Διακριτική ευχέρεια ανάκλησης παράνομων διοικητικών πράξεων
1. Kατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί ακόμη και τυχόν παράνομες πράξεις της για τις οποίες έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Πράγματι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει σχεδόν από την ίδρυσή του δεχθεί τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου περί ευχέρειας της Διοίκησης να ανακαλεί παράνομες ατομικές διοικητικές πράξεις της, όχι όμως και περί υποχρέωσής της προς τούτο, εκτός εάν τέτοια υποχρέωση επιβάλλεται βάσει ρητής και ανενδοίαστης διάταξης κανόνα δικαίου ή αν η ανάκληση είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση προς ακυρωτική δικαστική απόφαση, υπό την έννοια της ανάκλησης των πράξεων που στηρίζονται στην ακυρωθείσα. Κάμψη της γενικής αυτής αρχής έγινε δεκτή μόνο για ορισμένες περιπτώσεις κοινωνικής ασφάλισης (ΣτΕ 3042/1970).
Προϋποθέσεις υποχρέωσης ανάκλησης πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα
2. Πέρα, όμως, από τη ρητή και ανενδοίαστη πρόβλεψη του νόμου καθώς και την υποχρέωση συμμόρφωσης σε ακυρωτική απόφαση, η νομολογία διαμόρφωσε και μια άλλη περίπτωση κάμψης της γενικής αρχής περί διακριτικής ευχέρειας ανάκλησης παράνομων διοικητικών πράξεων [1]. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (1) ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη (2) για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα (3), η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια κανονιστική πράξη ή διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον (4), αίτηση για την ανάκλησή τους (5) σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης (6). Στην περίπτωση αυτή γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της ατομικής διοικητικής πράξης της οποίας ζητείται η ανάκληση, και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Η ανάκληση από τη Διοίκηση, μετά από εκτίμηση των ανωτέρω παραγόντων, της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή ανίσχυρης διάταξης, δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά, αντιθέτως, είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν κατά κατάφωρη παράβαση του δικαίου [2]. Ως αφετηρία για τον υπολογισμό του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου δικαιολογείται η υποβολή του αιτήματος της ανάκλησης, πρέπει να θεωρείται ο χρόνος δημοσίευσης εκείνης της δικαστικής απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε το πρώτον αμετακλήτως η αντίστοιχη πλημμέλεια της κανονιστικής πράξης ή διάταξης επί της οποίας στηρίχθηκαν οι ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις και όχι ο χρόνος δημοσίευσης τυχόν μεταγενέστερων δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες επιβεβαιώθηκε η ανωτέρω κρίση. Τούτο διότι, λόγω ακριβώς της ανάγκης ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, δεν είναι δυνατόν να παρατείνεται η υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλεί παράνομες διοικητικές πράξεις μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος από την έκδοσή τους [3]. Για να υπάρξει υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε ορισμένη νόμιμη ενέργεια απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης του διοικουμένου ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, συνοδευόμενης από τα απαραίτητα δικαιολογητικά [4].
Συνέπειες μη ανάκλησης
3. Τυχόν παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της, τεκμαιρόμενη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989. Επίσης, η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης ως παράνομης συνιστά, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, εκτελεστή διοικητική πράξη [5]. Τα ως άνω ισχύουν και στην περίπτωση, κατά την οποία με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται κανονιστική διοικητική πράξη λόγω αντίθεσής της προς το Σύνταγμα. Εν προκειμένω, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης, ερειδόμενη και στην υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση, η οποία, στην περίπτωση αυτή, ισχύει έναντι πάντων, να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ΄ εφαρμογήν της ως άνω αντισυνταγματικής κανονιστικής διοικητικής πράξης, εφ΄ όσον υποβληθεί αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου [6].
4. Κατά την έννοια της παραπάνω γενικής αρχής του διοικητικού δικαίου, η οποία διατυπώθηκε το πρώτον με τις αποφάσεις της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 2176/2004 και 2177/2004, η Διοίκηση υποχρεούται –υπό προϋποθέσεις– να επανεξετάσει τη νομιμότητα ατομικών διοικητικών πράξεων, όχι μόνο στην προεκτεθείσα περίπτωση ακυρωτικής –αμετάκλητης– δικαστικής απόφασης, αλλά και στην περίπτωση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδοθείσας στο πλαίσιο πρότυπης δίκης κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010, με την οποία –μετά τη διαπίστωση αντίστοιχης πλημμέλειας της κανονιστικής πράξης ή διάταξης εφ’ ής στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική πράξη– η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο [7]. Προσέτι, κατά την έννοια της ίδιας ως άνω γενικής αρχής, ερμηνευόμενης υπό το φως της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής), οι παράγοντες που εκτιμώνται (λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ανάγκη προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα και διαδραμών από την έκδοση της πράξης χρόνος) ενδέχεται να επιβάλλουν ή να αποκλείουν όχι μόνο την εν γένει, αλλά και την εν μέρει, εξ υπαρχής ή για το μέλλον, ανάκληση της παράνομης ατομικής διοικητικής πράξης [8].
Μη συνδρομή των προϋποθέσεων
5. Εφόσον δεν συντρέχουν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις, για παράδειγμα εάν δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις της ταυτότητας διατάξεων και της ομοιότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων ή εάν η σχετική αίτηση ανάκλησης των ενδιαφερομένων δεν υποβληθεί εντός ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε το πρώτον αμετακλήτως η αντίστοιχη πλημμέλεια της κανονιστικής πράξης ή διάταξης επί της οποίας στηρίχθηκαν οι ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, (α) η παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει την παράνομη ατομική διοικητική πράξη δεν είναι προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, εφόσον δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, ενώ (β) η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος ανάκλησης της πράξης αυτής στερείται εκτελεστού χαρακτήρος [9].
Περιπτώσεις εφαρμογής της νομολογιακής κατασκευής περί ανάκλησης ομοίων πράξεων προς ακυρωθείσα
6. Η εξέταση της σχετικής νομολογίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο ελέγχει ενδελεχώς την τήρηση των προϋποθέσεων που το ίδιο διατύπωσε, προκειμένου να διαπιστώσει αν η Διοίκηση, επιλαμβανόμενη αιτήματος ανάκλησης πράξης όμοιας προς ακυρωθείσα, όφειλε ή όχι να το εξετάσει και αν η άρνησή της, ρητή ή σιωπηρή, συνιστά εκτελεστή πράξη. Έτσι, με την απόφαση ΣτΕ 22/2023 κρίθηκε ότι η αίτηση των επιτυχόντων στους διαγωνισμούς εκπαιδευτικών του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) των ετών 2002 και 2004, (α) να διορισθούν αναδρομικώς, από την ημερομηνία δημοσίευσης των σχετικών πινάκων διορισμών, αναλόγως του σχολικού έτους κατά το οποίο όφειλε η Διοίκηση να διορίσει τον καθένα εξ αυτών, και (β) να ανασυνταχθούν όλοι οι σχετικοί πίνακες διορισμών και να περιληφθούν σε αυτούς και οι ίδιοι, καθ’ ό μέρος διορίσθηκαν με αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις, κατά παράλειψη αυτών, εκπαιδευτικοί των κλάδων τους προερχόμενοι από τους πίνακες αναπληρωτών εκπαιδευτικών κατατέθηκε στη Διοίκηση δεκατέσσερις (14) μήνες και έξι (6) ημέρες από τη δημοσίευση των αποφάσεων ΣτΕ 2491/2015 και 2492/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας [10], ενώ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του Δικαστηρίου, η διαδικασία καθαρογραφής, θεώρησης και υπογραφής των εν λόγω αποφάσεων (πενταμελούς σύνθεσης) ολοκληρώθηκε σχεδόν δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή τους. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο εντός του οποίου μπορούσε να ζητηθεί από τους αιτούντες η ανάκληση των επίμαχων υπουργικών αποφάσεων, λαμβανομένης υπόψη και της ανάγκης διασφάλισης της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της σχετικής αποστολής του Κράτους σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 και 4 εδ. α΄ του Συντάγματος [11].
7. Αντίθετα, με την απόφαση ΣτΕ 1618/2024 κρίθηκε ότι οι συμμετέχουσες σε διαγωνισμούς του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας για την πρόσληψη Συνοριακών Φυλάκωνυπέβαλαν το αίτημα περί ανάκλησης των ατομικών διοικητικών πράξεων που τις αφορούσαν μετά από χρονικό διάστημα δύο ετών και δέκα μηνών περίπου από τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων που έκριναν το επίμαχο νομικό ζήτημα, το οποίο δεν παρίσταται εύλογο [12]. Πρόκειται για τις αποφάσεις της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 1986 έως 1990/2005 (δημοσιευθείσες στις 27.6.2005) με τις οποίες κρίθηκε το πρώτον αμετακλήτως ότι οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 του ν. 2622/1998 και 1 παρ. 1 και 2 του π.δ. 311/1998, και της εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση αυτών κανονιστικής πράξης 7002/2/132/25.5.2001 του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, είναι μη νόμιμοι οι ερειδόμενοι επί των διατάξεων αυτών πίνακες επιτυχόντων συνοριακών φυλάκων, μεταξύ άλλων οι πίνακες των οποίων ζητήθηκε η ανάκληση εν προκειμένω. Το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενες, με τις από 8.5.2008 αιτήσεις τους προς την Διοίκηση επικαλέσθηκαν προς θεμελίωση του αιτήματος ανάκλησης των επίμαχων πράξεων κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω γενικής αρχής του δικαίου, τις αποφάσεις ΣτΕ 415, 416 και 417/2008 (δημοσιευθείσες την 1.2.2008), δεν δικαιολογεί την αφετηρία υπολογισμού του εύλογου χρόνου από τη δημοσίευση των τελευταίων αυτών αποφάσεων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου με την απόφαση ΣτΕ 1618/2024 δεν βασίζεται σε μεταστροφή της νομολογίας του, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασης των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αλλά σε πάγια νομολογία η οποία εκκινεί από το ίδιο έτος (2013) κατά το οποίο εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου με τις οποίες αποφάνθηκε περί της νομιμότητας της αρχικής ρητής άρνησης της Διοίκησης να αποδεχθεί το αίτημα των ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου, επειδή, δηλαδή, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της υποβολής του αιτήματος ανάκλησης εντός ευλόγου χρόνου από τη δημοσίευση των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 1986 έως 1990/2005, η προσβαλλόμενη με την ένδικη αίτηση ακύρωσης απόφαση με την οποία εκδηλώθηκε άρνηση αποδοχής των επίδικων αιτημάτων ανάκλησης στερείται εκτελεστού χαρακτήρα [13].
Περιεχόμενο της συμμόρφωσης σε περίπτωση ακύρωσης παράλειψης διορισμού
8. Eνδιαφέρουσα υπό το πρίσμα της εφαρμογής της εν λόγω νομολογιακής κατασκευής και των τυχόν συνεπειών της έχει η απόφαση ΣτΕ 1659/2021, με την οποία το Γ΄ Τμήμα εξαφάνισε την απόφαση ΔΕφΑθ 919/2008 και ακύρωσε την από 31.8.2007 απόφαση της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά το μέρος που με αυτή κυρώθηκαν οι πίνακες εισαγομένων, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, αποφοίτων Λυκείων στη Σχολή Αστυφυλάκων της ΕΛ.ΑΣ., με βάση την επίδοσή τους στην τελευταία συμμετοχή τους το έτος 2006 ή παλαιότερα στις εξετάσεις της Γ´ τάξης Γενικού Λυκείου, κατά παράλειψη της αιτούσας και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Η παράλειψη της αιτούσας οφειλόταν στο ότι δεν είχε το απαιτούμενο ανάστημα 1,70 μ. και, για τον λόγο αυτόν, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν την συμπεριέλαβε στον πίνακα των ικανών υποψηφίων για τις αστυνομικές σχολές που απέστειλε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Κατά της πράξης αυτής, όπως επίσης και της απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες επιτυχόντων και επιλαχόντων της Σχολής Αστυφυλάκων και της απόφασης του Υπουργού Δημοσίας Τάξης, με την οποία κλήθηκαν για φοίτηση στις σχολές της ΕΛ.ΑΣ. οι επιτυχόντες υποψήφιοι, κατά παράλειψη της εκκαλούσας, η τελευταία άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη, δεδομένου ότι με τις αποφάσεις της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 902-907/2021 κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ. προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, μη αιτιολογουμένη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελαχίστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας.
Περιορισμένο effet utile της νομολογιακής κατασκευής της υποχρέωσης ανάκλησης πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα
9. Ανησυχώντας για το ενδεχόμενο αξιοποίησης της νομολογιακής κατασκευής της ανάκλησης πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα σε μεταγενέστερους διαγωνισμούς, το Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3 εδαφ. β΄ του π.δ. 18/1989, και να οριστεί ότι το ακυρωτικό αποτέλεσμα θα ισχύσει σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης είτε των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 902-907/2019, με τις οποίες μεταστράφηκε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τη συνταγματικότητα του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, είτε της ΣτΕ 2055/2019 παραπεμπτικής στην Ολομέλεια απόφασης του Γ΄ Τμήματος. Ειδικότερα, το Δημόσιο εκτίμησε ότι περίπου 600 γυναίκες (25 υποψήφιες κατά μέσο όρο σε περίπου 25 διενεργηθέντες διαγωνισμούς), που συμμετείχαν κατά τα τελευταία 17 έτη εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 σε διαγωνισμούς κατάταξης στις αστυνομικές σχολές της ΕΛ.ΑΣ. και αποκλείστηκαν λόγω του ότι δεν είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος 1,70 μ., θα ζητούσαν την ανάκληση των σχετικών πράξεων αποκλεισμού τους, στηριζόμενες στα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2176/2004. Τούτο θα είχε, κατά το Δημόσιες τις εξής δυσμενείς συνέπειες: α) να καταστήσει πιθανή την πρόσληψη μεγάλου αριθμού αστυνομικών σε προχωρημένη αναφορικά με την επίπονη άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων ηλικία, χωρίς να έχουν τη σχετική εμπειρία και επιβαρύνοντας δυσανάλογα με το κόστος τυχόν αναδρομικών αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών τους τον προϋπολογισμό, β) να δημιουργηθούν κατά το στάδιο συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση σοβαρότατα προβλήματα στη λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ. που σχετίζονται με την αναδρομική λήψη βαθμών και τη συνακόλουθη ανάθεση αντίστοιχων θέσεων μεγάλης διοικητικής ευθύνης σε πρόσωπα που, όπως η αιτούσα, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρία, γνώσεις και ικανότητα και γ) να προκληθούν προβλήματα στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό των προσλήψεων στην Ελληνική Αστυνομία, με βάση τα μεσοπρόθεσμα πλαίσια δημοσιονομικής στρατηγικής ετών 2015-2018, 2018-2021 και 2019-2022 που εγκρίθηκαν, αντιστοίχως, με τους νόμους 4263/2014 (Α΄ 117), 4472/2017 (Α΄ 74), 4549/2018 (Α΄ 105) και προβλέπουν συγκεκριμένο, ανά έτος, αριθμό προσλήψεων στην Κεντρική Διοίκηση.
10. Το Δικαστήριο δεν συμμερίσθηκε τις ανησυχίες του Δημοσίου, τις οποίες παρέκαμψε, παρουσιάζοντας με παιδαγωγικό τρόπο και πληρότητα, αφενός, το περιεχόμενο της συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση που ακυρώνει παράνομη παράλειψη διορισμού και, αφετέρου, τις προϋποθέσεις εφαρμογής της νομολογίας για την ανάκληση πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα. Υπενθύμισε ότι, από τον συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος με το οποίο θεσπίσθηκε και ρητώς η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, και του εκδοθέντος σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διάταξης Ν. 3068/2002 προκύπτει ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση, υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στον νομικό κόσμο τη νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη ή η ακυρωθείσα διοικητική πράξη [14]. Όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας [15], κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 3 του Ν. 3068/2002 ως «ενδιαφερόμενος», ο οποίος νομιμοποιείται να επιδιώξει, σύμφωνα με την προδιαγραφόμενη διαδικασία, τη διαπίστωση καθυστέρησης, παράλειψης ή άρνησης συμμόρφωσης ή πλημμελούς συμμόρφωσης προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση, νοείται μόνον εκείνος που διετέλεσε διάδικος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή, όχι δε και οποιοσδήποτε τρίτος που ενδιαφέρεται για τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την εν λόγω απόφαση. Τούτο, διότι σκοπός των ως άνω διατάξεων του νόμου είναι, εν όψει και των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., να εξασφαλισθεί ότι κάθε πρόσωπο θα έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δηλαδή εκτός από το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, και το συνακόλουθο δικαίωμα να επιτύχει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί, δεν θεσπίζεται όμως με τις διατάξεις αυτές θεσμός «λαϊκής αγωγής», με τον οποίο να παρέχεται η δυνατότητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ενδιαφέρεται για τη νόμιμη δράση της Διοίκησης, να επιδιώξει τη συμμόρφωσή της προς δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί σε δίκη, στην οποία το πρόσωπο αυτό δεν έχει διατελέσει διάδικος. Το ειδικότερο, εξάλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της Διοίκησης προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακύρωσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης, καθώς και από τα επιτασσόμενα από την ακυρωτική απόφαση. Στην περίπτωση ακύρωσης της παράλειψης διορισμού, η Διοίκηση οφείλει, εφόσον συντρέχει, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, νόμιμη περίπτωση διορισμού του αιτούντος, να τον διορίσει αναδρομικά με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα λήψης αναδρομικών αποδοχών [16]. Η αναγνώριση της υποχρέωσης της Διοίκησης να καταβάλει αναδρομικά αποδοχές εξυπηρετεί, περαιτέρω, την αρχή της οικονομίας της δίκης, η οποία επιτάσσει την ταχεία επίλυση της διαφοράς, διότι έτσι αποφεύγεται η άσκηση άσκοπων ένδικων βοηθημάτων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων [17. Επίσης, ως προς το ζήτημα αν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί στην υπηρεσιακή (βαθμολογική) αποκατάσταση στρατιωτικού υπαλλήλου ή υπαλλήλου σώματος ασφαλείας αναδρομικά, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει δεχτεί [18] ότι η συμμόρφωση της Διοίκησης δεν επεκτείνεται στην άρση τυχόν προϋποθέσεων που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία για την υπηρεσιακή και βαθμολογική εξέλιξη του υπαλλήλου αυτού (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας) [19].
11. Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στην περίπτωση της νικήσασας διαδίκου στην απόφαση ΣτΕ 1659/2021, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασής του γεννάται μόνον ως προς την αιτούσα και όχι ως προς τρίτα πρόσωπα (όπως λ.χ. γυναίκες υποψήφιοι σε διαγωνισμούς κατάταξης στις αστυνομικές σχολές της ΕΛ.ΑΣ. και αποκλεισθείσες λόγω του ότι δεν είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος 1,70 μ., κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003), τα οποία δεν διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη, αλλά ευνοούνται ενδεχομένως από την κρίση περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής. Ειδικώς όμως, ως προς την αιτούσα, εφόσον η Διοίκηση κρίνει ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση διορισμού της, οφείλει να τη διορίσει αναδρομικά με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, περιλαμβανόμενης και της υποχρέωσης καταβολής αναδρομικών αποδοχών. Αντιθέτως, δεν αποτελεί περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ακυρωτική απόφαση η βαθμολογική αποκατάσταση της αιτούσας αναδρομικά, εφόσον αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση πλήρωσης των οριζομένων στην οικεία νομοθεσία για την υπηρεσιακή και βαθμολογική εξέλιξή της (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας). Ενόψει των ανωτέρω, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής του άρθρου 50 παρ. 3 περ. β´ του π.δ. 18/1989, ειδικώς ως προς την αιτούσα.
12. Τέλος, το Δικαστήριο αντιμετώπισε αντικειμενικά και ρεαλιστικά το ενδεχόμενο αξιοποίησης της ανάκλησης πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα. Έκρινε ότι, ανεξαρτήτως αν υπό τις περιστάσεις της παρούσας δίκης θα μπορούσε να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3 περ. β΄ του π.δ. 18/1989 ως προς τρίτα, πλην της αιτούσας, πρόσωπα, πάντως δεν είναι βέβαιη ή έστω ενδεχόμενη κατά την κοινή πείρα και την εξέλιξη των πραγμάτων η επέλευση της βλάβης του δημοσίου συμφέροντος, την οποία επικαλέστηκε το Δημόσιο, από τις συνέπειες της κριθείσης ως αντισυνταγματικής με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 902-907/2021 διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003. Ειδικότερα, πέραν του ότι η εκτίμηση του Δημοσίου ως προς τον αριθμό (περίπου 600) των γυναικών υποψηφίων που κρίθηκαν μη ικανές λόγω αναστήματος, κατά τα έτη εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, εκφέρεται αορίστως, χωρίς να στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, πάντως είναι άδηλος τόσο ο αριθμός αυτών που θα υποβάλουν αίτηση προς τη Διοίκηση ζητώντας, κατ’ επίκληση των κριθέντων με την ΣτΕ Ολ 2176/2004, την ανάκληση των ομοίου περιεχομένου ατομικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει της ίδιας διάταξης, όσο και ο αριθμός εκείνων που θα πληρούν τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, προκειμένου να επανεξετασθεί η υπόθεσή τους από τη Διοίκηση. Εξ άλλου, τυχόν αποδοχή από τη Διοίκηση των αιτήσεων που θα υποβληθούν και επανεξέταση αυτών δεν συνεπάγεται αυτοθρόως και την κατάταξη των προσώπων αυτών στις Αστυνομικές Σχολές. Σε κάθε περίπτωση, η υπηρεσιακή και βαθμολογική τους εξέλιξη μετά την τυχόν αποφοίτησή τους από τις Αστυνομικές Σχολές τελεί υπό την προϋπόθεση πλήρωσης των οριζομένων στην οικεία νομοθεσία (λ.χ. κρίση αρμοδίου συμβουλίου, συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας) και δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής λήψης βαθμών. Συνεπώς, η βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, όπως προβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο, από την επέλευση των συνεπειών της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 παρίσταται άδηλη και υποθετική, εξαρτώμενη από μελλοντικούς και αβέβαιους παράγοντες. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος εφαρμογής του άρθρου 50 παρ. 3 περ. β´ του π.δ. 18/1989, ούτε και από την άποψη αυτή. Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δείχνει επιφυλακτικότητα ως προς το effet utile της νομολογιακής κατασκευής της υποχρέωσης ανάκλησης πράξεων όμοιων προς ακυρωθείσα και, ιδίως, τις δυσμενείς για τη Διοίκηση συνέπειες της εφαρμογής της.
[1] Οι αρχές της νομολογιακής αυτής κατασκευής βρίσκονται στην απόφαση του Ε΄ Τμήματος ΣτΕ 370/1997, με εισηγητή τον τότε Σύμβουλο Κωνσταντίνο Μενουδάκο. Η κατασκευή συμπληρώθηκε με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2176, 2177/2004 και έκτοτε εξελίχθηκε χωρίς ουσιώδεις μεταβολές. ΣτΕ 1036/2021 7μ., 4763/2014 7μ., ΣτΕ 1729 – 1737/2022, 180/2020, 2451/2019. Βλ. διεξοδικά www.prevedourou.gr, Ανάκληση πράξεων «ομοίου» περιεχομένου προς ακυρωθείσα Νομολογιακές εξελίξεις: αποφάσεις ΣτΕ 1659/2021 και 1036/2021
[2] ΣτΕ Ολ. 1834/2021, 1175/2008, 2176 – 2177/2004, ΣτΕ 7μ 1036/2021, 99/2018, 19/2015, 4763/2014, 2736/2005, ΣτΕ 22/2023, 1729 – 1737/2022, 180 – 189/2020, 1275/2019
[3] ΣτΕ 22, 23/2023, 2334 – 2339, 2116 – 2118, 1733 – 1737/2022, 146/2020, 2469/2019.
[4] ΣτΕ 353/2023, 2834/2018, 935/2017, 446/2016 7μ.
[5] ΣτE Ol 1175/2008, ΣτΕ 23/2023, ΣτΕ 7μ 19/2015, 99/2018, ΣτΕ 1633/2014, 4549/2015.
[6] ΣτΕ Ολ 1175/2008. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η απορριπτική του αιτήματος ανακλήσεως ατομικής διοικητικής πράξεως που ερείδεται επί παρανόμου, λόγω αντιθέσεως προς το Σύνταγμα, κανονιστικής πράξεως, πράξη του οικείου διοικητικού οργάνου στερείται εκτελεστότητος. Ειδικότερα, κατά την άποψη του Συμβούλου …, με την πράξη αυτή που απλώς γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ότι το αίτημά του απορρίφθηκε και, επομένως ως πληροφοριακή, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, δεν παρακωλύεται η δυνατότητά του να επιδιώξει την ικανοποίησή του με την έγερση αγωγής αποζημιώσεως του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., κατά την εκδίκαση της οποίας θα εξετασθεί παρεμπιπτόντως και η νομιμότητα της αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί στην ανάκληση της παρανόμου ατομικής διοικητικής πράξεως.
[7] ΣτΕ 23/2023, 1036/2021 7μ, 1729 – 1737/2022.
[8] ΣτΕ 23/2023, 1729 – 1737/2022.
[9] ΣτΕ 22, 23/2023, 2334 – 2339, 2116 – 2118, 1733 – 1737/2022, πρβλ. ΣτΕ Ολ 1175/2008, ΣτΕ 7μ 19/2015, 99/2018, ΣτΕ 22/2023, 4549/2015, 1633/2014.
[10] Με τις ακυρωτικές αποφάσεις ΣτΕ 2491/2015, 2492/2015 και 2947/2015, επί εφέσεων και αιτήσεων ακυρώσεως επιτυχόντων στον διαγωνισμό εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2004, κρίθηκε, κατ’ επίκληση της απόφασης ΣτΕ Ολ 527/2015, ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 περίπτ. α΄ υποπερίπτ. ββ΄ και παρ. 4 του ν. 3255/2004, καθ’ ό μέρος προβλέπουν τον διορισμό εκπαιδευτικών από τους πίνακες αναπληρωτών με βάση την προϋπηρεσία τους, είναι ανίσχυρες, ως αντίθετες στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος και στις κατοχυρούμενες με αυτές αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας στις προσλήψεις των δημοσίων υπαλλήλων.
[11] ΣτΕ 1736/2022, Ολ 1834/2021, 950/2017.
[12] ΣτΕ 2334 έως 2338/2022, 4652/2013
[13] ΣτΕ 22, 23/2023, 2334 – 2339, 2116 – 2118, 1733 – 1737/2022, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1175/2008, ΣτΕ 7μ 19/2015, 99/2018, ΣτΕ 22/2023, 4549/2015, 1633/2014.
[14] ΣτΕ 2198-2200, 852-855/2019, Ολ 1163-1167/2017, Ολ 677/2010, 1536/2016, 276/2016, 3704/2014
[15] Αποφάσεις του Συμβουλίου αυτού 7/2021, 16/2019 Ολ., 1-2/2019 Ολ., 14/2016, 22/2015, 105, 52/2010, 92/2009, 33/2007 και πρακτικά του ιδίου Συμβουλίου 5-7/2017, 1/2017 Ολ., 12/205, 6/2013, 70/2010, 20/2008, 28/2007
[17] Πρακτικά Τριμ. Συμβ. Συμμ. 20, 17, 10, 1/2020, 10, 9, 7, 5/2019, 21/2018.
[18] Πρακτικά του Συμβουλίου αυτού 1, 10/2020, 7/2019, 21/2018, 14, 15/2017, 33/2016, 14/2015, 100/2010.
[19] Σημειώνεται ότι, με τις αποφάσεις ΣτΕ 1241, 1244/2023 7μ., 2483/2023, κρίθηκε ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο ζημιωθείς, ενόσω βρισκόταν εκτός υπηρεσίας, επιδόθηκε σε άλλη βιοποριστική δραστηριότητα (παροχή εξαρτημένης εργασίας, άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος), τα εντεύθεν οφέλη (μισθοί, αμοιβές κ.λπ.) δεν είναι συμψηφιστέα με τις οφειλόμενες σε αυτόν αναδρομικές αποδοχές, διότι η λόγω της παράνομης παραμονής του εκτός υπηρεσίας αναγκαία εκ μέρους του επαγγελματική επανεκτίμηση και η άσκηση από αυτόν βιοποριστικής δραστηριότητας διακόπτει, ως εκ της φύσεως της ανθρώπινης εργασίας, τον κατά τις ανωτέρω διατάξεις αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός της παρανομίας της Διοικήσεως και καθιστά τις σχετικές ωφέλειες απότοκες, όχι του γεγονότος εκείνου, αλλά της αυτόνομης ανάληψης βιοποριστικής δράσης. Εκτός και αν η αναληφθείσα δραστηριότητα παρουσιάζει τέτοιον εξαιρετικό βαθμό ομοιότητας προς τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δημόσιας θέσης, ώστε, λαμβανομένων υπόψη και των εκάστοτε ιδιαιτέρων συνθηκών, να συνιστά, κατ’ ουσίαν, την ίδια με αυτήν εργασία. Στην εξαιρετική αυτή και μόνον περίπτωση δεν διασπάται ο αιτιώδης σύνδεσμος και χωρεί συμψηφισμός ζημίας και ωφέλειας (416/2024 7μ).