Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Ερμηνεία του άρθρου 66 του Ν 4055/2012 (ΣτΕ 4313/2013, ΔΕφΑθ 1786/2015)

Ερμηνεία του άρθρου 66 του Ν 4055/2012 (ΣτΕ 4313/2013, ΔΕφΑθ 1786/2015)

 Με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής,  επιδιώκεται, η ενιαία δικονομική μεταχείριση των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων με την ανάθεση της εκδίκασης των διαφορών που ανακύπτουν από την ένδικη αμφισβήτησή τους, ως διαφορών ουσίας, από τα διοικητικά πρωτοδικεία, αποφαινόμενα επί προσφυγής κατά τις διατάξεις του ΚΔΔ. Ειδικότερα, η διατάξη αυτή ορίζει τα εξής: «Πράξεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων. 1. Οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εκδικάζονται ως διαφορές ουσίας από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία. Ως προς την προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά των πράξεων αυτών, την προσωρινή δικαστική προστασία, την άσκηση ένδικων μέσων και κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία άσκησης και εκδίκασης της προσφυγής και έκδοσης της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή: α) στις κυρώσεις πειθαρχικού χαρακτήρα, όπως είναι, ιδίως, εκείνες που επιβάλλονται στο προσωπικό των δικαστηρίων, εισαγγελιών και έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, στους υπαλλήλους της Βουλής, στο κάθε κατηγορίας προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στα μονοπρόσωπα όργανα και στα μέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, στους θρησκευτικούς λειτουργούς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών γνωστών θρησκειών και δογμάτων, καθώς και σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η ένωση Ελλήνων Χημικών, β) στις διαφορές των περιπτώσεων η΄ και ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), γ) στις διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής κυρώσεων, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές.» Το δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω διάταξης θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη δικονομική μεταχείριση των κυρώσεων στις οποίες αναφέρεται και οι οποίες έχουν ήδη υπαχθεί στα ΤΔΔ. Ερμηνεύοντας τη ρύθμιση αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε τη μετατροπή σε ακυρωτικές διαφορές και την ανάθεση σε άλλα δικαστήρια των διαφορών που γεννώνται από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και είχαν ήδη υπαχθεί, με προηγούμενα νομοθετήματα, στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων ως διαφορές ουσίας, όπως στην περίπτωση των διαφορών από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα ΝΠΔΔ, οι οποίες εισάγονται στα διοικητικά πρωτοδικεία με προσφυγή ουσίας δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 1406/1983 (διάταξη, η οποία, σε αντίθεση με τις παρ. 4Α και 5 του ιδίου άρθρου, δεν καταργήθηκε ρητώς με το άρθρο 110 παρ. 14 του Ν. 4055/2012). Έκρινε, κατά συνέπεια, ότι οι πράξεις επιβολής πειθαρχικών ποινών σε φαρμακοποιούς από τους φαρμακευτικούς συλλόγους υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων και όχι σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

ΣτΕ 4313/2013

Οι διαφορές από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε φαρμακοποιούς

Οι διαφορές από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε φαρμακοποιούς μέλη των φαρμακευτικών συλλόγων (νπδδ, ΣτΕ 4538/2012, 3834/1992, 25/1986), οι οποίες είχαν τον χαρακτήρα ακυρωτικών διαφορών (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 2574, 1628, 1236/1999 κ.ά.), μετετράπησαν σε διοικητικές διαφορές ουσίας με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του Ν 2721/1999, με την οποία προσετέθη στο άρθρο 1 του Ν 1406/1983 παράγραφος 3 ως εξής: «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) … δ) επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως είναι, ιδίως, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών». Προέβλεπε δε ο νόμος στις περιπτώσεις αυτές την άσκηση προσφυγής κατά της πειθαρχικής ποινής ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου (ΣτΕ εν συμβουλίω 795-7/2009 και πρβλ. ΣτΕ 2698/2000, εν συμβουλίω 108/2011, 520/2009). Σημειώνεται, πάντως, ότι με τη ΣτΕ Ολ 189/2007 (έτσι και ΣτΕ 1924/2013) κρίθηκε ότι οι αναφυόμενες από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε δικηγόρους διαφορές αποτελούν ακυρωτικές διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής: [Επειδή, από τας ως άνω διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1406/83, ερμηνευομένας, εν όψει της εννοίας των ανωτέρω Συνταγματικών διατάξεων, προκύπτει, ότι, αι διοικητικαί διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από τας αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων, και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με τας οποίας, επιβάλλονται, πειθαρχικαί ποιναί εις δικηγόρους, δεν υπήχθησαν, εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εκδικαζόμεναι, πλέον, από αυτά, ως διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αλλά, εξακολουθούν, να ανήκουν, εις την γενικήν ακυρωτικήν δικαιοδοσίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποτελούσαι ακυρωτικάς διοικητικάς διαφοράς. Τούτο δε διότι, μεταξύ των αναφερομένων, εις την ως άνω διάταξιν του ν. 1406/1983, ως υπαγομένων εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, διοικητικών διαφορών, αι οποίαι αναφύονται από την επιβολήν πειθαρχικών ποινών, εις τα μέλη των επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) και, αι οποίαι απαριθμούνται εις αυτήν, δεν γίνεται, ειδική μνεία, περί του ότι υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και αι συγκεκριμέναι διοικητικαί διαφοραί, δηλαδή, αι ακυρωτικαί διοικητικαί διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από την επιβολήν πειθαρχικών ποινών εις δικηγόρους από τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων. Η έλλειψις δε αυτή ειδικής αναφοράς περί του ότι υπάγονται εις την δικαιδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και αι διοικητικαί διαφοραί, αι οποίαι αναφύονται από τας προαναφερθείσας αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με τας οποίας επιβάλλονται πειθαρχικαί ποιναί εις δικηγόρους, δεν αίρεται από την ενδεικτικήν απαρίθμησιν, εις την διάταξιν αυτήν, ορισμένων επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), αι διαφοραί από την επιβολήν πειθαρχικών ποινών εις τα μέλη των οποίων, υπήχθησαν εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Τούτο δε εν όψει της ιδιαζούσης φύσεως των Δικηγορικών Συλλόγων, οι οποίοι συνιστούν μεν και αυτοί ν.π.δ.δ., τα οποία είναι συγχρόνως φορείς των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών των, πλην, αποτελούνται, από δικηγόρους, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα δημοσίου λειτουργού, είναι διορισμένοι εις την περιφέρειαν του οικείου Πρωτοδικείου και είναι υποχρεωτικώς μέλη των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων (βλ. και Σ.τ.Ε. Ολομ. 2512/1997). Κατά την γνώμην όμως των Συμβούλων Σπ. Καραλή, Αν. Γκότση, Ελ. Δανδουλάκη, Γ. Σγουρόγλου, Αθ. Καραμιχαλέλη, Γ. Ποταμιά και Ι. Ζόμπολα, αι αναφυόμεναι από τας αποφάσεις των ως άνω Πειθαρχικών Συμβουλίων διαφοραί συνιστούν, εν όψει των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 1406/1983 και του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας διοικητικάς διαφοράς ουσίας, αι οποίαι έχουν υπαχθεί εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, υποκείμεναι εις προσφυγήν ενώπιον αυτών.]

Με τις τροποποιήσεις που επέφεραν στο άρθρο 1 του Ν 1406/1983 οι νόμοι 3659/2008 και 3900/2010 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως διαφορές ουσίας, και άλλες κατηγορίες διαφορών από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Ειδικότερα, υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου οι διαφορές που προκύπτουν από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων, μεταξύ άλλων, της εργατικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών (παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν 1406/1983, η οποία προσετέθη με το άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 3659/2008) ενώ υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, εκδικαζόμενες σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται «από την επιβολή κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση κάθε είδους επαγγελματικής δραστηριότητας, την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικής εγκατάστασης και την κυκλοφορία προϊόντων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που οι σχετικές διαφορές έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου» (παρ. 4 Α του άρθρου 1 του Ν 1406/1983, προστεθείσα με το άρθρο 48 παρ. 3 του Ν 3900/2010). Γενικό κανόνα αρμοδιότητας περιέλαβε το άρθρο 1 του Ν 1406/1983 μόνο ως προς μία κατηγορία διοικητικών κυρώσεων, τις πράξεις «οι οποίες αφορούν την επιβολή αποκλειστικά και μόνο προστίμου». Ορίσθηκαν ειδικότερα στην παράγραφο 5 του ανωτέρω άρθρου (άρθρο 51 παρ. 5 του Ν. 3659/2008 που τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 4 του Ν. 3900/2010) τα ακόλουθα: «Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε΄, η΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν 702/1977 [που αφορούν τις κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων, περί αυθαιρέτων κτισμάτων και κατασκευών καθώς και της νομοθεσίας περί υπαιθρίων διαφημίσεων και επιγραφών, αρμοδιότητος του τριμελούς διοικητικού εφετείου] και της παραγράφου 4 Α, οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή αποκλειστικά και μόνο προστίμου, εκδικάζονται, ως διαφορές ουσίας, από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία. Εξακολουθούν να υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής προστίμου, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον δεν προβλέπει άλλως η νομοθεσία τους».

Ρύθμιση και ερμηνεία του άρθρου 66 του Ν 4055/2012

Εν συνεχεία το άρθρο 66 του Ν 4055/2012 διέλαβε τα εξής: «1. Οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εκδικάζονται ως διαφορές ουσίας από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία. Ως προς την προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά των πράξεων αυτών, την προσωρινή δικαστική προστασία, την άσκηση ένδικων μέσων και κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία άσκησης και εκδίκασης της προσφυγής και έκδοσης της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή α) στις κυρώσεις πειθαρχικού χαρακτήρα, όπως είναι, ιδίως, εκείνες που επιβάλλονται στο προσωπικό των δικαστηρίων, εισαγγελιών και έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, στους υπαλλήλους της Βουλής, στο κάθε κατηγορίας προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στα μονοπρόσωπα όργανα και στα μέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, στους θρησκευτικούς λειτουργούς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών γνωστών θρησκειών και δογμάτων, καθώς και σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών, β) στις διαφορές των περιπτώσεων η΄ και ι΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν 702/1977 (Α΄ 268), γ) στις διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής κυρώσεων, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές». Συναφώς ορίσθηκαν στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 14 του Ν. 4055/2012 τα ακόλουθα: «Η ισχύς του άρθρου 66 δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις. Από την έναρξη ισχύος του εν λόγω άρθρου καταργούνται: α) οι διατάξεις των παραγράφων 4Α και 5 του άρθρου 1 του Ν 1406/1983, όπως η παράγραφος 4Α προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ. 3 του Ν. 3900/2010 και η παράγραφος 5 προστέθηκε με το άρθρο 51 παρ. 2 του Ν. 3659/2008 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 4 του Ν. 3900/2010 και β) κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα στα οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 113 του Ν. 4055/2012, «η ισχύς του [εν λόγω] νόμου αρχίζει από την 2α Απριλίου 2012, εκτός των διατάξεων του άρθρου 110, στις οποίες ορίζεται διαφορετικός χρόνος έναρξης ισχύος».

Κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 66 του σχετικού σχεδίου νόμου, «με διατάξεις πολύ μεγάλου αριθμού ειδικών διοικητικών νόμων, με τις οποίες προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, θεσπίζονται και δικονομικές διατάξεις που αφορούν τον δικαστικό έλεγχο των σχετικών πράξεων. Με τις διατάξεις αυτές, πολλές από τις οποίες είναι μεταγενέστερες του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999), εισάγονται σημαντικές αποκλίσεις, και μάλιστα κατά τρόπο διαφορετικό, από τις διατάξεις του Κώδικα ως προς βασικά δικονομικά θέματα, όπως ο χαρακτήρας του ένδικου μέσου (προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης), η προθεσμία άσκησης, το αρμόδιο δικαστήριο και η παροχή προσωρινής προστασίας (π.χ. άρθρο 4 του Ν 3190/2003, άρθρο 14 παρ. 10 του ΠΔ 55/1998, άρθρο 6 του Ν 2326/1995) ή καταλείπεται ασάφεια ως προς το αρμόδιο δικαστήριο (π.χ. άρθρο 17 παρ. 5 της ΚΥΑ Η. Π. 11642/1943/2002). Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν έχουν δικαιολογητικό λόγο και δημιουργούν αμφισβητήσεις ως προς το εφαρμοστέο δικονομικό καθεστώς με προφανείς δυσμενείς συνέπειες τόσο για την αποτελεσματική δικαστική προστασία των θιγόμενων πολιτών όσο και για τη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων. Με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργούνται όλες οι αδικαιολόγητες αυτές ειδικές διατάξεις και προβλέπεται ότι η δικαστική προστασία κατά των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων χωρεί κατά τους γενικούς κανόνες που έχουν εισαχθεί με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τόσο ως προς το ασκούμενο ένδικο βοήθημα, όσο και ως προς την τηρούμενη δικαστική προστασία. Στη ρύθμιση δεν έχουν υπαχθεί πράξεις που έχουν αμιγώς πειθαρχικό χαρακτήρα, όπως οι ποινές σε υπαλλήλους, ή αφορούν ειδικές κατηγορίες προσώπων, όπως οι αιρετοί εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκείνες των περιπτώσεων η΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν 702/1977, καθώς και οι πράξεις επιβολής κυρώσεων, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές … Επίσης, διατηρούνται ως ακυρωτικές, κατά τα οριζόμενα και στις ισχύουσες διατάξεις, οι διαφορές που απορρέουν από πράξεις επιβολής προστίμου για κατασκευή αυθαίρετων κτισμάτων ή τοποθέτηση παράνομων επιγραφών, δεδομένου ότι τα πρόστιμα αυτά συνδέονται άρρηκτα, σε κάθε περίπτωση, με το μέτρο της κατεδάφισης».

Με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του Ν 4055/2012 επεδιώχθη, όπως προκύπτει και από το προπαρατεθέν απόσπασμα της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου, η ενιαία δικονομική μεταχείριση των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων με την ανάθεση της εκδικάσεως των διαφορών που ανακύπτουν από την ένδικη αμφισβήτησή τους, ως διαφορών ουσίας, από τα διοικητικά πρωτοδικεία, αποφαινόμενα επί προσφυγής κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε την μετατροπή σε ακυρωτικές διαφορές και την ανάθεση σε άλλα δικαστήρια των διαφορών που γεννώνται από την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και είχαν ήδη υπαχθεί, με προηγούμενα νομοθετήματα, στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων ως διαφορές ουσίας, όπως στην περίπτωση των διαφορών από την επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες εισάγονται στα διοικητικά πρωτοδικεία με προσφυγή ουσίας δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 1406/1983 (διάταξη, η οποία σημειωτέον,σε αντίθεση με τις παραγράφους 4Α και 5 του ιδίου άρθρου, δεν καταργήθηκε ρητώς με το άρθρο 110 παρ. 14 του Ν. 4055/2012).

Νομοθεσία περί φαρμακοποιών

Σύμφωνα με τα άρθρα 66 και 67 του Ν 3601/1928, οι ποινές που επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς από τα πειθαρχικά συμβούλια των φαρμακευτικών συλλόγων «εκκαλούνται» ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ορίζονται δε συναφώς στο άρθρο 15 του Ν 1384/1938, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 6 του Ν 4025/2011, τα εξής: «Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων, εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η ασκηθείσα έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα».

Εν προκειμένω, με πρακτικό – απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Συλλόγου Καρδίτσας επιβλήθηκε στην αιτούσα φαρμακοποιό η πειθαρχική ποινή του προστίμου, συνολικού ύψους 76.500 ευρώ, για τις αναφερόμενες στην ανωτέρω απόφαση παραβάσεις. Κατά του εν λόγω πρακτικού – απόφασης και των υπ’ αριθμ….. «προδικαστικών» πρακτικών της ιδίας Αρχής η αιτούσα άσκησε στις 28.2.2012 την από 21.2.2012 «έφεση», η οποία όμως δεν εξετάσθηκε από το Ανώτατο Φαρμακευτικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, «λόγω μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας συγκρότησης και λειτουργίας του», όπως προκύπτει από την …/30.5.2012 απάντηση του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου στην αιτούσα. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω «έφεση» της αιτούσης (η οποία, κατά τα ήδη κριθέντα -ΣτΕ 946/1989-, έχει τον χαρακτήρα ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής) λογίζεται ως σιωπηρώς απορριφθείσα με την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από την κατάθεσή της. Εφόσον, όμως, και μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 66 του Ν. 4055/2012, υπό το κράτος του οποίου συντελέσθηκε η επίδικη σιωπηρή απόρριψη, οι πράξεις επιβολής πειθαρχικών ποινών σε φαρμακοποιούς από τους φαρμακευτικούς συλλόγους υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων και όχι σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν 1968/1991, να παραπεμφθεί στο αρμόδιο κατά τόπο, ως εκ της έδρας της αρχής που εξέδωσε το υποκείμενο σε διοικητική προσφυγή ένδικο πρακτικό – απόφαση 14/3.2.2012, Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρικάλων (άρθρο 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, Ν 2717/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΔ/τος 2/1997, Α΄ 1) για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας.

Οι πράξεις επιβολής πειθαρχικών ποινών σε γιατρούς από τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια των ιατρικών συλλόγων υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων και όχι σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Βλ. συναφώς ΔΕφΑθ 1786/2015, ΔιΔικ 6/2015, σ. 838, με παρατηρήσεις Δ. Διχάλα.

Αντίθετα οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλουν στους δικηγόρους τα πειθαρχικά συμβούλια των δικηγορικών συλλόγων και το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ Ολ 189/2007, 3035/2009, 1924/2013).

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο