Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης (9 και 11.11.2020)
Ειδική βιβλιογραφία: Γλ. Σιούτη, Το έννομο συμφέρον στην αίτηση ακυρώσεως, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998. Δ. Πυργάκη, «Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
1. Το έννομο συμφέρον ανήκει στις υποκειμενικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης, δηλαδή αναφέρεται στο πρόσωπο του αιτούντος. Συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει για τον αιτούντα η νομική ρύθμιση (αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που έχει διαταραχθεί από μια διοικητική πράξη), η οποία μπορεί να επέλθει με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης. Έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης υπάρχει εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής δύο προϋποθέσεις: α) η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει υλική ή ηθική βλάβη στον αιτούντα και β) ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή να υπάρχει ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη. Κατά πάγια νομολογία, «κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως τόσο κατά ατομικής, όσο και κατά κανονιστικής πράξεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος, απαιτείται δηλαδή η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη, από την έκδοση της οποίας υφίσταται υλική ή ηθική βλάβη, και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της διοικητικής εξουσίας ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο. Η ύπαρξη δε του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (βλ. ΣτΕ 643/2020, 42/2020, 1601/2019, Ολ 320/2017, 1348/2017, 2698/2016, Ολ 3317/2014)». Επομένως,«συντρέχει έννομο συμφέρον όταν α) η προβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει βλάβη, υλική ή ηθική στον αιτούντα και β) ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τον νόμο. Απαιτείται, συνεπώς, να υπάρχει ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣτΕ 42/2020, 1991/2007)».
2. Περαιτέρω, το έννομο συμφέρον δεν πρέπει να αντίκειται στο δίκαιο, ούτε στην καλή πίστη. Η νομολογία δεν απαιτεί επιπλέον να είναι και άξιο προστασίας [Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, σ. 513]. Δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον όταν ο αιτών αυθαιρέτως ασκεί τη δραστηριότητα ή το επάγγελμά του (πχ στερείται την απαιτούμενη διοικητική άδεια για την άσκηση κάποιας δραστηριότητας ή ενός επαγγέλματος και ασκεί αίτηση ακύρωσης κατά πράξης που τον θίγει κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, ΣτΕ 628/1968). Από την άλλη πλευρά, το συμφέρον δεν παύει να είναι έννομο από το γεγονός και μόνον ότι ο αιτών έχει παραβιάσει διάταξη της νομοθεσίας (ΣτΕ Ολ 3095/2001). Ο νόμος (άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989) αποβλέπει και αρκείται στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα (και, κατ’ αναλογία, στον εκκαλούντα) να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα που, καθ’ εαυτό, δεν αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη, η δε κρινόμενη περίπτωση δεν διαφέρει από τις λοιπές περιπτώσεις στις οποίες η νομολογία αναγνωρίζει έννομο συμφέρον στον αιτούντα που ζητεί την ακύρωση οικοδομικής αδείας τρίτου, ασχέτως των πλημμελειών της δικής του αδείας (ΣτΕ Ολ 3095/2001, 760/2017). Βλ. και ΣτΕ Ολ 95/2017: «Κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, το συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν παύει να είναι έννομο εκ μόνου του γεγονότος ότι ο αιτών φέρεται να έχει παραβιάσει διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, διότι η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει και αρκείται στην ύπαρξη δεσμού που επιτρέπει στον αιτούντα να αμφισβητήσει την αντικειμενική νομιμότητα της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, προκειμένου να επιτύχει αποτέλεσμα μη αποδοκιμαζόμενο, καθ’ εαυτό, από την έννομη τάξη.Η δε θεραπεία της τυχόν παρανομίας της νομικής καταστάσεως του αιτούντος δεν επέρχεται με την στέρηση του εννόμου συμφέροντος αυτού προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως εκδιδομένης κατ’ εφαρμογή νομοθεσίας συναφούς με τη διάταξη που φέρεται να έχει παραβιάσει ο ίδιος, αλλά με την δυνατότητα της Διοικήσεως να επιβάλει την άρση της εκ μέρους του αιτούντος παραβάσεως (βλ. ΣτΕ 1719/2010, 2639, 2640/2009 Ολομ., 3180/2008, 264, 2199, 2200/2005, 2995/2003, 3095/2001 Ολομ.).Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως συνίσταται όχι στην μη διεξαγωγή παντάπασι διαγωνισμού για χορήγηση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών και στη συνέχιση της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της αιτούσης υπό τις αυτές προϋποθέσεις όπως και υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, αλλά στην διενέργεια διαγωνισμού κατά τρόπο σύμφωνο με το Σύνταγμα, το αποτέλεσμα δε αυτό προφανώς δεν αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Το αν οι διατάξεις που διέπουν την διενέργεια του διαγωνισμού είναι ή όχι σύμφωνες με το Σύνταγμα ή με άλλους κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος είναι ζήτημα που αφορά το βάσιμο της κρινομένης αιτήσεως».
3. Συχνά συγχέεται το έννομο συμφέρον με την ενεργητική νομιμοποίηση. Όσον αφορά την πολιτική δίκη, «η νομιμοποίηση καθορίζει τα πρόσωπα που έχουν εξουσία να διεξάγουν δίκη για συγκεκριμένο ουσιαστικό δικαίωμα, ενώ το έννομο συμφέρον δικαιολογεί την ανάγκη της δικαστικής επιδίωξής του» (Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, σ. 183-184). Για την διοικητική δίκη, βλ. Α. Σκιαδά, Η ενεργητική νομιμοποίηση ως προϋπόθεση του παραδεκτού στην αίτηση ακύρωσης, Σάκκουλα. 2017, σ. 7 επ. : ενώ η ενεργητική νομιμοποίηση υποδεικνύει ποιό ή ποιά πρόσωπα (δηλαδή υπό ποιά ιδιότητα) έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη δικαστική διάγνωση μιας συγκεκριμένης έννομης σχέσης ουσιαστικού δικαίου (επί υποκειμενικής δίκης) ή εν πάση περιπτώσει μιας παρανομίας του καθ’ ου η αίτηση δικαστικής προστασίας, η οποία οδηγεί στην προσβολή μόνο γενικών και όχι εξατομικευμένων συμφερόντων (επί αντικειμενικής δίκης), το έννομο συμφέρον τεκμηριώνει την ανάγκη προσφυγής τους στο Δικαστήριο. Με άλλα λόγια, ενώ η ενεργητική νομιμοποίηση καθορίζει τα πρόσωπα που μπορούν κατ’ αρχήν, in abstracto, να διεξάγουν τη συγκεκριμένη δίκη, το έννομο συμφέρον λειτουργεί περιοριστικά και κρίνει αν τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν και in concreto, με βάση τις ειδικές συνθήκες, να αναμένουν την απασχόληση του Δικαστηρίου με την ουσία της υπόθεσης.
Συνταγματικότητα της προϋπόθεσης του παραδεκτού του εννόμου συμφέροντος
4. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόσβαση στα δικαστήρια και, ειδικότερα, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέρα από τα οποία επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από την παραπάνω συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος ή την ουσιώδη παρεμπόδιση της ασκήσεώς του (βλ. ΣτΕ 1491/2015, 3856/2013, 2969/2011, 944/2010, 271/2008, 2531/2005 7μ., πρβλ. ΣτΕ Ολ 647/2004, ΑΕΔ 33/1995). Τέτοια δικονομική προϋπόθεση συμβατή με την ως άνω συνταγματική διάταξη αποτελεί και το καθιερούμενο από το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 έννομο συμφέρον, η συνδρομή του οποίου στο πρόσωπο του αιτούντος είναι απαραίτητη για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του δικαστηρίου. Το έννομο συμφέρον είναι το κριτήριο διάκρισης της αίτησης ακύρωσης από την actio popularis (λαϊκή αγωγή).
Σχέση εννόμου συμφέροντος και δικαιώματος
5. Η έννοια του εννόμου συμφέροντος στην περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζεται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου και παρέχει αξίωση για παροχή ή παράλειψη από τη Διοίκηση (ΝΠΔΔ). Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο και από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού, αντλεί ωφέλεια, η οποία θίγεται άμεσα ή έμμεσα από την προβαλλόμενη πράξη η παράλειψη. Με άλλα λόγια, με την πράξη η κατάσταση μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε (παράλειψη), με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης. Όταν το έννομο συμφέρον προκύπτει από μία ιδιότητα (π.χ του υποψηφίου σε πρόσληψη), πρέπει να υπάρχουν οι σχετικές προϋποθέσεις. Βλ. ΣτΕ 1661/2008 :αφού ο αιτών εστερείτο αναγκαίου για την εκλογή του στην επίμαχη καθηγητική θέση τυπικού προσόντος, η κρινόμενη αίτηση (κατά της εκλογής μέλους ΔΕΠ) ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος
6. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου ή εκείνα που υποβάλλει ο αιτών (άρθρο 33 πδ 18/1989). Θα πρέπει να τονιστεί ότι η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όπως όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού. Επισημαίνεται ότι αυτεπάγγελτη έρευνα της συνδρομής του εννόμου συμφέροντος δεν σημαίνει αυτεπάγγελτη αναζήτηση των στοιχείων που το τεκμηριώνουν. Το βάρος απόδειξης του εννόμου συμφέροντος, στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει απευθείας από την προσβαλλόμενη πράξη, το φέρει ο αιτών. Υπ’ αυτήν την έννοια η κατωτέρω νομολογία του Β΄ Τμήματος είναι καινοφανής μόνον ως προς τον χρόνο προσκόμισης των στοιχείων της νομιμοποίησης.
7. Εξελίξεις στο θέμα αυτό προκύπτουν από τη νομολογία του Β΄ Τμήματος στο πλαίσιο αιτήσεων ακύρωσης των κανονιστικών πράξεων που ορίζουν την τιμή των ακινήτων [βλ. συναφώς Ι. Δημητρακόπουλου, Ο ακυρωτικός έλεγχος των κανονιστικών πράξεων περί των τιμών ζώνης των ακινήτων στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, (20 Φεβρουαρίου 2020, www.humanrightscaselaw.gr)]. Ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής πράξης για την Τιμή Ζώνης δεν αρκεί να επικαλεσθεί την ιδιότητα, που του προσδίδει έννομο συμφέρον, αλλά πρέπει και να την τεκμηριώσει επαρκώς, μέσω της επίκλησης και υποβολής πρόσφορων αποδεικτικών στοιχείων. Συνακόλουθα, εάν οι αιτούντες παραλείψουν να προσκομίσουν στοιχεία για το έννομο συμφέρον τους ή τα υποβληθέντα στοιχεία είναι όλως απρόσφορα ή/και ανεπαρκή, η αίτησή τους απορρίπτεται ως απαράδεκτη (βλ. ΣτΕ 2335-2336/2016), πράγμα που προέκυπτε και από παλαιότερες αποφάσεις του Β ́ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την πρόσφατη νομολογία της επταμελούς σύνθεσης του Β ́ Τμήματος (ΣτΕ 904/2019, 2334-2337/2016, 2066/2016) δόθηκαν σαφείς “οδηγίες” ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης του ανωτέρω βάρους του αιτούντος την ακύρωση ΤΖ. Συγκεκριμένα έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: (i) δεδομένου ότι, κατά τoν νόμο, το ΤΑΠ και ο ΕΝΦΙΑ βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά την 1.1 του οικείου έτους φορολογίας, ο αιτών την ακύρωση ΤΖ, προκειμένου να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, οφείλει να επικαλεσθεί παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως στο ΣτΕ πρόσφορα και επίκαιρα στοιχεία (όπως κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά του υποθηκοφύλακα περί μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο της δήλωσης Ε9 ή της πράξης επιβολής ΕΝΦΙΑ), αναγόμενα στο οικείο έτος φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα και, κατ’ ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με ΤΑΠ ή/και ΕΝΦΙΑ, κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής οφειλής, το ύψος της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση, (ii) κατά τα άρθρα 33, 25 και 40 π.δ. 18/1989 και 237 ΚΠολΔ, ο αιτών οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με δικόγραφο (εισαγωγικό ή πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα υποβαλλόμενο έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του, εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και (iii) ο αιτών πρέπει να επικαλείται τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, η δε επίκληση και προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων με υπόμνημα είναι απαράδεκτη, αν το υπόμνημα υπογράφεται από τον διάδικο ή αν δεν κατατεθεί σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 4194/2013. Ωστόσο, οι αντίστοιχοι περιορισμοί του δικαιώματος για παροχή ένδικης προστασίας δεν προέκυπταν με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως είχαν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο στο παρελθόν, δεδομένου ότι το Β ́ Τμήμα είχε δεχθεί, σε παρόμοιες περιπτώσεις προσβολής κανονιστικής πράξης προσδιορισμού των ΤΖ, ότι προκύπτει η ιδιότητα του ιδιοκτήτη-βαρυνόμενου και, συνακόλουθα, το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος από τίτλους ιδιοκτησίας (όπως συμβόλαια αγοράς ή γονικής παροχής) ή/και αποδεικτικά υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο), είχε ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση από το διάδικο στοιχείων τεκμηρίωσης του εννόμου συμφέροντός του, χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή εγχείρισή τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης) και είχε κρίνει ότι μπορούν να υποβληθούν τέτοια στοιχεία το αργότερο μέχρι την προτεραία της συζήτησης. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα με τις αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του Β ́ Τμήματος με τις οποίες τέθηκαν το πρώτον, με σαφήνεια, οι προαναφερόμενοι όροι της νόμιμης τεκμηρίωσης του εννόμου συμφέροντος των αιτούντων την ακύρωση ΤΖ, θεωρήθηκε ως συγγνωστή η παράλειψη συμμόρφωσης τινών εκ των αιτούντων προς (κάποιον από) τους προεκτεθέντες όρους (βλ. ΣτΕ 2066/2016, 2334/2016, 2337/2016) και, συνακόλουθα, αφού κρίθηκε ότι η απόρριψη, για το λόγο αυτό, της αίτησης ως απαράδεκτης, δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, είτε αναβλήθηκε η περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης και χορηγήθηκε (σε σχέση με την ως άνω υπό στοιχ. i προϋπόθεση) προθεσμία για την προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων, αναγόμενων στον κρίσιμο χρόνο (βλ. ΣτΕ 2066/2016.), είτε ελήφθησαν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν κατατεθεί χωρίς να συντρέχουν οι ως άνω υπό στοιχ. ii και iii όροι παραδεκτής επίκλησης και υποβολής τους στο Δικαστήριο (βλ. ΣτΕ 2334, 2337/2016). Πάντως, η παράλειψη τήρησης των ως άνω όρων νόμιμης τεκμηρίωσης του εννόμου συμφέροντος δεν ήταν πλέον συγγνωστή το 2018 (δεδομένου ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος για παροχή ένδικης προστασίας προέκυπτε, κατά τρόπο σαφή και προβλέψιμο, από τις παραπάνω διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο ήδη από το έτος 2016 : βλ. ΣτΕ 270/2020) και, συνακόλουθα, οδήγησε σε απαράδεκτο αιτήσεων ακυρώσεως νέων κανονιστικών ρυθμίσεων περί ΤΖ (βλ. ΣτΕ 1250/2018, 904/2019, 270/2020).
Είδη εννόμου συμφέροντος – έννοια ηθικού εννόμου συμφέροντος
8. Το έννομο συμφέρον είναι υλικό, όταν η βλάβη που προκαλείται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά περιουσιακά δικαιώματα και μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Το έννομο συμφέρον είναι ηθικό, όταν η βλάβη δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημία, αλλά αφορά καταστάσεις που έχουν ηθική αξία για τον αιτούντα. Γενικώς, η προσβολή των συνταγματικών αγαθών της αξιοπρέπειας, της προσωπικότητας και της υγείας συνιστά το περιεχόμενο της ηθικής βλάβης του αιτούντος. Ως ηθική βλάβη νοείται, επομένως, η προσβολή αγαθών όπως είναι η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία, η τιμή, η φήμη, η επαγγελματική πίστη κ.λπ. (βλ. ΣτΕ 2712/2005, 1393/2003, 2499/2002, 667/2001). Το ηθικό συμφέρον μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει, καίτοι δεν υφίσταται πλέον υλικό συμφέρον (ΣτΕ 363/1962).
Παραδείγματα ηθικού συμφέροντος:
9. ΣτΕ Ολ 1377/2013: Έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει παρέμβαση υπέρ του κύρους απόφασης της Ολομέλειας της Ακαδημίας Αθηνών περί μη ανάδειξης τακτικού μέλους, μέλος της Ακαδημίας λόγω του ευλόγου ενδιαφέροντός του για την σύμφωνη με το νόμο ανάδειξη των νέων μελών της Ακαδημίας Αθηνών, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό συνδέεται αρρήκτως με την, πνευματικού χαρακτήρα, αποστολή της Ακαδημίας Αθηνών, και περαιτέρω με την επίτευξη των ειδικότερων σκοπών της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η καλλιέργεια και η προαγωγή των επιστημών, των γραμμάτων και των καλών τεχνών δια της συγκεντρώσεως και συνεργασίας των «επιφανεστάτων ελλήνων επιστημόνων, λογογράφων και καλλιτεχνών» (βλ. την αιτιολογική έκθεση για την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και το άρθρο 1 του ν. 4398/1929 « Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως της από 16 Μαρτίου 1926 συντακτικής αποφάσεως περί Οργανισμού της Ακαδημίας Αθηνών», ΦΕΚ Α΄ 308).
10. Ηθικό έννομο αναγνωρίζεται σε μηχανικό που είναι μέλος του ΤΕΕ για την προσβολή πράξης σχετικά με το πρόγραμμα δοξολογίας σε εθνική εορτή με το οποίο καθιερώνεται σειρά προβαδίσματος των διοικητικών αρχών και των διαφόρων απαριθμούμενων σε αυτό οργανισμών (ΣτΕ 2260/1964), σε νομάρχη για την προσβολή πράξης του Συμβουλίου των Νομαρχών με την οποία κρίθηκε όχι «αριστεύσας», αλλά «επιτυχών», μολονότι κατά την κρίση αυτή ανανεώθηκε η θητεία του (ΣτΕ 363/1962), σε Έλληνα πολίτη που κατοικεί στην Ελλάδα και οφείλει να είναι εφοδιασμένος με δελτίο ταυτότητας, για την προσβολή κανονιστικής απόφασης περί του νέου τύπου ταυτότητας, εφόσον προβάλλει ότι από τη μη αναγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας στα εφεξής εκδιδόμενα δελτία ταυτότητας, θίγεται το πατριωτικό και θρησκευτικό του αίσθημα, ως Έλληνα και Ορθόδοξου Χριστιανού (ΣτΕ Ολ 2281-2285/2001). Επίσης έγινε δεκτό (ΣτΕ Ολ 1750/2019) ότι έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος Θρησκευτικά Γενικού και Επαγγελματικού Λυκείου» έχουν τόσο η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, όσο και ο Μητροπολίτης Πειραιώς, ο οποίος προΐσταται αυτής και φέρει την ποιμαντική ευθύνη για τους ορθόδοξους χριστιανούς της Μητροπόλεώς του, δοθέντος ότι, όπως προβάλλουν, θίγονται ηθικώςαπό τη μεταβολή του περιεχομένου της διδασκαλίας και του εν γένει χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στα λύκεια. Το έννομο συμφέρον των ανωτέρω προσώπων ενισχύεται και εκ του ότι, λόγω της λειτουργίας σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, για τα οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας η αιτούσα Ιερά Μητρόπολη, υφίσταται υποχρέωση εφαρμογής των σχετικών προγραμμάτων σπουδών που αφορούν το μάθημα των θρησκευτικών (βλ. ΣτΕ Ολ 660/2018), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με το 146855/ΓΔ4/7.9.2018 έγγραφο απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο. Βλ. και ΣτΕ Ολ 2102/2019: Η άδεια δόμησης δεκαώροφου ξενοδοχείου με τρία υπόγεια, φυτεμένο δώμα και ασκεπή πισίνα … στο Ο.Τ. 55022 του σχεδίου πόλεως του Δήμου Αθηναίων (περιοχή Μακρυγιάννη), εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της πόλεως των Αθηνών, με έννομο συμφέρον πλήττεται από τους αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως ιδιοκτήτες ακινήτων και κάτοικοι της περιοχής Μακρυγιάννη και προβάλλουν ότι το επίμαχο δεκαώροφο κτίριο, που ανεγείρεται πλησίον της Ακρόπολης και εντός του αρχαιολογικού χώρου της πόλης των Αθηνών, με τον όγκο και το ύψος του προβάλλεται ανεπίτρεπτα στα μνημεία του Ιερού Βράχου και υποβαθμίζει το πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της περιοχής.
11. Tο γεγονός ότι η επιβληθείσα στην αιτούσα δικηγόρο πειθαρχική ποινή με απόφαση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων έχει ήδη εκτελεσθεί δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον της για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι διατηρείται η ηθική της μείωση από την επιβολή της επίδικης πειθαρχικής ποινής (ΣτΕ 1444/2020, 2816/2019, 1272/2018, 453, 952/2017, 3415/2015). Ομοίως, το γεγονός ότι η επιβληθείσα στον αιτούντα καθηγητή ΑΕΙ πειθαρχική ποινή από το Πειθαρχικό Συμβούλιο μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ έχει ήδη εκτελεσθεί δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι από την επιβολή της επίδικης πειθαρχικής ποινής διατηρείται η ηθική του μείωση. Για τον ίδιο λόγο, το έννομο συμφέρον του αιτούντος δεν επηρεάζεται ούτε από το ότι έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία κατόπιν παραιτήσεώς του στις 7.10.2010, η οποία έγινε δεκτή με πράξη του Πρύτανη (βλ. ΣτΕ 1180/2020, 3146, 2442/2014, 2251/2013). Tέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση ΣτΕ Ολ 435/2019, που εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά ΠΔ προαγωγής σε θέση Γενικού Επιτρόπου ΕλΣυν: η κρινομένη αίτηση, στρεφομένη κατά πράξεως, αφορώσης στην υπηρεσιακή κατάσταση της αιτούσας, ασκείται κατά τα λοιπά εν γένει παραδεκτώς και με έννομο συμφέρον από την αιτούσα, η οποία επικαλείται, μεταξύ άλλων, ηθική βλάβη από την προσβαλλομένη πράξη, με την οποία αυτή τοποθετείται σε θέση για την οποία προβλέπεται τετραετής θητεία, κάτι που, όπως προβάλλεται, συνεπάγεται την πρόωρη -πριν την συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της- αποχώρησή της από την υπηρεσία της ως δικαστού. Μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Σ. Χρυσικοπούλου και ο Σύμβουλος Επικρατείας Γ. Ποταμιάς, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: η προσβαλλόμενη πράξη (προαγωγή στη θέση Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου) είναι ευνοϊκή για την αιτούσα και, συνεπώς, η αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει. Και επικαλείται μεν η αιτούσα προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνεπάγεται δυσμενείς γι αυτήν οικονομικής και συνταξιοδοτικής φύσης συνέπειες λόγω της πρόωρης αποχώρησής της από την υπηρεσία σε ηλικία 61 ετών, η βλάβη όμως αυτή, πέραν του ότι είναι μελλοντική και αβέβαιη, δεν επέρχεται από την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά αποκλειστικώς από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος με τη θέσπιση της θητείας τεσσάρων ετών στις θέσεις των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συνεπώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, πρωτίστως διότι ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον
Χρόνος συνδρομής του εννόμου συμφέροντος
12. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία: i) κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ii) κατά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, δηλαδή κατά την κατάθεσή της και iii) κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΣτΕ Ολ 280/1996, 4496/2009, 328/2011, 4964/2012, 4112/2013 7μ, 1537, 2572, 4786/2014, 2391/2016: το κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς και να υφίσταται : α) όταν εκδίδεται η διοικητική πράξη, β) όταν ασκείται η αίτηση ακυρώσεως και γ) όταν συζητείται η υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας). Έτσι, ένας σύλλογος προστασίας του περιβάλλοντος που ιδρύεται μετά την έκδοση της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής της. Δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον εάν ο αιτών έδωσε τη συναίνεσή του για την έκδοση της πράξης.
Έκλειψη του έννομου συμφέροντος
Α) Υποκειμενικοί λόγοι
13. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακύρωσης εκλείπει, παύει να υπάρχει, από υποκειμενικούς λόγους, δηλαδή λόγους που αναφέρονται είτε στο πρόσωπο είτε, ειδικότερα, στη βούληση του αιτούντος και καταδεικνύουν ότι δεν επιθυμεί πλέον την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης. Έτσι δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την πράξη, όπως όταν ο αιτών έχασε την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη. Παραδείγματα: ΣτΕ 1757/2005: μετά τη διαγραφή της από το ΜΕΕΠ [μητρώο εργοληπτικών επιχειρήσεων], η εταιρεία απώλεσε τη νόμιμη ιδιότητα, η οποία της παρείχε δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό, όπως, άλλωστε, και στους διαγωνισμούς αναθέσεως δημοσίων έργων, εν γένει (βλ. τη διάταξη του άρθρου 15 παράγραφος 1 του Ν. 1418/1984, Α΄ 23, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Ν. 2229/1994, Α΄ 138, κατά την οποία, προϋπόθεση αναλήψεως της κατασκευής δημοσίων έργων από ημεδαπή, όπως η αιτούσα, εργοληπτική επιχείρηση, είναι η εγγραφή της στο Μ.Ε.ΕΠ). ΣτΕ 2817/2007: ο διαγωνιζόμενος, ο οποίος αποκλείεται από τη διαδικασία ανάθεσης της εκτέλεσης δημόσιας σύμβασης λόγω έλλειψης τυπικής προϋπόθεσης συμμετοχής ή πλημμελειών της προσφοράς του, στερείται κατ’αρχήν εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της διοικητικής πράξης, με την οποία γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή άλλου ενδιαφερομένου στο διαγωνισμό (βλ. ΣτΕ 474/2006, 1411/2002, 3364/1997 και ΣτΕ 1450/2007, 666/2006, 1661/1986). Ενόψει τούτου, εφόσον, στο επόμενο στάδιο του ελέγχου των τυπικών προσφορών, η αιτούσα εταιρεία απεκλείσθη από το διαγωνισμό, άσκησε δε ανεπιτυχώς αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (όχι όμως, μέχρι τη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως, και αίτηση ακυρώσεως) κατά της πράξης αποκλεισμού της, η νομιμότητα της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσης δίκης, εξέλιπε πλέον το έννομο συμφέρον της για την ακύρωση της επίδικης πράξης, με την οποία, στο προηγούμενο στάδιο του ελέγχου των τυπικών προϋποθέσεων και δικαιολογητικών συμμετοχής, είχε γίνει αποδεκτή στο διαγωνισμό η εταιρεία «ACS ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ Α.Ε.Ε.» (προκειμένου περί εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, λόγω γεγονότων μεταγενεστέρων του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης, πρβλ. ΣτΕ Ολ 1002/2007, 1757/2005, 742/2005).
14. Το ίδιο συμβαίνει με την αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (άρθρο 29 του πδ 18/1989). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοιά της, όπως είναι η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης και ειδικότερα η υποβολή προσφορών σε διαγωνισμό δημοσίων έργων χωρίς επιφύλαξη για τη νομιμότητα της διακήρυξης (ΣτΕ 3105/2002). Αντίθετα, η μη διατύπωση επιφύλαξης της νομιμότητας των όρων προκήρυξης στη δήλωση συμμετοχής σε διαγωνισμό πρόσληψης δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων αυτών. Βλ. συναφώς ΣτΕ 947/2004: η αποδοχή από τον διοικούμενο διοικητικής πράξης που θίγει έννομο συμφέρον του έχει ως αποτέλεσμα την άρση του έννομου συμφέροντος αυτού για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως, πρέπει όμως η αποδοχή αυτή να προκύπτει σαφώς είτε από ρητή δήλωση του διοικουμένου είτε από συμπεριφορά του που δεν αφήνει αμφιβολία σχετικά με την έννοιά της (βλ. ΣτΕ 2903/2001, 2150/1998). Έτσι, το γεγονός ότι υποψήφια, η οποία έλαβε μέρος σε διαγωνισμό για να εισαχθεί στη Σχολή Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας, δεν περιέλαβε επιφύλαξη στη δήλωση συμμετοχής της στο διαγωνισμό σχετικά με τυχόν αντίθεση όρων της προκήρυξης, που αποτελούν ταυτοχρόνως διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει το διαγωνισμό, προς το Σύνταγμα, δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον της για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως με την οποία να αμφισβητεί τη νομιμότητα των όρων αυτών της προκήρυξης, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται στη συνέχεια και στηρίζονται στους όρους αυτούς, με τις οποίες η εν λόγω υποψήφια αποκλείσθηκε από την εισαγωγή της στη Σχολή αυτή. Τούτο, δε, διότι από μόνη τη μη υποβολή της ανωτέρω επιφύλαξης δεν συνάγεται, άνευ άλλου, σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των πιο πάνω όρων και, επομένως, τυχόν αποστέρηση του εννόμου συμφέροντος της υποψηφίας για προσβολή των ανωτέρω όρων θα παραβίαζε ευθέως το δικαίωμά της για παροχή έννομης προστασίας, το οποίο κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) και η Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 6 παρ. 1), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για όρους, οι βλαπτικές συνέπειες των οποίων δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να προβλεφθούν με ακρίβεια εκ των προτέρων ή οι οποίες είναι ενδεχόμενο μόνον ότι θα επέλθουν για τον υποψήφιο (ΣτΕ 3031/2003,1722/2014, 548, 1041/2019, 1758/2017). Η αποδοχή πρέπει i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση ή λόγω οικονομικής ανάγκης ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις.
Β) Αντικειμενικοί λόγοι
15. Αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους εκλείπει το έννομο συμφέρον συντρέχουν όταν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης εξέλιπε από διαφόρους λόγους. Για παράδειγμα, σε περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας οικοδομής, εφόσον εν τω μεταξύ συντελέσθηκε η απαλλοτρίωση του ακινήτου για το οποίο ζητείται η άδεια ή το κτίσμα που αφορούσε η πράξη κατεδαφίσθηκε ή καταστράφηκε (ΣτΕ 727/2003). Το έννομο συμφέρον εκλείπει επίσης σε περίπτωση εξαφάνισης της πράξης είτε εξ υπαρχής (ανάκληση, ακύρωση) είτε για το μέλλον (κατάργηση της πράξης ή λήξη του χρόνου ισχύος της). Εάν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΣτΕ 2033/1991, 2157/1998). Εάν το έννομο συμφέρον εξέλιπε μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και πριν από την πρώτη συζήτηση, η δίκη καταργείται ελλείψει αντικειμένου. Τα ζητήματα αυτά θα αναλυθούν στο κεφάλαιο για την κατάργηση της ακυρωτικής δίκης (ανάλυση του άρθρου 32 του πδ 18/1989).
Αλυσιτέλεια
16. Γίνεται δεκτό ότι η αίτηση ακύρωσης είναι αλυσιτελής διότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, όταν ο αιτών δεν θα είχε καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης. Η περίπτωση αυτή διαφέρει από την περίπτωση των αλυσιτελών λόγων ακυρώσεως, στον βαθμό που η σχετική κρίση διαλαμβάνεται προτού το Δικαστήριο υπεισέλθει στην εξέταση, έστω και ως προς το παραδεκτό της προβολής των κατ’ ιδίαν λόγων. ΣτΕ 2888/2008: η αιτούσα υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για την κατεύθυνση Διοικητικής Δικαιοσύνης της Εθνικής Σχολής Δικαστών αλλά αποκλείσθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη από τον προκηρυχθέντα διαγωνισμό με την αιτιολογία ότι υπερβαίνει κατά δώδεκα ημέρες το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της στις 31.12.2007 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 2 εδαφ. ββ του ν. 2236/1994 (ΦΕΚ Α΄ 146), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α΄ 109). Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι στο διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας τους την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο προκηρύσσεται ο διαγωνισμός. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου οι σπουδαστές της ΙΓ΄ σειράς, κατεύθυνσης Διοικητικής Δικαιοσύνης, οι οποίοι επέτυχαν στον ως άνω διαγωνισμό, έχουν περατώσει τη φοίτησή τους στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής διότι η φοίτηση των σπουδαστών της ΙΓ’ σειράς κατεύθυνσης Διοικητικής Δικαιοσύνης στην Εθνική Σχολή Δικαστών, που επέτυχαν στο διαγωνισμό στον οποίο η αιτούσα είχε υποβάλει υποψηφιότητα και αποκλείσθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, έχει ήδη ολοκληρωθεί, τυχόν δε ευδοκίμηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη συμμετοχή της αιτούσας σε επόμενο διαγωνισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστών διότι έχει συμπληρώσει το οριζόμενο από τις ως άνω διατάξεις ανώτατο όριο ηλικίας. ΣτΕ 1422/2012: η αιτούσα επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό της ως δικηγόρου. Εφόσον, όμως, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η αιτούσα παύθηκε οριστικά από την υπηρεσία λόγω διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεν μπορεί πλέον να διορισθεί ως δικηγόρος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Κώδικα των Δικηγόρων, η οποία εξαιρεί από την δυνατότητα αυτή τους δικαστικούς λειτουργούς που απολύονται εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση έχει πλέον καταστεί αλυσιτελής και πρέπει, για το λόγο αυτό, να απορριφθεί (βλ. ΣτΕ 2888/2008, 4022/2006). Ομοίως έχει κριθεί ότι είναι αλυσιτελής η ακύρωση της πράξης διορισμού συμβολαιογράφου, δεδομένου ότι η αιτούσα δεν είχε συγκεντρώσει την προβλεπόμενη βαθμολογική βάση και, ως εκ τούτου, δεν δύνατο να κηρυχθεί επιτυχούσα στον διενεργηθέντα διαγωνισμό (ΣτΕ 1160/1998). Επίσης, ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου καθιστά αλυσιτελή την ακύρωση πράξης για τη διόρθωση τοπογραφικού διαγράμματος, προκειμένου να χορηγηθεί οικοδομική άδεια και άδεια κοπής δένδρων, καθώς εν όψει της εξέλιξης αυτής δεν είναι πλέον δυνατή, σε κάθε περίπτωση, η εκτέλεση εργασιών δόμησης στο επίδικο ακίνητο (ΣτΕ 676/2006). Περαιτέρω, με την απόφαση ΣτΕ 1198/2012 της επταμελούς σύνθεσης του Δ΄ Τμ. κρίθηκε ότι είναι αλυσιτελής η ακύρωση της παράλειψης της οικείας ΔΟΥ να χορηγήσει στον φορολογούμενο αντίγραφα των εγγράφων, κατ’ επίκληση των οποίων απερρίφθη αίτημά του για τη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικού ενημερότητας (ΑΦΕ), εφόσον η άρνηση της χορήγησης ΑΦΕ, που συμπροσβάλλετο, κρίθηκε από το ίδιο Δικαστήριο νόμιμη. Όπως επισημαίνει η Ευ. Παυλίδου, Οι αλυσιτελείς αιτήσεις ακυρώσεως στη νομολογία του ΣτΕ, ΕφημΔΔ 2/2015, σ. 246 επ., εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η απόφαση ΣτΕ 3894/2005, η οποία συνοψίζει όλες τις προεκτεθείσες κατηγορίες περιπτώσεων αλυσιτέλειας. Η αιτούσα, συμμετέχουσα σε διαγωνισμό για την ανάθεση της εξυπηρέτησης ακτοπλοϊκών γραμμών, άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης με την οποία κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού σε άλλη εταιρεία, απορριπτομένης της σχετικής προσφυγής της. Κατά την ειδικότερη γνώμη της Προεδρεύουσας Συμβούλου, η όλη αίτηση ακυρώσεως παρίσταται αλυσιτελής, στερούμενη ακυρωτικού αντικειμένου, εφόσον η σύμβαση είχε ήδη συναφθεί και εκτελείτο. Εκτός, όμως, από την εκτέλεση της διοικητικής σύμβασης, εντός διμήνου από τη συζήτηση της υπόθεσης έληγε και η συμβατική ανάθεση, η οποία είχε περιορισμένη χρονική ισχύ (ένα έτος). Η διάδικος, πάντως, παρά την απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεν θα στερείτο και υπό την εκδοχή αυτή της παροχής δικαστικής προστασίας, αφού της επισημαίνεται η δυνατότητα να επιδιώξει την ικανοποίηση τυχόν χρηματικών αξιώσεών της με την άσκηση αγωγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 επ. ΑΚ ή 105 ΕισΝΑΚ. Αντίθετα, η πλειοψηφία προχωρεί στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως, καταφάσκοντας σιωπηρά υπέρ του παραδεκτού και, συνεπώς, και του λυσιτελούς του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος. Από τις παραπάνω, ενδεικτικά αναφερόμενες, περιπτώσεις αλυσιτελούς αίτησης ακύρωσης συνάγεται ότι κάποιες βρίσκονται πλησιέστερα στην έννοια της κατάργησης της δίκης, ενώ άλλες γειτνιάζουν περισσότερο με το έννομο συμφέρον.
Χαρακτηριστικά στοιχεία του εννόμου συμφέροντος
17. Όπως προαναφέρθηκε, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς.
18. Προσωπικό είναι το έννομο συμφέρον όταν στηρίζεται σε ειδικό δεσμό μεταξύ του αιτούντος και της προσβαλλόμενης πράξης, λόγω της σχέσης του αιτούντος προς τη νομική ή και πραγματική κατάσταση, την οποία θίγει κατά τρόπο βλαπτικό γι’ αυτόν η πράξη ή η παράλειψη. Πρόκειται για τη δεύτερη πτυχή του εννόμου συμφέροντος: β) ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τον νόμο. Αναφέρεται δηλαδή στην ιδιότητα του αιτούντος που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου, με την οποία ο αιτών υφίσταται τη βλάβη. Ο χαρακτήρας του εννόμου συμφέροντος ως προσωπικού αποκλείει τη μετατροπή της αίτησης ακύρωσης σε λαϊκή αγωγή, η οποία παρέχεται σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για τον δικαστικό έλεγχο της διοίκησης και την τήρηση της αρχής της νομιμότητας (ΣτΕ Ολ 1906/2014: επί του κοινού ενδιαφέροντος των Ελλήνων πολιτών για το νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο διέπει τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την προσβολή, με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, των διοικητικών πράξεων που αφορούν τις εν λόγω επιχειρήσεις, διότι άλλως το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα της λαϊκής αγωγής. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλουν οι αιτούντες ότι ασκούν παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση ως Έλληνες πολίτες ενδιαφερόμενοι για το δημόσιο συμφέρον, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους βλάπτεται από την προσβαλλομένη απόφαση, δυνάμει της οποίας αποξενώνεται το Ελληνικό Δημόσιο από το μετοχικό κεφάλαιο δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας [ΕΥΔΑΠ Α.Ε., ΕΥΑΘ Α.Ε., ΔΕΠΑ Α.Ε., ΟΛΠ Α.Ε. και ΟΛΘ Α.Ε.]).
19. Όσον αφορά τον χαρακτήρα του εννόμου συμφέροντος για την προσβολή κανονιστικής πράξης ως προσωπικού, η νομολογία δέχεται τα εξής: ΣτΕ Ολ 95/2017: Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ 3317/2014 Ολομ., 2855-2856/1985 Ολομ., 2160-2161/2014 7μ., 2629/2011 7μ., 2303/2011 7μ., 2717/2007 7μ. κ.ά.). Αναλυτικότερα, βλ. ΣτΕ 1888/2020, 2067/2019: «Η προϋπόθεση του προσωπικού εννόμου συμφέροντος συντρέχει, όταν η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση θίγει συγκεκριμένες ελευθερίες ή δικαιώματα του αιτούντος, τα οποία κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και τους νόμους και των οποίων την πραγμάτωση επιδιώκει να αποκαταστήσει ο αιτών με την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης. Προσωπικό έννομο συμφέρον για την προσβολή μιας κανονιστικής πράξης είναι δυνατόν να έχει ένας κύκλος προσώπων, στενός ή ευρύς, που εντάσσεται σε μια κατηγορία σαφώς προσδιοριζόμενη με συγκεκριμένα εννοιολογικά στοιχεία. Αυτός ο κύκλος προσώπων είναι συνήθως ευρύς στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών πράξεων, οι οποίες, ως ουσιαστικοί νόμοι, καταλαμβάνουν αφηρημένα τα υποκείμενα του δικαίου φυσικά ή νομικά πρόσωπα, χωρίς δηλαδή προσδιορισμό της ταυτότητάς τους. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς από την άποψη του εννόμου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ Ολ 95/2017, 1253/2006). Το ενδιαφέρον, εξ άλλου, του αιτούντος για την πραγμάτωση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του, που θίγονται, κατά τους ισχυρισμούς του, από την αντίθεση της προσβαλλομένης κανονιστικής πράξης προς το Σύνταγμα και τους νόμους, πρέπει να είναι εντονότερο από το κοινό ενδιαφέρον του πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας. Απαιτείται δηλαδή, το ενδιαφέρον αυτό να είναι αυξημένο, λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας ή κατάστασης του αιτούντος ή λόγω του συγκεκριμένου ιδιαίτερου δεσμού του προς την προσβαλλόμενη πράξη και τα εξ αυτής επερχόμενα στον κόσμο του δικαίου αποτελέσματα, τα οποία συνδέονται με τη συγκεκριμένη κατάσταση ή ιδιότητα που έχει και επικαλείται ο αιτών και ένεκα των οποίων ο αιτών και ο στενός ή ευρύτερος κύκλος προσώπων στον οποίο αυτός ανήκει έχουν αυξημένο ενδιαφέρον για τη νομιμότητα της πράξης (βλ. ΣτΕ 2299/2016, 69/2016). Περαιτέρω, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, το έννομο συμφέρον τους για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξης κρίνεται, κατά περίπτωση, ενόψει, κυρίως, των επιδιωκομένων από αυτά, κατά την συστατική τους πράξη ή το καταστατικό τους, συγκεκριμένων σκοπών και της δραστηριότητάς τους, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προσβαλλομένης (ΣτΕ Ολ 2913/2017, Ολ 1704/2017, Ολ 3352/2013).
20.Όσον αφορά ειδικότερα το προσωπικό έννομο συμφέρον των ΝΠ και ιδίως των σωματείων, η νομολογία δέχεται τα εξής: ΣτΕ Ολ 1757/2019: όπως γίνεται παγίως δεκτό, κατά το άρθρο 47 παράγραφος 1 του π.δ. 18/1989, τα νομικά πρόσωπα (επαγγελματικά σωματεία κ.ά.) έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν με αίτηση ακυρώσεως διοικητική πράξη, η οποία αφορά το ίδιο το νομικό πρόσωπο είτε το σύνολο των μελών του είτε ακόμη και μία μόνον κατηγορία μελών, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, ότι δεν θίγονται τα συμφέροντα άλλης κατηγορίας μελών από την τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης (ΣτΕ 2872/2014, 4346/2013, 280-281/2012, 881/2011, 2097/2010, 99/2009, 1640/2007, Ολ 3892/1981). Στην προκειμένη περίπτωση, το αιτούν … σωματείο “Ένωση Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος”, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του, προβάλλει ότι είναι η μόνη στην Ελλάδα Ένωση αμίσθων υποθηκοφυλάκων, στην οποία συμμετέχουν ως τακτικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του καταστατικού του, “πάντες οι διωρισμένοι άμισθοι υποθηκοφύλακες της Χώρας” και έχει ως σκοπό την “προστασία και προαγωγή των εν γένει ηθικών και κοινωνικών συμφερόντων των μελών του”. Εξάλλου, με την αίτηση ακυρώσεως το σωματείο προβάλλει ομοίως ότι η αντισυνταγματική υπαγωγή, με το ν. 4512/2018, των αμίσθων υποθηκοφυλάκων σε οργανικές θέσεις του ν.π.δ.δ. “Ελληνικό Κτηματολόγιο” με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου πλήττει τα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών του. Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, η κρινόμενη αίτηση ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον από το παραπάνω σωματείο. Και τούτο προεχόντως διότι, αν κριθεί ότι η υπαγωγή των αμίσθων υποθηκοφυλάκων στο σύστημα του ν. 4512/2018 προσκρούει στο Σύνταγμα και είναι ακυρωτέα, όπως επιδιώκεται με την κρινόμενη αίτηση, αυτό θα συνεπαγόταν σύγκρουση συμφερόντων των μελών του σωματείου, με την έννοια ότι τυχόν αποδοχή της αιτήσεως και ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων με τις οποίες κινείται η σχετική διαδικασία, θα ωφελούσε μεν εκείνα τα μέλη του σωματείου που δεν επιθυμούν να ενταχθούν στο ν.π.δ.δ. “Ελληνικό Κτηματολόγιο”, όπως οι αιτούντες, παράλληλα όμως θα έβλαπτε τα μέλη του, τα οποία, αντιθέτως, επιθυμούν, την υπαγωγή, όπως είναι τα φυσικά πρόσωπα, ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες, που έχουν υποβάλει αιτήσεις μεταφοράς και ένταξης στο παραπάνω ν.π.δ.δ., ορισμένα από τα οποία ασκούν ήδη παρέμβαση για τη διατήρηση της ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται από το σωματείο “Ένωση Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος” πρέπει να απορριφθεί. ΣτΕ Ολ 813/2019: Επειδή, κατά το άρθρο 47 του π.δ. 18/1989, το έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για την προσβολή διοικητικής πράξης με αίτηση ακυρώσεως κρίνεται, κυρίως επί τη βάσει του σκοπού του νομικού προσώπου και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ Ολ 1745/2016, 1909/2014, 1212/2010, 1620/1988, 2618/2018, 2160/2014). Εξ άλλου, εφόσον με την αίτηση ακυρώσεως που ασκούν τα νομικά πρόσωπα προσβάλλονται ατομικές διοικητικές πράξεις θα πρέπει να γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης βλάβης που υφίστανται τα πρόσωπα αυτά από τις πράξεις αυτές μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στους επιδιωκόμενους από αυτά θεμιτούς σκοπούς, έστω και ηθικής φύσεως, για την πραγμάτωση των οποίων έχουν συσταθεί (ΣτΕ Ολ 3353/2013 σκ. 6, πρβλ. και ΣτΕ Ολ 4255/2013 σκ. 12, Ολ 1283/2012 σκ. 22, 1094/2008, 4664/1997, 1928/1986, 2818/1984, 1265/1964, 2231/1961). Ειδικότερα, σωματείο ασκεί με έννομο συμφέρον αίτηση ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως είτε όταν η πράξη αυτή απευθύνεται ευθέως σ’ αυτό είτε όταν το παρεμποδίζει στην εκπλήρωση των καταστατικών του σκοπών (βλ. ΣτΕ Ολ 4203/2012). Όταν δε οι τελευταίοι συνίστανται στην προαγωγή των συμφερόντων των μελών του, τότε για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος απαιτείται είτε η πράξη να είναι βλαπτική για τα συμφέροντα του συνόλου των μελών του είτε ορισμένης κατηγορίας αυτών, υπό την περαιτέρω προϋπόθεση, όμως, στην περίπτωση αυτήν, ότι η ακύρωση της πράξης δεν βλάπτει τα συμφέροντα άλλης κατηγορίας μελών του (ΣτΕ Ολ 3892/1981 15/2015, 3354/2013).
21. Τα ΝΠΔΔ έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξεις σχετικές με την οργάνωση, την περιουσία και τη λειτουργία τους καθώς και την άσκηση σε αυτά διοικητικής εποπτείας.
ΣτΕ Ολ 5160/1987: οι δήμοι και κοινότητες που έχουν ως οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως συνταγματικής κατοχυρωμένη διοικητική αυτοτέλεια, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως κατά των πράξεων εποπτείας ή ελέγχου νομιμότητας αφού οι πράξεις αυτές προερχόμεναι από την κεντρική διοίκηση δεν δημιουργούν όταν προσβάλλονται ενδοστρεφή δίκην. ΣτΕ 4048/2008: η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών – Πειραιώς που απολαύει, ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, συνταγματικώς κατοχυρωμένης διοικητικής αυτοτέλειας, έχει δικαίωμα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά της ανωτέρω πράξης με την οποία, κατ’ ενάσκηση διοικητικής εποπτείας, ασκείται έλεγχος νομιμότητας σε νομαρχιακή απόφαση από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, που είναι όργανο της αποκεντρωμένης κρατικής διοίκησης, χωρίς να δημιουργείται ενδοστρεφής δίκη καθιστώσα απαράδεκτη την άσκηση της υπό κρίση αίτησης (πρβλ. Ολ ΣτΕ 5160/1987, 3037/2008 Ολ, 773/1997, 1717/200).
22. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να συνδέετα απευθείας με το πρόσωπο του αιτούντος, με την έννοια ότι τη βλάβη που προξενείται από την πράξη ή την παράλειψη την υφίσταται ο ίδιος ο αιτών και όχι άλλο πρόσωπο με το οποίο ο αιτών συνδέεται ή συνδεόταν με ορισμένη σχέση. Τυπική περίπτωση όπου το έννομο συμφέρον δεν έχει άμεσο χαρακτήρα συντρέχει όταν ο αιτών προσβάλλει την πράξη με την ιδιότητα του αδελφού του βλαπτομένου διοικουμένου, χωρίς να επικαλείται ο ίδιος και δική του βλάβη. Ειδικότερα για την προσβολή κανονιστικής πράξης, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον γεννάται, κατ’ αρχήν, από την έναρξη της ισχύος της, από την οποία επέρχεται μεταβολή στην έννομη τάξη (ΣτΕ Ολ 1054/2017, 1253/2006).
23. Ενδιαφέρουσα νομολογιακή μεταστροφή όσον αφορά το άμεσο έννομο συμφέρον προσβολής πράξεων εκλογής και εξέλιξης μελών ΔΕΠ σηματοδοτούν οι αποφάσεις ΣτΕ 2303/2011, 1491/2015, 4841/2014, 2258, 3379/2013, για τα Πανεπιστήμια και ΣτΕ 4716/2013, 5066/2012 7μ. για τα ΤΕΙ. Eιδικότερα, με την ΣτΕ 2303/2011 έγινε δεκτό ότι, ενόψει αφενός της οργανωτικής δομής των ΑΕΙ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 1268/1982 (ΦΕΚ Α΄ 87), σύμφωνα με την οποία τη μεν βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα αποτελεί το Τμήμα του ΑΕΙ, που καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης με δικό του πρόγραμμα σπουδών και ΔΕΠ και όχι η Σχολή του ΑΕΙ, την δε επόμενη οργανωτική υποδιαίρεση αποτελεί ο Τομέας του ΑΕΙ, στον οποίο διδάσκεται μέρος του γνωστικού αντικειμένου του Τμήματος, και αφετέρου των διατάξεων, με τις οποίες καθορίζονται τα όργανα και οι αρμοδιότητες των ως άνω οργανωτικών μονάδων του ΑΕΙ, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εκλογής μελών ΔΕΠ του ΑΕΙ, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των τελευταίων …,δεν δικαιούνται να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα πράξης εκλογής σε θέση μέλους ΔΕΠ σε ΑΕΙ, εφόσον στην οικεία διαδικασία εκλογής μετείχαν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι, με άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της σχετικής διοικητικής πράξης, όχι μόνο τα μέλη ΔΕΠ άλλου Τμήματος, σε σχέση με αυτό στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, έστω και αν τα μέλη αυτά ανήκουν στην ίδια Σχολή (βλ. ΣτΕ 2387, 2865/1987, 2008/1994, 4045/1996, 2098/2002, πρβλ. ΣτΕ 349/1986,1551/1996), αλλά ούτε και τα μέλη ΔΕΠ του ίδιου Τμήματος, στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, διότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις το έννομο συμφέρον τους δεν είναι άμεσο. Πιο συγκεκριμένα, άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση της ως άνω αίτησης ακύρωσης από μέλη ΔΕΠ του ίδιου Τμήματος, στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση μέλους ΔΕΠ, – ανεξαρτήτως του εάν τα μέλη αυτά μετείχαν στην από κοινού συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και του Εκλεκτορικού Σώματος, κατά την οποία έγινε η οικεία εκλογή, ή μετείχαν, ως εκλέκτορες, στη διαδικασία εκλογής -, δεν θεμελιώνεται ούτε στο εύλογο ενδιαφέρον αυτών για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος και την εξασφάλιση της νόμιμης εκλογής των μελών ΔΕΠ του Τμήματος, ούτε στην ενότητα του γνωστικού αντικειμένου της επιστήμης, το οποίο καλύπτει το Τμήμα, ούτε, εξάλλου, στο γεγονός ότι, επειδή τα μέλη αυτά είναι ενταγμένα στον ίδιο Τομέα, στον οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, ενδιαφέρονται για τη νομιμότητα της υπηρεσιακής κατάστασης των μελών ΔΕΠ του Τομέα αυτού. [Βλ. διεξοδική ανάλυση της βαθμιαίας νομολογιακής μεταβολής και της απόφασης ΣτΕ 2303/2011 που την ολοκλήρωσε, με κριτικό πνεύμα, σε Κ. Γώγο, Το έννομο συμφέρον προσβολής πράξεων διορισμού μελών ΔΕΠ από καθηγητές του ιδίου Τμήματος. Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2303/2011, ΕΔΔηΛΥ 3/2011, σ. 438].
24. Τα ανωτέρω επιρρωννύει και συστηματοποιεί η απόφαση ΣτΕ 1979/2018, με την οποία κρίθηκαν τα εξής: κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του πδ 18/1989, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας κατά την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, αλλά απαιτείται προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται, όταν ο αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξης, από τον σύνδεσμο μεταξύ των έννομων συνεπειών της πράξης αυτής και της συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας του αιτούντος. Ως εκ τούτου, μόνη η επίκληση της ιδιότητας του Καθηγητή Τμήματος Α.Ε.Ι. και του απορρέοντος από αυτήν εύλογου ενδιαφέροντος για τη νομιμότητα της εκλογής των μελών του Δ.Ε.Π. και την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος καθώς και της ιδιότητας του μέλους του εκλεκτορικού σώματος, δεν αρκούν για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος, αλλά απαιτείται ο αιτών, μέλος του Τμήματος, να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη προσωπική και άμεση βλάβη, την οποία υφίσταται από την πράξη αυτή. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν στη σχετική διαδικασία εκλογής δεν μετείχαν και άλλοι υποψήφιοι (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 4841/2014, 7μ., σκ. 8, 2258, 3379/2013, 5067/2012, 7μ., σκ. 6). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν αρκούν για τη θεμελίωση έννομου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης διορισμού ή εξέλιξης μέλους Δ.Ε.Π. του Τμήματος Α.Ε.Ι. ούτε η ιδιότητα του μέλους της οικείας εισηγητικής επιτροπής (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 4716/2013, σκ. 6), ούτε του μέλους της γενικής συνέλευσης του Τμήματος, η οποία συνεδρίασε από κοινού με το εκλεκτορικό σώμα για την εκλογή του μέλους Δ.Ε.Π. (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, 3379/2013, σκ. 6), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η ιδιότητα του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής Πανεπιστημίου (βλ. ΣτΕ 1396/2017, σκ. 5, πρβλ. 3629/1996, 7μ. σκ. 8), ούτε η εναντίωση του αιτούντος στον επίμαχο διορισμό ή εξέλιξη κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 2622/2015, σκ. 5, 2258/2013, σκ. 6, 5067/2012, 7μ., σκ. 7). Κατά λογική ακολουθία, έννομο συμφέρον δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στην επίκληση των συνεπειών που -κατά τον αιτούντα- θα μπορούσε να έχει ο διορισμός ή εξέλιξη ακατάλληλου υποψήφιου στο δικό του κύρος λόγω της συμβολής του στην οικεία διαδικασία διορισμού ή εξέλιξης.
25. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς, υπό την έννοια ότι η νομική ή πραγματική κατάσταση με την οποία συνδέεται ο αιτών και της οποία η μεταβολή με την προσβαλλόμενη πράξη ή η μη ρύθμιση με την παράλειψη προκαλεί σε αυτόν βλάβη καθώς και ότι η βλάβη υφίσταται τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης όσο και κατά τον χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης και συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου (ΣτΕ 4391/2011, 899/1999: το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς, υπό την έννοια ότι η βλάβη που προκαλείται στον ενδιαφερόμενο πρέπει να έχει ήδη επέλθει ή να είναι βέβαιο ότι θα επέλθει κατά το χρόνο που κατατίθεται η αίτηση ακυρώσεως). Βλ. και ΣτΕ 1087/2020: το έννομο συμφέρον για την παραδεκτή άσκηση αίτησης ακυρώσεως πρέπει να εξακολουθεί να συντρέχει, εκτός από τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης και άσκησης της αίτησης ακυρώσεως, και κατά το χρονικό σημείο συζήτησης της υπόθεσης. Σε περίπτωση διεξαγωγής περισσοτέρων συζητήσεων, πρέπει να υφίσταται έως και την τελευταία συζήτηση (ΣτΕ 909/2019, 2080/2016, Ολ 3019/2014, 413/2008). Συμφέρον μελλοντικό και ενδεχόμενο καθιστά την αίτηση ακύρωσης απαράδεκτη (ΣτΕ645/2020). Βλ. συναφώς ΣτΕ 1994-1997/2016: ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής διοικητικής πράξης προσδιορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ’ επίκληση δικαιώματος (πλήρους ή ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει, κατ’ ουσίαν, το έννομο συμφέρον του στην ιδιότητά του ως υπόχρεου για τους (κατ’ αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους που προβλέπονται στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 και 4 του ν. 4223/2013. Υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ο φορολογούμενος ασκεί με έννομο συμφέρον την αίτησή του μόνο κατά της κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός της οποίας κείται το ακίνητό του, όχι και ως προς τις τυχόν περιεχόμενες στην προσβαλλόμενη πράξη κανονιστικές ρυθμίσεις για άλλες ζώνες, δεδομένου ότι το απλό ενδεχόμενο να αποκτήσει (συνεπεία αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής ή κληρονομίας) εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτων σε άλλες ζώνες και, συνακόλουθα, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με φόρους για τη μεταβίβαση ή/και την ιδιοκτησία ή επικαρπία των ακίνητων αυτών δεν είναι αρκετό να θεμελιώσει ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον του για ένδικη αμφισβήτηση των οικείων κανονιστικών ρυθμίσεων, που δεν τον αφορούν. Κατά τη νομολογία (ΣτΕ 42/1961), είναι ενεστώς το συμφέρον και οσάκις η συνεπεία της ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως ικανοποίησις αυτού δεν επέρχεται αμέσως αλλ’ αναβάλλεται επί τινά χρόνια προς εκπλήρωσιν επιβαλλομένων υπό του Νόμου διατυπώσεων. Εάν η ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την πράξη δημιουργήθηκε μετά την έκδοση της πράξης, το έννομο συμφέρον δεν είναι ενεστώς (ΣτΕ2998/1998, 4041/1998).
26. Όταν προσβάλλεται ενδιάμεση πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, το έννομο συμφέρον για την προσβολή της πρέπει να υφίσταται τόσο κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, όσο και κατά το χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως. Ειδικότερα το έννομο συμφέρον για την προσβολή ενδιάμεσης πράξης δημόσιου διαγωνισμού που διενεργείται σε διαδοχικά στάδια πρέπει να είναι ενεστώς, υπό την έννοια ότι η βλάβη που προκαλείται στον ενδιαφερόμενο πρέπει να έχει ήδη επέλθει ή να είναι βέβαιο ότι θα επέλθει κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Το τυχαίο γεγονός ότι, κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στο δικαστήριο, έχει ήδη εκδοθεί η τελική πράξη κατακυρώσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού, η οποία είναι και η βλαπτική για τον ενδιαφερόμενο, δεν αναπληρώνει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος αυτοτελούς προσβολής της ενδιάμεσης πράξης, ούτε δικαιολογεί τη διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης με την προβολή προσθέτων λόγων ακυρώσεως που αμφισβητούν τη νομιμότητα της μεταγενέστερης τελικής πράξεως (ΣτΕ 1442/1997, 899, 1520/1999, 2166/2003).