Η αρχή του δεδικασμένου των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων υπό το πρίσμα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης (ΔΕΕ της 11ης Νοεμβρίου 2015, C-505/14, Klausner Holz Niedersachsen GmbH)
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
1.Aν και το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, η απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, C-505/14, Klausner Holz Niedersachsen GmbH, παρουσιάζει ενδιαφέρον, διότι ερευνά εκ νέου το ζήτημα που ανακύπτει πολύ συχνά τελευταίως και αφορά τη σχέση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και του δεδικασμένου που απορρέει από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, C-213/13, Impresa Pizzarotti, www.prevedourou.gr, H αρχή του δεδικασμένου των αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων και η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου [ΔΕΕ της 11.07.2014, C-213/13, Impresa Pizzaroti & C.SpA]· απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, C-69/14, Dragoș Constantin Târșia, Europe 2015, comm. 476, obs. D. Simon). Oπως επισημαίνει ο D. Simon, Autorité de chose jugée, Εurope 2016, comm. 3, η απόφαση Klausner Holz Niedersachsen GmbH αποτελεί νέο επεισόδιο στις αποκαλούμενες «διαφορές τρίτης γενιάς» («contentieux de la troisième génération»): το Δικαστήριο θέτει όρια στην αρχή του δεδικασμένου που απορρέει από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων, υπό το πρίσμα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.
2.Ειδικότερα, με την απόφαση Impresa Pizzarotti, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης προδικαστικής απόφασης του Consiglio di Stato στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον οι εφαρμοστέοι κανόνες του εσωτερικού δικονομικού δικαίου το επιτρέπουν, εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει αποφανθεί επί υπόθεσης σε τελευταίο βαθμό χωρίς να υποβάλει προηγουμένως στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οφείλει είτε να συμπληρώσει το δεδικασμένο που απορρέει από απόφασή του η οποία δημιούργησε κατάσταση ασυμβίβαστη με την περί συμβάσεων δημοσίων έργων νομοθεσία της Ένωσης είτε να αναθεωρήσει την απόφαση αυτή, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η υιοθετηθείσα μεταγενεστέρως από το Δικαστήριο ερμηνεία της νομοθεσίας αυτής. Δηλαδή, ισχύει η αρχή δικονομικής αυτονομίας, εφόσον το εθνικό δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να καθορίσει τις προϋποθέσεις και την έκταση του δεδικασμένου και τις συνέπειες της δικαστικής απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Αν το εθνικό δικαστήριο διαθέτει, δυνάμει των εθνικών κανόνων, την εξουσία να συμπληρώσει, ή ακόμα και να αντικαταστήσει, τους όρους του δεδικασμένου, σε αυτό εναπόκειται να ασκήσει την εξουσία του αυτή προς τον σκοπό της πρόσφορης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Με άλλα λόγια, αν το εθνικό δίκαιο δεν παρέχει σχετική δικονομική δυνατότητα, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει την υποχώρηση της αρχής του δεδικασμένου υπέρ της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε ορισμένη απόφαση, έστω και αν η μη εφαρμογή αυτή θα επέτρεπε να αποφευχθεί κατάσταση εσωτερικού δικαίου μη συνάδουσα προς το δίκαιο της Ένωσης (υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψεις 46 και 47· Kapferer, EU:C:2006:178, σκέψεις 20 και 21· Fallimento Olimpiclub, EU:C:2009:506, σκέψεις 22 και 23· Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 35 έως 37, καθώς και Επιτροπή κατά Σλοβακίας, C‑507/08, EU:C:2010:802, σκέψεις 59 και 60). Περαιτέρω, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στην απόφαση Lucchini (C‑119/05, EU:C:2007:434), επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να ανατρέψει την ανάλυση αυτή, διότι αφορά μια όλως ιδιαίτερη κατάσταση, δηλαδή την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Για τον λόγο αυτό, στην απόφαση Lucchini, το Δικαστήριο έκρινε ότι αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης η εφαρμογή διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 2909 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, σκοπούσας στη θέσπιση της αρχής του δεδικασμένου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή της εμποδίζει την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και της οποίας το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά έχει διαπιστωθεί με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατέστη απρόσβλητη (βλ. και απόφαση Fallimento Olimpiclub, EU:C:2009:506, σκέψη 25). Η νομολογία αυτή δεν εφαρμόζεται όταν δεν ανακύπτουν τέτοια ζητήματα κατανομής αρμοδιοτήτων. Όπως επισήμανε ο D. Simon, η διατύπωση της απόφασης Impresa Pizzarotti δεν φαίνεται απολύτως σαφής ως προς το μήνυμα που απευθύνει στον εθνικό δικαστή (D. Simon, Autorité de chose jugée des decisions juridictionnelles nationales, Europe, octobre 2014, n° 371).
3. H απόφαση Dragoș Constantin Târșia εκδόθηκε επί αίτησης προδικαστικής απόφασης που υπέβαλε ρουμανικό δικαστήριο και αφορούσε ειδικό τέλος αυτοκινήτων οχημάτων αντίθετο προς το άρθρο 110 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα ζητήθηκε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν τα άρθρα 17, 20, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το άρθρο 6 ΣΕΕ, το άρθρο 110 ΣΛΕΕ και η αρχή της ασφάλειας δικαίου έχουν την έννοια ότι αποκλείουν νομοθετική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 21 παρ. 2 του ρουμανικού νόμου [περί διοικητικών διαφορών] που παρέχει τη δυνατότητα αναθεώρησης αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων μόνο στο πλαίσιο διοικητικών διαφορών, σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της υπεροχής του δικαίου [της Ένωσης] και δεν επιτρέπει την υποβολή αίτησης αναθεώρησης αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων που εκδίδονται σε πλαίσιο διαφορετικό από τη διοικητική προσφυγή (αστικό, ποινικό), σε περίπτωση παραβίασης της ιδίας αρχής της υπεροχής του δικαίου [της Ένωσης] με τις εν λόγω αποφάσεις. Το Δικαστήριο επανέλαβε τις βασικές σκέψεις της απόφασης Impresa Pizzarotti, δηλαδή ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες βάσει των οποίων δικαστική απόφαση περιβάλλεται με την ισχύ του δεδικασμένου, μολονότι η μη εφαρμογή αυτή θα καθιστούσε δυνατή την άρση εσωτερικής κατάστασης μη συμβατής με το δίκαιο της Ένωσης και ότι αν οι εφαρμοστέοι εσωτερικοί δικονομικοί κανόνες προβλέπουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να επανεξετάσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου προκειμένου να δημιουργήσει κατάσταση συμβατή με το εθνικό δίκαιο, η δυνατότητα αυτή πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να κατισχύσει, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, ώστε να αποκατασταθεί το συμβατό της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάστασης με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση Impresa Pizzarotti, C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψεις 59 και 62). Κατέληξε ότι το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, εθνικό δικαστήριο να αδυνατεί να αναθεωρήσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδοθείσα επί αστικής διαφοράς, σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή αποδεικνύεται μη συμβατή με ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που προέκρινε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη, μολονότι υφίσταται τέτοια δυνατότητα όσον αφορά τις μη συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί διοικητικών διαφορών. Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω αποφάσεις, το Δικαστήριο σέβεται την αρχή του δεδικασμένου που πηγάζει από τις αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Μόνο στην περίπτωση των κρατικών ενισχύσεων, γίνεται δεκτό ότι το δεδικασμένο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να καταλήγει στην αποδυνάμωση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής να αποφαίνεται επί του ασυμβίβαστου κρατικής ενίσχυσης προς την εσωτερική αγορά και να επιβάλλει την ανάκτησή της.
Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης
4. Με την απόφαση Klausner Holz Niedersachsen GmbH, το Δικαστήριο επανέλαβε την προσήλωσή του στην αρχή της δικονομικής αυτονομίας και τόνισε τη σημασία του δεδικασμένου, ταυτόχρονα δε διευκρίνισε τις προϋποθέσεις και τα όρια εφαρμογής της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να προβαίνουν σε σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης.
5. Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν αίτησης προδικαστικής απόφασης σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ καθώς και την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Klausner Holz και του Land Nordrhein-Westfalen (ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, στο εξής: Land), με αντικείμενο τη μη εκτέλεση από το Land των συμβάσεων προμήθειας ξυλείας που είχε συνάψει με την Klausner Holz, το 2007. Δυνάμει των συμβάσεων αυτών, το Land ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύει την Klausner Holz με συγκεκριμένες ποσότητες ξύλου, στο διάστημα από το 2007 έως το 2014, έναντι προκαθορισμένου τιμήματος αναλόγως της ποσότητας και της ποιότητας του ξύλου. Επιπλέον, το Land ανέλαβε τη δέσμευση να μην προβεί σε άλλες πωλήσεις έναντι τιμήματος χαμηλότερου σε σχέση με αυτό που είχε ορισθεί στη σύμβαση. Στις 17 Απριλίου 2007 η Klausner Holz και το Land συνήψαν συμπληρωματική «σύμβαση-πλαίσιο πώλησης» (στο εξής, από κοινού: επίμαχες συμβάσεις). Το 2007 και το 2008 το Land προμήθευσε με ξυλεία την Klausner Holz, χωρίς όμως να καλύψει τις συμφωνημένες ποσότητες αγοράς ξύλου από ξεριζωμένα δέντρα. Το 2008 η Klausner Holz αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες εξαιτίας των οποίων καθυστέρησε ορισμένες πληρωμές. Τον Αύγουστο του 2009 το Land κατήγγειλε τη «σύμβαση-πλαίσιο πωλήσεως» και από το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους έπαυσε να προμηθεύει με ξυλεία την Klausner Holz υπό τους προβλεπόμενους στις επίμαχες συμβάσεις όρους. Με την από 17 Φεβρουαρίου 2012 αναγνωριστική απόφαση το Landgericht Münster (περιφερειακό δικαστήριο του Münster) διαπίστωσε ότι οι επίμαχες συμβάσεις διατηρούνταν σε ισχύ. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Oberlandesgericht Hamm (ανώτατο περιφερειακό δικαστήριο του Hamm), με την από 3 Δεκεμβρίου 2012 απόφαση, η οποία έχει αποκτήσει πλέον ισχύ δεδικασμένου. Το άρθρο 322, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Zivilprozessordnung, στο εξής: ZPO), με τίτλο «Ουσιαστικό δεδικασμένο», έχει ως εξής:«Οι αποφάσεις αποκτούν ισχύ δεδικασμένου μόνο εφόσον έχουν αποφανθεί επί αιτήματος που έχει προβληθεί με αγωγή ή ανταγωγή.»
6. Η Klausner Holz άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht Münster κατά του Land, με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της παράλειψης προμήθειας ξυλείας και το Land υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η εκτέλεση των επίμαχων συμβάσεων είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον οι συμβάσεις αυτές συνιστούν «κρατικές ενισχύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και εκτελέσθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ισχυρισμό τον οποίο το Land δεν είχε προβάλει ενώπιον του Oberlandesgericht Hamm. Τον Ιούλιο του 2013 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως, ήτοι τις επίμαχες συμβάσεις, η οποία, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, ήταν ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά, ενώ, τον Οκτώβριο του 2013, περιήλθε στην Επιτροπή σειρά καταγγελιών από διάφορους ανταγωνιστές της Klausner Holz, στις οποίες γινόταν επίσης λόγος για ασυμβατότητα των επίμαχων συμβάσεων. Μετά την εξέταση των διαφόρων ρητρών των επίμαχων συμβάσεων, το αιτούν δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές συνιστούν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, λόγω, μεταξύ άλλων, του πλεονεκτήματος που παρέχουν στην Klausner Holz με κρατικούς πόρους και της μη εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πωλητή. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ενίσχυση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιου κανονισμού απαλλαγής ανά κατηγορία και ότι δεν συνιστά ενίσχυση ήσσονος σημασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού (EΚ) 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων [107 ΣΛΕΕ] και [108 ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379, σ. 5). Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ. Κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof, σύμβαση αστικού δικαίου που χορηγεί κρατική ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρείται ως άκυρη. Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι αδυνατεί να συναγάγει τις συνέπειες της παράβασης του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ λόγω της από 3 Δεκεμβρίου 2012 απόφασης του Oberlandesgericht Hamm, με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις διατηρούνται σε ισχύ και η οποία έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Münster αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα με το οποίο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής διάταξης που κατοχυρώνει την αρχή του δεδικασμένου, δυνάμει της οποίας το εθνικό δικαστήριο που διαπίστωσε ότι οι συμβάσεις που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας επελήφθη συνιστούν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, χορηγηθείσα κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να συναγάγει το σύνολο των συνεπειών της παράβασης αυτής, λόγω του ότι υπάρχει απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου και η οποία διαπιστώνει ότι οι συμβάσεις αυτές διατηρούνται σε ισχύ, χωρίς να εξετάσει κατά πόσον συνιστούν κρατική ενίσχυση.
Νομικό καθεστώς προληπτικού ελέγχου κρατικών ενισχύσεων: αρμοδιότητες Επιτροπής και εθνικών δικαστηρίων
7. Το Δικαστήριο προβαίνει, προκαταρκτικώς, σε διεξοδική υπόμνηση του καθεστώτος προληπτικού ελέγχου των σχεδίων νέων ενισχύσεων κατά το άρθρο 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ (απόφαση Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψεις 25 επ.), τονίζοντας ιδίως τις αρμοδιότητες της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων που επιτελούν συμπληρωματικούς αλλά διακριτούς ρόλους στο σχετικό πεδίο. Ειδικότερα, η εκτίμηση της συμβατότητας μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ενεργεί υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ενώ τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση, μέχρι την τελική απόφαση της Επιτροπής, των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου έναντι τυχόν παράβασης, από τις κρατικές αρχές, της απαγόρευσης του άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ, δηλαδή της υποχρέωσης κοινοποίησης του μέτρου στην Επιτροπή (απόφαση Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ακριβέστερα, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών οι οποίες τα υποχρεώνουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την έννοια της ενίσχυσης του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, προκειμένου ιδίως να κρίνουν αν ένα κρατικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ έπρεπε να είχε υποβληθεί στη διαδικασία αυτή (απόφαση Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, C‑354/90, EU:C:1991:440, σκέψεις 9 και 10). Η σχετική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων απορρέει από το άμεσο αποτέλεσμα που αναγνωρίζεται στην απαγόρευση εκτέλεσης των σχεδίων ενίσχυσης, την οποία επιβάλλει το άρθρο 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ (απόφαση Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 29).
8. Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εγγυώνται στα υποκείμενα δικαίου ότι θα συναχθούν, κατά το εθνικό τους δίκαιο, όλες οι συνέπειες παράβασης του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εκτέλεσης όσο και την ανάκτηση της χρηματικής στήριξης που χορηγήθηκε κατά παράβαση της διάταξης αυτής ή τυχόν προσωρινών μέτρων. Επομένως, η αποστολή των εθνικών δικαστηρίων συνίσταται στο να διατάσσουν τα κατάλληλα μέτρα για τη θεραπεία της έλλειψης νομιμότητας της εκτέλεσης των μέτρων ενίσχυσης, προκειμένου κατά το χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι την απόφαση της Επιτροπής ο αποδέκτης της ενίσχυσης να μην εξακολουθήσει να έχει τη δυνατότητα διάθεσης της ενισχύσεως αυτής (απόφαση Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψεις 30 επ.). Προς τούτο, όταν τα εθνικά δικαστήρια διαπιστώνουν ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, η οποία χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, μπορούν να αποφασίσουν να ανασταλεί η εκτέλεση του επίμαχου μέτρου και να διατάξουν την ανάκτηση των ήδη καταβληθέντων ποσών είτε να διατάξουν προσωρινά μέτρα για τη διασφάλιση, αφενός, των συμφερόντων των ενδιαφερόμενων μερών και, αφετέρου, της αποτελεσματικότητας της απόφασης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (απόφαση Deutsche Lufthansa, C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 43, και διάταξη Flughafen Lübeck, C‑27/13, EU:C:2014:240, σκέψη 26).
Η αρχή της σύμφωνης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου
9. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίμαχες συμβάσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, πλην όμως έκρινε ότι αδυνατεί να συναγάγει το σύνολο των συνεπειών της παράβασης αυτής λόγω του δεδικασμένου που δημιουργεί η αναγνωριστική απόφαση του Oberlandesgericht Hamm με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις διατηρούνται σε ισχύ. Εστω και αν, εν προκειμένω, αντικείμενο της διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Oberlandesgericht Hamm ήταν αποκλειστικώς και μόνον η αναγνώριση της ισχύος των επίμαχων συμβάσεων, παρά το γεγονός ότι το Land τις κατήγγειλε, και όχι ο χαρακτηρισμός τους ως κρατικών ενισχύσεων, ενω το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας επελήφθη το αιτούν δικαστήριο συνίσταται στην επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της μερικής μη εκπλήρωσης των εν λόγω συμβάσεων και στην εκπλήρωση μέρους αυτών, πάντως το εθνικό δίκαιο απαγορεύει όχι μόνο την επανεξέταση, στο πλαίσιο νέας διαφοράς, ισχυρισμών που ρητώς κρίθηκαν οριστικά, αλλά και την εξέταση ζητημάτων που μπορούσαν να προβληθούν στο πλαίσιο προγενέστερης ένδικης διαφοράς, αλλά δεν προβλήθηκαν. Έτσι, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεσμεύεται από τον περιορισμό αυτό, υπογραμμίζοντας ότι το εθνικό δίκαιο δεν του επιτρέπει «σε καμία περίπτωση να αντιταχθεί στην εκτέλεση [των επίμαχων συμβάσεων]».
10. Το Δικαστήριο επιχειρεί να άρει το ως άνω αδιέξοδο του Landgericht Münster βάσει της υποχρέωσης σύμφωνης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Επισημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου τοιουτοτρόπως ώστε να εφαρμόζονται κατά τρόπο που συμβάλλει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση Lucchini, C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 60), αλλά υπενθυμίζει σχολαστικά τους περιορισμούς της εν λόγω υποχρέωσης της σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, η οποία οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία του εθνικού δικαίου contra legem (αποφάσεις Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 100, και Association de médiation sociale, C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 39). Το Δικαστήριο τονίζει (σκέψη 34 της απόφασης Klausner Holz Niedersachsen) ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω δίκαιο (απόφαση Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 27). Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο διευκρινίζει στο Landgericht Münster ότι στο ίδιο απόκειται να εξακριβώσει, αφενός, αν είναι δυνατή τέτοιου είδους ερμηνεία, και, αφετέρου, αν μπορεί να διατάξει προσωρινά μέτρα, όπως η προσωρινή αναστολή εκτέλεσης των επίμαχων συμβάσεων έως ότου εκδοθεί η τελική απόφαση της Επιτροπής με την οποία θα περατωθεί η διαδικασία, πράγμα που θα επέτρεπε στο εν λόγω δικαστήριο να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, χωρίς, όμως, να αποφανθεί επί της ισχύος των επίμαχων συμβάσεων. Το Δικαστήριο, μάλιστα, δεν διστάζει να υπενθυμίσει ότι το δεδικασμένο εκτείνεται μόνο στις αξιώσεις τις οποίες έχει κρίνει η απόφαση και, επομένως, δεν αποκλείει τη δυνατότητα δικαστή να αποφανθεί, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαφοράς, επί νομικών ζητημάτων που δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της πρώτης απόφασης, παρακινώντας εμμέσως το Landgericht Münster να ερμηνεύσει μάλλον στενά τη διάταξη του άρθρου 322 παρ. 1 του ZPO και ευρέως τις εξαιρέσεις από την αρχή του δεδικασμένου, τουλάχιστον όταν προβάλλεται παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ (σκέψη 36 της απόφασης).
11. Υπό την επιφύλαξη, πάντως, της ανωτέρω διακριτικής υπόδειξης, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει την προσήλωσή του στη σημασία της αρχής του δεδικασμένου για τη διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης (αποφάσεις Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 22, και Târșia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 28), από την οποία συνάγεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει σε κάθε περίπτωση στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να μην εφαρμόζουν εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε συγκεκριμένη απόφαση, έστω και αν η μη εφαρμογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από την εν λόγω απόφαση (σκέψη 39 της απόφασης, με παραπομπή στις αποφάσεις Kapferer, C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψη 22, Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 23, Επιτροπή κατά Σλοβακικής Δημοκρατίας, C‑507/08, EU:C:2010:802, σκέψη 60, Impresa Pizzarotti, C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 59, και Târșia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 29). Επομένως, ελλείψει ρύθμισης του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται η κλασική συλλογιστική, δηλαδή η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, με τα όρια που θέτουν η αρχή της ισοδυναμίας και η αρχή της αποτελεσματικότητας (αποφάσεις Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 24, και Impresa Pizzarotti, C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 54). Εν προκειμένω, η αρχή της ισοδυναμίας δεν δημιουργεί πρόβλημα, ενώ υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι εν προκειμένω το εθνικό δίκαιο εισάγει τόσο σημαντική παρεμπόδιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, των κανόνων στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων ώστε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την αρχή του δεδικασμένου ούτε από την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την εύρυθμη διεξαγωγή της δίκης (αποφάσεις Fallimento Olimpiclub, C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 31, και Ferreira da Silva e Britto, C‑160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 59). Πράγματι, η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου υπό την έννοια ότι απαγορεύει όχι μόνο την επανεξέταση, στο πλαίσιο νέας διαφοράς, ισχυρισμών που ρητώς κρίθηκαν οριστικά, αλλά και την εξέταση ζητημάτων που μπορούσαν να προβληθούν στο πλαίσιο προγενέστερης ένδικης διαφοράς, αλλά δεν προβλήθηκαν (σκέψη 30 της απόφασης Klausner Holz Niedersachsen), ενδέχεται να έχει ως συνέπεια την πρόσδοση σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου, εν προκειμένω του Oberlandesgericht Hamm, συνεπειών οι οποίες ματαιώνουν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, καθόσον καθιστούν αδύνατη τη διασφάλιση από τα εθνικά δικαστήρια της τήρησης του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕE. Θα μπορούσε, δηλαδή, να παρακινήσει τις εθνικές αρχές και τους δικαιούχους κρατικής ενίσχυσης να παρακάμπτουν την απαγόρευση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, επιτυγχάνοντας την έκδοση αναγνωριστικής δικαστικής απόφασης, χωρίς να προβάλουν ισχυρισμούς σχετικούς με το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, χάρη στην οποία θα μπορούσαν, σε τελική ανάλυση, να διατηρήσουν σε ισχύ παράνομη κρατική ενίσχυση επί σειρά ετών (σκέψη 43 της απόφασης Klausner Holz Niedersachsen). Επιπλέον, τέτοιου είδους ερμηνεία του εθνικού δικαίου θα στερούσε πρακτικής αποτελεσματικότητας την αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκτιμά, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, τη συμβατότητα των μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, αφού μέχρι να καταλήξει η Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι ένα μέτρο που της κοινοποίησαν εθνικές αρχές είναι ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά και να διατάξει την ανάκτησή του, η εκτέλεση της απόφασής της θα είναι καταδικασμένη να αποτύχει αν ήταν δυνατό να της αντιταχθεί απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε η «ισχύς» του εν λόγω μέτρου που συνιστά την παράνομη ενίσχυση (σκέψη 44 της απόφασης Klausner Holz Niedersachsen). Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια εθνική διάταξη που δεν επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να συναγάγει το σύνολο των συνεπειών από την παράβαση του άρθρου 108 παρ. 3 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ λόγω της ύπαρξης απόφασης εθνικού δικαστηρίου η οποία έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου και εκδόθηκε στο πλαίσιο διαφοράς που δεν είχε το ίδιο αντικείμενο και δεν αφορούσε τη συμβατότητα των επίμαχων κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, πρέπει να θεωρηθεί ότι απάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας και, συνακολούθως, προς το δίκαιο της Ένωσης.
12. Όπως επισήμανε ο D. Simon στην ανάλυση της απόφασης Klausner Holz Niedersachsen, αυτή εντάσσεται στις διαφορές τις οποίες αποκαλεί διαφορές τρίτης γενιάς (“contentieux de la troisième génération”), στο σχόλιό του στην για την απόφαση C-2/06, Kempter (D. Simon, Obligation de réexamen d’une décision administrative, Europe 2008 Avril Comm. nº 107, σ. 13-14). Στις διαφορές πρώτης γενιάς ανήκουν οι μετωπικές συγκρούσεις κανόνων του κοινοτικού δικαίου και αντίθετων κανόνων του εθνικού δικαίου που κατέληξαν στις εμβληματικές αποφάσεις με τις οποίες διατυπώθηκαν οι αρχές της υπεροχής και του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίο (Van Gend en Loos, Costa/Enel). Στη συνέχεια, όμως, το πρόβλημα των συνεπειών της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου μετατοπίσθηκε σε πεδία πιο περίπλοκων καταστάσεων, στις οποίες η αντιπαράθεση των απαιτήσεων της κατίσχυσης του κοινοτικού δικαίου και του σεβασμού της αυτονομίας του εθνικού δικαίου επιλύεται δυσχερέστερα. Πρόκειται για τις διαφορές της δεύτερης γενιάς, που καλύπτουν τη δικαστική προστασία (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, προσωρινή προστασία, αυτεπάγγελτη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου) και την αποκατάσταση (επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων, ευθύνη των κρατών μελών). Από τις επιμέρους λύσεις σε διάφορους τομείς, αναδύθηκαν οι διαφορές της τρίτης γενιάς, που αφορούν τις συνέπειες της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση εμποδίων που απορρέουν από το δεδικασμένο και τα κεκτημένα δικαιώματα, δηλαδή τις συνέπειες της υπεροχής σε νομικές καταστάσεις που έχουν καταστεί οριστικές στο πλαίσιο των εθνικών εννόμων τάξεων. Οι περιπτώσεις αυτές, όπου ο παράγων χρόνος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, στηρίζονται σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, όπως η αρχή του δεδικασμένου, της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υποκειμένων δικαίου που είναι φορείς δικαιωμάτων τα οποία δυσχερώς θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Εν προκειμένω, δηλαδή, ο κοινοτικός δικαστής, αδυνατώντας να υποχρεώσει ευθέως τους εθνικούς δικαστές στην τήρηση του κοινοτικού δικαίου, εφόσον το κοινοτικό δικαστικό σύστημα στηρίζεται στη συνεργασία, επιβάλλει κυρώσεις στα αντίστοιχα κράτη μέλη για την πλημμελή εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης. Η μη συμμόρφωση στην υποχρέωση αναζήτησης της ορθής ερμηνείας μέσω προδικαστικής παραπομπής μπορεί να καταλήξει, κατά τη νεώτερη νομολογία του Δικαστηρίου, στην υποχρεωτική ανάκληση αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο διοικητικών πράξεων που κατέστησαν απρόσβλητες [απόφαση της 13.1.2004, C-453/00, Kühne & Heitz, της 19.09.2006, C-392/04 και C-422/04, i-21 Germany GmbH, της 12.02.2008, C-2/06, Willy Kempter) ή ακόμη και στην αναθεώρηση αποφάσεων που εξοπλίσθηκαν με δεδικασμένο, εφόσον όμως το εθνικό δίκαιο προβλέπει σχετική δικονομική δυνατότητα. Κατά τον E. Dubout, Le “contentieux de la troisième génération” ou l’incomplétude du système juridictionnel communautaire, RTDE 2007, n°3, juillet-septembre, σ. 427-443, η αδυναμία του Δικαστηρίου της Ένωσης να υποχρεώσει άμεσα τα εθνικά δικαστήρια να τηρήσουν τα ίδια και να επιβάλουν την τήρηση του δικαίου της ΄Ενωσης οφείλεται ακριβώς στις ελλείψεις του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, το οποίο στηρίζεται στη συνεργασία. Η ανεπάρκεια του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος οφείλεται ακριβώς στη διάσταση μεταξύ της (υποτιθέμενης) ιεραρχίας των κανόνων και της αποδοχής της έλλειψης δικαστικής ιεραρχίας στην έννομη τάξη της Ένωσης.
Βιβλιογραφία: D. Simon, Autorité de chose jugée, Εurope 2016, janvier, comm. 3· D. Simon, Autorité de chose jugée des decisions juridictionnelles nationales, Europe 2014, octobre, comm. 371· D. Simon, Obligation de réexamen d’une décision administrative, Europe 2008, avril comm. 107, σ. 13· E. Dubout, Le “contentieux de la troisième génération” ou l’incomplétude du système juridictionnel communautaire, RTDE 2007, n°3, juillet-septembre, σ. 427· www.prevedourou.gr, H αρχή του δεδικασμένου των αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων και η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου [ΔΕΕ της 11.07.2014, C-213/13, Impresa Pizzaroti & C.SpA].