Για τη θεματική (6) του ΠΜΣ [Ο ακυρωτικός έλεγχος των διοικητικών πράξεων υπό το πρίσμα των επιταγών της ΕΣΔΑ] ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του αντιπροέδρου του γαλλικού Conseil d’Etat, που αφορά την εξέλιξη του ακυρωτικού ελέγχου: J.-M. Sauvé, Un corridor de Vasari au Palais-Royal. Autoportrait du juge en son office, AJDA 29/2013, σ. 1669.
Ο συγγραφέας παρομοιάζει τις αποφάσεις που σηματοδότηταν σοβαρές εξελίξεις στο διοικητικό δίκαιο με τον περίφημο διάδρομο Vasari που συνδέει τη Γκαλερία Uffizi με το Palazzo Pitti και φιλοξενεί αυτοπροσωπογραφίες από παλαιούς και νεότερους καλλιτέχνες. Aυτοπροσωπογραφία του δικαστή είναι οι αποφάσεις που αποτυπώνουν τη λειτουργία την οποία επιτελεί (l’office du juge). Ο δικαστής εφαρμόζει και ερμηνεύει τον νόμο, αλλά και τον συμπληρώνει, διευκρινίζει τα όριά του, καλύπτει τα κενά του χωρίς να αναμένει την επέμβαση του νομοθέτη. Xαρακτηριστικό παράδειγμα η επιλογή του να περιορίσει ο ίδιος, χωρίς νομοθετικό έρεισμα – σε αντιδιαστολή προς τον δικαστή της Ένωσης – τα αναδρομικά αποτελέσματα ακυρωτικής απόφασης, εκτιμώντας τις επιταγές του γενικού συμφέροντος, και να μην αφήσει τη σχετική μέριμνα στον νομοθέτη (απόφαση Association AC!). Το ίδιο ισχύει και για τη διεύρυνση των εξουσιών του στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπου εμπνεύσθηκε από τις προοπτικές εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και δημιούργησε ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα (Société Tropic travaux). Πρόκειται, γενικότερα, για την προσπάθεια του δικαστή να προσαρμόσει το λειτούργημά του “στις απαιτήσεις των καιρών” (Ι. da Silva, concl. sur Hallal), “να ανοίξει τα μάτια του, πριν το κάνει αντ’ αυτού το Στρασβούργο” (Μ. Guyomar, concl. sur Planchenault και Boussouar). Στο πνεύμα ακριβώς αυτό εντάσσεται η διεύρυνση του ακυρωτικού ελέγχου των μέτρων εσωτερικής τάξης.
Σημαντική επιρροή στις εξελίξεις αυτές άσκησε και η θεωρία που επισήμανε ελλείψεις και αδυναμίες νομολογιακών προσεγγίσεων (βασική συναφώς η περίφημη κριτική του J. Rivero, Le Huron au Palais Royal ou réflexions naïves sur le recours pour excès de pouvoir, D. 1962, chron. 37). Εμπνεόμενος λοιπόν από θεωρήσεις αποτελεσματικότητας και ρεαλισμού, ο ακυρωτικός δικαστής διαμόρφωσε διάφορες τεχνικές διάσωσης της προσβαλλόμενης πράξης, μεριμνώντας ωστόσο να μην φθάνει μέχρι του σημείου υποκατάστασης της διοίκησης. Έτσι σε αντιδιαστολή προς την αντικατάσταση της νομικής βάσης, δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως σε αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης (Hallal). Ο συγγραφέας αναφέρεται ειδικά και στη σχέση του δικαστή με τους διαδίκους και στις μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη διεξαγωγή της ένδικης διαδικασία προς όφελος των τελευταίων. Tέλος, ιδιαίτερης μνείας χρήζει η υποχρέωση του δικαστή να ζητήσει τις παρατηρήσεις των διαδίκων πριν προβεί αυτεπαγγέλτως σε αντικατάσταση της νομικής βάσης, πριν αποφασίσει τον μετριασμό των αναδρομικών αποτελεσμάτων της μελετώμενης ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ή πριν μεταφέρει τη διαφορά σε νομικό πεδίο το οποίο δεν είχε εξετασθεί κατά την έρευνα της υπόθεσης, λόγω έκδοσης σχετικής απόφασης του Conseil d’Etat μετά την ολοκλήρωση της έρευνας της υπόθεσης (Chamre de commerce et d’industrie d’Angoulême).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προσπάθειες για τη βελτίωση της λειτουργίας της αίτησης ακύρωσης και στην ελληνική έννομη τάξη. Ετσι στο Σχέδιο Νόμου «Ενέχυρο – ποινική συνδιαλλαγή σε εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου. Σύσταση ειδικού προανακριτικού σώματος. Θέματα αστικής ευθύνης του τύπου και άλλες διατάξεις» προστέθηκε διάταξη, για την τροποποίηση του άρθρου 52 του πδ 18/1989, με το εξής περιεχόμενο (ως παράγραφος 5):“5. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά κανονιστικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά τον χρόνο εφαρμογής της, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, δύναται να ορίσει, μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους που υποβάλλεται με υπόμνημα που κατατίθεται πριν τη δικάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 25 του παρόντος, ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της”. Η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία δεν έχει ολοκληρωθεί. Την ανάγκη θέσπισης της σχετικής γενικής ρύθμισης καθιστά εμφανή η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν. 2889/2001, Εθνικό Σύστημα Υγείας και άλλες διατάξεις, που «διορθώνει» τα αποτελέσματα της ακύρωσης, με την ΣτΕ 79/2001, του πδ περί ίδρυσης του Εφετείου Λαμίας: «2. Η διευθέτηση της έννομης κατάστασης η οποία ανέκυψε ύστερα από την απόφαση αρ. 79/2001 του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε το αρ. 163/30.7.1999 (ΦΕΚ 158 Α΄) πδ ίδρυσης του Εφετείου Λαμίας, πρέπει να γίνει μέσα σε ένα τρίμηνο από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου με την έκδοση νέου προεδρικού διατάγματος, που είτε θα ανακαλεί το ιδρυτικό του Εφετείου Λαμίας διάταγμα είτε θα το τροποποιεί είτε θα επανιδρύει το Εφετείο. Στο τρίμηνο δεν υπολογίζεται ο χρόνος έκφρασης γνώμης από τον Αρειο Πάγο, σύμφωνα με τον. 1756/1988, ούτε ο χρόνος επεξεργασίας του νέου προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το Εφετείο Λαμίας θα εξακολουθεί να λειτουργεί και να παρέχει απρόσκοπτα έννομη προστασία στο μεταβατικό χρονικό διάστημα έως την έκδοση νέου προεδρικού διατάγματος. Οι ως τώρα πράξεις του Εφετείου Λαμίας παραμένουν έγκυρες.» Βλ. και ΣτΕ 808.2006, σκέψη 11.