαστήριο αμφιβολίες ούτε ως προς τη γνησιότητα του δικογράφου ούτε ως προς την ακριβή ημερομηνία καταθέσεώς του».

Στο άρθρο 19 παρ. 1 του πδ 19/1989 ορίζονται τα εξής: «Η κατάθεση του δικογράφου γίνεται με την παράδοση του πρωτοτύπου στη Γραμματεία και την άμεση καταχώριση, κατά τη χρονολογία και τη σειρά που παραδίδεται, σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο υπογράφει ο καταθέτης».

Για την παρέμβαση που ασκείται το πρώτον κατ’ έφεση βλ. ΣτΕ 1410/2011:«κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του ίδιου π.δ/τος, αντίγραφο του δικογράφου της παρεμβάσεως που ασκείται, κατά το άρθρο 63, το πρώτον κατ’ έφεση, κοινοποιείται, με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, στον εφεσίβλητο έξι (6) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η κοινοποίηση γίνεται στην αναγραφομένη στο δικόγραφο της ασκηθείσας ενώπιον του διοικητικού εφετείου αιτήσεως ακυρώσεως διεύθυνση κατοικίας του εφεσιβλήτου ή, σε περίπτωση μεταβολής της, στη διεύθυνση που εδήλωσε ο εφεσίβλητος στη γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου, όπως υπεχρεούτο και όχι στο δικηγόρο που παρέστη ως πληρεξούσιος του εφεσιβλήτου ενώπιον του διοικητικού εφετείου, διότι ο δικηγόρος αυτός είχε μεν καταστεί αντίκλητος αυτού, η ιδιότητα όμως αυτή έπαυσε να υπάρχει μετά την δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως σύμφωνα με τα άρθρα 18 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 και 4 παρ. 1 του ν. 702/1977 (πρβλ. ΣτΕ 3354-5/2004 επταμ.). Επομένως, η παράλειψη της, κατά τα ανωτέρω, νόμιμης κοινοποιήσεως του δικογράφου της ασκηθείσας το πρώτον κατ’ έφεση παρεμβάσεως στον μη παραστάντα κατά τη συζήτηση της εφέσεως εφεσίβλητο επάγεται την απόρριψη της παρεμβάσεως ως απαράδεκτης. Εξάλλου, η νεώτερη διάταξη της περ. ε της παρ. 2 του άρθρου 21 του Π.Δ. 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 3772/2009 (Α΄ 112) και ισχύει, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 51 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009), με την οποία ρυθμίσθηκαν ειδικά και κατά διαφορετικό εν μέρει τρόπο σε σχέση με τα προεκτεθέντα τα σχετικά με τις κοινοποιήσεις προς τον εφεσίβλητο ιδιώτη σε περίπτωση εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρα 58 επ. Π.Δ. 18/1989), δεν έχει εφαρμογή επί διαδικαστικών πράξεων και, συγκεκριμένα, επί κοινοποιήσεων δικογράφων (κατ’ έφεση) παρεμβάσεων προς εφεσιβλήτους που διενεργήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου ως άνω νόμου (πρβλ. ΣτΕ 978/20024178/2000)».

 

ΙV. Σχέση αίτησης ακύρωσης και παρέμβασης

Αν γίνει δεκτή η αίτηση ακύρωσης, η παρέμβαση απορρίπτεται (ΣτΕ Ολ 1159/1989, Ολ 2614/1989).

Γενομένης εν μέρει δεκτής της αιτήσεως ακυρώσεως, απορρίπτεται αντιστοίχως η ασκηθείσα παρέμβαση(ΣτΕ3551/1988, 2913/1989).

Εάν η αίτηση ακύρωσης απορριφθεί ως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή η παρέμβαση (ΣτΕ Ολ 3301/1989).

Δεν εξετάζεται παρέμβαση από την οποία εχώρησε παραίτηση (ΣτΕ Ολ 734/2008).

Σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, η παρέμβαση καθίσταται άνευ αντικειμένου (ΣτΕ 3122/1999).

 

V. Η «ιδιότυπη» παρέμβαση του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α΄ 67), σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον, σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος….Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν.

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, όταν τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού. Εννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιολογείται μόνον όταν ο παρεμβαίνων είναι διάδικος ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα (ΣτΕ Ολ1664/2011, Ολ 1545/2008, Ολ 3177/2007, Ολ 3670/2006).

Ρητά στον νόμο ορίζεται ότι η μη άσκηση παρεμβάσεως δεν δημιουργεί δικαίωμα ανακοπής ή τριτανακοπής. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που θα παρείχε τέτοιο δικαίωμα θα οδηγούσε στο άτοπο της εκ νέου επανεξετάσεως από το δικαστήριο ζητημάτων συνταγματικότητας διατάξεων κατόπιν σχετικής αιτήσεως τρίτου προσώπου που δεν σχετίζεται με την κρινόμενη κατ’ ουσίαν υπόθεση. Το τρίτο δε αυτό πρόσωπο που δεν άσκησε την παρέμβαση αυτή, δεν στερείται του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α, εφόσον μετέχει ως διάδικος σε άλλη δίκη όπου τίθεται το ίδιο ζήτημα και δύναται στα πλαίσια της δίκης αυτής να θέσει υπόψη των δικαστηρίων όσα επιχειρήματα θα έθετε με την ιδιότυπη αυτή παρέμβαση (ΣτΕ Ολ 3922/2010).

ΣτΕ Ολ 1213/2010: «Η παρατεθείσα διάταξη του ν. 2479/1997 είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα της, στενώς ερμηνευτέα. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να γίνει, καθ’ ερμηνεία της διατάξεως αυτής, δεκτό ότι κατάθεση της προβλεπομένης σε αυτήν ιδιότυπης παρεμβάσεως επιτρέπεται, πέραν της περιπτώσεως, κατά την οποία τίθεται ενώπιον της Ολομελείας του ΣτΕ ζήτημα συνταγματικότητος συγκεκριμένης διατάξεως τυπικού νόμου, σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία τίθεται ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου ζήτημα ερμηνείας συνταγματικής διατάξεως. Υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα ήταν, άλλωστε, ιδιαιτέρως δυσχερής ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων που θα ενομιμοποιούντο να καταθέσουν την ιδιότυπη αυτή παρέμβαση, δοθέντος ότι, εν όψει των οριζομένων συναφώς στην κρίσιμη διάταξη του ν. 2479/1997, θα έπρεπε να ελέγχεται εκάστοτε από την Ολομέλεια του ΣτΕ, αν στην άλλη δίκη, στην οποία είναι διάδικος ο ασκών την εν λόγω παρέμβαση, τίθεται ή μη, μάλιστα δε ασυνδέτως προς το κύρος συγκεκριμένης διατάξεως τυπικού νόμου, ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Α. Ράντος, προς την άποψη του οποίου συνετάγη και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης. Κατά τη μειοψηφήσασα αυτή άποψη, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2479/1997 παρέχει απλώς, σε συνταγματικής περιωπής δίκη, βήμα αναπτύξεως απόψεων σε πρόσωπα, τα οποία άλλως θα κινδύνευαν να ευρεθούν στο μέλλον, εν όψει εκκρεμών δικών τους, αντιμέτωπα με δυσμενείς συνταγματικές ερμηνείες Ολομελείας ανωτάτου δικαστηρίου, που διατυπώνονται ερήμην τους. Δεν είναι, ως εκ τούτου, στενώς, αλλά κατά τον σκοπό της, ερμηνευτέα. Εφόσον δε η κρίση διατάξεως νόμου ως σύμφωνης ή όχι με το Σύνταγμα, προϋποθέτουσα αναγκαίως την ρητή ή σιωπηρή ερμηνεία της οικείας συνταγματικής διατάξεως, κατ’ ουδέν διαφέρει, εννοιολογικώς και ως προς τις συνέπειές της, από την ευθεία ερμηνεία της συνταγματικής διατάξεως, θα έπρεπε η επίμαχη νομοθετική διάταξη να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεών της, την συμμετοχή σε δίκη ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, εφόσον τίθεται ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων. Η δε επισημαινόμενη από την κρατήσασα γνώμη πρακτική δυσχέρεια, που, άλλωστε, δεν φαίνεται να συντρέχει, εφόσον το ζήτημα είναι μάλλον ευχερώς διαγνώσιμο, ενυπάρχει και στην συνήθη περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως και, πάντως, δεν συνιστά λόγο μη εφαρμογής διατάξεως, που εξυπηρετεί σκοπούς, αναγόμενους στην διεξαγωγή δίκαιης δίκης».

Βλ. διεξοδικά Ευ. Παυλίδου, Η συμμετοχή τρίτου στη διοικητική δίκη. Παρέμβαση, Τριτανακοπή, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο