Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Λειτουργική ανεξαρτησία και οικονομική αυτοτέλεια των ρυθμιστικών αρχών. Περικοπή αποδοχών προσωπικού και δικηγόρων της ΡΑΕ (ΣτΕ Ολ 3406/2014)

Λειτουργική ανεξαρτησία και οικονομική αυτοτέλεια των ρυθμιστικών αρχών. Περικοπή αποδοχών προσωπικού και δικηγόρων της ΡΑΕ (ΣτΕ Ολ 3406/2014)

Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 3406/2014 [ΣτΕ Ολ 3406.2014], η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας διευκρινίζει πολλές πτυχές του νομικού καθεστώτος των ρυθμιστικών αρχών, των οποίων η ίδρυση και η λειτουργία επιβάλλεται από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Εκτός από κλασικά ζητήματα γενικού και δικονομικού διοικητικού δικαίου, όπως η έννοια της διοικητικής πράξης (σκέψη 11 της απόφασης), των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης (σκέψη 14) και του εννόμου συμφέροντος για την άσκησης αίτησης ακύρωσης (σκέψη 13), η Ολομέλεια αναλύει τη ratio και τις βασικές διατάξεις των νόμων για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης (σκέψεις 7 και 8), το νομικό καθεστώς της ΡΑΕ (σκέψη 6) και τις διατάξεις περί αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων της (σκέψη 9). Στη συνέχεια, εξετάζει τη συμβατότητα των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου προς τις διατάξεις του παραγώγου ενωσιακού δικαίου (οδηγίες 2009/72 και 2009/73) από τις οποίες απορρέει η υποχρέωση της Ελλάδας να εξασφαλίσει στη ΡΑΕ την ανεξαρτησία της έναντι της κεντρικής κρατικής εξουσίας και να τη στελεχώσει με εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να ασκεί αποτελεσματικά το έργο του ελέγχου, της ρύθμισης και της εποπτείας της αγοράς ενέργειας ενόψει της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς αυτής και της διαφύλαξης και ενίσχυσης του ανταγωνισμού καθώς και της προστασίας των καταναλωτών (σκέψη 17). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση, αφενός, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης περί «δημόσιου τομέα», του οποίου οι ακαθάριστες τρέχουσες υποχρεώσεις αποτελούν το δημόσιο χρέος, και περί κεντρικής διοίκησης (σκέψη 18) και, αφετέρου, των διατάξεων μεταφοράς τους στο εθνικό δίκαιο και του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης (σκέψεις 19 και 20). Το Δικαστήριο δέχεται ότι η ΡΑΕ υπάγεται στην κατηγορία της θεσμικής μονάδας «Γενική Κυβέρνηση» αφού τα οικονομικά αποτελέσματά της λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους και ότι ουδόλως θίγεται, εξ αυτού και μόνον, η κατοχυρωμένη από το δίκαιο της ΕE και το εσωτερικό δίκαιο ανεξαρτησία της ΡΑΕ (σκέψη 20). Αναλύοντας τις διατάξεις του ν. 4024/2011 και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται καταλήγει ότι οι επίδικες περικοπές δεν αντιβαίνουν ούτε στο άρθρο 1 του ΠΠΠ, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 17 αυτού (σκέψεις 22  και 23).

Διάγραμμα της απόφασης

Προσβαλλόμενη πράξη

Το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος Εργαζομένων στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας», ο Πρόεδρος και ένα μέλος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας καθώς και μέλη του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και δικηγόροι με έμμισθη εντολή της εν λόγω Αρχής ζητούν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. οικ. 2/17127/0022/28.2.2012 κοινής αποφάσεως του Υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β’ 498/28.2.2012), με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων», κατά το μέρος που με την υπουργική αυτή απόφαση καθορίστηκαν οι αποδοχές και η μισθολογική εξέλιξη των μελών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (σκέψη 2).

Noμική φύση, νομικό καθεστώς της ΡΑΕ

Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) συστήθηκε ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2773/1999 «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας – Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 286). Επακολούθησε ο ν. 4001/2011 (Α΄ 179), με τον οποίο ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία οι διατάξεις των οδηγιών 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, αντίστοιχα, και σύμφωνα με τους ορισμούς του οποίου, η ΡΑΕ έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και δικό της προϋπολογισμό, κατά την εκτέλεση του οποίου διαθέτει πλήρη αυτονομία (άρθρο 6 παρ. 1), επιπλέον δε, έχει ίδιους πόρους (ανταποδοτικά τέλη, εφάπαξ και ετήσια, καθώς και επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις) και δεν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό (άρθρα 38 παράγραφοι 1 και 2 και 43 παρ.2). Ειδικότερα, με τον ν. 4001/2011 ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Κατά το άρθρο 4 παρ. 1, «ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της αγοράς ενέργειας, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ασκούνται από τη ΡΑΕ, η οποία… αποτελεί την εθνική ρυθμιστική αρχή σε θέματα ηλεκτρικής ενέργειας και Φυσικού Αερίου, κατά την έννοια των Οδηγιών 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ», σύμφωνα δε με το άρθρο 5, η ΡΑΕ είναι ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, έχει νομική προσωπικότητα και «υπόκειται μόνο σε κοινοβουλευτικό και σε δικαστικό έλεγχο». … Κατά τα άρθρα 7 παρ. 1 και 10 παρ. 1, η ΡΑΕ απαρτίζεται από επτά (7) μέλη, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Πρόεδρος και δύο (2) Αντιπρόεδροι και τα οποία είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, που απολαύουν πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν υπόκεινται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά ή άλλα διοικητικά όργανα, σύμφωνα δε με την παράγραφο 6 του άρθρου 10, οι πάσης φύσεως αποδοχές των μελών της ΡΑΕ καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, και η προκαλούμενη δαπάνη βαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό της ίδιας της Αρχής. … …. Κατά το άρθρο 43, οι αποδοχές (μισθοί, επιδόματα και απολαβές για υπερωριακή απασχόληση) καθώς και το ύψος κάθε είδους δαπανών σχετικών με τις πρόσθετες αποζημιώσεις και την αποζημίωση μετακίνησης του προσωπικού που υπηρετεί στη ΡΑΕ με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή έμμισθης εντολής, συμπεριλαμβανομένων των πέντε (5) ειδικών συνεργατών του Γραφείου Προέδρου, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (παρ. 1), η σχετική δε δαπάνη βαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό της ΡΑΕ (παρ. 2), ενώ, τέλος, κατά το άρθρο 41 παρ. 3, για τις αποδοχές των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Γραμματείας της Αρχής. … (σκέψη 6)

Οι νόμοι 3833/2010 και 3845/2010

Με τον ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α’ 40/15.3.2010) ελήφθησαν διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των γνωστών δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κρίσεως. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονται η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 1), αναδρομικά από 1.1.2010 (άρθρα 20 παρ. 1 και 1 παρ. 9), και η θέσπιση νέου ορίου στις συνολικές αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές όλων των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα (άρθρο 2). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου ορίστηκε ότι τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων κ.λπ. μειώνονται κατά ποσοστό 12%, και ότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ. και κατισχύει κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας κ.λπ. (παρ. 2). Στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α’ 65/6.5.2010), στον οποίο (νόμο) προσαρτήθηκαν ως παραρτήματα, μεταξύ άλλων, το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ) και το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV). Τα δύο αυτά Μνημόνια αποτελούν δύο από τα μέρη [«Memorandum of Economic and Financial Policies», «Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality» και «Technical Memorandum of Understanding»(Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης)] του γνωστού ως πρώτου (I) Μνημονίου, (άρθρο πρώτο παρ. 1-3 του ν. 3845/2010). Στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, εξαγγέλλονται οι βασικοί στόχοι του οικονομικού προγράμματος της Ελληνικής Κυβέρνησης για την επόμενη τριετία, ειδικότερα δε, ανάγεται σε ένα από τα σημαντικότερα μέτρα για την περιστολή του κρατικού ελλείμματος η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημόσιου τομέα (παρ. 11 στο κεφάλαιο ΙΙΙ «Οικονομικές Πολιτικές»), δεδομένου ότι οι αντίστοιχες δαπάνες αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των πρωτογενών δαπανών του προϋπολογισμού (παρ. 12 στο ίδιο κεφάλαιο). Ιδιαίτερα σημαντική για τη μείωση του δημόσιου μισθολογικού κόστους κρίθηκε η εισαγωγή ενός απλουστευμένου συστήματος αποδοχών, που θα καλύπτει τους βασικούς μισθούς και τα επιδόματα και θα ισχύει για όλους τους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα (βλ. στοιχ. 22 του τμήματος «Γ. Διαρθρωτικές Πολιτικές» του κεφαλαίου ΙΙΙ). Εξάλλου, στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής εξειδικεύονται και περιγράφονται λεπτομερώς τα μέτρα που θα λαμβάνονταν για την πραγματοποίηση του περιλαμβανόμενου στο προαναφερθέν πρώτο Μνημόνιο προγράμματος και καθορίζεται το χρονοδιάγραμμα θέσπισης και υλοποίησής τους μέχρι και το τέλος του έτους 2011, μεταξύ δε των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, για την υιοθέτηση των οποίων δεσμεύτηκε η Ελληνική Κυβέρνηση, περιλαμβάνονται η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, με την περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας και των λοιπών επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων προς το σκοπό της κατ’ έτος εξοικονόμησης 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς και η έναρξη των διαδικασιών κατάρτισης ενός απλοποιημένου συστήματος αμοιβών, που θα καλύπτει τους βασικούς μισθούς και τα επιδόματα του προσωπικού του δημόσιου τομέα και στα πλαίσια του οποίου το συνολικό ύψος της αμοιβής θα συνδέεται με την παραγωγικότητα και τα καθήκοντα της κατεχόμενης από τον υπάλληλο θέσης. Με τον ν. 3845/2010, στον οποίο προσαρτώνται ως παραρτήματα τα ανωτέρω δύο Μνημόνια, θεσπίστηκαν μέτρα προς εφαρμογή του εξαγγελθέντος με αυτά προγράμματος, μεταξύ δε των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται η περαιτέρω μείωση κατά 8% των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο τρίτο). (σκέψη 7)

Ο νόμος 4024/2011

Ακολούθησε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α’ 226/27.10.2011), με τον οποίο επιχειρήθηκε, μεταξύ άλλων, η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης. Ειδικότερα, στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου αναφέρονται τα εξής: Οι νέες ρυθμίσεις, τόσο του συστήματος κινήτρων που αφορούν την υπηρεσιακή σταδιοδρομία όσο και του συστήματος αμοιβών, συνιστούν πολιτική παρέμβαση μείζονος σημασίας, η οποία, αφενός μεν αποτελεί δέσμευση της Ελληνικής Κυβέρνησης για την ανάληψη μέτρων που αφορούν την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας, αφετέρου δε αποτελεί κρίσιμο μέρος ενός απαιτητού πλαισίου ευρύτερης μεταρρύθμισης της εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Πιο συγκεκριμένα, η αναγκαιότητα εφαρμογής του νέου μισθολογίου προκύπτει από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της Χώρας…. Πέραν, όμως, αυτού, «η θέσπιση του νέου συστήματος προκύπτει ως ανάγκη εξορθολογισμού της υφιστάμενης προβληματικής κατάστασης… ιδίως σε σχέση με το ισχύον, παρωχημένο και σε κάποιες περιπτώσεις αυθαίρετο, σύστημα οικονομικών απολαβών», δοθέντος ότι ο δημόσιος τομέας χαρακτηριζόταν από «ιδιαίτερα υψηλή εργασιακή ασφάλεια», αποσυνδεδεμένη από την έννοια του υγιούς εργασιακού ανταγωνισμού, στην οποία προστίθετο και η εντεινόμενη αδυναμία αυτού να προσελκύσει «υψηλής στάθμης στελεχιακό δυναμικό» από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ, εξάλλου, σε αυτό το πλαίσιο, η αποσύνδεση του συστήματος βαθμολογικής διάρθρωσης αλλά και του συστήματος αξιολόγησης από το σύστημα οικονομικών απολαβών, αποτελούσε «ισχυρό αντικίνητρο για το ανθρώπινο δυναμικό» και «για μεγιστοποίηση του παραγόμενου αποτελέσματος». Επιπλέον, η επί σειρά ετών παράδοση πολλαπλασιασμού των υπηρεσιακών μονάδων και των οργάνων και φορέων είχε ως αποτέλεσμα «την ταχεία και χωρίς συντονισμό ανάπτυξη των διοικητικών οργάνων», το στοιχείο δε αυτό, «σε συνδυασμό με αποσπασματικές προσπάθειες αναμόρφωσης του συστήματος οικονομικών απολαβών», «οδήγησε σε αδυναμία εφαρμογής στρατηγικού προγραμματισμού και συνεπώς χάραξης πολιτικής για την ανάπτυξη του δημόσιου τομέα». (σκέψη 8)

Καθορισμός αποδοχών ειδικού επιστημονικού προσωπικού και δικηγόρων ΡΑΕ

Ο ως άνω ν. 4024/2011, στο Κεφάλαιο Δεύτερο αυτού περί του συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4, στις διατάξεις του εν λόγω Κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου (περίπτ. α), των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (περίπτ. β) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) (περίπτ. γ), καθώς και οι διοικητικοί υπάλληλοι των Ανεξάρτητων Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (περίπτ. ε), κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του συγκεκριμένου Κεφαλαίου. … Εξάλλου, στην παράγραφο 3 του άρθρου 22, στο οποίο, όπως αναφέρεται σχετικώς στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω ν. 4024/2011, προβλέπεται η επέκταση, εν όλω ή εν μέρει, με κοινή υπουργική απόφαση, των διατάξεων του νόμου αυτού και σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής, ορίζεται, ειδικότερα, ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης καθορίζονται οι αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι αποδοχές του επιστημονικού προσωπικού του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και κάθε αναγκαίο θέμα». (σκέψη 9)

Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της ανωτέρω παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη κοινή απόφαση υπ’ αριθμ. οικ. 2/17127/0022/28.2.2012 του Υφυπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (φ. Β’ 498/28.2.2012), με την οποία καθορίστηκαν, αναδρομικώς από 1.11.2011 (δηλαδή από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ως άνω Δευτέρου Κεφαλαίου του εν λόγω νόμου), οι αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. …(σκέψη 10)

Νομική φύση της προσβαλλόμενης πράξης (ορισμός της διοικητικής πράξης)

Με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 4024/2011 κατά τα άνω, καθορίστηκαν, μεταξύ άλλων, οι αποδοχές και η μισθολογική εξέλιξη των μελών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού καθώς και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας. Συνεπώς, η προσβαλλομένη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ρυθμίζει σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, πάντως, αποτελεί μονομερή πράξη της Διοικήσεως, παράγουσα έννομα αποτελέσματα, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού, συνισταμένου στην ορθολογική οργάνωση και λειτουργία μιας ανεξάρτητης αρχής στα πλαίσια του προγράμματος αντιμετωπίσεως της δημοσιονομικής κρίσεως. Με τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης γεννά ακυρωτική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 2026/2013, Ολ 3776/2012, Ολ 3032/2008, πρβλ. και 4105/1998). (σκέψη 11)

Αρμοδιότητες του προέδρου της ΡΑΕ. Έννομο συμφέρον άσκησης της αίτησης ακύρωσης

Ο ν. 4001/2011 ορίζει, στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι «η ΡΑΕ απαρτίζεται από επτά (7) μέλη, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Πρόεδρος και δύο (2) Αντιπρόεδροι…», και στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 ότι: «1. Η ΡΑΕ συνέρχεται σε συνεδρίαση μετά από πρόσκληση του Προέδρου της… 2. Η ΡΑΕ συνεδριάζει νομίμως εφόσον μετέχουν στην συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή τουλάχιστον ένας εκ των Αντιπροέδρων ως προεδρεύων και τρία (3) τουλάχιστον μέλη, αποφασίζει δε κατά πλειοψηφία…». Εξάλλου, στο άρθρο 9 του εν λόγω νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Ο Πρόεδρος της ΡΑΕ εκπροσωπεί την Αρχή στις σχέσεις της με τις άλλες διοικητικές ή ανεξάρτητες αρχές και τους τρίτους, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων και έχει, δυνάμει του παρόντος νόμου, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και των αποφάσεων της ΡΑΕ, την ευθύνη της λειτουργίας αυτής, ασκεί δε τις προς τούτο αρμοδιότητες και ιδίως: (α) Προΐσταται της Γραμματείας και όλων των υπηρεσιών της ΡΑΕ και διευθύνει το έργο τους. (β) Είναι ο υπηρεσιακός και πειθαρχικός προϊστάμενος του προσωπικού που απασχολείται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στη Γραμματεία της ΡΑΕ. (γ) Εκδίδει τις ατομικές πράξεις που αφορούν σε θέματα του προσωπικού της Γραμματείας της ΡΑΕ, εκτός από αυτές για τις οποίες αρμόδια είναι τα αντίστοιχα συμβούλια ή η ΡΑΕ. (δ) Καθορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και προεδρεύει στις συνεδριάσεις της ΡΑΕ. (ε)… (στ)… Ο Πρόεδρος της ΡΑΕ ή ο Αντιπρόεδρος που τον αναπληρώνει μπορεί να αναθέτει τη δικαστική ή εξώδικη εκπροσώπηση της Αρχής… σε άλλο μέλος της ΡΑΕ… 2… 3. Ο Πρόεδρος της ΡΑΕ μπορεί με πράξη του, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάζει σε άλλα μέλη της ΡΑΕ… κάποια ή κάποιες από τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται σύμφωνα με την παράγραφο 1… 4. Ο Πρόεδρος της ΡΑΕ μπορεί με πράξη του, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,, να παρέχει εξουσιοδότηση σε άλλα μέλη της ΡΑΕ… να υπογράφουν αντ’αυτού και με εντολή του τις πράξεις που ο Πρόεδρος έχει αρμοδιότητα να εκδίδει». (σκέψη 12)

Έννομο συμφέρον

Ο Πρόεδρος της ΡΑΕ εκπροσωπεί την Αρχή στις σχέσεις της με τις άλλες αρχές και τους τρίτους καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων, προΐσταται όλων των υπηρεσιών της Γραμματείας της ΡΑΕ, στην οποία ανήκουν, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, τόσο το ειδικό επιστημονικό προσωπικό όσο και οι δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής, και είναι ο υπηρεσιακός και πειθαρχικός προϊστάμενος του προσωπικού της Γραμματείας, αρμόδιος για την έκδοση και των ατομικών πράξεων που το αφορούν, ενόψει δε των στοιχείων αυτών, ο Πρόεδρος έχει πρόδηλο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της ΡΑΕ, η οποία συναρτάται άμεσα και με τις αποδοχές των εργαζομένων της (πρβλ. ΣτΕ 3020/2013, 2185/2012, 3784/1999, 1628/1989 Ολομ.). Συνεπώς, ειδικώς ο δεύτερος αιτών, με την ιδιότητα του Προέδρου της ΡΑΕ, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά το προσωπικό της Αρχής (όχι τον ίδιο ευθέως). …. (σκέψη 13)

Τα όρια  της νομοθετικής εξουσιοδότησης

Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, στις διατάξεις του Δεύτερου Κεφαλαίου του νόμου αυτού περί του συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα υπάγονται, μεταξύ των άλλων, και οι διοικητικοί υπάλληλοι των Ανεξάρτητων Αρχών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 4, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καθώς και οι κατηγορίες υπαλλήλων ή λειτουργών που υπάγονται στις διατάξεις του Μέρους Β’ του ν. 3205/2003 (Α’ 297) περί των ειδικών μισθολογίων, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ως άνω Δεύτερου Κεφαλαίου του ν. 4024/2011. Εξ άλλου, από τις ρυθμίσεις της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως εάν επιτρεπόταν, κατά την εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011, σε συνάρτηση με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 4 αυτού περί των εξαιρουμένων του νόμου κατηγοριών, η επέκταση της εφαρμογής των διατάξεων του Δεύτερου Κεφαλαίου του εν λόγω νόμου στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό και τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ, πάντως, με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση δεν υπήρξε, κατ’ ουσίαν, επέκταση της εφαρμογής των διατάξεων του νέου μισθολογίου στο προσωπικό αυτό, αλλά καθορίστηκαν εξ υπαρχής, με αυτοτελείς ρυθμίσεις, οι αποδοχές και η μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του εν λόγω προσωπικού, απλώς δε βάση για τις ρυθμίσεις αυτές αποτέλεσαν ορισμένες από τις διατάξεις του ως άνω Δεύτερου Κεφαλαίου του ν. 4024/2011 (όπως τα άρθρα 6, 12, 13, 14, 28 και 29). Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, συμπληρούμενος με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, παραπέμπουσα στις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου, έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 4024/2011, καθόσον με τη διάταξη αυτή αποσκοπείται, πράγματι, η εξαίρεση του εξειδικευμένο προσωπικού της ΡΑΕ από το πεδίο εφαρμογής του ενιαίου μισθολογίου και η υπαγωγή του σε ειδικό καθεστώς. (σκέψη 14)

Παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για το καθεστώς των ρυθμιστικών αρχών

Προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση θίγεται τόσο η οργανωτική, διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια της ΡΑΕ, όσο και η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, πρέπει να απολαμβάνουν τα στελέχη της. Ειδικότερα, οι αιτούντες προβάλλουν ότι, υπό το καθεστώς του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (οδηγίες 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ), το Κράτος δεν μπορεί να καθορίζει τους μισθούς του προσωπικού της κατοχυρωμένης ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής, η οποία, εντός του πλαισίου του προϋπολογισμού της που αφορά ίδιους πόρους, έχει οικονομική αυτοτέλεια, και ότι, συνεπώς, τόσο η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 4024/2011 όσο και η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη αντίκεινται στο δίκαιο της Ε.Ε., καθό μέρος παρέχουν στο Κράτος τη δυνατότητα μονομερούς καθορισμού αποδοχών του προσωπικού της ΡΑΕ. ….. (σκέψη 15)

Παράθεση διατάξεων του ενωσιακού και ελληνικού δικαίου περί ρυθμιστικών αρχών

Προβλέψεις σχετικά με την ανεξαρτησία και τη λειτουργική αυτονομία των ρυθμιστικών φορέων ενέργειας περιέχονται στις οδηγίες α) 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13.7.2009, «Σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ» (ΕΕ L 211 της 14.8.2009), και β) 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13.7.2009, «Σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ» (ΕΕ L 211 της 14.8.2009) (Τρίτη Ενεργειακή Δέσμη). ….Περαιτέρω, ο ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις», με τον οποίο ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη οι διατάξεις των ανωτέρω οδηγιών, ορίζει ότι η ΡΑΕ είναι ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, με νομική προσωπικότητα, υποκείμενη μόνο σε κοινοβουλευτικό και δικαστικό έλεγχο, ότι έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και δικό της προϋπολογισμό, ότι τα μέλη της απολαύουν πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, μη υποκείμενα σε έλεγχο ή εποπτεία από διοικητικά όργανα, ότι διαθέτει ίδιους πόρους, και ότι η δαπάνη των πάσης φύσεως αποδοχών του προσωπικού της Γραμματείας και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ βαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό της ίδιας της Αρχής. ….(σκέψη 16)

Αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη για τον καθορισμό του είδους και του ύψους των αποδοχών των μελών και του προσωπικού της ΡΑΕ

Από τις διατάξεις του δικαίου της Ε.Ε. προκύπτει υποχρέωση της Ελλάδος να εξασφαλίσει στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) την ανεξαρτησία της, κυρίως έναντι της κεντρικής κρατικής εξουσίας, και να τη στελεχώσει με εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να ασκεί αποτελεσματικά το έργο της του ελέγχου, της ρύθμισης και της εποπτείας της αγοράς ενέργειας προς το σκοπό της πλήρους απελευθερώσεως της αγοράς αυτής και της διαφυλάξεως και ενισχύσεως του ανταγωνισμού καθώς και της προστασίας των καταναλωτών. Ενόψει των ανωτέρω, η ΡΑΕ απολαύει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και είναι αυτοχρηματοδοτούμενο νομικό πρόσωπο με ίδιους πόρους και δικό της προϋπολογισμό, κατά την εκτέλεση του οποίου διαθέτει πλήρη αυτονομία, υποκείμενη μόνο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, ώστε μέσω αυτού να διασφαλίζεται η τήρηση του νομικού πλαισίου των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων. Κατά την έννοια δε επίσης των ίδιων αυτών διατάξεων, και προκειμένου να επιτυγχάνεται η εναρμόνιση της εκτελέσεως του προϋπολογισμού της ΡΑΕ προς τους εθνικούς κανόνες του δημοσιονομικού δικαίου, αρμοδιότητα για τον καθορισμό του είδους και του ύψους των αποδοχών των μελών και του προσωπικού της ΡΑΕ έχει ο εθνικός νομοθέτης, κοινός ή κανονιστικός, ο οποίος οφείλει, πάντως, με τις σχετικές ρυθμίσεις του να διασφαλίζει την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Ρυθμιστικής Αρχής, διαμορφώνοντας τις εν γένει αποδοχές του προσωπικού της Αρχής σε επίπεδο ανάλογο των κατεχόμενων θέσεων και των ασκούμενων καθηκόντων, ώστε να διαφυλάσσεται το κύρος της ως ανεξάρτητης αρχής και να επιτυγχάνεται επιπλέον η προσέλκυση νέου εξειδικευμένου και επιστημονικά άρτιου προσωπικού. Ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης, ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κατ’ εξουσιοδότηση τυπικού νόμου, υποχρεούται να θεσπίσει βασικούς μισθούς και εν γένει αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με έμμισθη εντολή της ΡΑΕ, οι οποίες, ως εκ του ύψους τους, να εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο διαβίωσης, επίπεδο, δηλαδή, ανάλογο του λειτουργήματος των συγκεκριμένων επιστημόνων, των απαιτούμενων για τις θέσεις τους προσόντων και των αυξημένων ευθυνών και καθηκόντων τους. Βεβαίως, ο νομοθέτης διαθέτει, καταρχήν, ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά τη διαμόρφωση των αποδοχών, οφείλει, όμως, πάντως, κατά την έννοια των ειδικότερων ως άνω ενωσιακών διατάξεων, να καθορίσει αυτές εντός των ορίων της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, συνεκτιμώντας και την εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών καθώς και το γενικότερο κόστος διαβίωσης στη Χώρα. Σε κάθε περίπτωση, οι ανωτέρω διατάξεις του δικαίου της Ε.Ε. περί αυτόνομης εκτελέσεως του προϋπολογισμού των ρυθμιστικών αρχών εντός του εθνικού δημοσιονομικού πλαισίου ουδόλως επιβάλλουν κατά τον καθορισμό των αποδοχών των μελών και του προσωπικού των αρχών αυτών την σύμπραξη, αποφασιστική ή και απλώς γνωμοδοτική, οργάνων των ίδιων των αρχών. Σε αρμονία προς τις ανωτέρω προβλέψεις του δικαίου της Ε.Ε. ο ως άνω ν. 4001/2011 ορίζει συναφώς, στο άρθρο 10 παρ. 6 ότι οι πάσης φύσεως αποδοχές των μελών της ΡΑΕ καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, στο άρθρο 43 παρ. 1 ότι οι εν γένει αποδοχές του υπηρετούντος στη ΡΑΕ με οποιαδήποτε σχέση εργασίας προσωπικού καθορίζονται με κοινή απόφαση των ιδίων Υπουργών, και στο άρθρο 41 παρ. 3 ότι για τις αποδοχές των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Γραμματείας της Αρχής. ….. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 7 του προϊσχύοντος ν. 2773/1999, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2837/2000 κατά τα προεκτεθέντα, οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού της ΡΑΕ καθορίζονταν με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Οικονομικών, μετά από εισήγηση της ίδιας της Αρχής, η οποία εισήγηση, βεβαίως, δεν αποτελούσε δεσμευτική πρόταση προς τους Υπουργούς (βλ. ΣτΕ 5495/2012). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εν γένει αποδοχές των μελών και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της ΡΑΕ καθορίζονταν ανέκαθεν κυριαρχικώς από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, κατ’ εξουσιοδότηση ειδικών νομοθετημάτων, το στοιχείο δε αυτό και μόνον δεν θίγει την επιτασσόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του δικαίου της Ε.Ε. λειτουργική ανεξαρτησία και οικονομική αυτοτέλεια της Αρχής. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ειδικότερος ισχυρισμός των αιτούντων, κατά τον οποίο ο κατά νόμο καθορισμός των αποδοχών της ΡΑΕ κυριαρχικώς από την εκτελεστική εξουσία συνιστά παράβαση του προπαρατεθέντος παράγωγου κοινοτικού δικαίου. ….Ενόψει των ανωτέρω, οι θεσπιζόμενες με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ υπερέχουν, πάντως, γενικώς, έναντι των συνολικών αποδοχών που καθορίζονται με τις διατάξεις του ν. 4024/2011 για το εμπίπτον, κατά το άρθρο 4 του νόμου, στο πεδίο εφαρμογής αυτού προσωπικό (δηλ. τους δημοσίους υπαλλήλους εν στενή και ευρεία εννοία). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι ο νομοθέτης, κοινός ή κανονιστικός, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά την αναμόρφωση συστήματος οικονομικών απολαβών, και ότι η εκτίμηση αυτή του νομοθέτη υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο (βλ. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 35, Ε.Δ.Δ.Α. Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, της 7.5.2013, σκέψη 39), ο καθορισμός, με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, των εν γένει αποδοχών στα προκύπτοντα ως άνω ποσά επί τη βάσει επαρκούς, κατά τα ανωτέρω, επιπέδου βασικού μισθού, δεν μπορεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, να θεωρηθεί ότι ευρίσκεται σε πρόδηλη αναντιστοιχία με τα λειτουργικά καθήκοντα και προσόντα του επίμαχου προσωπικού, γεγονός, που θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τόσο του προσωπικού αυτού όσο και της ίδιας της Ρυθμιστικής Αρχής, ενόψει, άλλωστε, και της κατά το άρθρο 44 του ν.4001/2011 δυνατότητας των μελών της Γραμματείας της ΡΑΕ να αναλαμβάνουν διδακτικά καθήκοντα ή να απασχολούνται μερικώς σε Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή ερευνητικούς φορείς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή άλλες ρυθμιστικές Αρχές (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, της 7.5.2013, σκέψεις 31 και 46). Κατόπιν αυτού, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ως άνω λόγοι ακυρώσεως. (Μειοψηφία). (σκέψη 17).

Έννοια του «δημόσιου τομέα» στο ενωσιακό δίκαιο

Στο άρθρο 126 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 104 της ΣΕΚ) ορίζεται ότι τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα (παρ. 1), και ότι η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημόσιου χρέους στα κράτη μέλη, προκειμένου να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις, ειδικότερα δε, εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με βάση κριτήρια, οριζόμενα στο Πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στις Συνθήκες (παρ. 2). Εξάλλου, στο άρθρο 2 του εν λόγω Πρωτοκόλλου ορίζεται ότι «οι όροι δημόσιος και δημοσιονομικός νοούνται με ευρεία έννοια [με τους ανωτέρω όρους αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο αγγλικός όρος general government], ήτοι καλύπτουν την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπική διοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων, όπως ορίζονται στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκληρωμένων οικονομικών συναλλαγών». Με τον Κανονισμό (ΕΚ) 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 (EE L 145) ρυθμίστηκαν ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή του ανωτέρω Πρωτοκόλλου. Στο άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού ορίζονται τα εξής : «1. Για τους σκοπούς του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και του παρόντος κανονισμού, οι όροι που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 2 έως 6 ορίζονται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (στο εξής «ΕΣΛ 95») που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96. Οι κωδικοί μέσα σε παρένθεση αναφέρονται στο ΕΣΛ 95. 2. Ο όρος «δημόσιο» καλύπτει τον ευρύτερο «δημόσιο τομέα» [έτσι αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο αγγλικός όρος general government] (S. 13), που υποδιαιρείται στους υποτομείς «κεντρική διοίκηση» (S. 1311), «διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων» (S. 1312), «τοπική αυτοδιοίκηση» (S. 1313) και «οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης» (S. 1314), εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων όπως ορίζονται στο ΕΣΛ 95. Η εξαίρεση των εμπορικών πράξεων σημαίνει ότι ο «δημόσιος τομέας» (S. 13) περιλαμβάνει μόνο τις θεσμικές μονάδες που έχουν ως κύριο καθήκον την παραγωγή μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. 3. Το δημοσιονομικό έλλειμμα (πλεόνασμα) είναι η καθαρή λήψη (καθαρή χορήγηση) δανείων (EDP Β.9) του «δημόσιου τομέα» (S. 13), όπως ορίζεται στο ΕΣΛ 95. … 4. … 5. Το «δημόσιο χρέος» αποτελείται από την ονομαστική αξία όλων των ακαθάριστων τρεχουσών υποχρεώσεων του «δημόσιου τομέα» (S.13) στο τέλος του έτους, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του «δημόσιου τομέα» (S.13)…». Στο άρθρο 3 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) δύο φορές το χρόνο τα προϋπολογισθέντα και τα πραγματικά δημόσια ελλείμματα καθώς και το προϋπολογισθέν και το πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους τους. Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (ΕΚ) 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 (EE L 87) θεσπίστηκαν κανόνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών, ειδικότερα δε, στο άρθρο 5 του Κανονισμού αυτού προβλέπεται ότι κάθε κράτος μέλος ορίζει την εθνική στατιστική υπηρεσία που έχει την ευθύνη για το συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση ευρωπαϊκών στατιστικών και ενεργεί ως σημείο επαφής για την Επιτροπή (Eurostat) σε στατιστικά ζητήματα (ΕΣΥ). Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών της Κοινότητας (ΕΣΛ 1995), στο οποίο παραπέμπουν οι διατάξεις του Κανονισμού 479/2009, θεσπίστηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2223/1996 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 (EE L 310), οι διατάξεις του οποίου ισχύουν αμέσως και δεσμεύουν τις αρχές των κρατών μελών, οι οποίες, κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στατιστικών που υποβάλλονται στην Eurostat σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων Κανονισμών, οφείλουν να τηρούν τις αρχές, τους ορισμούς, τις ταξινομήσεις και τους λογιστικούς κανόνες που απορρέουν από το ανωτέρω Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.01 του Κεφαλαίου 1 του ΕΣΛ 1995: «Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών … είναι ένα διεθνώς συμβατό λογιστικό πλαίσιο για τη συστηματική και λεπτομερή περιγραφή μιας συνολικής οικονομίας (δηλαδή περιφέρειας, χώρας ή ομάδας χωρών), των συνιστωσών της και των σχέσεών της με άλλες συνολικές οικονομίες». Στο Κεφάλαιο 2 του ΕΣΛ 1995 καθορίζονται οι θεσμικοί τομείς της οικονομίας κάθε χώρας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο τομέας των χρηματοδοτικών εταιριών (S. 12) και ο δημόσιος τομέας (S. 13). Ο δημόσιος τομέας υποδιαιρείται σε τέσσερις υποτομείς: α) κεντρική διοίκηση β) διοίκηση ομόσπονδου κρατιδίου, γ) τοπική αυτοδιοίκηση και δ) οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης (παρ. 2.70). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2.71 του Κεφαλαίου 2 του ΕΣΛ 1995, στον υποτομέα της κεντρικής διοίκησης υπάγονται, μεταξύ άλλων, όλες οι διοικητικές υπηρεσίες του Κράτους και οι λοιποί κεντρικοί φορείς που η αρμοδιότητά τους εκτείνεται κατά κανόνα σε όλη την οικονομική επικράτεια. (σκέψη 18)

Διατάξεις μεταφοράς στο ελληνικό δίκαιο. Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης

Στο ελληνικό δίκαιο, για την οριοθέτηση του δημόσιου τομέα σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α’ 141) προστέθηκε άρθρο 1Β στο ν. 2362/1995 (Α’ 247) περί Δημοσίου Λογιστικού, με το οποίο ορίστηκαν τα εξής: «1. Δημόσιος τομέας: περιλαμβάνει την Γενική Κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α). 2. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ). 3. Κεντρική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ. 4. Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή Κράτος: περιλαμβάνει την Προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές. 5…7.Κρατικός Προϋπολογισμός : είναι ο προϋπολογισμός της Κεντρικής Διοίκησης». Με το δε άρθρο 50 παρ.1 περ. α του ν. 3943/2011 (Α’ 66/31.3.2011) προστέθηκε στην παρ.2 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: «Αναλυτικά τα νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην Κεντρική Κυβέρνηση, τους Ο.Τ.Α. και τους Ο.Κ.Α. προσδιορίζονται από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής». Εξ άλλου, στο άρθρο 11 του ν. 3832/2010, με τον οποίο συνεστήθη η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, ορίζεται ότι «1. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ασκεί τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (Γ.Γ. Ε.Σ.Υ.Ε.), που προβλέπονται στο άρθρο 1 του π.δ. 224/1986 (ΦΕΚ 91 Α’), κάθε άλλη αρμοδιότητά της που προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και τις αρμοδιότητες που καθορίζονται από τον παρόντα νόμο, από τον Κανονισμό (ΕΚ) 223/2009 και οποιαδήποτε άλλη σχετική διάταξη. 2. …». (σκέψη 19)

Υπαγωγή μιας ανεξάρτητης και αυτοχρηματοδοτούμενης Αρχής στην κατηγορία της θεσμικής μονάδας «Γενική Κυβέρνηση»

Από τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η ΕΛ.ΣΤΑΤ. είναι η αρμόδια εθνική αρχή για την κατάρτιση και την αποστολή προς την Eurostat των εθνικών στατιστικών και του συνόλου των στοιχείων που απαιτούνται, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 479/2009, στο πλαίσιο δε των αρμοδιοτήτων αυτών ανετέθη, επίσης, στην ΕΛ.ΣΤΑΤ., με το άρθρο 50 παρ. 1 περίπτ. α του ν. 3943/2011, η κατάρτιση του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης. Στο Μητρώο αυτό κατατάσσονται όλοι οι φορείς, τα στοιχεία της οικονομικής διαχείρισης των οποίων λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 479/2009 (ΣτΕ 2497/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995, οι οποίες παραπέμπουν στους σχετικούς ορισμούς του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών κατά τα άνω, οι Ανεξάρτητες αρχές και, συνεπώς, και η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, εντάσσονται στις κρατικές υπηρεσίες (Κεντρική Διοίκηση), οι οποίες αποτελούν μέρος της Κεντρικής Κυβέρνησης, η Κεντρική δε Κυβέρνηση υπάγεται στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά τα έτη 2008-2012 η ΡΑΕ κατατασσόταν στο καταρτιζόμενο από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης, και ειδικότερα στον Υποτομέα S1311.2 της Γενικής Κυβέρνησης, που περιλαμβάνει τα νομικά πρόσωπα της Κεντρικής Κυβέρνησης και τις δημόσιες επιχειρήσεις. Σύμφωνα, άλλωστε, και με το άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 479/2009, οι διατάξεις του οποίου παραπέμπουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (ΕΣΛ 1995), ο δημόσιος τομέας περιλαμβάνει και τον υποτομέα «κεντρική διοίκηση» (S. 1311). Τα ανωτέρω, όμως, δεδομένα, ενόψει και του ότι, κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1Β του ν.2362/1995, ο προϋπολογισμός της ΡΑΕ, παρά την αυτοτέλειά του, αποτελεί τμήμα του κρατικού προϋπολογισμού, ως μόνη συνέπεια έχουν ότι τα οικονομικά αποτελέσματα της Αρχής λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, ουδόλως δε θίγεται, εξ αυτού και μόνον, η κατοχυρωμένη από το δίκαιο της Ε.Ε. και το εσωτερικό δίκαιο κατά τα άνω ανεξαρτησία της ΡΑΕ. Τούτο δε διότι η Ανεξάρτητη αυτή Αρχή εξακολουθεί, πάντως, ως αυτοχρηματοδοτούμενο νομικό πρόσωπο με ίδιο προϋπολογισμό, να μπορεί να εκτελεί αυτόν με πλήρη ανεξαρτησία, κινούμενη, όμως, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο Προοίμιο των ανωτέρω οδηγιών κατά τα ήδη εκτεθέντα, εντός των ορίων της καθοριζόμενης από την Κυβέρνηση δημοσιονομικής πολιτικής και υποκείμενη, καταρχήν, και σε δυσμενείς για το προσωπικό των δημόσιων φορέων μισθολογικές ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές επιβάλλονται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκεινται, ενόψει των ασκούμενων καθηκόντων αλλά και της σημασίας της αποστολής της ίδιας της ΡΑΕ, στις αρχές της αναλογικότητας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εν προκειμένω, οι θεσπισθείσες με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 4024/2011, αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ, συνεπαγόμενες μείωση των μέχρι της ενάρξεως ισχύος της προσβαλλόμενης αποφάσεως καταβαλλόμενων αποδοχών, αποβλέπουν στον γενικού συμφέροντος σκοπό του εξορθολογισμού του συστήματος αμοιβών του συγκεκριμένου δημόσιου φορέα, λόγω δε του ύψους του προβλεπόμενου βασικού μισθού, οι νέες αυτές αποδοχές δεν είναι προδήλως αναντίστοιχες προς τα λειτουργικά καθήκοντα και προσόντα του προσωπικού της Αρχής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 παρ. 6 του ν. 4001/2011 κατά τα ήδη εκτεθέντα, εάν από την οικονομική διαχείριση της ΡΑΕ στο τέλος κάθε διετίας προκύπτει θετικό οικονομικό αποτέλεσμα υπερβαίνον τις δαπάνες της προηγούμενης χρήσης, μπορεί ποσοστό έως 80% του οικονομικού αυτού αποτελέσματος να διατίθεται ως έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού, ενόψει δε της ρυθμίσεως αυτής, ακόμη και το αποτέλεσμα του Ισοζυγίου της ΡΑΕ μπορεί να έχει, εν μέρει, άμεση και ευθεία επίδραση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, είναι δε, από την άποψη αυτή, νομικά αδιάφορο, εάν και πόσο συχνά μπορεί να επιτυγχάνεται η δημιουργία πλεονάσματος στον προϋπολογισμό της συγκεκριμένης Αρχής. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως του πρόσθετου δικογράφου, με τον οποίο προβάλλεται α) ότι τόσο η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 4024/2011 όσο και η προσβαλλομένη, οι οποίες αποσκοπούν στον περιορισμό των δαπανών της Γενικής και της Κεντρικής Κυβέρνησης και του κρατικού προϋπολογισμού, αντίκεινται στις διατάξεις των προαναφερθεισών οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΚ) 2223/1996, καθό μέρος διαλαμβάνουν και προϋποθέτουν την υπαγωγή μιας ανεξάρτητης και αυτοχρηματοδοτούμενης Αρχής στην κατηγορία της θεσμικής μονάδας «Γενική Κυβέρνηση», και β) ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη περικοπή των αποδοχών, μη εξυπηρετούσα, ως προς την ΡΑΕ, τον γενικού συμφέροντος σκοπό του περιορισμού των δημόσιων δαπανών, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. (Μειοψηφία) ….(σκέψη 20).

Ερμηνεία άρθρου 1 ΠΠΠ. Προϋποθέσεις συμβατότητας επέμβασης σε περιουσιακής φύσης αγαθό. Όρια δικαστικού ελέγχου

Στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α’ 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους (ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 34, Ολ 1286/2012, σκέψη 15). Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 34). Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες (ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 34). Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν ((ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 34, Ολ 1286/2012, σκέψη 15). (σκέψη 22)

Πρόσφορες και αναγκαίες οι περικοπές (συμβατότητα προς το άρθρο 1 του ΠΠΠ και προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος)

Με τον ν. 4024/2011, κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 3 του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, επιχειρήθηκε η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, η οποία είχε ως συνέπεια την περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με σκοπό, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, αφενός την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και αφετέρου τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, την ανταμοιβή της εργασίας βάσει του παραγόμενου αποτελέσματος, την προσέλκυση ικανού στελεχιακού δυναμικού και την προώθηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της Χώρας. Με τα δεδομένα αυτά, οι θεσπισθείσες με το ν. 4024/2011 περικοπές αποδοχών και επιδομάτων των εργαζομένων στον εν γένει δημόσιο τομέα αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε σχέση με την οργάνωση του έμψυχου δυναμικού των δημόσιων φορέων, κατ’ αυτόν δε τον τρόπο επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν καταρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, εντέλει, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, στα πλαίσια της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ (πρβλ. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 35, Ολ 1286/2012, σκέψη 16). Οι ειδικότερες δε ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορούν τις αποδοχές και τη μισθολογική εξέλιξη των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής καθώς και του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της ΡΑΕ, έχουν τους ίδιους ως άνω σκοπούς. Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 17, ο καθορισμός μονομερώς από τον κοινό ή τον κανονιστικό νομοθέτη των εν γένει αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με έμμισθη εντολή της ΡΑΕ δεν θίγει άνευ ετέρου την ανεξαρτησία της Αρχής, τα προσβαλλόμενα μισθολογικά μέτρα δεν παρίστανται, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ως άνω ειδικότεροι λόγοι ακυρώσεως. Περαιτέρω, …, ο προκύπτων από τις ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως βασικός μισθός ανέρχεται στο ποσό των 2.097 ευρώ και προσαυξάνεται με τα προβλεπόμενα επιδόματα, ενόψει δε αυτών, οι θεσπιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής της ΡΑΕ, οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω σκέψη, υπερέχουν, γενικώς, έναντι των καθοριζομένων με τις περί ενιαίου μισθολογίου διατάξεις του ν. 4024/2011 συνολικών αποδοχών των εν ευρεία εννοία δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προδήλως απρόσφορες σε σχέση με τα λειτουργικά καθήκοντα και τη σημασία της αποστολής των συγκεκριμένων επιστημόνων. Με τα ανωτέρω δεδομένα, συνολικώς εκτιμώμενα, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκέψη 35, Ολ 1286/2012, σκέψη 16), αλλ’ ούτε και στο εγγυώμενο την ιδιοκτησία άρθρο 17 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν η ιδιοκτησία κατά το εν λόγω άρθρο έχει ή όχι την αυτή έννοια με την κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου περιουσία, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, καταρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. (Μειοψηφία)  (σκέψη 23).

 

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο