Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Οι διαστάσεις της ανεξαρτησίας των δικαστών : το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ

Οι διαστάσεις της ανεξαρτησίας των δικαστών των κρατών μελών : το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ [1]
1.΄Οπως εξέθεσε συνοπτικά το Δικαστήριο στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Land Hessen (C‑272/19, EU:C:2020:535), από τη νομολογία προκύπτει ότι «η ανεξαρτησία των δικαστών των κρατών μελών έχει, για διάφορους λόγους, θεμελιώδη σημασία για την έννομη τάξη της Ένωσης. Καταρχάς, αποτελεί έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των αξιών στις οποίες, κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ, βασίζεται η Ένωση και οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη, καθώς και του άρθρου 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία αυτή και αναθέτει το καθήκον ασκήσεως του δικαστικού ελέγχου εντός της ως άνω έννομης τάξης επίσης στα εθνικά δικαστήρια (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16EU:C:2018:117, σκέψη 32). Έπειτα, η εν λόγω ανεξαρτησία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να διασφαλίζεται στους πολίτες, εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το προβλεπόμενο στο άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιώδες δικαίωμα σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. ιδίως απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX‑II και C‑543/18 RX-IIEU:C:2020:232, σκέψεις 70 και 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τέλος, η εν λόγω ανεξαρτησία είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας το οποίο συνιστά ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, καθόσον ο μηχανισμός αυτός δύναται να ενεργοποιηθεί μόνο από επιφορτισμένο με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όργανο το οποίο ανταποκρίνεται, μεταξύ άλλων, στο προαναφερθέν κριτήριο της ανεξαρτησίας (βλ., ιδίως, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14EU:C:2020:17, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)».
2. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανεξαρτησία των δικαστών αποτελεί βασικό συστατικό της αρχής του «κράτους δικαίου». Το άρθρο 2 ΣΕΕ αναγνωρίζει την αρχή αυτή ως μία από τις «αξίες στις οποίες βασίζεται» η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απαίτηση της ανεξαρτησίας των δικαστών καθιερώνεται επίσης, έστω και εμμέσως, σε τρεις τουλάχιστον διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης: στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη. Hσαφήνεια της διασύνδεσης των τριών αυτών βασικών διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστών είναι πρωταρχικής σημασίας.
3. Πρώτον, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει σε κάθε «δικαστήριο κράτους μέλους» τη δυνατότητα να υποβάλλει αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Στο πλαίσιο αυτό, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα από τα κριτήρια βάσει των οποίων εξετάζεται αν το αιτούν όργανο αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι η ανεξαρτησία του. Τούτο σημαίνει κατ’ ουσίαν ότι το οικείο όργανο πρέπει να προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του ως προς τις διαφορές που υποβάλλονται στην κρίση τους. Δεύτερον, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστηρίων απορρέει επίσης από το άρθρο 47 του Χάρτη, διάταξη η οποία κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο για κάθε διάδικο. Τρίτον, σε σχετικά πρόσφατη νομολογία, η οποία όμως έχει πλέον παγιωθεί, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από την επιβαλλόμενη με το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τα αναγκαία ένδικα βοηθήματα και μέσα προς κατοχύρωση πραγματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης προκύπτει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία κάθε εθνικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται στους εν λόγω τομείς. Όπως τόνισε το Δικαστήριο, η εγγύηση της ανεξαρτησίας είναι συμφυής με το δικαιοδοτικό έργο [ενδεικτικά  αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 37 έως 42), και της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 51)].
4. Αυτή η «πληθώρα» νομικών βάσεων όσον αφορά την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αντανακλά τη συνταγματική και οικουμενική σημασία της σε μια κοινωνία η οποία διέπεται από το κράτος δικαίου. Ωστόσο, μπορεί επίσης να προκαλέσει και σύγχυση. Ευλόγως ανακύπτει το ερώτημα αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν διαφορετικά είδη «ανεξαρτησίας των δικαστών», όπερ θα σήμαινε, για παράδειγμα, ότι είναι δυνατόν κάποιο εθνικό δικαστήριο να θεωρείται ανεξάρτητο υπό το πρίσμα μίας εκ των εν λόγω διατάξεων, αλλά όχι επαρκώς ανεξάρτητο υπό το πρίσμα μιας άλλης και, κατά συνέπεια, υφίστανται διαφορετικές κατηγορίες ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στο δίκαιο της Ένωσης.
5. Η απάντηση είναι ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο: στο δίκαιο της Ένωσης η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών είναι μία και ενιαία. Εντούτοις, στο μέτρο που οι τρεις επίμαχες διατάξεις (το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ) διαφέρουν όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό τους, το είδος της εξετάσεως που θα διενεργηθεί προκειμένου να ελεγχθεί η τήρηση της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών μπορεί να διαφέρει. Ειδικότερα, η ένταση του ελέγχου του Δικαστηρίου ως προς την τήρηση της αρχής αυτής και τα όρια των οποίων η υπέρβαση συνεπάγεται παραβίαση της ποικίλλουν.
6. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ έχει ευρύ καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής, το οποίο εκτείνεται πέραν των καταστάσεων στις οποίες μια συγκεκριμένη περίπτωση διέπεται, κατά την παραδοσιακή αντίληψη, από το δίκαιο της Ένωσης. Η διάταξη, δηλαδή, αυτή ισχύει για τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, ανεξαρτήτως αν τα κράτη μέλη «εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επιβάλλει στα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, να «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία» και να μεριμνούν ώστε η οργάνωση και η λειτουργία των δικαιοδοτικών οργάνων τους, λαμβανομένου υπόψη του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν εντός του νομικού συστήματος της Ένωσης, να συνάδουν με τις αξίες της Ένωσης, και ιδίως με το κράτος δικαίου. Επομένως, πρόκειται για διάταξη η οποία αφορά κατά κύριο λόγο τα διαρθρωτικά και τα συστημικά στοιχεία των εθνικών νομικών πλαισίων: αυτό που έχει σημασία, για τους σκοπούς του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ είναι αν το δικαιοδοτικό σύστημα κράτους μέλους συνάδει με την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, τα κύρια στοιχεία της αναλύσεως του Δικαστηρίου είναι αυτά που αφορούν τη συνολική θεσμική και συνταγματική διάρθρωση του εθνικού δικαστικού σώματος. Τα στοιχεία τα οποία άπτονται της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης μπορεί συχνά να είναι ενδεικτικά ενός ευρύτερου ζητήματος, αλλά δεν είναι από μόνα τους καθοριστικής σημασίας. Δεν χωρεί πλέον αμφιβολία ότι, καίτοι η οργάνωση της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη εμπίπτει στις αρμοδιότητες των κρατών μελών, γεγονός παραμένει ότι, κατά την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τις απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώσεις τους και, ιδίως, προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει, ιδίως, σε σχέση με οποιοδήποτε εθνικό όργανο το οποίο δύναται να αποφαίνεται ως δικαστήριο επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στους τομείς που καλύπτονται από το εν λόγω δίκαιο. Η ως άνω ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ βρίσκει έρεισμα στο ιστορικό θεσπίσεως και στο όλο συγκείμενο της ενσωματώσεως της διατάξεως αυτής στη Συνθήκη. Τούτο διότι το άρθρο 19 παράγραφος 1, ΣΕΕ προστέθηκε προκειμένου να τονιστεί η υποχρέωση των κρατών μελών να εγγυώνται την αποτελεσματική δικαστική προστασία όταν αυτή δεν μπορεί να παρασχεθεί απευθείας από το Δικαστήριο. Επιβάλλεται συναφώς η επισήμανση ότι το Δικαστήριο ακολούθησε «γενναιόδωρη» προσέγγιση σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Μάλιστα, από τη στιγμή που ο ουσιαστικού χαρακτήρα περιορισμός σύμφωνα με τον οποίο για να ενεργοποιηθεί η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου πρέπει κάτι να εμπίπτει «στο πεδίο εφαρμογής» του δικαίου της Ένωσης δεν υφίσταται πλέον στην περίπτωση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ευλόγως δημιουργήθηκαν ανησυχίες σχετικά με ενδεχόμενη υπέρμετρα διασταλτική εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Πράγματι, η προσέγγιση που προκρίθηκε στην απόφαση Associação Sindical dos Juízes Portugueses είναι αρκετά διασταλτική: το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ είναι ευρύ, τόσο ratione materiae (καθώς καλύπτει όλους τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη υπόθεση το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη) όσο και ratione iudicis (καθώς καλύπτει κάθε εθνικό όργανο το οποίο μπορεί να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή και την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης): είναι μάλλον δύσκολο να βρεθεί εθνικό δικαιοδοτικό όργανο το οποίο, εξ ορισμού, δεν θα μπορούσε ποτέ να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης.
7. Το όριο του οποίου η υπέρβαση συνεπάγεται παράβαση της προαναφερθείσας διατάξεως είναι μάλλον υψηλό. Πράγματι, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν το ή τα προβλήματα που έχουν περιέλθει σε γνώση του Δικαστηρίου είναι πιθανόν να απειλήσει ή να απειλήσουν την εύρυθμη λειτουργία του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ικανότητα του οικείου κράτους μέλους να παρέχει στους πολίτες τα αναγκαία ένδικα βοηθήματα και μέσα. Με άλλα λόγια, θεμελιώνεται παράβαση μόνο λόγω ζητημάτων συστημικού χαρακτήρα ή ζητημάτων που παρουσιάζουν ορισμένου βαθμού σοβαρότητα ή γενικευμένων πλημμελειών, που δεν μπορούν να διορθωθούν εκ των έσω από το εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση του Δικαστηρίου σαφώς εκτείνεται πέραν του περιεχομένου της εκάστοτε δικογραφίας, και περιλαμβάνει την ευρεία θεσμική και συνταγματική διάρθρωση του εθνικού δικαστικού σώματος. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει επιμείνει στο γεγονός ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ πρέπει πάντοτε να εξετάζονται στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στοιχείων. Οι τεχνικές πτυχές του προβλήματος που τίθεται υπόψη του Δικαστηρίου δεν μπορούν να εξετασθούν «εντελώς διαχωρισμένες» από το ευρύτερο νομικό και θεσμικό πλαίσιο. η εξέταση του Δικαστηρίου υπερβαίνει σαφώς τα όρια της συγκεκριμένης διατάξεως. Ο εν λόγω έλεγχος δεν περιορίζεται μόνον σε διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες συνέχονται άμεσα, αλλά πράγματι εκτείνεται στο ευρύτερο νομικό και θεσμικό πλαίσιο. Κατά την γλαφυρή διατύπωση του γενικού εισαγγελέα M. Bobek, κάθε πιθανή πάθηση μεμονωμένου «ασθενούς» πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη γενικότερη «υγεία» του όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
8. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ περιέχει έκτακτο μέσο προστασίας για έκτακτες περιπτώσεις. Ο σκοπός του δεν είναι να καλύψει όλα τα πιθανά ζητήματα που ενδέχεται να ανακύψουν αναφορικά με τις εθνικές δικαστικές αρχές, ούτε, κατά μείζονα λόγο, μεμονωμένες περιπτώσεις προβαλλόμενης εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής εθνικών διατάξεων σε έννομη τάξη η οποία κατά τα λοιπά είναι υγιής και πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ συντρέχει μόνον όταν πρόκειται για πολύ σοβαρές και/ή συστημικές πλημμέλειες, ως προς τις οποίες η εσωτερική έννομη τάξη είναι απίθανο να παράσχει επαρκές μέσο προστασίας. Επομένως, ο μεν πήχυς από απόψεως παραδεκτού έχει τεθεί και πρέπει να παραμείνει χαμηλά (βλ. αριθ. περιθ. 6, ανωτέρω), ενώ όσον αφορά την ουσία, το όριο η υπέρβαση του οποίου συνεπάγεται παράβαση είναι σχετικά υψηλό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ συμπληρώνει, αλλά εν τέλει μπορεί και να έχει μεγαλύτερη εμβέλεια από τις δύο άλλες βασικές διατάξεις της Συνθήκης οι οποίες επίσης αποτυπώνουν την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης: το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ
9. Αντιστρόφως, το άρθρο 47 του Χάρτη είναι διάταξη η οποία κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα κάθε διαδίκου –σε πραγματική προσφυγή και δίκαιη δίκη– και τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν μια υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Από την απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15EU:C:2017:373), συνάγεται ότι η δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου εξαρτάται από την προβαλλόμενη προσβολή δικαιώματος ή ελευθερίας που κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης.Υπό το πρίσμα αυτό, η διαπίστωση της «ανεξαρτησίας» ενός δικαστηρίου, στο πλαίσιο του άρθρου 47 του Χάρτη, απαιτεί λεπτομερή εκτίμηση όλων των κρίσιμων στην εκάστοτε περίπτωση περιστάσεων. Ζητήματα που συνδέονται με διαρθρωτικά ή συστημικά γνωρίσματα του εθνικού δικαστικού συστήματος ασκούν επιρροή μόνον στον βαθμό που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη συγκεκριμένη διαδικασία. Κατά τον γενικό εισαγγελέα M. Bobek, επιτρέπεται η άσκηση «αφηρημένου ελέγχου της συνταγματικότητας» εθνικού κανόνα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, όταν ο κανόνας αυτός έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη [υπόθεση Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România», SO και Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» και Asociaţia «Mişcarea pentru Apărarea Statutului Procurorilor (C‑83/19, C‑291/19 και C‑355/19EU:C:2020:746, σημεία 198έως 202].
10. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου όσον αφορά την ανεξαρτησία του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου είναι, στο πλαίσιο αυτό, μέτριας εντάσεως: δεν συνιστούν όλες οι παραβιάσεις του δικαίου παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη. Προς τούτο, απαιτείται να υπάρχει ορισμένος βαθμός σοβαρότητας. Εντούτοις, εφόσον συντρέχει ο απαιτούμενος βαθμός σοβαρότητας, το γεγονός αυτό αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, διότι δεν χρειάζεται να πληρούται καμία άλλη προϋπόθεση προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός του ατομικού δικαιώματος που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, δεν είναι αναγκαίο η διαπιστωθείσα παράβαση να είναι συστημικού χαρακτήρα ή να έχει συνέπειες που να εκτείνονται πέραν της προκειμένης περιπτώσεως. Για παράδειγμα, η διαδικασία διορισμού των εθνικών δικαστών ή η ηλικία συνταξιοδότησής τους, από τη στιγμή που αποτελεί μέρος της οργάνωσης του δικαστικού συστήματος, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και δεν πληροί την προϋπόθεση «εφαρμογής» του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, ενώ αυτό δεν απαιτείται προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 19 ΣΕΕ. Παρά ταύτα, στο μέτρο που η υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ στα κράτη μέλη, να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης αντιστοιχεί  στο προβλεπόμενο από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, συνάγεται ότι οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ «αντικατοπτρίζονται», στον ίδιο βαθμό, στο ατομικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε ο γενικός εισαγγελέας E. Tanchev με τις προτάσεις του στην υπόθεση A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:551), «υπάρχει ένας “συνταγματικός δίαυλος” μεταξύ των δύο διατάξεων και η νομολογία που τις αφορά αναπόφευκτα επικαλύπτεται» . Εξάλλου, το ίδιο το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι «το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία,
κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 47 του Χάρτη, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης» [βλ. επίσης, ως παράδειγμα της χρήσεως του άρθρου 47 του Χάρτη για την ερμηνεία του άρθρου 19 παράγραφος 1, ΣΕΕ [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 40 και 41), και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 53, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 50 και 52)].
11. Τέλος, μολονότι εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει ευρύ καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής και  επιδιώκει διαφορετικό στόχο και σκοπό. Η έννοια του «δικαστηρίου» (η οποία εξ ορισμού προϋποθέτει την ανεξαρτησία των μελών του) έχει, στην εν λόγω διάταξη, λειτουργικό χαρακτήρα: χρησιμεύει στον εντοπισμό των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων που μπορούν να αποτελέσουν τους συνομιλητές του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής. Η ανάλυση βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ επικεντρώνεται σε ένα ζήτημα διαρθρωτικού χαρακτήρα σε αρκετά γενικό επίπεδο: στη θέση που καταλαμβάνει το εν λόγω όργανο εντός του θεσμικού πλαισίου των κρατών μελών. Η ένταση του ελέγχου του Δικαστηρίου όσον αφορά την ανεξαρτησία του οργάνου δεν είναι, στο πλαίσιο αυτό, τόσο αυξημένη. Πράγματι, ο σκοπός του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι απλώς να προσδιορίσει τους κατάλληλους θεσμικούς συνομιλητές όσον αφορά το παραδεκτό [βλ. συναφώς S. Platon, «Court of Justice Preliminary references and rule of law: Another case of mixed signals from the Court of Justice regarding the independence of national courts: Miasto Lowicz»Common Market Law Review, τόμος 57, τεύχος 6, 2020, σ. 1843].
12. Υπό το πρίσμα των παραπάνω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η έννοια της «ανεξαρτησίας των δικαστών» στο δίκαιο της Ένωσης είναι μία και μόνον, οι συγκεκριμένοι παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκάστοτε περιπτώσεως, καθώς και η κρισιμότητά τους, ο βαθμός της σημασίας τους και η αντίστοιχη βαρύτητά τους θα διαφέρουν, λογικά, ανάλογα με τη διάταξη υπό το πρίσμα της οποίας εγείρεται και εξετάζεται το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Με άλλα λόγια, η παραπάνω διαφοροποίηση έχει σημαντικές συνέπειες για τους μετέχοντες στη διαδικασία καθώς και για τα αιτούντα δικαστήρια. Πρώτον, ζήτημα το οποίο ενδέχεται να συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη μπορεί να εγερθεί μόνον όσον αφορά συγκεκριμένο δικαίωμα που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης. Το γεγονός αυτό πιθανόν να αποκλείει την επίκληση της εν λόγω διατάξεως σε περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι εθνικοί δικαστές υποβάλλουν ερωτήματα τα οποία αφορούν τη συμβατότητα του δικού τους συστήματος με την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι είναι απίθανο να έχουν οι ίδιοι οι δικαστές δικαίωμα που να απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης το οποίο να διακυβεύεται σε υποθέσεις που έχουν αχθεί ενώπιόν τους. Αντιθέτως, τα ζητήματα που εγείρονται από τους ίδιους τους δικαστές είναι πράγματι πιθανά και παραδεκτά βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Δεύτερον, το είδος του ελέγχου, το όριο για την άσκησή του και η ένταση μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά την (α)συμβατότητα. Ειδικότερα, είναι βεβαίως πιθανό ένα και το αυτό ζήτημα να συνιστά παράβαση βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, χωρίς να δημιουργεί ζήτημα βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όπως επίσης είναι πιθανή και η δυνατότητα υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ενώ δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη.
[1] To κείμενο στηρίζεται στα σχετικά σημεία προτάσεων των γενικών εισαγγελέων στις ακόλουθες υποθέσεις: προτάσεις Μ. Βοbek της 8ης Ιουλίου 2021, στην υπόθεση BN κ.λπ., C-132/20, EU:C:2021:557, σημεία 30-42, της 20ής Μαΐου 2021, Ποινικές διαδικασίες κατά WB κ.λπ., C-748/19 έως C-754/19, EU:C:2021:403, σημεία 161 επ., προτάσεις G. Hogan στην υπόθεση Repubblika C‑896/19, EU:C:2020:1055, σημεία 45 και 46, καθώς και προτάσεις E. Tanchev στην υπόθεση A. K. κ.λπ. (EU:C:1019:551, σημείο 85), στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C‑192/18, EU:C:2019:529, σημείο 115), και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2019:775, σημείο 125).

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο