Ο διακρατικός έλεγχος των διοικητικών πράξεων υπερεθνικής ισχύος (ΔΕΕ, 16 Μαΐου 2017, C-682/15, Berlioz Investment Fund SA)
1.Tα διοικητικά δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων μόνον εφόσον αυτές προέρχονται από τις εθνικές διοικητικές αρχές, ενώ αποκλείονται από τον έλεγχο οι πράξεις διοικητικών αρχών άλλων κρατών. Ο ανωτέρω κοινός τόπος που αποτελεί εγγενές στοιχείο της κρατικής κυριαρχίας, δημιουργεί προβλήματα λόγω της αύξησης των διακρατικών διοικητικών πράξεων [1]. Υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και κυρίως –όχι όμως και αποκλειστικά– λόγω της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης [2], αυτός ο τύπος πράξεων πολλαπλασιάστηκε στον ευρωπαϊκό χώρο. Ως διακρατική πράξη χαρακτηρίζεται η απόφαση εθνικής διοικητικής αρχής, η οποία εκδίδεται βάσει των διαδικαστικών κανόνων του οικείου κράτους μέλους, κατ’εφαρμογή όμως ουσιαστικών διατάξεων του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, παράγει δε έννομα αποτελέσματα εντός του συνόλου της Ένωσης. Ως παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν οι άδειες κυκλοφορίας προϊόντων, όπως αυτοκινήτων ή νέων τροφίμων, που αποτελούν ενίοτε την κατάληξη μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία εκτυλίσσεται τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, η αναγνώριση πιστοποιητικών με τα οποία βεβαιώνεται γνώση και ικανότητα άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και στηρίζονται σε εναρμονισμένες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, η άδεια μεταφοράς αποβλήτων κατά τον κανονισμό 259/1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο της μεταφοράς αποβλήτων, η οποία χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους προορισμού και έχει ως αποδέκτη τον αιτούμενο τη μεταφορά ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο κράτος αποστολής, οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών περί απομάκρυνσης υπηκόου τρίτων χωρών ευρισκομένου στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (που καλείται κράτος εκτέλεσης) κ.λπ.
2. Υπενθυμίζεται ότι το εν ευρεία εννοία ιδιωτικό διεθνές δίκαιο –κλάδο του οποίου αποτελεί και το διοικητικό διεθνές δίκαιο– προβλέπει την αναγνώριση στο έδαφος ενός κράτους διοικητικών πράξεων άλλων κρατών οι οποίες αποσκοπούν στη ρύθμιση σχέσεων εκτός της εθνικής επικράτειας, οπότε παράγουν αποτελέσματα εκτός της έννομης τάξεως προέλευσής τους [3]. Η αναγνώριση αυτή στηρίζεται είτε σε διατάξεις του συμβατικού διεθνούς δικαίου που έχουν τύχει νομικής κύρωσης στο οικείο κράτος, είτε στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum και υπόκειται σε ορισμένες διαδικασίες ελέγχου, περισσότερο ή λιγότερο αυστηρού, αναλόγως του περιεχομένου των πράξεων, βάσει κριτηρίων όπως η αρμοδιότητα του οργάνου έκδοσης, η αμοιβαιότητα, η ισοδυναμία του επιτυγχανομένου αποτελέσματος και η εσωτερική δημόσια τάξη. Οι διαδικασίες όμως αυτές δεν είναι οι πλέον κατάλληλες για την εξασφάλιση της διοικητικής συνεργασίας στον βαθμό και την έκταση που απαιτεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ειδικότερα η ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου που ανήκει κατά κύριο λόγο στα κράτη μέλη βάσει των εθνικών διαδικαστικών και δικονομικών κανόνων. Με το μόρφωμα της διακρατικής διοικητικής πράξης, σκοπείται η απλούστευση των διαδικασιών αυτών και η αυ- τόματη ισχύς της διοικητικής πράξης σε όλα τα κράτη μέλη, με σκοπό την άρση των εμποδίων της πραγματοποίησης της εσωτερικής αγοράς. Ελλείψει του θεσμού αυτού, ο πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιθυμεί να ασκήσει μια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης θα ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει 25 διαφορετικές άδειες για να δραστηριοποιηθεί εντός της Ένωσης.
3. Ο εδαφικός περιορισμός του δικαστικού ελέγχου των πράξεων που έχουν διακρατικές συνέπειες δημιουργεί κενό έννομης προστασίας. Πάντως, ο διακρατικός δικαστικός έλεγχος παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδιανόητος για τη θεωρία του δικαίου [4]. Διακρατικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από όργανα άλλων κρατών μελών και αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα στην ημεδαπή δεν μπορούν να προσβληθούν με τα ένδικα βοηθήματα του ελληνικού διοικητικού δικονομικού δικαίου. Πράγματι, αν τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών είχαν εξουσία ελέγχου, θα εκδίδονταν πλήθος αντιφατικών, ενδεχομένως, αποφάσεων για τη νομιμότητα των εν λόγω πράξεων και δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί η ενιαία ισχύς τους στο σύνολο της Ένωσης. Εξαιρέσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναγνωριστούν σε ευαίσθητους για τα θεμελιώδη δικαιώματα τομείς, στους οποίους πολίτες, οι οποίοι δεν διαθέτουν επαρκή μέσα για την άσκηση δικαστικών αγώνων στην αλλοδαπή, είναι αποδέκτες δυσμενών διοικητικών πράξεων. Οι εξαιρέσεις όμως αυτές θα πρέπει να συνομολογηθούν ρητώς μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών μελών ή να προβλέπονται ρητώς από το ενωσιακό δίκαιο. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 8 παρ 2 και 4 της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδηγήσεως (ΕΕ L 237, σ. 1), επιτρέπει στα κράτη μέλη (στις αρμόδιες διοικητικές αρχές και στα δικαστήριά τους), σε ορισμένες περιστάσεις και μεταξύ άλλων για λόγους ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας, να εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις περί περιορισμού, αναστολής, αφαίρεσης και ακύρωσης του δικαιώματος οδήγησης σε κάθε κάτοχο άδειας οδήγησης που έχει τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή και να αρνηθούν να αναγνωρίσουν υπέρ ενός προσώπου που στην ημεδαπή είναι το αντικείμενο ενός από τα πιο πάνω μέτρα την ισχύ κάθε άδειας οδήγησης που χορηγήθηκε εντός άλλου κράτους μέλους [ΔΕΚ της 26.06.2008, C-329/06 και C-343/06, Wiedermann και Funk, ECLI:EU:C:2008:366, της 20.11.2008, C-1/07, Ποινική δίκη κατά Frank Weber, ECLI:EU:C:2008:640]. Περαιτέρω, η ύπαρξη του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν (SIS) παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αρνηθούν την είσοδο στο έδαφός τους ή να προβούν σε διοικητική απέλαση υπηκόου τρίτου κράτους στηριζόμενα στην εγγραφή στο SIS από την αρχή άλλου κράτους μέλους. Ενώπιον του δικαστή που ελέγχει τη νομιμότητα της άρνησης χορήγησης άδειας παραμονής ή της διοικητικής απέλασης μπορεί να προβληθεί ο παράνομος χαρακτήρας της εγγραφής στο SIS. Στο πλαίσιο σχετικής υπόθεσης, το γαλλικό Conseil d’Etat προέβη στον παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας της γερμανικής απόφασης εγγραφής Ρουμάνων υπηκόων στο SIS, στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση του Γάλλου προξένου περί άρνησης θεώρησης [CE, 9 juin 1999, Epoux Forabosco (n° 190384), Lebon, σ. 169, AJDA 1999, σ. 725, concl. B. Martin Laprade: εναπόκειται στον διοικητικό δικαστή, ο οποίος επελήφθη ενδίκου βοηθήματος κατά διοικητικής απόφασης στηριζόμενης στην εγγραφή προσώπου στο SIS, να αποφανθεί επί του βασίμου του λόγου ακύρωσης που αντλείται από τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της εγγραφής, έστω και αν αυτή προέρχεται από αλλοδαπή διοικητική αρχή. Για την έκταση του ελέγχου αυτού βλ. CE 23 mai 2003, Catrina (n° 237934), AJDA 2003, σ. 1576: ο διοικητικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να αποφανθεί επί της νομιμότητας των αποφάσεων των άλλων κρατών στις οποίες στηρίζεται η εγγραφή αυτή].
4. Κατά συνέπεια, τα διοικητικά δικαστήρια, σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις αναγκάζονται να αποκλίνουν από τον βασικό κανόνα και να αναγνωρίσουν περιπτώσεις όπου ο δικαστής ενός κράτους Α μπορεί, επ’ ευκαιρία ελέγχου πράξης διοικητικού οργάνου του εν λόγω κράτους Α, να ελέγξει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα διοικητικής πράξης που προέρχεται από κράτος B. Αυτήν ακριβώς την εξαίρεση αναγνώρισε το Δικαστήριο της Ένωσης στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2011/16/ΕE, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ 2011, L 64, σ. 1). Η απόφαση της 16 Μαΐου 2017, C-682/15, Berlioz Investment Fund SA εκδόθηκε επί προδικαστικής παραπομπής που υπέβαλε το Διοικητικό Εφετείο του Λουξεμβούργου. Η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε μέτρο της λουξεμβουργιανής φορολογικής διοίκησης, με το οποίο επιβλήθηκε σε διοικούμενο κύρωση λόγω μη συμμόρφωσής του προς απόφαση της εν λόγω αρχής που τον υποχρέωσε να της παράσχει ορισμένες πληροφορίες βάσει των οποίων αυτή θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αίτημα που της υπέβαλε η γαλλική φορολογική αρχή δυνάμει της οδηγίας 2011/16. Δεδομένου ότι η κύρωση αυτή έχει ως βάση της εθνική διάταξη η οποία θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51 παρ. 1 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι διατάξεις του Χάρτη, ιδίως το άρθρο 47, είναι εφαρμοστέες στην υπόθεση της κύριας δίκης (σκέψη 50 της απόφασης Berlioz, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Texdata Software, C‑418/11, EU:C:2013:588, σκέψεις 74 έως 77). Eπί τη βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη [5], το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο διοικούμενος στον οποίο επιβλήθηκε χρηματική κύρωση από διοικητική αρχή (εν προκειμένου του Λουξεμβούργου) επειδή αρνήθηκε να απαντήσει σε διαταγή παροχής πληροφοριών η οποία εκδόθηκε επίσης από τις αρχές του ιδίου κράτους (του Λουξεμβούργου) βάσει αιτήματος πληροφοριών το οποίο στηρίζεται στην οδηγία 2011/16/ΕE και υποβλήθηκε από τις αρχές άλλου κράτους μέλους (εν προκειμένω από τις γαλλικές), μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του εν λόγω αιτήματος πληροφοριών επ’ευκαιρία προσφυγής κατά του προστίμου που του επιβλήθηκε. Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο προσφυγής διοικουμένου κατά κύρωσης επιβληθείσας από την αρχή κράτους μέλους λόγω μη συμμόρφωσής του προς απόφαση με την οποία η αρχή αυτή τον υποχρέωσε να παράσχει ορισμένες πληροφορίες και την οποία εξέδωσε κατόπιν αιτήματος της αρχής άλλου κράτους μέλους για παροχή πληροφοριών δυνάμει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, έχει, πέραν της εξουσίας να μεταρρυθμίσει την επιβληθείσα κύρωση, και αρμοδιότητα να ελέγξει τη νομιμότητα της απόφασης που τον υποχρεώνει στην παροχή πληροφοριών. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Επιτροπή υποστήριξε ότι τυχόν παροχή στον διοικούμενο δικαιώματος προσφυγής κατά της διαταγής παροχής πληροφοριών θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση περισσότερων δικονομικών δικαιωμάτων απ’ όσα έχει ένας φορολογούμενος, καθόσον το αίτημα παροχής πληροφοριών με αποδέκτη φορολογούμενο, το οποίο εντάσσεται στο στάδιο της έρευνας κατά το οποίο συλλέγονται πληροφορίες, είναι απλώς προπαρασκευαστική πράξη της τελικής απόφασης και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί [σκέψη 40 της αποφάσεως της 22ας Οκτωβρίου 2013, Sabou (C‑276/12, EU:C:2013:678)]. Το Δικαστήριο έκρινε όμως ότι το άρθρο 47 του Χάρτη που κατοχυρώνει την αρχή της αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έχει την έννοια ότι διοικούμενος στον οποίο έχει επιβληθεί χρηματική κύρωση λόγω μη συμμόρφωσής του προς διοικητική απόφαση που τον υποχρεώνει να παράσχει ορισμένες πληροφορίες στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εθνικών φορολογικών διοικήσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/16 έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης αυτής που συνδέεται με τη νομιμότητα του αιτήματος παροχής πληροφοριών στο οποίο στηρίζεται.
5. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η νομιμότητα της διαταγής παροχής πληροφοριών θα κριθεί μόνον υπό το πρίσμα της «προβλέψιμης συνάφειας» («pertinence vraisemblable») των ζητουμένων πληροφοριών. Η έννοια της «προβλέψιμης συνάφειας» σκοπό έχει να αποτρέψει το ενδεχόμενο να ζητήσει ένα κράτος πληροφορίες «οι οποίες είναι ελάχιστα πιθανόν να έχουν σχέση με έρευνα ή έλεγχο σε εξέλιξη. Δηλαδή ο παρεμπίπτων έλεγχος του δικαστηρίου του κράτους μέλους ασκείται υπό το πρίσμα των επιταγών της οδηγίας, εν προκειμένω της «προβλέψιμης συνάφειας των ζητουμένων πληροφοριών με τις ανάγκες της φορολογικής έρευνας. Η τήρηση του λεγόμενου προτύπου «προβλέψιμης συνάφειας» κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αποτελεί προϋπόθεση του νομότυπου χαρακτήρα του αιτήματος παροχής πληροφοριών, καθώς και της διαταγής παροχής πληροφοριών, και, συγχρόνως, το κριτήριο βάσει του οποίου πρέπει να εξετάζεται η νομιμότητα της διαταγής παροχής πληροφοριών από το εθνικό δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη. Η «προβλέψιμη συνάφεια» των πληροφοριών που ζητεί κράτος μέλος από άλλο αποτελεί προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί το αίτημα παροχής πληροφοριών προκειμένου να ενεργοποιήσει την υποχρέωση του λαμβάνοντος κράτους μέλους να ανταποκριθεί στο εν λόγω αίτημα. Ειδικότερα, ο δικαστής του κράτους Α μπορεί να ελέγξει μόνον εάν η διαταγή παροχής πληροφοριών που εκδίδει η αρχή του κράτους Α στηρίζεται σε αίτημα παροχής πληροφοριών το οποίο υποβάλλεται από την αρμόδια αρχή του κράτους Β και συνδέει τις ζητούμενες πληροφορίες, τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο και τον τρίτο που ενδεχομένως κατέχει πληροφορίες, αφενός, με τον επιδιωκόμενο φορολογικό σκοπό, αφετέρου. Για να διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας, η αναντιστοιχία μεταξύ του αιτήματος παροχής πληροφοριών και του φορολογικού σκοπού πρέπει να είναι πρόδηλη. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet, η επιβολή στον εθνικό δικαστή του λαμβάνοντος κράτους μέλους της υποχρέωσης να προβεί σε λεπτομερή νομική ανάλυση θα προϋπέθετε εκ μέρους του βαθιά γνώση του νομικού και πραγματικού πλαισίου που υφίσταται στο αιτούν κράτος και, επομένως, δεν θα ήταν ούτε δυνατή ούτε ρεαλιστική. Η έννοια της «προβλέψιμης συνάφειας» επιβάλλει «μόνον έναν “συνοπτικό και τυπικό έλεγχο, ο οποίος αφορά τα πραγματικά περιστατικά”».Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο επιχείρησε να αμβλύνει το πρόβλημα της αμφισβήτησης της νομιμότητας πράξης αλλοδαπής δημόσιας αρχής από τον διοικητικό δικαστή, περιορίζοντας τον έλεγχο αυτό στην πρόδηλη πλάνη (erreur manifeste) [6].
6. Όπως επισημαίνει η M. Gautier-Melleray, ακόμη και με την ως άνω άμβλυνση, το γεγονός ότι ο δικαστής κράτους μέλους μπορεί να ελέγξει, παρεμπιπτόντως, τη νομιμότητα της πράξης διοικητικής αρχής άλλου κράτους μέλους (εν προκειμένω το αίτημα παροχής πληροφοριών) συνιστά μια μορφή άκρως προωθημένης «δικαστικής ολοκλήρωσης» («intégration juridictionnelle»), η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Προτείνει, λοιπόν, την πρόβλεψη μιας διαδικασίας διακρατικών προδικαστικών ερωτημάτων, δηλαδή μια μορφή προδικαστικής παραπομπής μεταξύ εθνικών διοικητικών δικαστηρίων σχετικά με τη νομιμότητα των εθνικών διοικητικών πράξεων [7].
[1] Το θέμα της διακρατικής διοικητικής πράξεως έχει μελετηθεί ενδελεχώς, αν όχι εξαντλητικά, στο γερμανικό δίκαιο. Βλ. συναφώς V. Neßler, Der transnationale Verwaltungsakt – Zur Dogmatik eines neuen Rechtsinstituts, NVwZ 1995, σ. 863· J. Becker, Der transnationale Verwaltungsakt. Übergreifendes europäisches Rechtsinstitut oder Anstoß zur Entwicklung mitgliedstaatlicher Verwaltungskooperationsgrenze?, DVBl 2001, σ. 855· Μ. Ruffert, Der transnationale Verwaltungsakt, DV, 2001, σ. 453˙ του ιδίου, The transnational administrative act, in O. Jansen/B. Schöndorf-Haubold, The European composite administration, Intersentia, 2011, σ. 292. Βλ. συναφώς και Ε. Schmidt-Aßmann, Verwaltungskooperation und Verwaltungskooperationsrecht in der Europäischen Gemeinschaft, EuR 1996, σ. 270, και του ιδίου, Das Allgemeine Verwaltungsrecht vor den Herausforderungen neuer europäischer Verwaltungsstrukturen, εις FS für Winkler, 1997, σ. 995. Γενικότερα στη διασυνοριακή διοικητική δραστηριότητα είναι αφιερωμένη η ογκώδης Habilitationsschrift του M. Kment, Grenzüberschreitendes Verwaltungshandelnd. Transnationales Elemente Deutschen Verwaltungsrechts, Mohr Siebeck, 2010. Πιο πρόσφατη είναι η ενασχόληση της ελληνικής επιστήμης με την εν λόγω κατασκευή των Γερμανών θεωρητικών. Βλ. συναφώς Α. Γέροντα, Η διασυνοριακή διοικητική πράξη, ∆ι∆ικ 2004, σ. 281˙ Π. Λαζαράτου, Η διακρατική διοικητική πράξη στο Ευρωπαϊκό ∆ιοικητικό ∆ίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004˙ του ιδίου, Ζητήματα δικαστικής προστασίας σε διακρατική έννομη σχέση στο διοικητικό δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004· Ε. Πρεβεδούρου, Η σύνθετη διοικητική ενέργεια. Εθνικό δίκαιο και κοινοτική προοπτική, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 359 επ.· της ίδιας, Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στη δίκη ενώπιον του Συμβουλιόυ της Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 33˙ O. Dubos, Le droit administratif et les situations transnationales: des droits étrangers au droit comparé, in F. Melleray (dir.) L’argument du droit comparé en droit administratif, Bruylant 2007, σ. 69.
[2] Παραδείγματα αμοιβαίας αναγνώρισης είναι η οδηγία 2005/36/EΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων [ΕΕ L 255, σ. 22], οι οδηγίες 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για τις άδειες οδηγήσεως (ΕΕ L 237, σ. 1), και 2006/126/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδηγήσεως (ΕΕ L 403, σ. 18).
[3] Το θέμα της ισχύος των αλλοδαπών διοικητικών πράξεων έχει απασχολήσει προ πολλού το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το οποίο διαμόρφωσε μηχανισμούς αναγνώρισης των πράξεων αυτών, οι οποίοι περιελάμβαναν όμως λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένους ελέγχους. Ήδη το 1929, το γενικό μάθημα στην Ακαδημία της Χάγης του Ρ. Fedοzzi είναι αφιερωμένο στην εξωεδαφική αποτελεσματικότητα των πράξεων δημοσίου δικαίου, στις οποίες εντάσσονται οι διοικητικές πράξεις [P. Fedozzi, De l’efficacité extraterritoriale des lois et des actes de droit public, RCADI 1929, II, σ. 141], ενώ το 1961, το γενικό μάθημα του G. Biscottini αφορά ειδικά τις αλλοδαπές διοικητικές πράξεις, οι οποίες παρέχουν στον πολίτη τη δυνατότητα να ενεργεί νομίμως σε άλλο κράτος [G. Biscottini, L’efficacité des actes administratifs étrangers, RCADI 1961, III, σ. 635]. Το ζήτημα απασχολεί μέχρι σήμερα τη θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως προκύπτει από τις πιο πρόσφατες εκτεταμένες μελέτες που έχουν γραφεί συναφώς [βλ. ενδεικτικά Ch. Pamboukis, L’acte public étranger en droit international privé, LGDJ, 1993, και P. Callé, Les actes publics en droit international privé, Εconomica, 2004].
[4] M. Gautier-Melleray, Du nouveau du côté du contrôle transnational des actes administratifs, AJDA 19/2017, σ. 1081.
[5] Το άρθρο 47 του Χάρτη εμφανίζεται απαιτητικότερο σε σχέση με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, καθώς επιτάσσει την καθιέρωση πραγματικής προσφυγής ενώπιον «δικαστηρίου», ενώ το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ αρκείται στην προσφυγή ενώπιον «εθνικής αρχής». Επιπλέον, το άρθρο 47 του Χάρτη έχει ευρύτερο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής. Αφενός, εφαρμόζεται σε περίπτωση που «παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης» (ανεξαρτήτως του αν περιέχονται στον Χάρτη), ενώ το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ απαιτεί να έχουν παραβιαστεί τα «αναγνωριζόμενα [στην ΕΣΔΑ] δικαιώματα και ελευθερίαι» [G. Braibant, La Charte des droits fondamentaux de l’Union européenne, Éditions du Seuil, Παρίσι, 2001, σ. 235 έως 236]. Αφετέρου, το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περιορίζει το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης στις αμφισβητήσεις επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσης ή επί του βασίμου κατηγορίας ποινικής φύσης, ενώ τέτοιος περιορισμός δεν απαντά στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη [βλ., συναφώς, D. Shelton, Article 47 – Right to an Effective Remedy and to a Fair Trial, σε St. Peers/Τ. Hervey/J. Kenner/Α. Ward, (επιμέλεια), The EU Charter of Fundamental Rights – A commentary, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2014, σ. 1197 έως 1275]. Το Δικαστήριο έκρινε ρητώς ότι το άρθρο 47 διασφαλίζει, σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, την προστασία που παρέχει το άρθρο 6 παρ. 1 και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Επομένως, προσήκει αναφορά μόνο στην πρώτη από τις διατάξεις αυτές (σκέψη 54 της απόφασης Berlioz και απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 46 και 47).
[6] M. Gautier-Melleray, Du nouveau du côté du contrôle transnational des actes administratifs, AJDA 19/2017, σ. 1081.
[7] M. Gautier, Le dépassement du caractère national de la juridiction administrative française : le contentieux Schengen, Dr. adm. 2002, n° 5, σ. 7˙ της ίδιας, Le dispositif Schengen, vecteur d’une nouvelle forme d’intégra- tion juridictionnelle, in Les dynamiques du droit européen en début de siècle, Paris, Pédone, 2004, σ. 69 (75 επ.).