Η ανεξάντλητη δυναμική της αίτησης ακύρωσης
1. Κλασικό και εμβληματικό ένδικο βοήθημα, γαλλικής έμπνευσης, η αίτηση ακύρωσης εκπλήσσει, και στις δύο έννομες τάξεις, με τον δυναμισμό, την ανθεκτικότητα και τις προοπτικές της. Κι ενώ ο Γάλλος ακυρωτικός δικαστής διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος, με βολονταρισμό αλλά και επιδεξιότητα, το εύρος της δικαιοδοσίας του, ο Έλληνας ομόλογος του, εμπνέεται μεν από τις πρωτοβουλίες του, πάντοτε, όμως, στο περιορισμένο πλαίσιο των δικών του δικονομικών δεσμεύσεων, νομοθετικής αλλά και συνταγματικής ισχύος.
Ι. Ακυρωτικές διοικητικές διαφορές στο πεδίο των οικογενειακών έννομων σχέσεων: ΣτΕ 1154/2023
2. Ως χαρακτηριστική περίπτωση δυναμισμού και ευελιξίας της αίτησης ακύρωσης θα μπορούσε να αναφερθεί η πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 1154/2023, που ακύρωσε τη σιωπηρή απόρριψη αίτησης για εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Υποψήφιων Θετών Γονέων. Η σχετική υπόθεση κατέληξε σε τρεις δικαιοδοτικές κρίσεις: απόφαση ΔΕφΘεσσ 460/2021, απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε 5μελή σχηματισμό (ΣτΕ 2174/2022) που παραπέμπει στην 7μελή σύνθεση του Τμήματος και, τελικώς, η απόφαση ΣτΕ 1154/2023. Για τρεις λόγους η τελευταία απόφαση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρώτον, διότι απομονώνει, στο πλαίσιο της διαδικασίας της υιοθεσίας, που καταλήγει στη δημιουργία έννομης σχέσης ιδιωτικού δικαίου, μια ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία προηγείται της δικαστικής διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δεύτερον, διότι ως απόρροια της νέας ειδικής διαδικασίας εντοπίζει σιωπηρή εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία αποτελεί αντικείμενο ακυρωτικής προσβολής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει του τεκμηρίου αρμοδιότητας. Τρίτον, διότι το Δικαστήριο προβαίνει σε μεγάλης πυκνότητας και έντασης έλεγχο της αιτιολογίας έκθεσης κοινωνικής λειτουργού, η οποία εμπεριέχει ουσιαστικές εκτιμήσεις και επιστημονικές γνώσεις ειδικού, επομένως, τεχνικές κρίσεις.
3. Ειδικότερα, με τις τρεις παραπάνω αποφάσεις, ο ακυρωτικός δικαστής ερμήνευσε τα άρθρα 20 επ. του Ν. 4538/2018, «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας», με τα οποία θεσπίσθηκαν νέες ρυθμίσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκων, προς συμπλήρωση των βασικών ρυθμίσεων του Αστικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, προβλέφθηκε η εγγραφή των ενδιαφερομένων, κατόπιν ελέγχου της καταλληλότητάς τους βάσει κοινωνικής έρευνας της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας και αφού παρακολουθήσουν σχετικά εκπαιδευτικά προγράμματα, στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων. Η εγγραφή στο Μητρώο αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνδεση ανηλίκου με Υποψήφιο Θετό Γονέα και την τέλεση της υιοθεσίας του συγκεκριμένου ανηλίκου με την απαγγελία της με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1549 του ΑΚ, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 800 ΚΠολΔ). Ειδικώς για την υιοθεσία ανηλίκων που είναι εγγεγραμμένοι στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων, μετά την εγγραφή των ενδιαφερομένων στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων ακολουθεί η τήρηση των σταδίων που προβλέπονται στην από 4.8.2020 κοινή υπουργική απόφαση για τη σύνδεση ανηλίκου με τους υποψήφιους θετούς γονείς (δηλαδή, για τη μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Αναδοχής και Υιοθεσίας «σύνδεση ενός παιδιού, το οποίο βρίσκεται σε καθεστώς κοινωνικής προστασίας, και υποψηφίων γονέων», σύμφωνα με τον ορισμό του στοιχείου 12 του άρθρου 1 της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης) και την ολοκλήρωση της διαδικασίας της συγκεκριμένης υιοθεσίας με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, με τις διατάξεις των άρθρων 20 επ. του Ν. 4538/2018, καθιερώνεται ειδική, διακεκριμένη διοικητική διαδικασία για τον έλεγχο της κατ’ αρχήν καταλληλότητας του ενδιαφερομένου για την εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων από τις αρμόδιες κατά το άρθρο 22 του ιδίου νόμου κοινωνικές υπηρεσίες. Η διοικητική αυτή διαδικασία είναι χωριστή από τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας που διεξάγεται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για την τέλεση της συγκεκριμένης υιοθεσίας και κατά την οποία εξετάζεται η αίτηση υιοθεσίας συγκεκριμένου ανηλίκου από εγγεγραμμένο στο Μητρώο Υποψήφιο Θετό Γονέα. Η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας καταλήγει στην έκδοση δικαστικής απόφασης από πολιτικό δικαστήριο. Αντίθετα οι διαφορές που ανακύπτουν από την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων του Ν. 4538/2018 δεν εμπίπτουν στην κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 94 του Συντάγματος δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, αλλά έχουν τον χαρακτήρα διοικητικών διαφορών και υπάγονται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 95 παρ.1 περ. α του Συντάγματος). Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η 7μελής σύνθεση του Δ΄ Τμήματος, προς επίρρωση της κρίσης της, ή προς άρση τυχόν αμφιβολιών λόγω του καινοφανούς της υπόθεσης, παραπέμπει σε σχετική και μάλλον παλαιά και παγιωμένη νομολογία του γαλλικού Conseil d’ État σε υποθέσεις που αφορούσαν την εφαρμογή διατάξεων που προβλέπουν τη χορήγηση διοικητικής άδειας ως προϋπόθεση για την υιοθεσία παιδιών τα οποία έχουν τεθεί υπό τη μέριμνα του κράτους (pupilles de l’État) [1]. Πρόκειται για υποθέσεις που ήχθησαν ενώπιον του Conseil d’Etat με αίτηση αναίρεσης, αφορούσαν δε είτε την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αίτησης ακύρωσης της άρνησης άδειας είτε την απόρριψη από το εν λόγω δικαστήριο του αιτήματος να απευθύνει στη Διοίκηση διαταγή (injonction) χορήγησης άδειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου L.911-1 Code de justice administrative. Ενδιαφέρον δείγμα χρήσης της νομικής συγκριτικής από το Συμβούλιο της Επικρατείας! [2].
4. Όσον αφορά την προσβαλλόμενη πράξη, η διατύπωση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι πολύ προσεκτική. Σε αντιδιαστολή προς το Διοικητικό Εφετείο, δεν χαρακτηρίζει ρητώς ως εκτελεστή διοικητική πράξη το αρνητικό πόρισμα της έκθεσης κοινωνικής έρευνας ότι ο συγκεκριμένος ενδιαφερόμενος προδήλως δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα για τη σύνδεση με ανήλικο και για την επίτευξη των στόχων του θεσμού της υιοθεσίας, αλλά τη σιωπηρή απόρριψη της αίτησης για εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων, η οποία εκδηλώνεται με τη σύνταξη και ανάρτηση της ως άνω αρνητικής έκθεσης στο Πληροφοριακό Σύστημα, αφού η ανάρτηση αυτή συνεπάγεται τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος εγγραφής στο Μητρώο [3]. Δηλαδή, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, αντικείμενο της προσβολής και, συνακολούθως, της ακύρωσης είναι η σιωπηρή απόρριψη από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας της αίτησης της αιτούσας για την εγγραφή της στο Εθνικό Μητρώο, η οποία εκδηλώθηκε με τη σύνταξη και ανάρτηση στο οικείο Πληροφοριακό Σύστημα της αρνητικής έκθεσης κοινωνικής έρευνας του Τμήματος Κοινωνικής Μέριμνας της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Η ως άνω απόρριψη συνιστά σιωπηρή εκτελεστή διοικητική πράξη, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της οποίας γεννάται διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
5. Η κρίση αυτή των αρμοδίων κοινωνικών υπηρεσιών στηρίζεται μεν στις ειδικές γνώσεις και ουσιαστικές εκτιμήσεις των κοινωνικών λειτουργών που διεξάγουν την κοινωνική έρευνα, εν όψει, όμως, της ιδιαίτερης βαρύτητάς της και των συνεπειών της για την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, απαιτεί ειδική τεκμηρίωση. Είναι εντυπωσιακό ότι το Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή έλεγχο της αιτιολογίας, αμφισβητώντας την τεκμηρίωση των ουσιαστικών εκτιμήσεων της κοινωνικής λειτουργού. Ελέγχει εμβριθώς τις διαπιστώσεις της έκθεσης και τις αξιολογεί, καταλήγοντας ότι δεν τεκμηριώνουν επαρκώς την εκτίμηση ότι δεν παρέχονται επαρκή εχέγγυα για την ευόδωση οποιασδήποτε προσπάθειας σύνδεσης της αιτούσας με ανήλικο τέκνο προς υιοθεσία. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόφαση εντάσσεται στην κατηγορία αποφάσεων όπου ο ακυρωτικός δικαστής επιδεικνύει ιδιαίτερη αυστηρότητα ως προς την τεκμηρίωση επιστημονικών εκτιμήσεων που επιτρέπουν τη λήψη δυσμενών διοικητικών μέτρων [4].
ΙΙ. Η παγιοποίηση της αίτησης ακύρωσης κατά πράξεων του ήπιου δικαίου
6. Η δεύτερη έκφανση δυναμισμού της αίτησης ακύρωσης και, συνακολούθως βολονταρισμού του δικαστή, είναι ότι καθιστά δυνατόν πλέον, τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων του ηπίου δικαίου. Η διαρκώς συχνότερη προσφυγή στο ήπιο δίκαιο, για την ερμηνεία ενός σκληρού δικαίου όλο και πιο τεχνικού και περίπλοκου το οποίο καθιστά αναγκαίο τον περιορισμό της αβεβαιότητας κατά την εφαρμογή του, μελετήθηκε από το Conseil d’État εδώ και δέκα ακριβώς χρόνια [5] Η δικαιοδοτική Ολομέλεια, ως δικαστής, πλέον, προέβη σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο των πράξεων του «ηπίου» δικαίου, δηλαδή πράξεων γενικής ισχύος που δεν αποτελούν αποφάσεις, καθόσον δεν μεταβάλλουν άμεσα τον εξωτερικό νομικό κόσμο ή τη νομική κατάσταση των αποδεκτών τους, Με δύο αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2016, Fairvesta και Numéricable [6] το Conseil d’État προέβη στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο δύο πράξεων ρυθμιστικών αρχών, οι οποίες δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, είναι δηλαδή εργαλεία ελάσσονος κανονιστικότητας [7]. Έκτοτε ο διοικητικός δικαστής προσπαθεί, με έναν πραγματισμό που ενισχύει η γνώση της διοίκησης και της κοινωνίας, να διαμορφώσει ισορροπημένες λύσεις για τον έλεγχο των πράξεων που εντάσσονται στο δίκαιο αυτό [8]. Επομένως, στο κλασικό κριτήριο των δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων που λαμβάνεται υπόψη για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως δεκτικής ένδικης προσφυγής(acte faisant grief), προστέθηκαν εδώ και 7 χρόνιαδύο νέα, εναλλακτικά, κριτήρια, είτε αυτό της παραγωγής σημαντικών πρακτικών συνεπειών, οικονομικής κυρίως φύσης, ή αυτό του ουσιώδους επηρεασμού της συμπεριφοράς των προσώπων στα οποία απευθύνονται οι σχετικές πράξεις. Αυτή είναι η εισφορά των δύο αποφάσεων της δικαιοδοτικής Ολομέλειας, οι οποίες διευρύνουν το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης και κατά των πράξεων των ρυθμιστικών αρχών, που, ενώ δεν αποτελούν αποφάσεις, δηλαδή δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα κατά τη δικονομική ορολογία, μπορούν να παραγάγουν σημαντικά αποτελέσματα ή να επηρεάσουν τις συμπεριφορές. Η αντίληψη αυτή που εστιάζει στα «σημαντικά αποτελέσματα», επανελήφθη στην απόφαση GISTI της 12ης Ιουνίου 2020 [9], που εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα γενικού χαρακτήρα τα οποία προέρχονται από δημόσιες αρχές, υλικά ή ψηφιακά: εγκυκλίους, διαταγές, συστάσεις, υπομνήματα, παρουσιάσεις ή ερμηνείες του θετικού δικαίου… αυτή η διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου σε όλες τις πράξεις ηπίου δικαίου που παράγουν τέτοια αποτελέσματα συνοδεύθηκε από προσαρμογή των προϋποθέσεων ελέγχου της νομιμότητας για τις πράξεις αυτές, που λαμβάνει υπόψη τη φύση τους και τα χαρακτηριστικά τους.
7. Η νομολογία αυτή εξελίσσεται διαρκώς, αφενός, με τη λελογισμένη διεύρυνση των κατηγοριών πράξεων που ανήκουν στο ήπιο δίκαιο και, αφετέρου, με τον καθορισμό των δικονομικών λεπτομερειών του ελέγχου, οι οποίες ανάγονται τόσο στις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος (δηλαδή στον καθορισμό των κριτηρίων των δεκτικών προσβολής πράξεων) όσο και στους λόγους ακύρωσης προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες του ηπίου δικαίου. Είναι αληθές ότι η επίμαχη προσέγγιση παραμένει λίαν υποκειμενική και περιπτωσιολογική, εφόσον ο δικαστής διαμορφώνει τη συλλογιστική του βάσει ποιοτικών κριτηρίων των οποίων είναι ο απόλυτος κυρίαρχος [10]. Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι, αφού έκανε το πρώτο βήμα, το Conseil d’État θέλησε να οριοθετήσει τη λύση που διαμόρφωσε και να προχωρήσει με σύνεση και μετριοπάθεια, χωρίς να δημιουργήσει«ένα νέο ένδικο βοήθημα – περιορισμένο και λιτό – στο πλαίσιο της αίτησης ακύρωσης» [11]. Με τον τρόπο αυτό, φαίνεται ότι κατέληξε σε ένα αποτελεσματικό μέσο ελέγχου της τήρησης της αρχής της νομιμότητας και ως προς τις πράξεις του ηπίου δικαίου. Θα ήταν ευκταίο να αποτελέσει ο παραπάνω θετικός ακτιβισμός πρότυπο για τον Έλληνα δικαστή, στο μέτρο, βέβαια, των δικονομικών δεσμεύσεων που επιβάλλει η ελληνική έννομη τάξη.
8. Το καθεστώς αυτό εμπλουτίσθηκε και βελτιώθηκε για διάφορες κατηγορίες πράξεων που εντάσσονται στο ήπιο δίκαιο. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι απαντήσεις στις συχνές ερωτήσεις (foires à questions, FAQ), οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αίτησης ακύρωσης εφόσον παράγουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα [12]. Οι σκέψεις αρχής της σχετικής νομολογίας εξελίχθηκαν ως εξής: «Τα έγγραφα γενικής ισχύος που προέρχονται από δημόσιες αρχές, σε υλική μορφή ή όχι, όπως οι εγκύκλιοι, οδηγίες, συστάσεις, σημειώματα, παρουσιάσεις ή ερμηνείες του θετικού δικαίου μπορούν να αχθούν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή εφόσον είναι ικανά να παραγάγουν σημαντικά αποτελέσματα στα δικαιώματα ή την κατάσταση άλλων προσώπων εκτός από τους υπαλλήλους που είναι ενδεχομένως επιφορτισμένοι με την εφαρμογή τους. Έχουν, μεταξύ άλλων, τέτοια αποτελέσματα τα έγγραφα με επιτακτικό χαρακτήρα ή όσα έχουν τον χαρακτήρα κατευθυντήριων γραμμών. Στον ακυρωτικό δικαστή απόκειται να εξετάσει τις πλημμέλειες που μπορούν να πλήξουν τη νομιμότητα του εγγράφου λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα χαρακτηριστικά του, καθώς και την εξουσία εκτίμησης που διαθέτει η αρχή από την οποία προέρχεται. Το ένδικο βοήθημα που ασκείται κατά του εγγράφου πρέπει να γίνεται δεκτό, ιδίως, εάν αυτό θέτει αναρμοδίως νέο κανόνα, εάν η ερμηνεία του θετικού δικαίου που περιέχει παραγνωρίζει την έννοια και το περιεχόμενό του ή αν εκδόθηκε ενόψει της εφαρμογής κανόνα αντίθετου προς υπέρτερη νομική ρύθμιση». Το Conseil d’État έκρινε ότι η ερώτηση-απάντηση που ανήρτησε στην ιστοσελίδα της η Εθνική Επιτροπή για την πληροφορική και τις ελευθερίες (Commission nationale de l’informatique et des libertés CNIL), σχετικά με τις τροποποιητικές κατευθυντήριες γραμμές και τη σύσταση «cookies etautres traceurs», με την οποία η Aρχή γνωστοποιούσε στους υπεύθυνους επεξεργασίας την ερμηνεία του άρθρου 82 του νόμου 78-17 της 6ηςΙανουαρίου 1978, μπορεί, λόγω του περιεχομένου της, να προκαλέσει σημαντικές συνέπειες για την κατάσταση των χρηστών και συνδρομητών ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Επομένως, είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακύρωσης. Το ίδιο έγινε δεκτό για την ερώτηση – απάντηση της ιστοσελίδας του Υπουργείου Οικονομίας, Οικονομικών και Ανάκαμψης με την οποία οι υπηρεσίες του Υπουργείου γνωστοποίησαν την ερμηνεία διαφόρων νομοθετημάτων (πράξης νομοθετικού περιεχομένου και διατάγματος) σχετικά με το ταμείο αλληλεγγύης για τις επιχειρήσεις που επλήγησαν ιδιαιτέρως από τις οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και κοινωνικές συνέπειες της εξάπλωσης της επιδημίας του covid-19 και των μέτρων για τον περιορισμό της [13]. Η εκτίμηση του δικαστή είναι λεπτή και περιπτωσιολογική. Έτσι έκρινε ότι, λόγω της αρχαιότητάς της, η ετήσια έκθεση του 2003 της διυπουργικής αποστολής για την εποπτεία και την καταπολέμηση των παρεκτροπών των σεκτών (mission interministérielle de vigilance et de lutte contre les dérives sectaires [Miviludes]) η οποία περιείχε αιτιάσεις κατά συγκεκριμένης ομάδας, «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ικανή να παραγάγει σημαντικές συνέπειες σε βάρος της ούτε να επηρεάσει ουσιωδώς τις συμπεριφορές των προσώπων στα οποία απευθύνεται» [14].
9. Δέκα χρόνια μετά την ετήσια μελέτη που αφιερώθηκε στο ήπιο δίκαιο, η εξέλιξη καταδεικνύει τη διαρκή μέριμνα του Conseil d’État να προσαρμόσει τη λειτουργία του στις νέες μορφές δράσης της Διοίκησης. Πρόκειται για τη διασφάλιση της δυνατότητας του πολίτη να αμφισβητεί όλες τις πράξεις που, νομικά ή πρακτικά, επηρεάζουν την κατάστασή του. Επιπλέον, αναδεικνύονται οι ανεξάντλητες δυνατότητες, η ανθεκτικότητα και οι προοπτικές της αίτησης ακύρωσης, αυτού του «εξαίσιου δημιουργήματος των νομικών» και του «πιο αποτελεσματικού, πρακτικού και οικονομικού όπλου» του πολίτη κατά της αυθαιρεσίας της δημόσιας εξουσίας.
Υποσημειώσεις
[1] CE της 4.11.1991, n° 102611, M et Mme H., ECLI:FR:CESJS:1991:102611.19911104 και n° 107880, Président du conseil général des Yvelines/Mlle L., ECLI:FR:CESJS:1991:107880.19911104, CE της 24.4.1992, n° 124503, Département du Loiret/M. X, ECLI:FR:CESSR:1992:124503.19920424, CE της 28.7.2006, n° 289621, Département des Yvelines/Mme A.], ECLI:FR:CESSR:2006:289621.20060728.
[2] Βλ. ΣτΕ 1755/2017: εμπνεόμενο από την νομολογία του Conseil d’Etat για τον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο πράξεων του ηπίου δικαίου που εκδίδουν ρυθμιστικές αρχές, το Δικαστήριο παρέπεμψε στις πρώτες γαλλικές αποφάσεις (Fairvesta και Numericable) που τον καθιέρωσαν, προς ενίσχυση της δικής του συλλογιστικής. Πρόκειται για εφαρμογή του συγκριτικού δικαίου στη νομολογία, ως έκφανση του άτυπου διαλόγου των εθνικών δικαστών.Βλ. επίσης: Η αυξανόμενη επιρροή του συγκριτικού δικαίου στο Conseil d’Etat: προς μια καινοτόμο δικαιοδοτική διαδικασία; (L’influence grandissante du droit comparé au Conseil d’État : vers une procédure juridictionnelle innovante ?) – A. Bretonneau/S. Dahan/D. Fairgrieve, RFDA 4/2015, σ. 85), www.prevedourou.gr.
[3] Κατά συνέπεια, δεν ακολουθούν τα υπόλοιπα στάδια της διαδικασίας της υιοθεσίας ανηλίκου εγγεγραμμένου στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων, όπως αυτά περιγράφονται στην ΚΥΑ υπ’ αριθμ. Δ11/οικ.31931/1272/4.8.2020, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή με την έκδοση της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου
[4] ΣτΕ 2332/2022, 1669/2022.
[5] Το Τμήμα Μελετών και Έρευνας του εν λόγω Δικαστηρίου συστηματοποίησε την έρευνα γύρω από τη φύση, το πεδίο και τις δυνατότητες δικαστικού ελέγχου του ηπίου δικαίου: Conseil d’Etat, Etude annuelle 2013: Le droit souple La documentation française 2013)· W. Zagorski, Le contentieux des actes administratifs non décisoires. Contribution à une typologie du droit souple (Μare & Μartin 2015). Βλ. και Ε. Πρεβεδούρου, Ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων του ήπιου δικαίου, e-politeia, τεύχος 2/2022.
[6] CE, Ass., 21 mars 2016, Société Fairvesta International GMBH et autres, n° 368082· CE Ass., 21 mars 2016, Société NC Numericable, n°390023.
[7] D. Costa, ‘Juger de la légalité du droit souple’ σε B. Defoort B. Lavergne (dir.), Juger de la légalité administrative. Quel(s) juge(s) pour quelle(s) légalité(s)? (LexisNexis 2021) 89, 92
[8] Didier-Roland Tabuteau, Lettre de la justice administrative n°72, été 2023
[9] CE, Sect., 12 juin 2020, GISTI, n° 418.142, concl. G. Odinet.
[10] F. Rollin, N Foulquier, ‘Chronique des thèses’ (2016) 4 RFDA 853.
[11] M. Touzeil-Divina, ‘Un nouveau «recours GISTI» contre les lignes directrices ?’ (2020) JCP A, act. 351.
[12] CE, 8 avril 2022, Syndicat national du marketing à la performance [SNMP)] και Collectif des acteurs du marketing digital [CPA], nos 452668 και 459026, ECLI:FR:CECHR:2022:452668.20220408.
[13] CE, 3 février 2023, Mme B… A…, n° 451052, ECLI:FR:CECHR:2023:451052.20230203.
[14] CE, 10 février 2023, Association Shri Ram Chandra Mission France και institut Heartfulness, n° 456954, ECLI:FR:CECHR:2023:456954.20230210