Εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των αποφάσεων των δικαστηρίων της Ένωσης.
1.Τον Σεπτέμβριο του 2013 τα δικαστήρια της Ένωσης εξέδωσαν 206 αποφάσεις, με την εξής κατανομή: ΔΕΕ 61 (49 αποφάσεις, 12 διατάξεις), ΓεΔΕΕ 127 (83 αποφάσεις, 44 διατάξεις), Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) 18 (11 αποφάσεις, 7 διατάξεις).
Είκοσι χρόνια πριν, τον Σεπτέμβριο του 1993, το Δικαστήριο δεν είχε εκδώσει καμία απόφαση, ενώ το Πρωτοδικείο 6 αποφάσεις και μια διάταξη. Για την εκτίμηση της εξέλιξης αυτής, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στατιστικά στοιχεία του Δικαστηρίου:
Δικαστήριο, νυν ΔΕΕ (1952-2013): 17200 αποφάσεις, δηλαδή περίπου 280 το έτος,
Πρωτοδικείο, νυν ΓεΔΕΕ (1989-2013): 8700, δηλαδή περίπου 362 το έτος,
ΔΔΔ (2005-2013): 900, δηλαδή περίπου 112 το έτος.
Τέλος, στην ετήσια έκθεση του Δικαστηρίου για το 2012 αναφέρεται ότι οι εισαχθείσες υποθέσεις στο ΔΕΕ είναι 631 και οι περατωθείσες 595, στο ΓεΔΕΕ είναι, αντίστοιχα, 617 και 688 και στο ΔΔΔ 178 και 121.
2. Όπως παρατηρεί ο D. Simon, αναλύοντας τα στατιστικά στοιχεία της έκθεσης πεπραγμένων του Δικαστηρίου για το 2012 (Petit aperçu de l’inflation quantitative des décisions juridictionnelles, Europe, Novembre 2013, σ. 1), ο «δικαστικός πληθωρισμός» είναι μια πραγματικότητα. Η εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί, προφανώς, την αυτόματη συνέπεια των διαδοχικών διευρύνσεων της Ένωσης. Οφείλεται, όμως, σε μεγάλο βαθμό και στην επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και των δικαστηρίων της, η οποία προκάλεσε την εμφάνιση νέων «εστιών διαφορών». Τα θέματα που έδωσαν λαβή για δικαστικές αμφισβητήσεις αφορούν, κυρίως, τη διαφάνεια και την πρόσβαση στα έγγραφα, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, τις θεωρήσεις, το άσυλο και τη μετανάστευση σε συνδυασμό με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη δικαστική συνεργασία στον αστικό και στον ποινικό τομέα, την ανάπτυξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, την προσέγγιση των νομοθεσιών σχετικά με τις νέες τεχνολογίες και την πνευματική ιδιοκτησία, ιδίως στον τομέα του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιών, καθώς και την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας. Πράγματι, στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ οι δικαστικές διενέξεις αυξήθηκαν σημαντικά, είχαν δε ως αντκείμενο τη νομιμότητα των στοχευμένων κυρώσεων και των περιοριστικών μέτρων.
Οι διαφορές από τα περιοριστικά μέτρα στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.
3.Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Σεπτέμβριο του 2013 το ΓεΔΕΕ εξέδωσε 23 αποφάσεις στον τομέα των σημάτων μόνο, κατόπιν άρνησης του ΓΕΕΑ [Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)] να προβεί στην καταχώρισή τους. Λόγω του ειδικού χαρακτήρα των διαφορών αυτών, συζητείται η ίδρυση νέου ειδικού δικαστηρίου, αποκλειστικώς αρμόδιου για την εκδίκασή τους, κατά το πρότυπο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (άλλος τρόπος αντιμετώπισης των μαζικών αυτών διαφορών [contentieux massif] είναι η αύξηση του αριθμού των δικαστών του ΓεΔΕΕ υπέρ της οποίας φαίνεται ότι κλίνει το ΔΕΕ).
4. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα εκδόθηκαν και 15 αποφάσεις στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα, αφενός, κατά του Ιράν για να εμποδιστεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων και, αφετέρου, κατά της Συρίας. Ειδικότερα, στις 6 και στις 16 Σεπτεμβρίου 2013 εκδόθηκαν, αντιστοίχως, 10 (Τ-35/10 και Τ-7/11, Bank Melli Iran˙ Τ-493/10, Persia Interantional Bank pl˙ T-4/11 και T-5/11, Export Development Bank of Iran˙ T-12/11, Iran Insurance Company˙ T-13/11, Post Bank Iran˙ Τ-24/11, Bank Refah Kargaran˙ T-434/11, Europäisch-Iranische Handelsbank AG˙ T-57/12, Good Luck Shipping LLC˙ T-42/12 και T-181/12, Naser Bateni˙ T-110/12, Iranian Offshore Engeneeirng & Construction Co) και 2 αποφάσεις (Τ-489/10, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ.˙ Τ-8/11, Bank Kargoshaei κ.λπ.) σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 εκδόθηκαν 3 αποφάσεις σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (Τ-383/11, Eyad Makhlouf˙ Τ-563/11, Issam Anbouba˙ T-592/11, Issam Anbouba). Οι υποθέσεις για το Ιράν αφορούσαν προσφυγές ακύρωσης που άσκησαν νομικά, κυρίως, αλλά και φυσικά πρόσωπα, των οποίων τα ονόματα ενεγράφησαν σε καταλόγους των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα παραρτήματα σειράς αποφάσεων της ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν. Οι υποθέσεις για τη Συρία αφορούσαν προσφυγές ακύρωσης που άσκησαν φυσικά προσωπα ευθυνόμενα για τη βίαιη καταστολή εις βάρος του αμάχου πληθυσμού στη Συρία. Τα ονόματα των προσώπων αυτών, καθώς και τα ονόματα ή οι επωνυμίες των φυσικών ή νομικών προσώπων και των οντοτήτων που συνδέονται με αυτά παρατίθενται στο παράρτημα αποφάσεων της ΚΕΠΠΑ με τις οποίες το Συμβούλιο επέβαλε απαγόρευση πώλησης όπλων, απαγόρευση εξαγωγών εξοπλισμού ικανού να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή, περιορισμούς εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή. Στο σύνολο των ανωτέρω περιπτώσεων, οι λόγοι ακύρωσης που προέβαλαν οι προσφεύγοντες αντλήθηκαν από την παραβίαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την πρόδηλη πλάνη εκτίμησης των γεγονότων εκ μέρους του Συμβουλίου της Ένωσης ως προς την εμπλοκή των προσφευγόντων στις δραστηριότητες που συνδέονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή με τη βίαιη καταστολή εις βάρος του άμαχου πληθυσμού.
5. Οι υποθέσεις αυτές κατέληξαν σε απορρίψεις των προσφυγών ή σε ακυρώσεις, κατά περίπτωση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πυκνότητα του ελέγχου που ασκεί επί των προσβαλλομένων μέτρων το ΓεΔΕΕ. Δέχεται ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη μέτρων οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Δεδομένου ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, ειδικότερα, να υποκαταστήσει το Συμβούλιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων, γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο αφορά τη νομιμότητα αποφάσεων δέσμευσης κεφαλαίων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και κατάχρησης εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει, ειδικότερα, για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίζονται τέτοιες αποφάσεις. Διαφορετικά όμως αντιμετωπίζει την εγγραφή συγκεκριμένου προσώπου ή οντότητας στις black lists. Εν προκειμένω, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της συγεκριμένης εγγραφής εκτείνεται, λαμβανομένων υπόψη των λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν, στην εκτίμηση των προβαλλομένων γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η εγγραφή, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Ο δικαστής πρέπει επίσης να ελέγχει συναφώς τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης καθώς και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιτακτικών λόγων που κατ’ εξαίρεση επικαλέστηκε το Συμβούλιο για να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές (ιδίως Τ-42/12 και Τ-181/21, Naser Bateni, ιδίως σκέψεις 40-43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η ενδιαφέρουσα διάκριση που πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας Yves Bot, στις προτάσεις του στην υπόθεση που κατέληξε στην απόφαση ΔΕΕ της 18ης Ιουλίου 2013, C-584/10 P C-595/10 P, Yassin Abdullah Kadi, μεταξύ των λόγων που ανάγονται στην εξωτερική νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων και ως προς τους οποίους μπορεί να ασκηθεί ο κανονικός δικαστικός έλεγχος, και των λόγων που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα, οπότε ο έλεγχος θα είναι περιορισμένος: «Η διασφάλιση αυστηρού ελέγχου της τηρήσεως των ουσιωδών τύπων και της υπάρξεως διαδικασίας που να σέβεται τα δικαιώματα άμυνας παρέχει τη δυνατότητα στον δικαστή της Ένωσης να υιοθετεί μια πιο συγκρατημένη στάση όταν πρόκειται να ελέγξει την εσωτερική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως. Πρόκειται εδώ για την κλασική διαλεκτική σχέση μεταξύ του ελέγχου της εξωτερικής νομιμότητας και του ελέγχου της εσωτερικής νομιμότητας. Σε αντιστάθμιση της αναγνωρίσεως ελευθερίας εκτιμήσεως στις αρμόδιες πολιτικές αρχές και του συνεπακόλουθου περιορισμού του ελέγχου της ουσιαστικής νομιμότητας, ο δικαστής της Ένωσης ενισχύει τους τυπικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς στους οποίους υποβάλλει την έκδοση της πράξεως [βλ. D. Ritleng, «Le juge communautaire de la légalité et le pouvoir discrétionnaire des institutions communautaires», AJDA, 1999, σ. 645. Η διαλεκτική αυτή σχέση εκφράστηκε από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München (Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14)]. Οι διαδικαστικοί και τυπικοί κανόνες αποσκοπούν στη διασφάλιση της ουσιαστικής νομιμότητας της πράξεως, στο να καταστήσουν δυνατό τον έλεγχό της και, πέραν αυτού, στη διευκόλυνση της εκτιμήσεως της σκοπιμότητας της πράξεως από τον εκδότη της. Με την επιχειρηματολογία περί διαδικαστικών και τυπικών δεσμεύσεων, ο δικαστής επιδιώκει συνεπώς να ενισχύσει το τεκμήριο εσωτερικής νομιμότητας και σκοπιμότητας του αμφισβητούμενου μέτρου (H. Labayle/R. Mehdi, «Le contrôle juridictionnel de la lutte contre le terrorisme. Les black lists de l’Union dans le prétoire de la Cour de justice», Revue trimestrielle de droit européen, 2009, σ. 259). Οπότε, ακόμη και αν ο δικαστής υιοθετήσει μια «self-restraint» στάση όσον αφορά το βάσιμο της εγγραφής [σε black list], το υψηλό επίπεδο απαιτήσεων που θέτει σε επίπεδο διαδικασίας εγγυάται έναν προσήκοντα συμβιβασμό μεταξύ της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας.» [σημείο 97]).
6. Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα των ακυρωτικών αποφάσεων του ΓεΔΕΕ, υπάρχει πλέον ειδική πρόβλεψη: Δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του ΔΕΕ, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις του ΓεΔΕΕ με τις οποίες ακυρώνεται κανονισμός παράγουν αποτελέσματα μόνον από τη λήξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης του άρθρου 56, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού ή, εφόσον έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από την απόρριψή της (ΓεΔΕΕ της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, T-316/11, Kadio Morokro κατά Συμβουλίου, σκέψη 38˙ της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Τ-489/10, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 81). Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακύρωσης άλλων πράξεων, εν προκειμένω των αποφάσεων της ΚΕΠΠΑ, δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να επισημάνει, αν το κρίνει αναγκαίο, ποια από τα αποτελέσματα της ακυρούμενης πράξης πρέπει να λογίζονται οριστικά. Στη σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί η τάση του ΔΕΕ να ρυθμίσει αυστηρά τη μετάθεση του ακυρωτικού αποτελέσματος των αποφάσεών του. Ήδη με την απόφαση ΔΕΕ της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P, Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 376: «η δίκαιη εφαρμογή του άρθρου 231 ΕΚ [νυν άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ] επιβάλλει διατήρηση των αποτελεσμάτων του προσβαλλομένου κανονισμού, καθόσον αυτός αφορά τους αναιρεσείοντες, κατά τη διάρκεια περιόδου μη δυνάμενης να υπερβεί τους τρεις μήνες από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως» (βλ. D. Simon/A. Rigaux, Le jugement des pourvois dans les affaires Kadi et Al Barakaat: smart sanctions pour le Tribunal de première instance ?, Europe 2008, étude 8). Σε πρόσφατη σημαντική απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως της 22ας Οκτωβρίου 2013, C-137/12, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σχετική με τη νομική βάση για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας και, συνακολούθως, με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ενωσης και των κρατών μελών, το ΔΕΕ επίσης έταξε προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να αποκατασταθεί η νομιμότητα, δηλαδή να συμμορφωθούν τα θεσμικά όργανα στην απόφασή του, πράγμα που προσομοιάζει με διαταγή (injonction) προς τα αρμόδια όργανα: «Η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς διατήρηση των αποτελεσμάτων της θα είχε ως συνέπεια να αμφισβητηθεί η υπογραφή της Σύμβασης από την Ένωση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2011, ενώ η αρμοδιότητα της Ένωσης για την υπογραφή της εν λόγω Σύμβασης ουδέποτε τέθηκε εν αμφιβόλω. Λόγοι ασφαλείας δικαίου δικαιολογούν, συνεπώς, την εκ μέρους του Δικαστηρίου διατήρηση των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής μέχρι την έκδοση, εντός ευλόγου προθεσμίας μη δυνάμενης να υπερβεί τους έξι μήνες, νέας αποφάσεως στηριζόμενης στις κατάλληλες νομικές βάσεις, ήτοι στο άρθρο 207, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ (σκέψεις 80, 81)».
Καταχρηστικά ένδικα βοηθήματα
7. Η διατήρηση της παραγωγικότητας των δικαστηρίων της Ένωσης προϋποθέτει τη συνεχή προσαρμογή των κανονισμών διαδικασίας. Ο D. Simon προτείνει συναφώς τη δημιουργία μονομελών τμημάτων για τη διήθηση των προδήλως απαράδεκτων και προδήλως αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων, ιδίως όταν προέρχονται από τους συνήθεις προσφεύγοντες (requérants d’habitude) κατά το πρότυπο του γαλλικού Conseil d’Etat. Xαρακτηριστική περίπτωση συναφώς αποτελούν οι υποθέσεις Marcuccio που έχουν απασχολήσει από το 2002 τα δικαστήρια της Ένωσης 172 φορές, με πρόσφατες τις 9 διατάξεις του αναιρετικού τμήματος του ΓεΔΕΕ του Σεπτεμβρίου 2013, και μια διάταξη του ΔΕΕ και μία του ΓεΔΕΕ της 21ης Οκτωβρίου 2013, ενώ εκκρεμούν 48 ακόμη υποθέσεις. Στη διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2013, Τ-226/13P, Marcuccio κατά Επιτροπής, το ΓεΔΕΕ εφάρμοσε το άρθρο 90 του Κανονισμού διαδικασίας του, που προβλέπει τα εξής: «Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρεί δωρεάν, υπό την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων: α)αν το Γενικό Δικαστήριο υποβλήθηκε σε έξοδα που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, μπορεί να καταδικάσει τον διάδικο που τα προκάλεσε στην πληρωμή τους· β)τα έξοδα για τις αντιγραφικές και μεταφραστικές εργασίες που έγιναν κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, αν θεωρηθούν από τον Γραμματέα ως υπερβολικά, καταβάλλονται από τον διάδικο αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό τελών που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 24». Από την πρόσφατη έρευνα της νομολογίας προκύπτει ότι το ΓεΔΕΕ εφαρμόζει για τρίτη φορά τη διάταξη αυτή (βλ. προηγουμένως ΓεΔΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Τ-197/11 P και T-198/11 P, Strack κατά Επιτροπής, σκέψεις 283 και 284, και ΓεΔΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Τ-199/11 P Strack κατά Επιτροπής, σκέψεις 230 και 231). Ενώ στις προηγούμενες αποφάσεις ο λόγος εφαρμογής της διάταξης ήταν η υπερβολικά μεγάλη έκταση των υπομνημάτων του διαδίκου (96 και 81 σελίδες, αντίστοιχα, ενώ κατά τις πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 15 σελίδες), στην υπόθεση Marcuccio, το ΓεΔΕΕ επισημαίνει ότι η ratio decidendi της εφαρμογής του άρθρου 90 του κανονισμού διαδικασίας εν προκειμένω ανάγεται στη «δικονομική μανία» του προσφεύγοντος/αναιρεσείοντος, στον απολύτως «ηχολαλικό» χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας του και στην προβολή λόγων προδήλως απαραδέκτων ή αβασίμων, ή επιχειρημάτων που το ΓεΔΕΕ έχει ήδη απορρίψει βάσει πάγιας νομολογίας. Κατά συνέπεια, το ένδικο βοήθημα χαρακτηρίζεται καταχρηστικό, ενώ η συμπεριφορά του διαδίκου επιβαρύνει αδικαιολόγητα το ΓεΔΕΕ, δυσχεραίνοντας την απονομή της δικαιοσύνης. Ο «εκνευρισμός» του ΓεΔΕΕ συνάγεται σαφώς από την αυστηρότητα των διατυπώσεών του και από την καταδίκη του αναιρεσείοντος στην καταβολή 2000 ευρώ για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το δικαστήριο και τα οποία θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν φαίνεται να έχει μέχρι τώρα εφαρμόσει το αντίστοιχο άρθρο 143 του δικού του κανονισμού διαδικασίας. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα καταχρηστικά ένδικα βοηθήματα είναι συνήθη στις υπαλληλικές διαφορές, χωρίς όμως να περιορίζονται αποκλειστικά σ’αυτές.
8. Ενδείκνυται, πάντως, για λόγους προβλεψιμότητας και ασφάλειας του δικαίου, η τροποποίηση των σχετικών διατάξεων των κανονισμών διαδικασίας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η άσκηση παντελώς αβάσιμων και καταχρηστικών ένδικων βοηθημάτων που έχουν την τάση να πολλαπλασιάζονται και να προκαλούν συμφόρηση των ήδη επιβαρυμένων από τις ποικίλες υποθέσεις που αυξάνουν κατά γεωμετρική πρόοδο δικαστηρίων της Ένωσης (βλ. συναφώς A, Rigaux, Tout ce que vous avez toujours voulu savoir sur la taxatation des dépens, sans oser le demander, Europe, décembre 2013, σ. 5, και της ίδιας, Requérant d’habitude, Europe, décembre 2013, σ. 21, 22). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αντί της επιβολής και της συνεχούς αναπροσαρμογής του ποσού των παραβόλων ως μέσου αποτροπής των διαδίκων από την άσκηση επιπόλαιων και αστήρικτων ένδικων βοηθημάτων που επέλεξε ο Έλληνας δικονομικός νομοθέτης [βλ. ενδεικτικά, Μ. Μουστάκας, Tο δικαίωμα πρόσβασης στη διοικητική δικαιοσύνη: οι αμφιταλαντεύσεις της πιο πρόσφατης νομολογίας του ΣτΕ, καθώς και η σοβαρή συρρίκνωση ενός θεμελιώδους δικαιώματος Υπό την οπτική των δαπανημάτων της διοικητικής δίκης, ΕφημΔΔ 1/2013, σ. 34 επ.˙ Θ. Δ. Ρίζου, Η απόρριψη ενδίκου βοηθήματος ή μέσου λόγω μη καταβολής παραβόλου. Δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας; σε: Το Δημόσιο Δίκαιο σε εξέλιξη, Σύμμεικτα προς τιμήν του Καθηγητού Πέτρου Ι. Παραρά, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2012, σ. 886˙ Ε. Πρεβεδούρου/Σ. Κυβέλος, Η μεταστροφή της νομολογίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το παράβολο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του Ν. 3886/2010([από την ΣτΕ ΕΑ Ολ 136/2013 στην ΣτΕ ΕΑ Ολ 475/2013), ΘΠΔΔ 10/2013, σ. 47], οι κανονισμοί διαδικασίας των δικαστηρίων της Ένωσης προβλέπουν την επιβολή από τον δικαστή χρηματικής ποινής για την άσκηση καταχρηστικού ένδικου βοηθήματος, κατά το πρότυπο του γαλλικού Code de justice administrative, που περιέχει, ωστόσο, ακριβέστερη ρύθμιση (άρθρο R 741-12 του CJA).