Η ανθεκτικότητα των κλασικών διαδικαστικών εγγυήσεων: αναβάθμιση του άρθρου 17 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΣτΕ 1206/2024)

Η ανθεκτικότητα των κλασικών διαδικαστικών εγγυήσεων: αναβάθμιση του άρθρου 17 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΣτΕ 1206/2024, ΣτΕ 1206)

1. Η απόφαση ΣτΕ 1206/2024 απαντά με τον πληρέστερο και συνεκτικότερο τρόπο στις ανησυχίες και τα ερωτήματα που διατυπώθηκαν με οξυδέρκεια σε ένα ενδιαφέρον άρθρο για τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο δικαστής κατά τον έλεγχο της Διοίκησης στην εποχή του Ψηφιακού Κράτους [1]. Αξίζει τον επίζηλο αλλά και άκρως ελεγχόμενο χαρακτηρισμό της «μεγάλης απόφασης» («grand arrêt»), διότι ενδυναμώνει τη θεμελιώδη για το κράτος δικαίου υποχρέωση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων που υπέχει η Διοίκηση, προσαρμόζοντάς την, με τη διατύπωση συγκεκριμένων προδιαγραφών, στις νέες μεθόδους που αξιοποιούνται στο πεδίο της διοικητικής δράσης. Παρατηρείται, μάλιστα, το παράδοξο ότι, εκ πρώτης όψεως, η απόφαση θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις, διότι αποτυπώνει υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Πράγματι, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε το 2010 (υπ’ αριθμ. 1781/26.10.2010 απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, απορριπτική της από 8.7.2010 ένστασης της αιτούσας κατά της υπ’ αριθμ. 16344/ΕΥΣ869/16.4.2010 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Επενδύσεων και Ανάπτυξης του ίδιου Υπουργείου) και η αιτούσα δικαιώθηκε στις 27 Αυγούστου 2024, δηλαδή 14 περίπου έτη μετά την άσκηση του ένδικου βοηθήματος. Η αλήθεια είναι ότι η ίδια η αιτούσα συνέβαλε, σε κάποιο βαθμό, στην καθυστέρηση, αφού άσκησε ένδικο βοήθημα ουσίας (προσφυγή) ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, ενώ η συγκεκριμένη διαφορά υπάγεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας [Σ.τ.Ε. 1098/2023, 1960, 2747/2019,1374/2016, 3458/2015, 3084/2014]. Ωστόσο, η περιπλοκότητα της δικονομικής νομοθεσίας, αλλά και οι νομολογιακές παλινδρομήσεις ως προς το αρμόδιο δικαστήριο, προκαλούν σύγχυση στους ιδιώτες διαδίκους. Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση δικαστικής απόφασης μετά από 14 χρόνια δυσχερώς μπορεί να δικαιολογηθεί.
2. H απόφαση αντιμετωπίζει με δογματική συνέπεια και πληρότητα τις δύο σημαντικότερες σύγχρονες προκλήσεις για το δίκαιο της διοικητικής διαδικασίας: την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, δηλαδή την εκτεταμένη χρήση των αλγορίθμων κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων, και τα όρια και την πυκνότητα του δικαστικού ελέγχου της νέας διαδικασίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την ενσωμάτωση αυτή. Όπως επισήμανε ο Προκόπης Παυλόπουλος, στη διεξοδική μελέτη του «Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας ατομικών διοικητικών πράξεων εκδιδόμενων μέσω ηλεκτρονικώς αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων. Σχόλια στην απόφαση ΣτΕ 1206/2024»,  www.constitutionalism.gr, η απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο μιας καθημερινής διοικητικής υπόθεσης, όπως, ακριβώς, και σημαντικές αποφάσεις-σταθμοί της γαλλικής νομολογίας (χαρακτηριστική συναφώς η απόφαση Blanco του Tribunal des conflits, σημαντική για την αναγνώριση ιδιαίτερου καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης του Δημοσίου [2] και γενικότερα της ιδιομορφίας του ίδιου του διοικητικού δικαίου), αλλά και οι δύο εμβληματικές αποφάσεις του (τότε) Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίες διαμόρφωσαν το κοινοτικό δίκαιο, δηλαδή οι αποφάσεις Van Gend en Loos  [3] και Costa
ENEL  [4], προήλθαν δε από προδικαστικές παραπομπές ειδικών ή πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Άλλωστε και σημαντικές ελληνικές νομολογιακές κατασκευές, όπως η ανάκληση πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα, διαμορφώθηκαν ή συμπληρώθηκαν στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούσαν τον καθημερινό διοικητικό βίο και δεν παρουσίαζαν πολιτικό ενδιαφέρον ούτε συνδέονταν με φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας [ΣτΕ Ολ 2176, 2177/2004].
3. Η ένταξη της τεχνολογίας στη διοικητική διαδικασία, η οποία εγείρει κρίσιμα νομικά ερωτήματα, δεν αφορά, βεβαίως, την ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεων και την αντίστοιχη χορήγηση πιστοποιητικών, όπως διασφαλίζονται με την Eνιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr), αλλά την ενσωμάτωση των τεχνολογικών μέσων στη διαδικασία έκδοσης διοικητικών αποφάσεων, δηλαδή δεσμευτικών ρυθμίσεων που περιέχουν άδεια, επιταγή, απαγόρευση ή ακόμη και κύρωση. Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η έκδοση αυτοματοποιημένων πράξεων είναι γνωστή από παλιά [5]και αποτελεί σχετικά απλή διαδικασία όταν πρόκειται για πράξεις δέσμιας αρμοδιότητας, που το περιεχόμενό τους υπαγορεύεται ουσιαστικά από τον ίδιο τον νόμο. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν πράξεις που εκδίδονται μαζικά, όπως οι βεβαιώσεις φόρων ή οι πράξεις οργανισμών κοινωνικής ασφάλειας, εφόσον το περιεχόμενο της ατομικής πράξης υπαγορεύεται ουσιαστικά από τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου [6]. Χαρακτηριστική περίπτωση ρύθμισης των πράξεων αυτών αποτελεί το άρθρο 35α  του γερμανικού Verwaltungsverfahrensgesetz (VwVfG): διοικητική πράξη μπορεί να εκδοθεί εξ ολοκλήρου μέσω αυτόματων μέσων, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από κανόνα δικαίου και δεν υφίσταται ούτε διακριτική ευχέρεια ούτε περιθώριο εκτίμησης [7].
4.Το ζήτημα, όμως, τίθεται σε διαφορετική βάση στην περίπτωση ενσωμάτωσης στη διοικητική διαδικασία σύγχρονων συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης που δεν θα βασίζονται απλώς στη μηχανική μάθηση και στην ανάλυση δεδομένων, αλλά στις πλέον σύνθετες μορφές του αφαιρετικού και αυτοματοποιημένου συλλογισμού [8]. Εκτιμάται ότι τα εργαλεία αυτά θα είναι σε θέση να εκδίδουν αυτόματα και τις πλέον περίπλοκες αποφάσεις ευρείας διακριτικής ευχέρειας [9], όπως η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ), η απονομή συνταξιοδοτικών παροχών, η επιλογή προϊσταμένων στη δημόσια διοίκηση, η απονομή ασύλου ή η αναγνώριση καθεστώτος επικουρικής προστασίας, ακόμη και η επιλογή των βέλτιστων όρων και περιορισμών δόμησης κατά τη διαμόρφωση των πολεοδομικών σχεδίων. Έχει υποστηριχθεί ότι η απουσία του υποκειμενικού στοιχείου, του συναισθήματος, του φορέα ενός οργάνου διασφαλίζει, ενδεχομένως, αντικειμενικότητα και αμεροληψία στη λήψη των αποφάσεων. Ωστόσο η σκέψη αυτή φαίνεται απλοϊκή, διότι τα ζητήματα που ανακύπτουν υπό το πρίσμα της αρχής του κράτους δικαίου είναι πολλά [10]. Με άλλα λόγια, ενώ είναι βέβαιο ότι οι νέες τεχνολογίες εξασφαλίζουν τα πλεονεκτήματα της ταχύτητας και της συνακόλουθης αποτελεσματικότητας στη διοικητική δράση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συνάδουν με τις επιταγές του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης
[11]. Χαρακτηριστικό του διοικητικού δικαίου είναι η αξιολόγηση των ιδιαιτεροτήτων κάθε περίπτωσης και η προσαρμογή του κανόνα δικαίου σε αυτές για την ατομική ρύθμιση. Συνάδει, λοιπόν, με τις επιταγές του κράτους δικαίου η χρήση αλγορίθμου, ο οποίος εξάγει συμπεράσματα κατόπιν ανάλυσης τυποποιημένων δεδομένων; Ποιος επιλέγει τα δεδομένα αυτά; Πώς θα εντοπιστεί ο εκδότης της πράξης, λαμβανομένου υπόψη ότι η χρησιμοποίηση των λογισμικών συνεπάγεται τη συμμετοχή των ιδιωτών που τα σχεδίασαν και τα προγραμματίζουν στην εκτέλεση του διοικητικού έργου; Πώς θα ασκηθεί το θεμελιώδες δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης και πώς θα εκπληρωθεί η υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης; Είναι, άραγε, η μέθοδος λειτουργίας του αλγορίθμου και τα στάδια διαμόρφωσης της κρίσης του κατανοητά και επεξηγήσιμα, ώστε να μπορεί να αιτιολογηθεί η απόφασή του κατά τρόπο που επιτρέπει, αφενός, την κατανόησή της από τον αποδέκτη της απόφασης και, αφετέρου, τον έλεγχο από τον δικαστή; Είναι, προφανώς, αναγκαία η θέσπιση ειδικού κανονιστικού πλαισίου που διέπει τον σχεδιασμό και τη λειτουργία τους. Επίσης ο ιδιώτης θα πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικά μέσα άμυνας, ιδίως διοικητικές προσφυγές, προκειμένου να μπορεί να ανατρέψει το πόρισμα που απορρέει από την εφαρμογή του αλγορίθμου [12]. Εκτός από τα παραπάνω πρακτικά, κυρίως, ζητήματα εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, ο Προκόπης Παυλόπουλος αναλύει και τεκμηριώνει, με βάση την
«κανονιστική ιδιοσυστασία του νομικού συλλογισμού και ιδίως του δικανικού», πόσο «οριακή» είναι η προοπτική της δυνατότητας ουσιαστικής παρέμβασης των σύγχρονων μέσων ηλεκτρονικής τεχνολογίας στο πεδίο της δράσης των οργάνων, αφενός, της Εκτελεστικής Εξουσίας και, αφετέρου, της απονομής της Δικαιοσύνης [13].
5.Υποδειγματική, από τη σκοπιά της πληρότητας και της ευστοχίας, είναι η ρύθμιση του νέου γαλλικού κώδικα των σχέσεων της Διοίκησης και του κοινού (Code des relations entre le public et ladministration, CRPA) που απαιτεί ενημέρωση του προσώπου το οποίο αποτελεί το αντικείμενο ατομικής απόφασης που λαμβάνεται βάσει αλγοριθμικής επεξεργασίας [14]. Η ενημέρωση περιλαμβάνει : α) τον βαθμό και τον τρόπο συμμετοχής της αλγοριθμικής επεξεργασίας στη λήψη της απόφασης· β) τα δεδομένα που υπόκεινται σε επεξεργασία και την προέλευση τους· γ) τις παραμέτρους επεξεργασίας και, ενδεχομένως, τη σημασία τους για την υπόθεση του ενδιαφερομένου και δ) τις ενέργειες που περιλαμβάνει η επεξεργασία. Το γαλλικό Conseil constitutionnel συνήρτησε τη νομιμότητα της αλγοριθμικής επεξεργασίας διοικητικών πράξεων με τη δυνατότητα της Διοίκησης να εξηγεί με τρόπο λεπτομερή και εύληπτο στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο-αποδέκτη της διοικητικής απόφασης πώς εφαρμόστηκε η διαδικασία στην ατομική περίπτωσή του. Μόνο με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτών της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης. Κατά το Δικαστήριο, «εάν οι αρχές της λειτουργίας ενός αλγορίθμου δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν χωρίς να θιγεί απόρρητο ή συμφέρον από τα προστατευόμενα στο άρθροL. 311-5 παρ. 2 τουCRPA  [15], καμία διοικητική απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί με αποκλειστική βάση τον εν λόγω αλγόριθμο» [16]. Η γερμανική νομοθεσία φαίνεται ότι αφήνει στη Διοίκηση την αξιολόγηση για την ανάγκη αιτιολογίας: σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 2 περ. 3 του VwVfG, δεν απαιτείται αιτιολογία στην περίπτωση που η διοικητική αρχή εκδίδει διοικητικές πράξεις με τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μέσων και η αιτιολογία δεν επιβάλλεται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης [17]. To Δικαστήριο παραπέμπει, επίσης, στις διατάξεις του άρθρου 22 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός 2016/679 – ΕΕ L 119), όπου ορίζεται για την, μείζονα μάλιστα, περίπτωση της έκδοσης ατομικών πράξεων που λαμβάνονται «αποκλειστικά» βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και, μεταξύ άλλων, κατόπιν ρητής συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων, ότι πρέπει να διασφαλίζεται εκ μέρους των υπευθύνων της επεξεργασίας, στους οποίους προφανώς συγκαταλέγεται και η Διοίκηση, με εφαρμογή κατάλληλων μέτρων, «τουλάχιστον τ[ο] δικαίωμ[α] εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης από την πλευρά του υπευθύνου επεξεργασίας, έκφρασης άποψης και αμφισβήτησης της απόφασης» υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. άρθρο 22 παρ. 1, 2 και 3 του ΓΚΠΔ)].
6. Προσφεύγοντας λελογισμένα στη νομική συγκριτική, το Συμβούλιο της Επικρατείας αξιοποιεί, στην απόφαση ΣτΕ 1206/2024, την παραπάνω γαλλική νομοθεσία και νομολογία, όπως και τον κανονισμό 2016/679/ΕΕ. Η υπόθεση αφορούσε «Προκήρυξη για την ενίσχυση ελευθέρων επαγγελματιών στο πλαίσιο των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων ΕΣΠΑ 2007-2013» που εξέδωσε το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 3614/2007, με την οποία αποφασίσθηκε, στο πλαίσιο του κανονισμού 1998/2006 της Επιτροπής (L 379) για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (“de minimis“), η ενίσχυση επιστημόνων ελευθέρων επαγγελματιών [«δυνητικών δικαιούχων»] για την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους με την προμήθεια σύγχρονου και εξειδικευμένου τεχνολογικού εξοπλισμού. Στο άρθρο 7, σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προτάσεων, προβλέφθηκε η ηλεκτρονική υποβολή της σχετικής αίτησης ένταξης της πρότασης, ενώ στο άρθρο 8, σχετικά με τη διαδικασία αξιολόγησης των προτάσεων, προβλέφθηκαν τα εξής τρία στάδια: 1. Πρώτο στάδιο: Ταυτοποίηση των στοιχείων μητρώου των δυνητικών δικαιούχων. […] 2. Δεύτερο στάδιο: Εξέταση της παραδεκτότητας [ήτοι του παραδεκτού] της πρότασης. […]3. Τρίτο στάδιο: Βαθμολόγηση της πρότασης βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης που παρουσιάζονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ της Προκήρυξης. Η αξιολόγηση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί βάσει των αλγοριθμικών υπολογισμών που παρουσιάζονται στο Παράρτημα ΣΤ ηλεκτρονικά από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Επενδύσεων και Ανάπτυξης αποφασίσθηκε, κατόπιν της ολοκλήρωσης της διαδικασίας ηλεκτρονικής αξιολογήσεως των υποβληθεισών προτάσεων, να μην ενταχθεί η πρόταση της αιτούσας στο ανωτέρω πρόγραμμα λόγω συγκέντρωσης βαθμολογίας 33,60 μονάδων, η οποία συνεπάγεται την θετική μεν αξιολόγηση της πρότασης, αλλά την μη επιχορήγησή της λόγω ανεπάρκειας πόρων, ενόψει και του ότι το όριο βαθμολογίας έγκρισης επενδυτικού σχεδίου διαμορφώθηκε στις 76,096 μονάδες. Κατά της απόφασης αυτής η αιτούσα άσκησε ένσταση, με την οποία ζήτησε την επαναξιολόγηση της πρότασής της προβάλλοντας α) ότι η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση υπαγωγής της πρότασής της στο ανωτέρω πρόγραμμα χρηματοδοτικής ενίσχυσης όλως αορίστως και χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση αναφέρει ότι η βαθμολογία των 33,6 μονάδων οδηγεί μεν σε θετική αξιολόγηση της πρότασης, η οποία, όμως, δεν επιχορηγείται λόγω ανεπάρκειας πόρων, και β) ότι η βαθμολογία που συγκέντρωσε οφειλόταν σε πρόδηλο σφάλμα που εμφιλοχώρησε κατά την αξιολόγηση της προτάσεώς της είτε από την αρμόδια επιτροπή είτε κατά τη μεταφορά των στοιχείων της προς ηλεκτρονική επεξεργασία. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 1781/26.10.2010 απόφαση της οικείας Επιτροπής Ενστάσεων. Στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, η Διοίκηση υποστήριξε με την έκθεση απόψεών της ότι «περιττεύει εκ των πραγμάτων» η αιτιολόγηση των διοικητικών πράξεων που παράγονται κατόπιν αυτοματοποιημένης και ηλεκτρονικής διαδικασίας αξιολογήσεως με χρήσημαθηματικού τύπου και βάσει αντικειμενικών στοιχείων (εν προκειμένω τα δηλωθέντα και αντλούμενα από το Ε1 καθαρά και ακαθάριστα έσοδα των φορολογικών ετών 2008 και 2009 και τις τιμές διαμέσων καθαρών και ακαθαρίστων εσόδων), διότι, εφόσον δεν υπεισέρχεται κατά την αξιολόγηση και μεταφορά στοιχείων ανθρώπινος παράγοντας, «δεν είναι λογικώς δυνατόν να υπ[άρχει] εσφαλμένος υπολογισμός». Επιβάλλεται να τονιστεί ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν αφορούσε τη χρήση από τη Διοίκηση των πλέον προωθημένων τεχνολογιών που συνδέονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά μια αυτοματοποιημένη ηλεκτρονική διαδικασία αξιολόγησης προσωπικών δεδομένων με χρήση μαθηματικού τύπου.
7. Η σκέψη 15 της απόφασης ΣτΕ 1206/2024 αποδίδει με εξαιρετική ευστοχία, ακρίβεια, πληρότητα και συνοχή την υποχρέωση αιτιολόγησης, στο πλαίσιο της σύγχρονης διοικητικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να ενταχθεί αυτούσια στο πιο μοντέρνο εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου. Κατ’ αρχάς, απορρίπτει τον ισχυρισμό της Διοίκησης ότι δήθεν «δεν νοείται αιτιολόγηση των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει ηλεκτρονικής αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων διότι δεν είναι δυνατή η αμφισβήτηση της επιστημονικής αξιοπιστίας της όλης διαδικασίας». Το Δικαστήριο τονίζει ότι “το ζήτημα που ανακύπτει, καταρχήν, σε περίπτωση αμφισβήτησης ατομικής διοικητικής πράξης εκδιδόμενης εν όλω ή εν μέρει βάσει ηλεκτρονικής αυτοματοποιημένης διαδικασίας δεν συνάπτεται με τηντεχνολογική αρτιότητα του οικείου λογισμικού ή του υλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στην σχετική διαδικασία, αλλά με τηνεν γένει νομιμότητα της διοικητικής πράξης, δηλαδή, με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νομίμων προϋποθέσεων του κανόνα δικαίου που διέπει την έκδοσή της. Η υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις ατομικές αποφάσεις της αποτελεί άλλωστε συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου συναπτόμενη με τις αρχές της διαφάνειας και της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αλλά και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συναφώς δε το άρθρο 17 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) θεσπίζει τον γενικό κανόνα ότιη ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. Έχει δε ο κανόνας αυτός, μεταξύ άλλων, την ειδικότερη έννοια ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης εκδοθείσας εν όλω ή εν μέρει βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, πρέπει να προκύπτουν από την εκδιδόμενη επί της σχετικής ενστάσεως απόφαση τόσο τα κρίσιμα στάδια των μαθηματικών υπολογισμών στους οποίους προέβη η Αρχή, όσο και τα πραγματικά στοιχεία (μεταβλητές) που ελήφθησαν συναφώς υπόψη, ώστε αφενός μεν ο διοικούμενος να είναι σε θέση να διαπιστώσει εάν τηρήθηκαν στην περίπτωσή του οι προβλεπόμενες από τους οικείους κανόνες δικαίου προϋποθέσεις εξέτασής της, αφετέρουδε ο δικαστής να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικώς τον σχετικό δικαστικό έλεγχο”.

8. Οι κρίσιμες παραδοχές που συνάγονται από την παραπάνω σκέψη συνοψίζονται ως εξής:

i. O ακυρωτικός έλεγχος ατομικής διοικητικής πράξης εκδιδόμενης εν όλω ή εν μέρει βάσει ηλεκτρονικής αυτοματοποιημένης διαδικασίας δεν συνάπτεται με τηντεχνολογική αρτιότητα του οικείου λογισμικού ή του υλικού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία έκδοσής της, αλλά με τηνεν γένει νομιμότητα της διοικητικής πράξης, δηλαδή, με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των νομίμων προϋποθέσεων του κανόνα δικαίου που διέπει την έκδοσή της.

ii. Η υποχρέωση της Διοίκησης να αιτιολογεί τις ατομικές αποφάσεις της αποτελεί συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου συναπτόμενη με τις αρχές της διαφάνειας και της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, αλλά και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Eπομένως, πρόκειται για υποχρέωση συνταγματικής περιωπής.

iii. Tην υποχρέωση αιτιολόγησης εξειδικεύει το άρθρο 17 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), το οποίο θεσπίζει τον γενικό κανόνα ότιη ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της.

iv. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης εκδοθείσας εν όλω ή εν μέρει βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, πρέπει να προκύπτουν από την εκδιδόμενη επί της σχετικής ενστάσεως [ενδικοφανούς προσφυγής] απόφαση τόσο τα κρίσιμα στάδια των μαθηματικών υπολογισμών στους οποίους προέβη η Αρχή, όσο και τα πραγματικά στοιχεία (μεταβλητές) που ελήφθησαν συναφώς υπόψη, ώστε αφενός μεν ο διοικούμενος να είναι σε θέση να διαπιστώσει εάν τηρήθηκαν στην περίπτωσή του οι προβλεπόμενες από τους οικείους κανόνες δικαίου προϋποθέσεις εξέτασής της, αφετέρου δε ο δικαστής να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικώς τον σχετικό δικαστικό έλεγχο. Στο σημείο αυτό, ο Έλληνας δικαστής εμπνέεται από τον γαλλικό κώδικα των σχέσεων της Διοίκησης και του κοινού καθώς και τη σχετική νομολογία του Conseil constitutionnel.

9. Περαιτέρω, χωρίς να διατυπώνει αυτοτελή διαταγή (injonction) προς τη Διοίκηση, δυνατότητα που δεν προβλέπεται ευθέως στο ελληνικό δικονομικό σύστημα, ο δικαστής την καθοδηγεί με ακρίβεια μέσω του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασής του, ως προς τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αιτιολογία πράξεων που εκδίδονται βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, διευκολύνοντας έτσι τη συμμόρφωσή της. Οι παραπάνω παραδοχές και οδηγίες  καλύπτουν τη χρήση όχι μόνο μαθηματικού τύπου στο πλαίσιο μιας αυτοματοποιημένης ηλεκτρονικής διαδικασίας αξιολόγησης προσωπικών δεδομένων, αλλά και οποιουδήποτε προωθημένου τεχνολογικού μέσου στη διαδικασία έκδοσης διοικητικών πράξεων.

10. Η απόφαση ΣτΕ 1206/2024, παρά τη μικρή πρακτική εμβέλεια του αντικειμένου της συγκεκριμένης δίκης, αναδεικνύει την προσαρμογή των θεμελιωδών εννοιών και αρχών του διοικητικού δικαίου στις εξελίξεις που οφείλουν να καλύψουν, εν προκειμένω, τις τεχνολογικές. Καθίσταται σαφές ότι οι κλασικές αυτές έννοιες και αρχές διακρίνονται για τη στιβαρότητα, την ευελιξία και την ανθεκτικότητά τους. Μάλιστα, η ευελιξία αυτή δεν σημαίνει ανεξέλεγκτη και απεριόριστη ρευστοποίηση του περιεχομένου τους που θα απειλούσε να τις απονευρώσει, να τις αποδυναμώσει, να τις απαξιώσει ή ακόμη και να τις διαστρεβλώσει. Ο δογματικός πυρήνας τους διατηρείται αναλλοίωτος: τήρηση του πλέγματος νομιμότητας, εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή του κοινού καλού, με τα αναγκαία προνόμια δημόσιας εξουσίας και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η υποχρέωση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων, ανεξαρτήτως των τεχνολογικών μέσων έκδοσής τους, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αρχής. Η δυναμική και απρόβλεπτη πραγματικότητα υπάγεται, μέσω αυτών, αφενός, στο δίκαιο και, αφετέρου, στον δικαστικό έλεγχο, που συνιστούν τα θεμέλια της αρχής του κράτους δικαίου. Άλλωστε, υπέρτατο δικαιοκρατικό αντίβαρο έναντι των κινδύνων και των ενδεχόμενων αυθαιρεσιών από την πλήρη αυτοματοποίηση της διοικητικής διαδικασίας είναι πάντοτε ο δικαστικός έλεγχος [18]. Στο πνεύμα αυτό της προστασίας των ιδιωτών έναντι των νέων τεχνολογιών που χρησιμοποιεί η Διοίκηση, ιδιαίτερης μνείας χρήζει η απόφαση  ΣτΕ 497/2021, με την οποία το Γ΄ Τμήμα προστάτευσε τον ιδιώτη, με το σκεπτικό ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης επιβάλλει στη Διοίκηση ουσιώδεις υποχρεώσεις, συνιστάμενες, κατ’ αρχήν, στην πρόσδοση στα πληροφοριακά συστήματα της μεγαλύτερης, κατά το δυνατόν, «αντιληπτικότητας, χρηστικότητας, κατανοησιμότητας και στιβαρότητας». Η απόφαση παραπέμπει στην οδηγία 2016/2102/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την προσβασιμότητα των ιστότοπων και των εφαρμογών για φορητές συσκευές των οργανισμών του δημόσιου τομέα (ΕΕ  2016, L 327). Τέλος, επιβάλλεται να τονιστεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει «προειδοποιήσει» ήδη εδώ και μια δεκαετία περίπου ότι το δίκαιο δεν υποχωρεί απέναντι στην τεχνολογία. Από την απόφαση ΣτΕ 873/2024 (με παραπομπή σε περαιτέρω νομολογία) συνάγεται η εξής αρχή: “τα τεχνολογικά μέσα της Διοίκησης πρέπει να εξελίσσονται και να προσαρμόζονται αναλόγως, ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες της ορθής και αποτελεσματικής εφαρμογής του εκάστοτε προβλεπόμενου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο καλούνται να υπηρετήσουν, και όχι το τελευταίο να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ενόψει των περιορισμών που προκύπτουν από τις υφιστάμενες τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες των ηλεκτρονικών συστημάτων της Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 1445/2016 επταμ., 330/2018 επταμ., 1098/2023)”.

 

Υποσημειώσεις

[1]  Ν. Νικολάκης, Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διοίκησης στην Εποχή του Ψηφιακού Κράτους, εις Το βιώσιμο κράτος. Τιμητικός Τόμος για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Εκδ. Σάκκουλα, 2022, σ. 35.

[2] Της 8ης Φεβρουαρίου 1873 του Tribunal des conflits: «la responsabilité, qui peut incomber à l’État, pour les dommages causés aux particuliers par le fait des personnes qu’il emploie dans le service public, ne peut être régie par les principes qui sont établis dans le Code civil, pour les rapports de particulier à particulier»

[3] ΔΕΚ της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62, EU:C:1963:1 (αίτηση του Tariefcommissie, ολλανδικού διοικητικού δικαστηρίου που δικάζει σε τελευταίο βαθμό προσφυγές επί φορολογικών θεμάτων)

[4] ΔΕΚ της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, EU:C:1964:66 (Giudice Conciliatore του Μιλάνου)

[5] Βλ. διεξοδικά P. Lazaratos, Rechtliche Auswirkungen der Verwaltungsautomation auf das Verwaltungsverfahren, Duncker & Humblot, Berlin, 1989.

[6] Και η ελληνική Διοίκηση χρησιμοποιεί τα πληροφοριακά συστήματα στα πεδία της φορολογίας, της κοινωνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας. Γενικά οι αυτοματοποιημένες πράξεις που εκδίδονται ηλεκτρονικά, χωρίς τη μεσολάβηση δημοσίων υπαλλήλων, είναι σχετικά λίγες και η έκδοσή τους προϋποθέτει α) ηλεκτρονική αίτηση με την οποία ο ενδιαφερόμενος τροφοδοτεί το πληροφοριακό σύστημα με τα στοιχεία που αντιστοιχούν στις νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης και β) ειδικό λογισμικό, δηλαδή τον αλγόριθμο, που εξετάζει τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων και εκδίδει αυτοματοποιημένα θετική ή αρνητική ψηφιακή πράξη. Με τον Ν 3979/2011, Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση (ΦΕΚ Α΄ 138), προβλέφθηκε ως δυνατότητα η έκδοση «ηλεκτρονικών» διοικητικών πράξεων, οι οποίες φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ασφαλή χρονοσήμανση και έχουν την ίδια νομική ισχύ με τα έγγραφα που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα. Με τον Ν 4495/2017, Έλεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος (ΦΕΚ Α΄ 167), όπως τροποποιήθηκε επανειλημμένως, προσφάτως δε από τον Ν. 5131/2024, προβλέφθηκε η ηλεκτρονική έκδοση οικοδομικών αδειών (άρθρα 33 και 34). Περαιτέρω, στον Ν 4727/2020, Ψηφιακή Διακυβέρνηση (Ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2102 και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024) Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972) και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 184), προβλέπεται ότι όλες οι διαδικασίες για τη διαχείριση δημοσίων εγγράφων από τους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως η σύνταξη, η προώθηση για υπογραφή, η θέση υπογραφής, η έκδοση, η χρέωση προς ενέργεια εισερχομένων εγγράφων, η εσωτερική και η εξωτερική διακίνηση, η πρωτοκόλληση, καθώς και η αρχειοθέτησή τους πραγματοποιούνται αποκλειστικάμέσω ΤΠΕ. Ειδικότερα, τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα παράγονται είτε πλήρως αυτοματοποιημένα μέσω ειδικού πληροφοριακού συστήματος που συνθέτει κατάλληλα στοιχεία δεδομένων, είτε μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής γραφείου, είτε μέσω ψηφιοποίησης έντυπου εγγράφου και φέρουν: α) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και β) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου οργάνου. Βλ. και Η. Κουβαρά, Το παραδεκτό στη διοικητική δίκη. Η πρόσβαση στο δικαστή υπό το φως των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 374.

[7]«Ein Verwaltungsakt kann vollständig durch automatische Einrichtungen erlassen werden, sofern dies durchRechtsvorschriftzugelassen ist und weder ein Ermessen noch ein Beurteilungsspielraum besteht».

[8] Απλουστευτικά και σχηματικά αναφέρεται ότι ο αλγόριθμος είναι μια πεπερασμένη σειρά ενεργειών, αυστηρά καθορισμένων και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο, που στοχεύουν στην επίλυση ενός προβλήματος, δηλαδή  μια συστηματική διαδικασία αριθμητικών χειρισμών, αποτελεί δε τη βάση και της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), καθώς τροφοδοτούμενος με δεδομένα, μέσα από την κατάλληλη υπολογιστική διαδικασία, δημιουργεί ένα νέο επιθυμητό αποτέλεσμα. Για τα προβλήματα διαφάνειας που δημιουργεί η χρήση των αλγορίθμων στη διοικητική διαδικασία, βλ. E. Mouriesse, L’opacité des algorithmes et la transparence administrative, RFDA 2019, σ. 45. Για τη Γερμανία, βλ. U. Schliesky, Digitalisierung des Verwaltungsverfahrens, W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, IV, 2022, § 113, ο οποίος παρουσιάζει, αφενός, τα ενωσιακά και συνταγματικά ερείσματα της διαμόρφωσης της ψηφιακής διαδικασίας που αποδυναμώνει την κλασική γερμανική διάκριση μεταξύ οργάνωσης και διαδικασίας και, αφετέρου, τα προβλήματα ένταξης της τεχνητής νοημοσύνης, επισημαίνει δε την ανάγκη θέσπισης νέων κανόνων προς αντικατάσταση πολλών παρωχημένων ρυθμίσεων του κώδικα διοικητικής διαδικασίας. Για την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στη λήψη της δικαστικής απόφασης, βλ. την ορθολογική και αντικειμενική προσέγγιση του Προέδρου Ι. Σαρμά, Το μέλλον της δικαστικής απόφασης σε εποχές τεχνητής νοημοσύνης, e-politeia, τεύχος 6/2023, σ. 136. Για τη σχετική συζήτηση στη Γαλλία, βλ., ενδεικτικά, J.-M. Sauvé, Le juge administratif et l’intelligence artificielle, intervention du 20 avr. 2018 lorsde Conférence des présidents des juridictions administratives, κατά τον οποίον, ο νομικός συλλογισμός είναι υπερβολικά ανθρώπινος ώστε η έννοια μιας δικαστικής απόφασης να μπορεί να προβλεφθεί από έναν αλγόριθμό όσο ισχυρός και αν είναι. Την άποψη αυτή συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό το Conseil d’État (βλ. και B. Stirn, Premières réflexions sur le juge administratif et le droit prédictif, APD, 2018, t. 60,σ. 218 : « Il existe en outre une irréductible singularité du procès administratif qu’aucun algorithme ne saurait prétendre remplacer ». M. Guyomar, Le point de vue du juge, in La justice prédictive, Dalloz 2018, σ. 98 : « Je ne crois pas que l’intelligence artificielle puisse nous aider en quoi que ce soit à apprécier la validité d’une norme »). Η συντριπτική πλειονότητα των θεωρητικών είναι της ίδιας άποψης (ενδεικτικά Y. Meneceur, Quel avenir pour la “justice prédictive” ?, JCP févr. 2018, n° 7, 190· L.-M. Augagneur, D’où jugez-vous ?, JCP mars 2018, n° 13, 341· I. Sayn, Connaître la production des juridictions ou prédire les décisions de justice ?, Les cahiers de la justice, 2019. 229). Βλ. και F. Alhama, Vers une plus grande accessibilité des décisions rendues par les juridictions administratives?,RFDA 2019, σ. 695.

[9] Y. Hermstrüwer, Artificial Intelligence and Administrative Decisions under Uncertainty, in T. Wischmezer & T. Radmacher (ed.), Regulating Artificial Intelligence, Springer Nature (2020), σ. 199-223.

[10] Βλ. διεξοδικά για τα ζητήματα αυτά Λ. Μήτρου, Μπορεί ο αλγόριθμος να διοικεί; Τεχνητή νοημοσύνη και διοίκηση: μια όχι και τόσο προφανής σχέση, εις Λ. Μήτρου (επιμ.), Μπορεί ο αλγόριθμος…Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2023, σ. 235.

[11] Aναλυτικά Μ. Martini, Digitalisierung der Verwaltung, in W. Kahl/M. Ludwigs (Hg.), HVwR, I, 2021, § 28, ο οποίος εξετάζει τις προκλήσεις που θέτει η ΤΝ για τη δημοκρατική νομιμοποίηση και το κράτος δικαίου καθώς και τις επιταγές ελέγχου που απορρέουν από την έννομη τάξη. Για μια πανοραμική θεώρηση του νέου δικαίου της τεχνητής νοημοσύνης στις πολλαπλές εφαρμογές της, βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Το «εγωιστικό» γονίδιο του δικαίου και το δίκαιο της τεχνητής νοημοσύνης. Από τον ανθρωποκεντρισμό στον οικοκεντρισμό και στους έξυπνους αλγόριθμους, Εκδ. Ευρασία, 2023, σ. 85 επ., με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές.

[12] Ε. Πρεβεδούρου, Η διοικητική διαδικασία ως παράγων ενδυνάμωσης του κράτους δικαίου, ΘΠΔΔ 2023, σ. 601 επ.

[13] Βλ. ιδίως τις αναλύσεις στα ακόλουθα κεφάλαια της μελέτης «Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας ατομικών διοικητικών πράξεων εκδιδόμενων μέσω ηλεκτρονικώς αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων. Σχόλια στην απόφαση ΣτΕ 1206/2024», www.constitutionalism.gr : Α. «Ιδιομορφίες» της παραγωγής και της διαδικασίας έκδοσης των ατομικών διοικητικών πράξεων καθώς  και των «συντεταγμένων» του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητάς τους σύμφωνα με τα «προτάγματα» του σύγχρονου Κράτους Δικαίου και Β. Συμπεράσματα με βάση την κανονιστική ιδιοσυστασία του νομικού συλλογισμού και ιδίως του δικανικού συλλογισμού

[14] Άρθρο L-311-3-1 του CRPA: «Sous réserve de l’application du 2° de l’article L. 311-5, une décision individuelle prise sur le fondement d’un traitement algorithmique comporte une mention explicite en informant l’intéressé. Les règles définissant ce traitement ainsi que les principales caractéristiques de sa mise en œuvre sont communiquées par l’administration à l’intéressé s’il en fait la demande.

Les conditions d’application du présent article sont fixées par décret en Conseil d’Etat.

Άρθρο R-311-3-1 του CRPA: L’administration communique à la personne faisant l’objet d’une décision individuelle prise sur le fondement d’un traitement algorithmique, à la demande de celle-ci, sous une forme intelligible et sous réserve de ne pas porter atteinte à des secrets protégés par la loi, les informations suivantes : 1° Le degré et le mode de contribution du traitement algorithmique à la prise de décision; 2° Les données traitées et leurs sources; 3° Les paramètres de traitement et, le cas échéant, leur pondération, appliqués à la situation de l’intéressé ; 4° Les opérations effectuées par le traitement». Για τα προβλήματα διαφάνειας που δημιουργεί η χρήση των αλγορίθμων στη διοικητική διαδικασία, βλ. E. Mouriesse, L’opacité des algorithmes et la transparence administrative, ό.π., σ. 45.

[15] Πρόκειται για απόρρητα που ανάγονται στις συσκέψεις της κυβέρνησης και των αρμόδιων αρχν της εκτελεστικής εξουσίας, στην εθνική άμυνα, στην εξωτερική πολιτική της χώρας, στην κρατική ασφάλεια, στην ασφάλεια των συστημάτων πληροφόρησης των πολιτών, στο νόμισμα, σε ένδικες διαδικασίες κ.λπ.

[16] Cons. const., décision n° 2018-765 DC, du 12 juin 2018. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απηύθυνε προειδοποίηση γιατηχρήση αλγορίθμων αυτοοργανούμενης μάθησης: : « Ne peuvent être utilisés, comme fondement exclusif d’une décision administrative individuelle, des algorithmes susceptibles de réviser eux-mêmes les règles qu’ils appliquent, sans le contrôle et la validation du responsable du traitement».

[17]  “…(2) Einer Begründung bedarf es nicht,

…. 

  1. wenn die Behörde gleichartige Verwaltungsakte in größerer Zahl oder Verwaltungsakte mit Hilfe automatischer Einrichtungen erlässt und die Begründung nach den Umständen des Einzelfalls nicht geboten ist….“

[18] Βλ. διεξοδικά Ν. Νικολάκη, Ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης στην εποχή του ψηφιακού κράτους, ό.π., σ. 35.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο