Δυνατότητα άσκησης δεύτερης ανακοπής μετά την απόρριψη της πρώτης για τυπικούς λόγους κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 ΚΔΔ: ΔΠρΧαν 115/2024

Δυνατότητα άσκησης δεύτερης ανακοπής μετά την απόρριψη της πρώτης για τυπικούς λόγους κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 ΚΔΔ: ΔΠρΧαν 115/2024

1. Μετά την αναγνώριση από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρώτον, του επιτρεπτού της άσκησης δεύτερης προσφυγής (ΣτΕ Ολ 1828/2023) και, δεύτερον, της αοριστίας ως τυπικού λόγου που τη δικαιολογεί (ΣτΕ Ολ 1829/2023), το Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, με την απόφαση ΔΠρΧαν 115/2024 [A115-2024-2], κρίνει ότι είναι δυνατή η άσκηση δεύτερης ανακοπής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικό λόγο. Εν προκειμένω, μια δημοτική επιχείρηση άσκησε ανακοπή κατά δώδεκα εκθέσεων κατάσχεσης του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Χανίων εις χείρας των αντίστοιχων τραπεζικών ιδρυμάτων ως τρίτων. Οι κατασχέσεις αυτές αντιστοιχούσαν σε χρέη της επιχείρησης λόγω ανταλλάγματος για την παραχώρηση δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης αιγιαλού και παραλίας (με εκτελεστή διοικητική πράξη). Η πρώτη ανακοπή της επιχείρησης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω μη προσήκουσας νομιμοποίησης της υπογράφουσας την ανακοπή δικηγόρου [ειδικότερα, επειδή τα προσκομισθέντα αποσπάσματα πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) της ανακόπτουσας περί νομιμοποίησης της δικηγόρου δεν έφεραν βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του Προέδρου του ΔΣ, από δημόσια ή δημοτική αρχή]. Επιλαμβανόμενο δεύτερης ανακοπής της ίδιας επιχείρησης κατά των ανωτέρω εκθέσεων κατάσχεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή ασκείται παραδεκτώς, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 ΚΔΔ. Επειδή, ωστόσο, τμήμα της νομολογίας των ΤΔΔ δέχεται ότι δεν ασκείται παραδεκτώς δεύτερη ανακοπή, αφού, σε αντιδιαστολή προς την προσφυγή και την αγωγή, δεν υπάρχει ρητή σχετική διάταξη στον ΚΔΔ για την ανακοπή, το Δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 3900/2010.

2. Η απόφαση ΔΠρΧαν 1152024 υιοθετεί φιλική για τον διάδικο αντίληψη του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και εντάσσεται στη νομολογία που ερμηνεύει τις δικονομικές διατάξεις υπό το πρίσμα του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ. [ο Κ. Γώγος, Απαγορεύει το Σύνταγμα στον νομοθέτη να καταστήσει ηπιότερους τους όρους του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων; Σκέψεις για τις αποφάσεις Ολομέλειας ΣτΕ 1828-9/2023 ως προς το επιτρεπτό της δεύτερης προσφυγής, ΘΠΔΔ 12/2023, σ. 1241, κάνει λόγο για προσανατολισμό της διοικητικής δικονομίας βάσει του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ.]. Επιπλέον, αξιοποιεί όχι μόνο τις κρίσεις της πλειοψηφίας των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 1828 και 1829/2023 και την πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, αλλά και τη νομολογία αλλοδαπών δικαστηρίων, ακόμη δε και στη θεωρία. Είναι ενδιαφέρουσα η παραπομπή στην εμβληματική απόφαση Duvignères του γαλλικού Conseil dEtat (CE, sect., 18 déc. 2002, n° 233618, AJDA 2003, σ. 487, chron. F. Donnat/D. Casas, RFDA 2003, σ. 280, concl. P. Fombeur και σ. 510, note J. Petit, Mélanges Moderne 2004, σ. 357, étude X. Prétot), με την οποία κρίθηκε ότι οι επιτακτικές εγκύκλιοι είναι δεκτικές ευθείας ακυρωτικής προσβολής: Το Conseil dEtat, ακολουθώντας τις προτάσεις της commissaire du gouvernement P. Fombeur, εγκατέλειψε την παραδοσιακή διάκριση των εγκυκλίων σε ερμηνευτικές και κανονιστικές, αντικαθιστώντας την με την ακριβέστερη διάκριση σε επιτακτικές και μη επιτακτικές εγκυκλίους. Έκρινε ειδικότερα ότι οι επιτακτικές διατάξεις γενικού χαρακτήρα (les dispositions impératives à caractère general) εγκυκλίου ή διαταγής πρέπει να θεωρούνται βλαπτικές (doivent être regardées comme faisant grief), όπως ακριβώς και η άρνηση κατάργησής τους. Εφεξής, σημασία για τον χαρακτηρισμό της εγκυκλίου ως πράξης δεκτικής ευθείας δικαστικής προσβολής (acte faisant grief), δηλαδή ως εκτελεστής πράξης κατά την ελληνική δικονομική ορολογία, δεν έχει το αντικείμενό της (η ερμηνεία νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης), αλλά το αποτέλεσμά της (η υποχρέωση που επιβάλλει στον αποδέκτη της). Επομένως, εκτός των κανονιστικών εγκυκλίων με τη γνωστή έννοια, με αίτηση ακύρωσης προσβάλλονται παραδεκτώς και ερμηνευτικές εγκύκλιοι, οι οποίες περιέχουν επιτακτικές διατάξεις γενικού χαρακτήρα, έστω και αν περιορίζονται στην επανάληψη του κανόνα δικαίου της νομοθετικής ή κανονιστικής πράξης την οποία ερμηνεύουν. Οι τελευταίες αντιδιαστέλλονται προς τις ερμηνευτικές εγκυκλίους που έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα (dénuées de caractère impératif), καθόσον αυτές περιέχουν ερμηνεία των εφαρμοστέων κειμένων χωρίς να την επιβάλλουν και δεν είναι εκτελεστές πράξεις, οπότε δεν προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης.

3. Η απόφαση ΔΠρΧαν όχι μόνο συστηματοποιεί τα επιχειρήματα που έχει διατυπώσει μέχρι σήμερα η νομολογία των ΤΔΔ υπέρ του επιτρεπτού της δεύτερης ανακοπής (Α), αλλά και τα ενισχύει με νέα (Β). Δίνει έμφαση στην ομοιότητα των διαπλαστικών ένδικων βοηθημάτων της προσφυγής και της ανακοπής καθώς και στη συχνότητα άσκησής τους, παράγοντες που επιβάλλουν την ίδια δικονομική αντιμετώπιση προσφυγής και ανακοπής ως προς το σημείο αυτό. Τονίζει, επίσης, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που απαιτεί την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Ερμηνεύει, δηλαδή, τις εφαρμοστέες δικονομικές διατάξεις υπό το φως των επιταγών του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αντλώντας επιχειρήματα όχι μόνο από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και από αυτή των υπερεθνικών δικαστηρίων καθώς και αλλοδαπών δικαστηρίων. Πέρα από τον θεσμοθετημένο διάλογο με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, ο δικαστή της ανακοπής, υιοθετώντας «κοσμοπολίτικη» προσέγγιση, αξιοποιεί το συγκριτικό δίκαιο, προκειμένου να ενισχύσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Τέλος, το Δικαστήριο παραθέτει και τα επιχειρήματα μερίδας της νομολογίας των ΤΔΔ υπέρ της αντίθετης άποψης, δηλαδή του μη επιτρεπτού της δεύτερης ανακοπής (Γ), η οποία, ωστόσο, ερμηνεύει γραμματικά και συσταλτικά τη διάταξη του άρθρου 230 ΚΔΔ περί ανάλογης εφαρμογής του Πρώτου Μέρους του ΚΔΔ, στο οποίο περιλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 70 ΚΔΔ.

Α. Νομολογιακά επιχειρήματα υπέρ του επιτρεπτού της άσκησης δεύτερης ανακοπής

 α) Η ομοιότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της ανακοπής με αυτές της προσφυγής, καθώς οι πράξεις της διοικητικής εκτέλεσης αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ήτοι πράξεις εξοπλισμένες με το τεκμήριο της νομιμότητας.

β) Οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, που δικαιολογούν κατ’ αρχήν τη γενική αρχή της άπαξ ασκήσεων του ένδικου βοηθήματος στην προσφυγή, καθώς και οι τεθείσες με τα ανωτέρω νομοθετήματα εξαιρέσεις από την τελευταία αυτή γενική αρχή ισχύουν και για το ένδικο βοήθημα της ανακοπής.

γ) Ο εξαιρετικός χαρακτήρας αυτών των εξαιρέσεων όσο και ο δικαιολογητικός τους λόγος, αφενός μεν να μην παρεμποδίζεται υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής λόγω διαδικαστικού χαρακτήρα τυπικών ελλείψεων, αφετέρου δε να αποφεύγεται η επάνοδος διαδίκων, στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων (πρβλ. ΣτΕ 2800/2018 σκ. 4).

Η νομολογία αυτή δέχεται την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ στο ένδικο βοήθημα της ανακοπής, χωρίς ειδικότερη παράθεση σχετικών επιχειρημάτων ή ακόμα και σιωπηρώς (βλ. ενδεικτικά τις αναβλητικές, λόγω εκκρεμούς προδικαστικού στο ΣτΕ για την συνταγματικότητα της δεύτερης προσφυγής, αποφάσεις επί υποθέσεων δεύτερων ανακοπών: ΔΠρΘεσ 1576/2023 και 2515/2022, ΔΠρΠειρ 1432/2023, 1571/2022, ΔΠρΠατρ 867/2023, 580/2023, 682/2022, ΔΠρΚαλ 104/2023, 17/2023.

Β. Ενίσχυση των επιχειρημάτων υπέρ της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 70 ΚΔΔ στην ανακοπή

α) Η διάταξη του άρθρου 230 του ΚΔΔ, περί αναλογικής εφαρμογής των «γενικών διατάξεων του Πρώτου Μέρους» του Κώδικα στην ανακοπή, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΔΔ, ως ανήκουσα στο Πρώτο Μέρος του ΚΔΔ, το οποίο τιτλοφορείται «Γενική Διαδικασία». Εξάλλου, ειδικότερες παραπομπές σε διατάξεις του Πρώτου Μέρους του ΚΔΔ απαντώνται και σε άλλα άρθρα της ανακοπής [όπως στα άρθρα 226 παρ. 1 (για τα ένδικα μέσα), 227 (για την ομοδικία-συνάφεια-αντικειμενική σώρευση-συνεκδίκαση), 228 παρ. 2 (για την προσωρινή δικαστική προστασία) και 229 παρ. 3 (για λήψη μέτρων)], δημιουργώντας το κοινό πλέγμα των δικονομικών ρυθμίσεων των δύο ένδικων βοηθημάτων. Εξάλλου, η εν λόγω παραπομπή του άρθρου 230 του ΚΔΔ χωρεί «κατά τα λοιπά», καθώς το ζήτημα της άσκησης δεύτερης ανακοπής, εάν η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικό λόγο, δεν ρυθμίζεται ειδικά με τις διατάξεις του ΚΔΔ που αφορούν τις διαφορές οι οποίες αναφύονται από την άσκηση της ανακοπής κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης.

β) Σχετικά με το άρθρο 230 του ΚΔΔ, έχει ήδη ρητώς έχει κριθεί με την ΣτΕ 4352/2012 σκ. 3, εάν και υπό διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς από το πλέον ισχύον, ότι «υπό το καθεστώς του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας…, τα οριζόμενα στο άρθρο 70… εφαρμόζονται αναλογικά και για το προβλεπόμενο, στο άρθρο 217 του ίδιου Κώδικα, ένδικο βοήθημα της ανακοπής…». Ομοίως κατ’ αποτέλεσμα και η ΣτΕ 2621/2014 σκ. 8.

γ) Στην περίπτωση άσκησης δεύτερης ανακοπής εφαρμόζεται αναλογικώς το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, που ισχύει για την προσφυγή, και όχι το αντίστοιχο άρθρο 76 του ΚΔΔ (για την αγωγή), λόγω της ομοιότητας της φύσης των ενδίκων βοηθημάτων της ανακοπής και της προσφυγής, ήτοι του διαπλαστικού χαρακτήρα τους, ο οποίος στοιχεί προς την έννοια της διοικητικής διαφοράς ουσίας, έναντι της αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής φύσης της αγωγής. Τα δύο αυτά ένδικα βοηθήματα (προσφυγή και ανακοπή), επίσης, αποτελούν τον κύριο όγκο των υποθέσεων που εισρέουν στα ΤΔΔ [πρβλ. ενδεικτικά τα εκθέματα των δικασίμων κατά τα τελευταία δικαστικά έτη στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, όπου οι ανακοπές αντιστοιχούν κατά μέσο όρο περίπου στο 37% των διοικητικών διαφορών ουσίας, καθώς και για το έτος 2023, τον συνολικό αριθμό των δημοσιευθεισών στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων (ΟΣΔΔΥ) ΔΔ αποφάσεων των διοικητικών πρωτοδικείων επί ανακοπών, οι οποίες ανέρχονται σε 1555, ανά την επικράτεια. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό από τον παραπάνω συνολικό αριθμό των δημοσιευθεισών ανά έτος ανακοπών αντιστοιχούν σε απόρριψη για τυπικό λόγο, δυνάμενη να οδηγήσει στην άσκηση δεύτερης ανακοπής κατ’ άρθρο 70 του ΚΔΔ]. Τούτοι οι δύο παράγοντες (ομοιότητα και συχνότητα) συντελούν στην ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισης των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων, σε περίπτωση απόρριψης για τυπικό λόγο.

δ) Όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο και τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, όσο και από τον σκοπό και την ιστορία της, η αιτιολόγηση της ρυθμίσεως του άρθρου αυτού συνδέθηκε (πέρα από τα ισχύοντα επί αγωγής) με την πληρέστερη διασφάλιση της δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 1829/2023 Ολομ. σκ. 16, 1828/2023 Ολομ. σκ. 11). Πράγματι, ιστορικά, ο νομοθέτης, τόσο κατά την αρχική πρόβλεψη (το έτος 2008) της δυνατότητας άσκησης δεύτερης αγωγής, κατόπιν απόρριψης της πρώτης για τυπικό λόγο, στο άρθρο 76 του ΚΔΔ, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητώς σχετική γενική δικονομική αρχή, όσο και κατά την πρόβλεψη (από το έτος 2013) της δυνατότητας επανάσκησης σχετικά με το διαπλαστικό ένδικο βοήθημα της προσφυγής, στο άρθρο 70 του ΚΔΔ, απέβλεψε, διαχρονικά, στην πληρέστερη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και στη δικονομική ισότητα των διαδίκων, και ρητώς προέκρινε «για την ταυτότητα του λόγου και για λόγους ασφάλειας δικαίου, το ενιαίο της αντιμετώπισης ενδίκων βοηθημάτων που απορρίφθηκαν για τυπικό λόγο».

ε) Η συνδυαστική ερμηνεία των σχετικών δικονομικών διατάξεων (άρθρα 230 και 70 παρ. 1 του ΚΔΔ), υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει συνταγματικά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διασφαλίζει την ακώλυτη απόλαυση του παραπάνω δικαιώματος από τους διαδίκους. Όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1828/2023 Ολομ. σκ. 11, 1829/2023 Ολομ. σκ. 17, δεδομένου και ότι το Σύνταγμα δεν έχει, στο συγκεκριμένο ζήτημα, στενότερη έννοια από την ΕΣΔΑ και το ΔΕΕ, βλ. ΣτΕ 625/2022 σκ. 15), η απονομή της δικαιοσύνης σημαίνει, κατ’ αρχήν, εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, η δε αποφυγή εξετάσεως από τον δικαστή της ουσίας της διαφοράς, ενδέχεται υπό προϋποθέσεις να ισοδυναμεί με άρνηση απονομής της δικαιοσύνης που πλήττει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Ειδικότερα, η αδικαιολόγητη αποφυγή ελέγχου της ουσίας της διαφοράς και διευθέτησή της με δικαστική απόφαση ισοδυναμεί με αρνησιδικία, η οποία θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον πυρήνα του [βλ. επίσης τις αποφάσεις ΕΔΔΑ Τρίτσης κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 3127/08, σκ. 24, και Γιαννούσης κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 2898/03, σκ. 26, πρβλ. επίσης Federal Court of Canada, Djilal v. Canada (Minister of Citizenship andImmigration), 2014 FC 812 (par. 36) και Supreme Court of Canada Hamel v. Brunelle, 1975, καθώς και ΔΕΕ C-199/11, Otis κ.λπ., σκ. 49, C-771/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 59]. Η ανωτέρω ερμηνεία είναι συνεπής προς τη σύγχρονη ερμηνεία (δικονομικών και μη) διατάξεων υπό το φως της παραπάνω συνταγματικής αρχής, από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας (πρβλ. ΣτΕ 1829/2023 Ολομ. σκ. 17, 625/2022 σκ. 17, 2210/2020 Ολομ. σκ. 9 1458/2019 επταμ. σκ. 11, 455/2019 σκ. 9, 376/2014 Ολομ. σκ. 10), όσο και προς τη νομολογία άλλων έννομων τάξεων, όπως του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, του Καναδά, καθώς και του Γαλλικού Conseil dEtat.

στ) Η αποτελεσματική απόλαυση του παραπάνω συνταγματικού δικαιώματος τελεί σε απόλυτη εναρμόνιση με την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, που αντιθέτως επιτάσσουν τη μείωση της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των ανακοπτόμενων πράξεων εκτέλεσης της διοικήσεως. Και τούτο επιτυγχάνεται αφενός με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (τελεσίδικη απόφαση, απόρριψη μόνο για τυπικό λόγο και μη προηγούμενη κλήση του διαδίκου προς κάλυψη της τυπικής παράλειψης) αφετέρου με τις σύντομες προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 220 του ΚΔΔ για την άσκηση ανακοπής (30νθήμερη και 10ήμερη). Ειδικότερα, οι προθεσμίες του 220 του ΚΔΔ αναλογικώς ισχύουν και στην περίπτωση δεύτερης άσκησης ανακοπής, ώστε η προθεσμία για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής να είναι ισόχρονη της προθεσμίας για την άσκηση της πρώτης ανακοπής (όπως είναι ισόχρονη και η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά το άρθρο 226 παρ. 2 του ΚΔΔ, πρβλ. επίσης τη νομοθετική διευκρίνιση, διά της τροποποιήσεως του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ με τον ν. 4509/2017, περί της εφαρμογής της δυνατότητας επανάσκησης της φορολογικής προσφυγής, όπου ισχύει ομοίως η ίδια, συντομότερη της κοινής προσφυγής, 30νθήμερη προθεσμία). Συνεπώς, η προθεσμία του άρθρου 70 του ΚΔΔ για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής είναι τριακονθήμερη και ξεκινά μετά την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης (ΔΕφΘεσ 485/2023 σκ. 5).

ζ) Ως προς τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης ανακοπής, αντίθετη ερμηνεία με βάση την αναφορά του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ μόνον στην προσφυγή, θα μπορούσε να συνιστά προσβολή του πυρήνα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με δεδομένα τη δυνατότητα μεταγενέστερης κάλυψης των τυπικών παραλείψεων, την έλλειψη προηγούμενης σχετικής κλήσης του διαδίκου από το Δικαστήριο και, ιδίως, με δεδομένο το ενδιαφέρον και τη σοβαρή πρόθεση του ασκούντος την ανακοπή διαδίκου για την εκδίκαση της υπόθεσής του στην ουσία, τα οποία σαφώς προκύπτουν από την άσκηση, εκ μέρους του, της δεύτερης ανακοπής (πρβλ. ΣτΕ 1117/2016 σκ. 6, 3535/2009 σκ. 3). Η έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης περί της δυνατότητας άσκησης δεύτερης ανακοπής στις περί ανακοπής διατάξεις του Δεύτερου Μέρους του ΚΔΔ δεν αποκλείει την κατά το άρθρο 230 του ΚΔΔ παραπομπή στο άρθρο 70 του ΚΔΔ και το νομοθετικό αυτό κενό, ερμηνευόμενο με το ανωτέρω περιεχόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, διαφυλάσσει τον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Γ. Επιχειρήματα κατά της δυνατότητας άσκησης δεύτερης ανακοπής

α) Οι γενικές αρχές της άπαξ άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων που ισχύουν στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο.

β) Η απουσία ειδικής διάταξης στα άρθρα 216 – 230 του Κεφαλαίου Α΄ του Πρώτου Τμήματος του Δεύτερου Μέρους του ΚΔΔ, με την οποία να κάμπτεται το απαράδεκτο άσκησης δεύτερης ανακοπής, και μάλιστα όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς.

γ) Ο χαρακτήρας της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, που είναι αυτοτελής διαδικασία έναντι της διαγνωστικής δίκης, σε συνδυασμό με την ανάγκη ταχείας εκδίκασης, επίλυσης και εκκαθάρισης των ανακυπτόντων σε αυτή υποθέσεων και ζητημάτων (και η συνακόλουθη διαφορετική φύση των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της ανακοπής).

δ) Ο εξαιρετικός χαρακτήρας των διατάξεων των άρθρων 70 παρ. 1 εδ. β’ και 76 παρ. 2 ΚΔΔ και η συνακόλουθη εκ του εξαιρετικού χαρακτήρα τους στενή ερμηνεία τους (πρβλ. ΣτΕ 2800-2804/2018).

ε) Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 230 του ΚΔΔ, περί αναλογικής εφαρμογής των «γενικών διατάξεων του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ», διότι η τελευταία χωρεί, κατά, «κατά τα λοιπά», δηλαδή, ως προς τα θέματα που δεν ρυθμίζονται ειδικά με τις διατάξεις του Κώδικα που αφορούν τις διαφορές που αναφύονται από την άσκηση της ανακοπής κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, κατά τρόπο που εναρμονίζεται με το θεσπισθέν δικονομικό πλαίσιο των διαφορών αυτών. Η παραπομπή αυτή, ως συμπλήρωση δικονομικών διατάξεων, δεν εξικνείται έως την κατ’ ουσίαν χορήγηση της δυνατότητας επανάσκησης ενδίκου βοηθήματος. Επίσης, το άρθρο 230 του ΚΔΔ δεν παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ως ισχύει, διότι τούτη αφενός θεσπίσθηκε μεταγενέστερα, αφετέρου δεν αποτελεί γενική διάταξη, αλλά όλως και εξαιρετικώς ειδική, εντασσόμενη στο κεφάλαιο περί άσκησης των συγκεκριμένων ένδικων βοηθημάτων και όχι στο τμήμα με τις γενικές διατάξεις περί της διαδικασίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (πρβλ. ΣτΕ 424/2018, 2893/2012).

Βλ. ΔΕφΑθ 4557/2022 σκ. 5 και πλήθος διοικητικών πρωτοδικείων που συνήθως παραπέμπουν σε αυτήν, ενδεικτικά ΔΠρΑθ 3169/2024 σκ. 4, ΔΠΗρ 153/2024 σκ. 4, ΔΠρΚαβ 93/2024 σκ. 4, ΔΠρΘεσ 3835/2023 σκ. 4 και ΔΠρΧ 435/2023 σκ. 4.

Τέλος, εκτός από το επιτρεπτό της άσκησης δεύτερης ανακοπής, το ΔΠρΧαν υποβάλλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ερώτημα αν ως χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής είναι η τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει για τυπικό λόγο την πρώτη ανακοπή ή αν η δεύτερη ανακοπή (και προσφυγή) ασκείται παραδεκτώς ακόμη και πριν από την τελεσιδικία της απόφασης επί της αρχικής ανακοπής, εφόσον η απόφαση έχει, πάντως, καταστεί τελεσίδικη κατά τον χρόνο της συζήτησης της δεύτερης ανακοπής, άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται, υπό το φως, κυρίως, του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Αναμένεται, επομένως, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο