Η εφαρμογή του αστικού δικαίου στη διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης. Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 497/2021 7μ
1. Μια εξαιρετική απόφαση, η οποία δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη, είναι η απόφαση
ΣτΕ 497/2021 [ΣτΕ 497:2021], της 7μελούς σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος, με εισηγητή τον Πάρεδρο κ.
Β. Γκέρτσο. Το Δικαστήριο
ερμήνευσε, υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του αστικού δικαίου που αφορούν τη δήλωση της βούλησης και αποτυπώνονται στα άρθρα 140-157 του Αστικού Κώδικα, τη διάταξη του άρθρου 3 παράγραφος 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία ορίζει τα εξής:
«Ο ενδιαφερόμενος [για την έκδοση διοικητικής πράξης] μπορεί, πριν από την έκδοση της … πράξης, να παραιτηθεί από την αίτησή του χωρίς συνέπειες, εκτός αν υπάρχει ειδική αντίθετη ρύθμιση. Ανάκληση της παραίτησης δεν μπορεί να γίνει». Πέρα από την ορθολογική λύση της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου, η απόφαση αποτελεί σημαντική συμβολή στη συζήτηση για τη σχέση αστικού και διοικητικού δικαίου και ιδίως την ερμηνεία διατάξεων του δεύτερου υπό το πρίσμα των θεσμών του πρώτου. Τον διαρκή προβληματισμό για τη σχέση του αστικού με το δημόσιο δίκαιο, από τη σκοπιά της θεωρίας του αστικού δικαίου, ανανέωσε και εμπλούτισε πρόσφατα η δημοσίευση της τελευταίας μονογραφίας του καθηγητή Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ.
Αντωνίου Καραμπατζού με τίτλο «Κρατική επέμβαση σε συμβατικό δεσμό και αστικό δίκαιο» (εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2021). Πέρα από τους όρους και τις αστικού δικαίου έννομες συνέπειες της επέμβασης του κράτους σε υφιστάμενο συμβατικό δεσμό, η μονογραφία εξετάζει γενικότερα τις αλληλεπιδράσεις δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Διάφορες πτυχές της οικείας θεματικής έχουν απασχολήσει προ πολλού τόσο τη γαλλική όσο και τη γερμανική επιστήμη, όπως η χρήση του αστικού δικαίου στην επεξεργασία των εννοιών του διοικητικού δικαίου [
B. Plessix,
L’
utilisation du droit civil dans l’é
laboration du droit administratif,
Editions Panthé
on–
Assas, 2003] ή η εφαρμογή του ιδιωτικού δικαίου στη διοικητική δράση [
Ul. Stelkens, Verwaltungsprivatrecht: Zur Privatrechtsbindung der Verwaltung, deren Reichweite und Konsequenzen, 2005] υπό το πρίσμα του δόγματος του διοικητικού δικαίου
. Το 2018 κυκλοφόρησε στη Γαλλία ένα βιβλίο με τη μορφή επιστολών μεταξύ ενός καθηγητή του αστικού δικαίου, από τη μια (
Christophe Jasmin), και του ομοτέχνου του διοικητικολόγου, από την άλλη (
Fabrice Melleray), οι οποίοι, μέσω της ανάλυσης της πορείας και των χαρακτηριστικών των δύο δικαιϊκών κλάδων, επιχειρούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα αν τα κοινά σημεία επιτρέπουν τη διαμόρφωση ενός ενιαίου δογματικού μοντέλου ή αν οι εγγενείς διαφορές τους την αποκλείουν (
Droit civil et Droit administratif.
Dialogues sur un modè
le doctrinal,
Dalloz, 2018). Ένας τέτοιος διάλογος, που θα κάλυπτε την ουσία και όλο το εύρος των δύο δικαιϊκών κλάδων, πέρα από επιμέρους τομείς, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου.
2. H σχέση των δύο κλάδων θα μπορούσε να λάβει μια από τις τρεις ακόλουθες μορφές:
Πρώτον, τη μορφή της συμβολής του αστικού δικαίου στη διαμόρφωση των αντίστοιχων, αλλά αυτόνομων πλέον, εννοιών του διοικητικού δικαίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, εδώ, είναι οι διοικητικές συμβάσεις και η αστική ευθύνη του Δημοσίου. Αλλά και η ίδια η διοικητική πράξη, η θεμελιωδέστερη έννοια του διοικητικού δικαίου, έχει επωφεληθεί από τη δογματική εμπειρία του αστικού δικαίου, καθόσον ο όρος δήλωση βούλησης, που χρησιμοποιείται παγίως από τη νομολογία και τη θεωρία [ακόμη και τη γερμανική, βλ. Chr. Ernst, Die Verwaltungserklärung. Dieeinfache verwaltungsrechltilche Willenserklärung als Handlungsform der Verwaltung, Duncker & Hmblolot, Berlin, 2008], είναι αστικολογικής προέλευσης και, κατά τον ίδιο τον Μ. Στασινόπουλο, αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της «μακράς εξοικειώσεως της νομικής σκέψεως προς τους σταθερούς νομικούς τύπους και τας εννοίας του ιδιωτικού δικαίου» [Μ. Στασινόπουλου, Το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, 1957, ανατύπωση 1982, σ. 39 επ]. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει δεκτό για την έννοια του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Και η συμβολή του αστικού δικαίου συνεχίζεται με τον εμπλουτισμό των κομβικών εννοιών του διοικητικού δικαίου, όπως ο εκδημοκρατισμός του δημοσίου συμφέροντος, η αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης σε δικαστικές αποφάσεις και ως αντισυμβατικής συμπεριφοράς, η μετάλλαξη της δημόσιας εξουσίας σε συνεργατικό πρότυπο δράσης. Η δεύτερη μορφή σχέσεων έγκειται στην εφαρμογή διατάξεων του αστικού δικαίου, για την κάλυψη κενών του διοικητικού δικαίου. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ περί της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις και, κυρίως, οι ρήτρες των άρθρων 288 και 388 ΑΚ που αφορούν την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης, και τον προβληματισμό ως προς το αν πρόκειται για ευθεία εφαρμογή με προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες της διοικητικής δράσης, για ανάλογη εφαρμογή ή για τη μετάπτωση των ρητρών αυτών σε γενικές αρχές, θέμα που αναλύεται με οξυδέρκεια στο βιβλίο του Αντώνη Καραμπατζού. Όπως επισήμανε συναφώς ο Γεώργιος Μπαλής, οι διατάξεις του ΑΚ επί των γενικών αρχών και του ενοχικού δικαίου «είναι προωρισμέναι να καλύψουν ου μόνον τας καθαρώς αστικάς σχέσεις […] αλλά και […] σχέσεις δημοσίου δικαίου, δι’ας κατ’ανάγκην και μοιραίως το τελικόν καταφύγιον, ελλείψει ειδικωτέρων ορισμών, θα είναι ο Αστικός Κώδιξ». Τρίτη μορφή σχέσης των δύο κλάδων είναι το ενδεχόμενο μεταφύτευσης κάποιων θεσμών του αστικού δικαίου στη δημόσια εξουσία, όπως η συμβατική ανάληψη από το Δημόσιο της υποχρέωσης εισαγωγής νομικής ρύθμισης (συμβατικώς υποσχεθείσα ρύθμιση) και η τύχη μιας τέτοιας ρήτρας. Η τελευταία αυτή -αστικοδικαιϊκού προσανατολισμού- θεώρηση, που, κατ’ αρχήν, φαίνεται ασύμβατη προς την πεμπτουσία του διοικητικού δικαίου, θυμίζει την επιφυλακτικότητα του καθηγητή Yves Gaudemet στο θέμα του κριτηρίου του διοικητικού δικαίου: δεδομένου ότι το διοικητικό δίκαιο δεν είναι συλλογή ειδικών κανόνων που εφαρμόζονται στη Διοίκηση κατά παρέκκλιση από το ιδιωτικό δίκαιο [Le critère du droit administratif : une question nécessaire, une réponse impossible, Mélanges en l’honneur de J. –P. Boivin], αλλά κλάδος που διεκδικεί αυτονομία, ανακύπτει το λογικώς αναγκαίο ερώτημα του κριτηρίου που στηρίζει και δικαιολογεί αυτή την αυτονομία. Παρά την ατέρμονη πλην ενδιαφέρουσα επιστημονική κουβέντα, καταλήγει στην αδυναμία εντοπισμού μιας αρχής που εξηγεί και οργανώνει την αυτονομία του διοικητικού δικαίου (λογική αναγκαιότητα του ερωτήματος-αδυναμία απάντησης). Σε τελική ανάλυση το ερώτημα επανεμφανίζεται κατά διαστήματα σαν ένα είδος διανοητικού προβλήματος, το μόνο ενδιαφέρον του οποίου είναι ότι δεν μπορεί να επιλυθεί. Στο ίδιο πνεύμα, ο Jean Boulouis καταλήγει ότι ακόμη και αν υπαχθεί στο ίδιο δίκαιο με τους ιδιώτες, η Διοίκηση δεν ταυτίζεται με αυτούς. Μπορεί να δανειστεί από το δίκαιό τους τις τεχνικές που είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στην εκτέλεση ορισμένων αποστολών της, αλλά η φύση της δεν αλλάζει και, όταν καταπιέζεται, τείνει με μεγαλύτερη ορμή να ανακτήσει την ιδιομορφία της [Supprimer le droit administratif ?, Pouvoirs 1988].
3. Η λύση που υιοθέτησε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφαση ΣτΕ 497/2021 εντάσσεται, μάλλον, στη δεύτερη μορφή σχέσεων. Το πραγματικό της υπόθεσης είναι απλό. Κάτοχος προσωποπαγούς θέσης στη βαθμίδα Καθηγητή Εφαρμογών σε ΤΕΙ ζήτησε την εξέλιξή του σε μόνιμη τακτική θέση μέλους Ε.Π. Επίκουρου Καθηγητή. Μετά τη δημοσίευση της σχετικής Προκήρυξης, υπέβαλε εμπροθέσμως υποψηφιότητα μέσω του πληροφοριακού συστήματος “ΑΠΕΛΛΑ”. Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων, ο ενδιαφερόμενος απέσυρε, μέσω του πληροφοριακού αυτού συστήματος, την υποψηφιότητά του. Την επόμενη ημέρα απέστειλε στον υπεύθυνο του πληροφοριακού αυτού συστήματος έγγραφο, με το οποίο τον ενημέρωσε ότι, κατόπιν εσφαλμένου χειρισμού, εκ παραδρομής είχε διαγράψει την υποβολή της αίτησής του κατά το στάδιο ανεύρεσης αξιολογητών του επιστημονικού του έργου και ζήτησε την άμεση αναίρεση της λανθασμένης αυτής ενέργειας στο πληροφοριακό σύστημα. Η αρμόδια για τις εξελίξεις Ειδική Επταμελής Επιτροπή έκρινε ομοφώνως ότι δεν ετίθετο ζήτημα εγκυρότητας της υποψηφιότητας του ενδιαφερομένου, ο οποίος και επελέγη στην επίμαχη θέση. Κατά των σχετικών αποφάσεων της Επταμελούς Επιτροπής ο συνυποψήφιος του επιλεγέντος άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έγινε δεκτή με την απόφαση ΔΕφΘεσσ 176/2017. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, ειδικότερα, ότι στο άρθρο 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ ορίζεται ρητά ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί μεν να παραιτηθεί από υποβληθείσα προς τη Διοίκηση αίτηση, δεν μπορεί όμως να προβεί σε ανάκληση της παραίτησής του, ενώ δεν προβλέπεται, ειδικότερα, η δυνατότητα ανάκλησης της απόσυρσης υποψηφιότητας μετά τη λήξη της ταχθείσας σχετικώς αποκλειστικής προθεσμίας για την υποβολή υποψηφιοτήτων. Επίσης, κατά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, δεν παρίστατο πιθανόν να οφειλόταν η απόσυρση της υποψηφιότητας σε λανθασμένη και εκ παραδρομής επιλογή της σχετικής ένδειξης, παρά την αντίθετη βούληση του υποψηφίου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στον «Οδηγό Εγγραφής και Χρήσης Εφαρμογής» του πληροφοριακού συστήματος «ΑΠΕΛΛΑ», σχετικά με τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσει ο υποψήφιος, προκειμένου να αποσύρει την υποψηφιότητά του. Κατόπιν τούτων, ακυρώθηκε η πράξη του Προέδρου του ΤΕΙ περί διορισμού του επιλεγέντος στην επίμαχη θέση, λόγω της ως άνω παρατυπίας που είχε εμφιλοχωρήσει στο στάδιο της υποβολής των υποψηφιοτήτων. Κατά της παραπάνω απόφασης ο επιλεγείς άσκησε έφεση, της οποίας επελήφθη το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και την έκρινε παραδεκτή, ελλείψει νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το κρίσιμο για την επίλυση της υπόθεσης νομικό ζήτημα, που συνίσταται στο αν και υπό ποιες προϋποθέσεις χωρεί, κατά νόμον, ανάκληση υποβληθείσας, με ηλεκτρονικό τρόπο, παραίτησης από αίτηση υποψηφιότητας σε διαδικασία εκλογής ή εξέλιξης σε θέση καθηγητή, λόγω πλάνης.
4. Το Δικαστήριο εντάσσει στη μείζονα πρόταση του συλλογισμού του τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ, του άρθρου 19 παρ. 9 του Ν. 4009/2011, σχετικά με τη διαδικασία εκλογής και εξέλιξης των καθηγητών των ιδρυμάτων, καθώς και των ΚΥΑ που εξειδικεύουν τη σύσταση του πληροφοριακού συστήματος ΑΠΕΛΛΑ και την ηλεκτρονική υποβολή υποψηφιοτήτων και, τέλος, τις βασικές διατάξεις του Ν. 3979/2011 (Α΄ 138), για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Το κρίσιμο στοιχείο της συλλογιστικής του είναι η ερμηνεία του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ, σχετικά με την απαγόρευση ανάκλησης της παραίτησης του ενδιαφερομένου από την αίτηση που υπέβαλε για την έκδοση διοικητικής πράξης, υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαίου, που αποτυπώνεται στα άρθρα 140-157 Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η δήλωση βούλησης, προκειμένου να επιφέρει το σκοπούμενο από αυτήν αποτέλεσμα, πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων, δηλαδή να μην έλαβε χώρα υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι σήμερα εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις του Αστικού Κώδικα στην ανάκληση της παραίτησης του διοικουμένου από αίτηση που είχε υποβάλει για την έκδοση διοικητικής πράξης, καθόσον έκρινε την αδυναμία ανάκλησης της παραίτησης αναγκαία για τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων και την αποφυγή καταστρατήγησης των νόμιμων προϋποθέσεων άσκησης των δικαιωμάτων των διοικουμένων [βλ. Ε. Κουράκου, εις Β. Γκέρτσου/Ε. Πρεβεδούρου/Δ. Πυργάκη, Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 3, αρ. περιθ. 20, 21, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019]. Αντίθετα τις έχει εφαρμόσει σε σχέση με τη δικονομική διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989, κατά το οποίο «ανάκληση παραίτησης [από ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης] δεν επιτρέπεται», δεχόμενο ότι με την κατάθεση στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας έγγραφης δήλωσης παραίτησης από υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως επέρχεται κατάργηση της ανοιγείσας με την αίτηση αυτής δίκης, τυχόν δε ανάκληση της παραίτησης δεν επάγεται καμία συνέπεια, εκτός εάν ο παραιτηθείς επικαλείται συγγνωστή πλάνη ή άλλο νόμιμο λόγο, συνιστάμενο σε ελάττωμα της δηλωθείσας βούλησης για παραίτηση και άρα έκτοτε υφιστάμενο, για τη βασιμότητα του οποίου κρίνει το Δικαστήριο [ΣτΕ 2327/2018, 1733/2017, 4187/2014, 1781/2014, 873, 108/2012, 552/1999]. Μάλιστα το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της συγγνωστής πλάνης το γεγονός ότι ο παραιτηθείς διάδικος τελούσε υπό το κράτος «αγχώδους καταστάσεως» κατά τη βεβαίωση ιδιώτη νευρολόγου-ψυχίατρου, εφόσον δεν ισχυρίζεται παραλλήλως ότι εξ αιτίας κάποιου ειδικού λόγου όπως λόγω αγνοίας αναγνώσεως και γραφής δεν μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια της παρ’ αυτού υπογραφείσης δηλώσεως περί παραιτήσεως από της υπό κρίση προσφυγής [ΣτΕ 1234/1996. Βλ. συναφώς Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 52 επ.].
5. Εν προκειμένω, ο πυρήνας της συλλογιστικής του Δικαστηρίου βρίσκεται στη σκέψη 11 της απόφασης ΣτΕ 497/2021, όπου διαλαμβάνονται τα εξής: «…, κατά γενική αρχή του δικαίου, που αποτυπώνεται στα άρθρα 140-157 Αστικού Κώδικα, η δήλωση βούλησης, προκειμένου να επιφέρει το σκοπούμενο από αυτήν αποτέλεσμα, πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων, δηλαδή να μην έλαβε χώρα υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής. Η γενική αυτή αρχή εφαρμοζόμενη και στο διοικητικό δίκαιο, προϋποθέτει για το έγκυρο αίτησης ή αναφοράς που απευθύνεται από φυσικό πρόσωπο προς δημόσια αρχή, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συντελείται η δήλωση βούλησης, η βούληση του προσώπου να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα αποκλείοντα την ελεύθερη διαμόρφωσή της (ΣτΕ 2873/2006, 1987, 2316/1989, 4300/1983, 1393/1970). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 30 του π.δ. 18/1989, με την υποβολή δήλωσης παραίτησης από κατατεθέν ένδικο βοήθημα ή μέσο επέρχεται κατάργηση της ανοιγείσας με την αίτηση αυτή δίκης, τυχόν δε ανάκληση της παραίτησης δεν επάγεται καμία συνέπεια, εκτός εάν ο παραιτηθείς επικαλείται συγγνωστή πλάνη ή άλλο νόμιμο λόγο, συνιστάμενο σε ελάττωμα της δηλωθείσας βούλησης περί παραίτησης, για τη βασιμότητα του οποίου κρίνει το Δικαστήριο (ΣτΕ 2327/2018, 3076/2014, 108/2012, 2453-2454/2006, 552/1999, 1234/1996, 383/1973, 2364/1971, 1080/1967, 1617/1963, σε συμβ. 100/2000 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στα άρθρα 140 – 141 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη αυτή δύναται να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης. Επομένως, πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματικής κατάστασης.Πλάνη υπάρχει και όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή του με νόημα διαφορετικό εκείνου που πράγματι είχε από το νόμο, ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δήλωσής του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο με ορισμένες συνέπειες, ενώ τούτο περιλαμβάνει περιεχόμενο διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης, αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση (ΑΠ 110/2019, 80/2007). Υπό το φως της γενικής αυτής αρχής είναι ερμηνευτέα και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία ανάκληση παραίτησης από αίτηση του ενδιαφερομένου για την έκδοση διοικητικής πράξης δεν μπορεί να γίνει. Η διάταξη, δηλαδή, αυτή προϋποθέτει έγκυρη και απαλλαγμένη ελαττωμάτων δήλωση βούλησης του παραιτηθέντος και ουδόλως αποκλείει την ανάκληση της παραίτησης, στην περίπτωση που αυτή έλαβε χώρα υπό καθεστώς συγγνωστής πλάνης. Προκειμένου να διαπιστωθεί από το αρμόδιο όργανο το συγγνωστό ή μη της πλάνης του παραιτηθέντος, πρέπει να υποβληθεί από αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τότε που συνειδητοποίησε την πλάνη του, αίτηση ανάκλησης της παραίτησής του, στην οποία να εκτίθενται και οι λόγοι, εξαιτίας των οποίων επήλθε η πλάνη αυτή. Για τη διάγνωση δε της συνδρομής ή μη συγγνωστής πλάνης συνεκτιμώνται οι ειδικές περιστάσεις της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης, όπως ιδίως οι ιδιαίτερες γνώσεις ή ικανότητες του παραιτηθέντος, η μόρφωση, το πνευματικό επίπεδο, η εμπειρία και η δυνατότητα πληροφόρησής του στη συγκεκριμένη περίπτωση».
6. Όπως προκύπτει από την παραπάνω σκέψη, το Δικαστήριο ερμηνεύει την απαγόρευση παραίτησης από αίτηση για έκδοση διοικητικής πράξης του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ υπό το φως της απορρέουσας από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα γενικής αρχής κατά την οποία η δήλωση βούλησης πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων, δηλαδή να μην έλαβε χώρα υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής. Περαιτέρω, αναγνωρίζει ρητώς, για πρώτη φορά, την εφαρμογή της εν λόγω γενικής αρχής σε κάθε αίτηση ή αναφορά των ιδιωτών προς τη Διοίκηση: «Η γενική αυτή αρχή, εφαρμοζόμενη και στο διοικητικό δίκαιο, προϋποθέτει για το έγκυρο αίτησης ή αναφοράς που απευθύνεται από φυσικό πρόσωπο προς δημόσια αρχή, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συντελείται η δήλωση βούλησης, η βούληση του προσώπου να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα αποκλείοντα την ελεύθερη διαμόρφωσή της». Εστιάζει, στη συνέχεια, στο ελάττωμα της πλάνης και εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 140 και 141 ΑΚ, για την πλάνη εν τη δηλώσει, δηλαδή την ακούσια διάσταση μεταξύ δήλωσης και βούλησης [1]. Ο διοικητικός δικαστής εφαρμόζει εν προκειμένω τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία και τη θεωρία, κινούμενος με άνεση στις λεπτές διακρίσεις της έννοιας της πλάνης [2] και κρίνοντας, τελικά, ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ περί αδυναμίας ανάκλησης της παραίτησης από αίτηση για έκδοση διοικητικής πράξης προϋποθέτει έγκυρη και απαλλαγμένη ελαττωμάτων δήλωση βούλησης του παραιτηθέντος. Κατά συνέπεια, η παραπάνω διάταξη ουδόλως αποκλείει την ανάκληση της παραίτησης, στην περίπτωση που αυτή έλαβε χώρα υπό καθεστώς συγγνωστής πλάνης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θέτει τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί η πλάνη συγγνωστή, δηλαδή να οδηγήσει στην αποδοχή εκ μέρους του διοικητικού οργάνου της ανάκλησης της παραίτησης του ενδιαφερομένου από την αίτηση για την έκδοση πράξης. Πρώτον, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει αμελλητί από τότε που συνειδητοποίησε την πλάνη του αίτηση ανάκλησης της παραίτησής του εκθέτοντας τους λόγους που προκάλεσαν την πλάνη αυτή. Δεύτερον, η Διοίκηση οφείλει να συνεκτιμήσει τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, όπως ιδίως τις ιδιαίτερες γνώσεις ή ικανότητες του παραιτηθέντος, τη μόρφωση, το πνευματικό επίπεδο, την εμπειρία και τη δυνατότητα πληροφόρησής του στη συγκεκριμένη περίπτωση.
7. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπάγει την ηλεκτρονική υποβολή υποψηφιοτήτων στις παραπάνω βασικές έννοιες, επισημαίνοντας ότι η υποβολή υποψηφιότητας με τη χρήση του πληροφοριακού συστήματος ΑΠΕΛΛΑ εμπεριέχει τη σχετική δήλωση βούλησης του υποψηφίου, η δε τυχόν απόσυρση της υποψηφιότητάς του δια του συστήματος αυτού συνιστά παραίτηση από αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ. Κατά την υποβολή των ηλεκτρονικών αυτών δηλώσεων οι υποψήφιοι οφείλουν να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, διότι ενδέχεται να εμφιλοχωρήσει –ευχερέστερα από ό,τι στις έγγραφες δηλώσεις που υποβάλλονται ενώπιον των δημοσίων αρχών– διάσταση ανάμεσα στο περιεχόμενο της εξωτερικευμένης μέσω του πληροφοριακού συστήματος δήλωσης βούλησης προς την αληθινή βούλησή τους, η οποία μπορεί να οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στην προσωπική κατάστασή τους, όπως λ.χ. σπουδή, απροσεξία ή ανεπαρκή εξοικείωσή τους στη χρήση του συστήματος αυτού, ή/και σε ικανές προς δημιουργία παραπλάνησης παραστάσεις ή σε μη επαρκή δεδομένα του ίδιου του συστήματος, ιδίως στις περιπτώσεις που η Διοίκηση παραλείπει ουσιώδεις υποχρεώσεις της, απορρέουσες από την αρχή της χρηστής διοίκησης, στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Οι υποχρεώσεις αυτές συνίστανται, κατ’ αρχήν, στην πρόσδοση στα πληροφοριακά αυτά συστήματα της μεγαλύτερης, κατά το δυνατόν, “αντιληπτικότητας, χρηστικότητας, κατανοησιμότητας και στιβαρότητας” (πρβλ. και τη μεταγενέστερη οδηγία 2016/2102 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσβασιμότητα των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα – L 327)˙ πρέπει ιδίως να εξασφαλίζεται ότι οι χρήστες έχουν πρόσβαση σε επαρκείς οδηγίες χρήσης των συστημάτων αυτών, ότι καθίσταται σαφής και αναγνωρίσιμη προς αυτούς η νομική δεσμευτικότητα των ηλεκτρονικών δηλώσεών τους και ότι τους παρέχεται ευκρινώς η δυνατότητα επιβεβαίωσης οποιασδήποτε επιλογής που συνεπάγεται έννομες συνέπειες. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον η διάσταση της εξωτερικευμένης, μέσω του πληροφοριακού συστήματος, δήλωσης βούλησης προς την αληθινή βούληση του υποψηφίου οφείλεται σε πλάνη, παρέχεται, υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ, η δυνατότητα του προσώπου να ανακαλέσει την ηλεκτρονική δήλωσή του. Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ότι δεν ήταν δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ, η εκ μέρους του ενδιαφερομένου ανάκληση της απόσυρσης της υποψηφιότητάς του δεν είναι ορθή, διότι η υποβολή της ανάκλησης αυτής δεν προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ, δεδομένου ότι η ανάκληση αυτή έγινε κατ’ επίκληση πλάνης εκ μέρους του ενδιαφερομένου που εμφιλοχώρησε κατά την υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης βούλησής του μέσω του πληροφοριακού συστήματος “ΑΠΕΛΛΑ”. Η πλάνη αυτή κρίθηκε από τη Διοίκηση ότι ήταν συγγνωστή, διότι οφειλόταν στη μη εξοικείωσή του με το σύστημα αυτό, το οποίο εχρησιμοποιείτο για πρώτη φορά από το ΤΕΙ και στην ύπαρξη λειτουργικού κενού του συστήματος σε επίπεδο ευχρηστίας.
8. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι πρόκειται εδώ για τολμηρή ως προς τη σύλληψή της και ταυτόχρονα προσεκτική ως προς την εφαρμογή της νομολογιακή προσέγγιση. Πράγματι, ο διοικητικός δικαστής αξιοποιεί έννοιες, όπως η πλάνη και γενικότερα τα ελαττώματα της βούλησης, οι οποίες διαμορφώθηκαν ενόψει ανατροπής δικαιοπρακτικών δεσμεύσεων στο πεδίο του αστικού δικαίου, όπου κυριαρχεί η ελευθερία των συμβάσεων ως έκφανση της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας. Στο πλαίσιο του αστικού δικαίου, η βούληση και η δήλωση είναι λογικώς ισοδύναμα εννοιολογικά συστατικά της δικαιοπραξίας [3]. Η εφαρμογή των σχετικών κανόνων στη διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης, όπου η αίτηση του διοικουμένου δεν αποτελεί στοιχείο της πράξης αλλά απλώς το σημείο έναρξης της διαδικασίας παραγωγής της -όταν αυτή απαιτείται- επιβάλλει ιδιαίτερη προσοχή. Πράγματι, η διοικητική πράξη είναι δήλωση βούλησης διοικητικού οργάνου, το οποίο ασκεί δημόσια εξουσία προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, έστω και αν η πράξη εκδίδεται κατόπιν αίτησης του διοικουμένου και είναι ευνοϊκή γι’ αυτόν. Η αίτηση του ιδιώτη προς τη Διοίκηση είναι μια μορφή σύμπραξης, που δεν τον καθιστά, όμως, συνεκδότη της πράξης, η οποία παραμένει αποκλειστικά κρατική, μονομερής εκδήλωση δημόσιας εξουσίας [4]. Όταν, ωστόσο, η έκδοση της πράξης προϋποθέτει νομικά την αίτηση του ενδιαφερομένου, δηλαδή τη δήλωση της δικής του βούλησης, αυτή πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των κανόνων για τα ακούσια ελαττώματα της δικαιοπρακτικής βούλησης του ΑΚ, να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων. Δεδομένου, μάλιστα ότι αποδέκτης της απευθυντέας δήλωσης βούλησης του ιδιώτη είναι όχι ένας άλλος ιδιώτης αλλά ο φορέας άσκησης της δημόσιας εξουσίας, ο ενδιαφερόμενος βαρύνεται με ένα αυξημένο επίπεδο επιμέλειας. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στην υπό εξέταση περίπτωση, δεδομένου ότι στην ηλεκτρονική δήλωση βούλησης είναι πιο εύκολο να εμφιλοχωρήσει ελάττωμα, το οποίο μπορεί να οφείλεται σε παραπλανητικές παραστάσεις του συστήματος. Για πρώτη φορά στην απόφαση ΣτΕ 497/2021 το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται κατηγορηματικά και με σαφήνεια την, ανάλογη, εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΑΚ στην αίτηση του διοικουμένου προς τη Διοίκηση για την έκδοση διοικητικής πράξης, η οποία καλύπτει και την ανάκληση της παραίτησης από την αρχική αίτηση κατά το άρθρο 3 παρ. 2 ΚΔΔιαδ.
[1] Βλ. συναφώς, ενδεικτικά, Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2019, σ. 500 επ. και Χριστοδούλου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθρο 140, α. 1 επ. Για την «πλάνη εν τη βουλήσει» των άρθρων 142 και 143 ΑΚ., βλ. Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2019, σ. 504 επ. και Χριστοδούλου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθρα 142-143 αρ. 1 επ.
[2] Για την πλάνη περί την πράξη της δήλωσης επί ηλεκτρονικής δηλώσεως βουλήσεως και τη σχετική περιπτωσιολογία (εν προκειμένω σφάλματα κατά τη χρήση και λειτουργία των ΗΥ) βλ., αντί πολλών, Χριστοδούλου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθρο 140, α. 24 επ. 35.
[3] Χριστοδούλου στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου2, άρθρα 140-157 ά. 8 επ.
[4] Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα 2015, αρ. περ. 28.