Διεύρυνση υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων της δίκης: Ομοδικία και συνάφεια
1. Με το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης διαγράφονται τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια της ακυρωτικής δίκης, δηλαδή προσδιορίζονται οι διάδικοι και οι προσβαλλόμενες πράξεις. Παρά την έλλειψη σχετικών διατάξεων στο ΠΔ 18/1989, όπως αυτές του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ισχύουν και στην ακυρωτική δίκη οι δικονομικοί θεσμοί της ομοδικίας και της συνάφειας, οι οποίοι υπηρετούν την αρχή της οικονομίας της δίκης, αφού με αυτούς επιτυγχάνεται, κατ’ουσία, η διενέργεια περισσοτέρων δικών σε μία. Ενώ ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας περιέχει λεπτομερείς ρυθμίσεις για την ομοδικία (και τη συνάφεια), που έχουν ως πηγή έμπνευσης τις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στο ΠΔ 18/1989 μέχρι το 2004 απουσίαζε οποιαδήποτε ρύθμιση περί ομοδικίας, ενώ με τον Ν. 3226/2004 προστέθηκε η παράγραφος 6 στο άρθρο 45, η οποία αφορά τις συνέπειες της έλλειψης ομοδικίας και συνάφειας για την ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης. Η «καθυστερημένη και ελλειπτική» ρύθμιση περί ομοδικίας επέτρεψε στο Συμβούλιο της Επικρατείας να παγιώσει μια «οξύμωρη» νομολογία, καθόσον στις μεν αναιρετικές δίκες προβαίνει σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σύμφωνα με το άρθρο 40 του ΠΔ 18/1989, στις δε ακυρωτικές προβαίνει σε νομολογιακή διάπλαση δικονομικών κανόνων που εμπνέονται από τους αντίστοιχους θεσμούς του ΚΠολΔ αλλά δεν παραπέμπουν στις σχετικές διατάξεις. Ορθότερη θα ήταν η αναλογική εφαρμογή του ΚΠολΔ και στην περίπτωση της ακυρωτικής δίκης για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για τη διασφάλιση της ενότητας του δικονομικού δικαίου (Βλ. συναφώς Ι. Καστανά, Η Σχέση Πολιτικής Δικονομίας και Δικονομίας του ΣτΕ. Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 40 ΠΔ 18/1989, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σ. 44, 45 και 119-121. Ανάλυση των διατάξεων του περί ομοδικίας και συνάφειας στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας βλ. στο εγχειρίδιο του Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, αρ. περ. 443-472).
Η ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΣΤΙΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
2. Είναι δυνατή η ένωση περισσοτέρων αιτούντων την ακύρωση της ίδιας διοικητικής πράξης στο ίδιο δικόγραφο. Οι αιτούντες αποκτούν, στην περίπτωση αυτή, την ιδιότητα των ομοδίκων. Η ομοδικία στην ακυρωτική δίκη δεν διακρίνεται σε απλή (δυνητική) και αναγκαία, κατά τα πρότυπα της πολιτικής δίκης. Πρόκειται για sui generis δικονομικό θεσμό, νομολογιακής προέλευσης (Πρακτικό Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ 4/2004). Στο ΠΔ 18/1989 δεν υπάρχουν διατάξεις για την ομοδικία, εκτός από αυτή του άρθρου 45 παρ. 6, η οποία ορίζει τα εξής:«6. Σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς τον πρώτο αιτούντα και τους ομόδικους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τους υπόλοιπους. Σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και τις συναφείς με αυτήν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τις υπόλοιπες». Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας, δεν είναι δυνατή, όπως προαναφέρθηκε, η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τουλάχιστον στην ακυρωτική δίκη.
3. Αντίθετα, όσον αφορά την αίτηση αναίρεσης, έχει γίνει δεκτό ότι, εφόσον το ΠΔ 18/1989 δεν περιέχει πρόβλεψη για την άσκηση αίτησης αναίρεσης σε περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας (την οποία ρυθμίζει ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας για τις διαφορές ουσίας), είναι αναλόγως εφαρμοστέες, δυνάμει του άρθρου 40 ΠΔ 18/1998, οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ισχύουν για τη διαδικασία πολιτικών δικών ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΣτΕ 1905/2010, 160/2013). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές (άρθρα 76, 110 και 558 του ΚΠολΔ), η αίτηση αναίρεσης που ασκείται από έναν αναγκαστικώς ομόδικο και επάγεται τα αποτελέσματά της και για τους λοιπούς, οι οποίοι αδρανούν, πρέπει να κοινοποιείται και σ’ αυτούς με μνεία της δικασίμου επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Για την αναλογική εφαρμογή των συνεπειών της παράλειψης του αναιρεσείοντος να προσεπικαλέσει τους αναγκαστικώς ομοδίκους του στην αναιρετική δίκη ενώπιον του ΣτΕ, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989: «Όταν το ασκούμενο ένδικο μέσο έχει το χαρακτήρα αναίρεσης, η Γραμματεία του οικείου σχηματισμού φροντίζει να κοινοποιηθεί, εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, πράξη του Προέδρου μαζί με ένα επικυρωμένο αντίγραφο σε απλό χαρτί της αίτησης στο δικηγόρο ή τον εκπρόσωπο του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ που υπογράφει, κατά το άρθρο 17 παρ. 4, το δικόγραφο, έστω και αν δεν είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο δικηγόρος ή ο εκπρόσωπος του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφο της πράξης του Προέδρου και της αίτησης αναιρέσεως στον αναιρεσίβλητο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Η κοινοποίηση γίνεται στην κατοικία που αναγράφει το σχετικό δικόγραφο του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4125/1960) ή, σε περίπτωση καταβολής της, στην κατοικία την οποία είχε υποχρέωση ο αναιρεσίβλητος να δηλώσει στη γραμματεία του διοικητικού δικαστηρίου και την έχει δηλώσει. Αν ο αναιρεσείων παραλείψει την υποχρέωσή του αυτή ή η κοινοποίηση γίνει εκπροθέσμως και ο αναιρεσίβλητος απουσιάζει στη δίκη, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Ο ΚΠολΔ εφαρμόζεται εξάλλου, κατ’ αναίρεση, και στις περιπτώσεις της παθητικής ομοδικίας. Ειδικότερα, έχει γίνει δεκτό ότι στη δίκη ενώπιον του ΣτΕ εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΚΠολΔ, κατά την έννοια των οποίων, στις περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη εάν δεν απευθύνεται κατά όλων όσοι διετέλεσαν διάδικοι στην κατ’ έφεση δίκη και νίκησαν σε αυτήν, χωρίς το απαράδεκτο αυτό να μπορεί να θεραπευθεί με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Τούτο διότι το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων προϋποθέτει ότι έχει ασκηθεί παραδεκτώς η αίτηση αναίρεσης. Επιπλέον, με το εν λόγω δικόγραφο δεν επιτρέπεται η διεύρυνση των ορίων της δίκης ούτε ως προς το αντικείμενο ούτε ως προς τα υποκείμενα αυτής, αλλά μόνον η προβολή περαιτέρω αιτιάσεων κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (ΣτΕ 611/2007).
4. Στην ακυρωτική δίκη η ομοδικία είναι κατά κανόνα απλή, διότι οι ομόδικοι είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, υποκείμενα αυτοτελών έννομων σχέσεων. Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, για τη θεμελίωση του δεσμού της ομοδικίας απαιτείται, αφενός, η ύπαρξη κοινού εννόμου συμφέροντος μεταξύ των διαδίκωνκαι, αφετέρου, η προβολή από αυτούς κοινών λόγων ακύρωσηςπου ερείδονται στην ίδια πραγματική και νομική βάση (ΣτΕ 570/2012, Ολ 12/2010, 3355/2009). Κοινότητα εννόμου συμφέροντος υφίσταται όχι μόνον όταν οι αιτούντες ασκούν την αίτηση ακύρωσης υπό την ίδια ιδιότητα αλλά και όταν τα συμφέροντά τους βαίνουν ομορρόπως, όπως στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση ακύρωσης ασκείται από κοινού τόσο από τους συνιδιοκτήτες ακινήτου που χαρακτηρίσθηκε κοινόχρηστος χώρος όσο και από την εργολήπτρια εταιρία – δικαιούχο οικοδομικής άδειας για την ανέγερση οικοδομής (ΣτΕ 861/2008), ή στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση ακύρωσης ασκείται, αφενός, από κατοίκους περιοχής όπου χορηγείται άδεια για εγκατάσταση μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, αφετέρου, από ιδιοκτήτες όμορων ακινήτων, μολονότι οι τελευταίοι δεν έχουν και την ιδιότητα κατοίκου (ΣτΕ 1360/2010, 2266/2007). Και στην περίπτωση αυτή όμως απαιτείται η προβολή κοινών λόγων ακύρωσης, που συνάπτονται προς τις διαφορετικές ιδιότητες υπό τις οποίες οι αιτούντες ασκούν την αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 3279/2006). Έχει, πάντως, γίνει δεκτή και η αυστηρότερη εκδοχή, κατά την οποία το κοινό έννομο συμφέρον συνίσταται στην ταυτότητα του νομικού δεσμού με την προσβαλλόμενη πράξη ως προς όλους τους ομοδίκους (ΣτΕ 230/2002). Ειδικά ως προς την προσβολή κανονιστικής πράξης από πρόσωπα με διαφορετικό δεσμό προς αυτήν, το Δικαστήριο απαιτεί να προσβάλλεται η πράξη από όλους τους ομοδίκους στην ίδια έκταση [ΣτΕ 3188/2010].
5. Η ομοδικία κρίνεται σε σχέση με τους διαδίκους που έχουν νομιμοποιηθεί για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης με κάποιον από τους προβλεπόμενους τρόπους στο άρθρο 27 του ΠΔ 18/1989 (ΣτΕ 2048/2009) και εξαρτάται πάντοτε, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 45 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989, από τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα, δηλαδή απαιτείται να υφίσταται ομοδικία των υπολοίπων διαδίκων με τον πρώτο, όχι όμως και μεταξύ τους. Η εξέταση του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος προηγείται, κατά τη νομολογία, του αντιστοίχου της ομοδικίας (ΣτΕ 3163, 3182/2008), διότι η κοινότητα εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος (ΣτΕ Ολ 2274/2000, 1862/2002). Κατά συνέπεια, εάν όλοι οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, η αίτηση ακύρωσης απορρίπτεται ως προς όλους, ανεξαρτήτως του αν ομοδικούν (ΣτΕ 1389/2005), προφανώς για λόγους οικονομίας της δίκης. Εξάλλου, παραδεκτώς ομοδικούν περισσότεροι αιτούντες την ακύρωση πράξης, η οποία δεν εισάγει ενιαία ρύθμιση ως προς αυτούς αλλά συνιστά σώρευση ατομικών πράξεων, εφόσον η εξωτερικώς ενιαία πράξη ερείδεται επί του αυτού νομικού και πραγματικού λόγου, προβάλλονται δε κατ’ αυτής κοινοί λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι ερείδονται επί της αυτής νομικής και πραγματικής αιτίας (ΣτΕ 3270/2008, 1867/2009: η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση ανακλητική της ιθαγένειας απόφαση αναλύεται σε τρεις ατομικές διοικητικές πράξεις, εκάστη των οποίων αφορά τον καθένα από τους αιτούντες. Παραδεκτώς, όμως, ομοδικούν οι αιτούντες αυτοί, εφόσον οι μεν επιμέρους πράξεις που σωρεύονται στην εξωτερικώς ενιαία ανακλητική απόφαση, ερείδονται επί του αυτού νομικού και πραγματικού λόγου, οι δε προβαλλόμενοι με την εν λόγω αίτηση λόγοι ακύρωσης ερείδονται επί κοινής για τους αιτούντες νομικής και πραγματικής βάσης).
6. Εάν δεν υφίσταται κοινότητα εννόμου συμφέροντος, η αίτηση ακύρωσης διακρατείται από το Δικαστήριο ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο και τους παραδεκτώς ομοδικούντες με αυτόν, ενώ για τους λοιπούς, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 22 παρ. 9 του Ν. 3226/2004, διατάσσεται ο χωρισμός του δικογράφου, καλούνται δε οι μη ομοδικούντες να καταθέσουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου χωριστό ο καθένας τους δικόγραφο εντός μηνός από την επίδοση της απόφασης που διατάσσει τον χωρισμό, διαφορετικά η αίτηση ακύρωσης είναι απορριπτέα, ως προς αυτούς, ως απαράδεκτη. Βλ. συναφώς ΣτΕ 523/2014, 433/2018: Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση ελλείψεως ομοδικίας το Δικαστήριο κρατεί και εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα και τους ομοδίκους με αυτόν, αναβάλλει δε σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υποθέσεως ως προς τους λοιπούς και διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου ως προς τούτους, προκειμένου να καταθέσουν αυτοτελές δικόγραφο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Περαιτέρω, αν μέσα στην αναφερθείσα προθεσμία δεν κατατεθή νομοτύπως (με καταβολή και του νόμιμου παραβόλου) αυτοτελές δικόγραφο – κατά χωρισμό του αρχικού – για τους αιτούντες που δεν ομοδικούν με τον προτασσόμενο στο αρχικό δικόγραφο, κατά την νέα δικάσιμο η αίτηση, ως προς τους αιτούντες αυτούς, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατά συνέπεια, η ομοδικία δεν συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης, υπό την έννοια ότι η έλλειψη ομοδικίας δεν άγει, άνευ ετέρου, στην απόρριψη της αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτης για τους μη ομοδικούντες διαδίκους, κάτι που ίσχυε υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, οπότε και η έλλειψη εννόμου συμφέροντος του προτασσομένου στο δικόγραφο αιτούντος είχε ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης ακύρωσης για τον λόγο αυτόν, ως προς εκείνον, ενώ ως προς τους λοιπούς η αίτηση ήταν απορριπτέα λόγω έλλειψης ομοδικίας (ΣτΕ 3782/2003).
7. Στο πλαίσιο της ομοδικίας προβάλλονται κοινοί λόγοι ακύρωσης που στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία. Πριν από τη θέση σε ισχύ του Ν 3226/2004, το Δικαστήριο απαιτούσε, κατ’ αναλογία, επί ποινή απαραδέκτου, την κοινότητα εννόμου συμφέροντος και ως προς την προβολή των λόγων ακύρωσης, σε περίπτωση δε που ένας λόγος προβαλλόταν άνευ εννόμου συμφέροντος από τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα, ο ίδιος λόγος ήταν απορριπτέος και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους λόγω έλλειψης ομοδικίας (ΣτΕ Ολ 2006/2003). Υπό το καθεστώς του Ν. 3226/2004, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χωρισμός του δικογράφου πρέπει να διατάσσεται από το Δικαστήριο και στην ως άνω περίπτωση. Με νεότερες αποφάσεις (ΣτΕ 1380/2005, 2399/2010, 2894/2011), κρίθηκε ότι, εφόσον περισσότεροι αιτούντες προβάλλουν τον ίδιο λόγο ακύρωσης, δεν τελούν, ωστόσο, υπό ταυτότητα πραγματικών και νομικών συνθηκών, διότι καθένας από αυτούς φέρει διαφορετική ιδιότητα, ελλείπουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας και συντρέχει περίπτωση χωρισμού του δικογράφου [βλ. ΣτΕ 1380/2005: εκ των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως της απόφασης του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ που επιβάλλει πρόστιμο σε ιδιοκτήτρια τηλεοπτικού σταθμού εταιρία και τους μετόχους της προηγείται και πρέπει να προταχθεί η εξέταση του λόγου, με τον οποίο οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2328/1995, επί τη βάσει της οποίας τους επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 20.000.000 δραχμών, από κοινού και εις ολόκληρον με την εταιρεία, η οποία είναι ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού «ALPHA», αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι η προστασία ίδρυσης και συμμετοχής σε εταιρείες του εμπορικού δικαίου. Ειδικότερα ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, για τον λόγο ότι θεσπίζει ατομική ευθύνη των μετόχων των τηλεοπτικών ανωνύμων εταιρειών και των μελών του ΔΣ αυτών, παρά το γεγονός ότι συστατικό στοιχείο της συμμετοχής σε ανώνυμη εταιρεία είναι η αδυναμία θεμελίωσης προσωπικής ευθύνης των μετόχων. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, τότε δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιβληθεί από κοινού και εις ολόκληρον στους μετόχους και στα μέλη του ΔΣ των τηλεοπτικών ανωνύμων εταιρειών πρόστιμο για παραβίαση της νομοθεσίας εκ μέρους των εταιρειών αυτών, θα παρείλκε δε ως αλυσιτελής η έρευνα όλων ανεξαιρέτως των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως. Ως προς τον λόγο όμως αυτό οι αιτούντες δεν ευρίσκονται, μεταξύ τους, υπό ταυτότητα πραγματικών και νομικών συνθηκών και, επομένως δεν ομοδικούν. Και τούτο διότι οι μεν πρώτος, τρίτος και τέταρτος εξ αυτών φέρουν, πέραν της ιδιότητάς τους ως μετόχων της εταιρείας «ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ», την ιδιότητα των μελών του ΔΣ αυτής, ενώ ο δεύτερος εκ των αιτούντων … φέρει μόνο την ιδιότητα του μετόχου αυτής. Υπό άλλες δε προϋποθέσεις τίθεται το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2328/1995, αν η ιδιότητα επί τη βάσει της οποίας επιβάλλεται το πρόστιμο- από κοινού και εις ολόκληρον με τηλεοπτική ανώνυμη εταιρεία- είναι η ιδιότητα του μετόχου αυτής και υπό διαφορετικές, αν η ιδιότητα είναι εκείνη του μέλους του ΔΣ ή του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής. Είναι, πράγματι, δυνατόν η διάταξη αυτή να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα για την μία κατηγορία, αλλά να μην είναι σύμφωνη για την άλλη, με αποτέλεσμα η απάντηση στον λόγο αυτό να είναι άλλη σε σχέση με τα μέλη του ΔΣ της τηλεοπτικής ανώνυμης εταιρείας (ιδιότητα η οποία αρκεί από μόνη της για την επιβολή του προστίμου, ανεξαρτήτως του αν τα συγκεκριμένα μέλη του ΔΣ φέρουν επιπλέον και την ιδιότητα του μετόχου της επίμαχης εταιρείας) και διαφορετική σε σχέση με τους μετόχους. Με τα δεδομένα όμως αυτά, ο … δεύτερος των αιτούντων στερείται του εν γένει δεσμού της ομοδικίας με τους υπολοίπους αιτούντες, συντρέχει δε ενόψει των οριζομένων στην …. διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, περίπτωση α) να κρατηθεί και να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως ως προς τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο εκ των αιτούντων, β) να αναβληθεί σε νέα δικάσιμο … η εκδίκαση της υποθέσεως ως προς τον δεύτερο αιτούντα … και γ) να διαταχθή ο χωρισμός του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου εντός 30θημέρου προθεσμίας από την ημέρα που θα κοινοποιηθεί σε αυτόν η παρούσα απόφαση].
8. Σε περίπτωση ομοδικίας καταβάλλεται ένα μόνο παράβολο, διότι η καταβολή του παραβόλου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση που συναρτάται προς το δικόγραφο καθαυτό (
ΣτΕ 855/2011:
κατά την έννοια του άρθρου 36 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, εφαρμοζομένου αναλόγως σύμφωνα με τα άρθρα 15 παρ. 2 ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και 4 παρ. 1 ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως των εκκαλούντων, για την άσκηση κοινής αιτήσεως ακυρώσεως από περισσοτέρους, οι οποίοι ομοδικούν, οφείλεται η καταβολή ενός παραβόλου). Το θέμα αναλύθηκε διεξοδικά στην απόφαση
ΣτΕ Ολ 682/2019, που ακολούθησε την ίδια προσέγγιση:
σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο αρκεί, για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος, η καταβολή ενός και μόνου παραβόλου. Τούτο δε διότι, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνάπτεται αποκλειστικά προς αυτή καθ’ εαυτή την άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή την διαδικαστική πράξη με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής εννόμου προστασίας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ζητούμενης προστασίας και το αντικείμενο της δίκης. Οι ανωτέρω διατάξεις ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο, στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφ’ όσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως. Ο θεσμός της ομοδικίας προϋποθέτει επίσης ότι όλοι οι ομόδικοι τελούν υπό τις αυτές νομικές και πραγματικές συνθήκες σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης και την ζητούμενη έννομη προστασία. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα ότι, ενώ η επίκληση της ομοδικίας είναι κοινή, η απόδειξή της εξετάζεται χωριστά για κάθε διάδικο, όπως ομοίως χωριστά εξετάζεται και η νομιμοποίηση. Επομένως δεν υφίστανται πλείονες αυτοτελείς έννομες σχέσεις δίκης, αν δε αυτοί που ενώνονται σε κοινό δικόγραφο δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας (πρβλ. ΣτΕ 935/2018, 558/2018, 433/2018, 428/2018) και οι μη ομοδικούντες δικαιούνται (ΣτΕ 2910/1984) και οφείλουν (ΣτΕ 4171/1987) να ζητήσουν έννομη προστασία μετά από χωρισμό δικογράφου και καταβολή νέου παραβόλου για το νέο εισαγωγικό δικόγραφο με συνέπεια να ανοίγει μια νέα, αυτοτελής έννομη σχέση δίκης. Εξ άλλου, η υποχρέωση καταβολής παραβόλου δεν συναρτάται ούτε με την έκβαση της δίκης, από την οποία εξαρτάται μόνο η τύχη του (κατάπτωση ή απόδοση στους εκ των ομοδίκων νικήσαντες εν όλω ή εν μέρει – βλ. ΣΕ 935/2018), επομένως ζήτημα καταπτώσεως του παραβόλου εις βάρος των ομοδίκων που δεν νομιμοποιήθηκαν ή δεν απέδειξαν το έννομο συμφέρον τους δεν τίθεται. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία επί ασκήσεως κοινής αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερους αιτούντες απαιτείται η καταβολή τόσων παραβόλων όσοι και οι αιτούντες, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα των κρισίμων διατάξεων, ούτε στην όλη οικονομία του συστήματος παροχής εννόμου προστασίας, και ιδίως των θεσμών του παραβόλου, και της ομοδικίας, έτσι όπως έχουν καταστρωθεί στην δικονομική έννομη τάξη, ούτε προκύπτει σχετική βούληση του νομοθέτη από την εξέλιξη και τις προπαρασκευαστικές εργασίες των οικείων διατάξεων (ιδίως, ούτε εξ αφορμής της προσθήκης παρ. 6 στο άρθρο 45 του π.δ. 18/1989 με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004). Αντιθέτως, όπου ο νομοθέτης προέβη σε διαφορετικές σταθμίσεις για την υποχρέωση καταβολής παραβόλου σε σχέση με τους ανωτέρω δικονομικούς θεσμούς το έχει ορίσει ρητώς, όπως, ενδεικτικά, με το άρθρο 277 παρ. 8 του ν. 2717/1999 (ΚΔΔ). [Βλ. και
ΣτΕ 2086/2019]. Ενδιαφέρουσα, πάντως, είναι και η αντίθετη προσέγγιση που υιοθέτησε μειοψηφία των μελών του σχηματισμού:
Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 36 του ΠΔ 18/1989, σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, οφείλεται, επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα αυτά. Τούτο διότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση και παρά την κατάθεση ενός μόνο δικογράφου, το Δικαστήριο εξετάζει και κρίνει το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος (ενδεχομένως δε, ανάλογα με το αντικείμενο της υποθέσεως και το βάσιμο αυτού) χωριστά ως προς καθέναν από τους αιτούντες (ιδίως, όσον αφορά τη νομιμοποίηση πληρεξούσιου δικηγόρου και τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος), με συνέπεια την επιβάρυνση του έργου του, κατά τρόπο ώστε η λυσιτέλεια και η αποτελεσματικότητα του παραβόλου, ως μέσου αποτροπής απαράδεκτων (ή αβάσιμων) ενδίκων βοηθημάτων, να εξυπηρετείται μέσω της υποχρέωσης καταβολής του, επί ποινή απαραδέκτου, από καθέναν από τους αιτούντες, λαμβανομένου υπόψη ότι η εξέταση της καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αιτήσεως ακυρώσεως, προηγείται, καταρχήν, της εξέτασης των όρων του παραδεκτού που αφορούν στη νομιμοποίηση πληρεξούσιου δικηγόρου, στη συνδρομή εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο εκάστου των αιτούντων και στην ύπαρξη δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους. Άλλως, δηλαδή, υπό την ερμηνευτική εκδοχή ότι αρκεί η πληρωμή ενός μόνο παραβόλου για όλους τους αιτούντες, υπονομεύονται ο σκοπός και το ωφέλιμο αποτέλεσμα του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου, το οποίο, άλλωστε, εάν δεχθεί την αίτηση για ορισμένους από τους διαδίκους και απορρίψει αυτήν (λ.χ. ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης πληρεξούσιου δικηγόρου ή ελλείψει εννόμου συμφέροντος) ως προς τους λοιπούς, αποδίδει το (μοναδικό καταβληθέν) παράβολο στους νικήσαντες διαδίκους, χωρίς να μπορεί να διατάξει την κατάπτωσή του ως προς τους ηττηθέντες παρά τα ρητώς και σαφώς οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989. Παράλληλα, η άσκηση από τους ιδιώτες της προβλεπόμενης στο νόμο δικονομικής δυνατότητας να ασκήσουν από κοινού αίτηση ακυρώσεως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ναι μεν θεραπεύει σκοπούς αναγόμενους και στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, που μπορεί να εξυπηρετείται μέσω της έκδοσης μίας δικαστικής αποφάσεως επί κοινής αιτήσεως περισσότερων προσώπων, αντί της έκδοσης περισσότερων αποφάσεων επί αυτοτελών αιτήσεων των προσώπων αυτών, αλλά (i) η ως άνω δυνατότητα δεν συνιστά έκφανση του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ή του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιώματος των ιδιωτών για παροχή έννομης προστασίας έναντι εκτελεστών διοικητικών πράξεων (ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται σε κατηγορίες διοικητικών διαφορών, όπως η παρούσα, που αφορούν στην επιβολή φορολογικών βαρών), δεδομένου ότι πρόκειται για ατομικό δικαίωμα εκάστου προσώπου, παρεχόμενου για την προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του και όχι για συλλογικό δικαίωμα ομαδικής προσφυγής στο Δικαστήριο περισσότερων προσώπων, και (ii) η άσκηση της παραπάνω δικονομικής δυνατότητας άγει στη δημιουργία περισσότερων αυτοτελών εννόμων σχέσεων δίκης, καθεμία εκ των οποίων κρίνεται χωριστά από το Δικαστήριο, στοιχείο που δικαιολογεί τη θέσπιση σχετικών νομοθετικών περιορισμών, όπως ο προαναφερόμενος περί καταβολής χωριστού παραβόλου από τους αιτούντες, ώστε να διασφαλίζεται, κατά το δυνατό, η ορθή, σύμφωνη με το σκοπό της και λελογισμένη άσκηση της εν λόγω δικονομικής δυνατότητας, προς όφελος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δικαστηρίου. Άλλωστε, ακόμα και με την εφαρμογή του ανωτέρω περιορισμού για το παράβολο, η ομοδικία, ως δικονομική δυνατότητα, δεν θίγεται ουσιωδώς και εξακολουθεί να είναι ελκυστική για τους ενδιαφερόμενους, ως μέσο (δικονομικής) ένωσης των δυνάμεών τους, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, καθώς τους επιτρέπει να μοιραστούν τα λοιπά έξοδα της δίκης και, ιδίως, της δικηγορικής αμοιβής για το ένδικο βοήθημα και τη συζήτησή του. 9. Με την απόφαση ΣτΕ 1374/2019 (έτσι και ΣτΕ 2126/2019)έγιναν δεκτά τα εξής: από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 35 παρ. 1, 3 και 4, 36 παρ. 1 και 4 και 45 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989 –με την τελευταία διάταξη αποδίδεται γενική δικονομική αρχή (βλ. και παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 121 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από την παράγραφο 4 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, καθώς και το άρθρο 78 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) η οποία έχει εφαρμογή και επί αιτήσεως αναιρέσεως (ΣτΕ 982/2010, 113/2011, 1611/2011, 523/2014, 433/2018, 1551/2018)– προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως από περισσότερα πρόσωπα με κοινό δικόγραφο αρκεί, για το παραδεκτό του ασκηθέντος βοηθήματος, η καταβολή ενός και μόνου παραβόλου. Τούτο δε, διότι η υποχρέωση καταβολής παραβόλου συνάπτεται αποκλειστικά προς αυτή καθ’ εαυτήν την άσκηση του ενδίκου μέσου, δηλαδή τη διαδικαστική πράξη με την οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής εννόμου προστασίας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ζητούμενης προστασίας και το αντικείμενο της δίκης (βλ. ΣτΕ Ολ 682/2019).
Η ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
10. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας που αφορά τις δίκες ουσίας ενώπιον των ΤΔΔ περιέχει (άρθρα 115-121 ΚΔΔ) διεξοδικές ρυθμίσεις για τον θεσμό της ομοδικίας που καλύπτουν τόσο την απλή ή δυνητική όσο και την αναγκαστική ομοδικία. Δυνητική είναι η ομοδικία όταν περισσότεροι ενώνονται στο αυτό δικόγραφο με δική τους βούληση και αναγκαστική όταν ενώνονται υποχρεωτικώς εκ του νόμου. Ratio της ομοδικίας είναι η αρχή της οικονομίας της δίκης. Με τη διενέργεια μιας αντί περισσοτέρων δικών εξοικονομείται χρόνος και χρήμα και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων προς όφελος της αποτελεσματικότερης παροχής δικαστικής προστασίας.
Άρθρο 115 Απλή ομοδικία
- Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, ή κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση.
- Κατά περισσότερων ΝΠΔΔ μπορεί να ασκηθεί κοινή προσφυγή, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη του ενός έχει ενσωματωθεί στην πράξη ή την παράλειψη του άλλου η κοινή αγωγή, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνδέονται με κοινή υποχρέωση ή οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία.
- Προκειμένου περί απαιτήσεων για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των ΟΤΑ πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών ΝΠΔΔ, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο προηγούμενων παραγράφων και όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς, έστω και μη ισόποσες, απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση. Ομοδικία συντρέχει και όταν για τους προσφεύγοντες ή ενάγοντες έχει εκδοθεί μία πράξη με ξεχωριστά για τον καθένα κεφάλαια ή περισσότερες αυτοτελείς για τον καθένα πράξεις. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συνδρομή και των προϋποθέσεων της συνάφειας, εκτός από την προϋπόθεση της κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου ως προς όλες τις πράξεις. Σε περίπτωση ομοδικίας κατά την παρούσα παράγραφο, ο αριθμός των ομοδίκων σε κάθε δικόγραφο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πενήντα.
- Η δυνητική ομοδικία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων. Οι διαδικαστικές πράξεις του ενός δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους.
- Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου ως την πρώτη συζήτηση, να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου.
Άρθρο 116 Αναγκαστική ομοδικία
- Περισσότεροι ομοδικούν αναγκαστικώς, εφόσον:
α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση [ένδικο βοήθημα που ασκείται από ένωση επιχειρήσεων κατά αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή από ιδιοκτήτες ακινήτου εξ αδιαιρέτου], ή
β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται, σύμφωνα με το νόμο, σε όλους τους ομοδίκους [πχ το δεδικασμένο που αφορά πρωτοφειλέτη εκτείνεται και στον εγγυητή] ή
γ) κατά τον νόμο, συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα μόνο από κοινού μπορεί να ασκηθεί από αυτούς ή κατ’ αυτών [το άρθρο 232 παρ. 4 του Ν 3852/2010 για την άσκηση προσφυγής απο τα πρόσωπα που ανήκουν στην αποκεντρωμένη διοίκηση και στην τοπική αυτοδιοίκηση για τους καταλογισμούς ζημιών που έγιναν σε βάρος τους από την Τριμελή Ελεγκτική Επιτροπή του άρθρου 232 παρ. 2 του Ν. 3852/2010], ή
δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις [πχ στην περίπτωση πλαγιαστικής αγωγής περισσοτέρων δανειστών του αυτού οφειλέτη κατά του Δημοσίου].
- Οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, εφόσον ο νομός που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, δεσμεύουν και τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους. Για το κύρος όμως των πράξεων συμβιβασμού, αναγνώρισης, παραίτησης και συμφωνίας για διαιτησία, απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαστικώς ομοδίκων.
- Το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τους τυχόν αντιφατικούς ισχυρισμούς των αναγκαστικώς ομοδίκων.
Άρθρο 117 Προσεπίκληση αναγκαίων ομοδίκων
Αν ορισμένοι, ως προς τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, δεν περιλαμβάνονται στο κοινό δικόγραφο, προσεπικαλούνται στη δίκη, με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου, από οποιονδήποτε ομόδικο, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση.
Άρθρο 118 Συμμετοχή των αναγκαίων ομοδίκων στη δίκη
Ο κατά το προηγούμενο άρθρο προσεπικαλούμενος μετέχει στη δίκη με ειδικό δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται, σε κυρωμένο αντίγραφο, με τη φροντίδα του, στους άλλους διαδίκους, ως την προτεραία της συζήτησης.
Άρθρο 119 Συνέπειες μη συμμετοχής στη δίκη των αναγκαστικώς ομοδίκων
Ο αναγκαστικός ομόδικος ο οποίος, αν και προσεπικλήθηκε σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 117, δεν μετέσχε στη δίκη, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται, κατά τη διάρκειά της, από όλους από κοινού τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους που μετέχουν σε αυτήν. Αν δεν είχε προσεπικληθεί και δεν είχε παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, έχει δικαίωμα να ασκήσει κατά της σχετικής απόφασης ανακοπή ερημοδικίας.
Άρθρο 120 Άσκηση ένδικων μέσων σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας
Αν ασκηθεί ένδικο μέσο από κάποιον ή κατά κάποιου από τους αναγκαστικώς ομοδίκους, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 117-119. Οι πρωτοδίκως ομόδικοι μπορούν να ασκήσουν από κοινού ένδικο μέσο χωρίς να απαιτείται να προβάλλονται κοινοί λόγοι.
Άρθρο 121 Κοινές διατάξεις
- Αν αρμόδιο καθ’ ύλην είναι, ως προς άλλους μεν ομοδίκους το τριμελές, ως προς άλλους δε το μονομελές, το κοινό ένδικο βοήθημα εκδικάζεται από το τριμελές.
- Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομόδικους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπόλοιπους.
- Με την απόφαση που διατάσσει το χωρισμό προσδιορίζονται, κατά προτίμηση, σε συγκεκριμένη δικάσιμο, για να δικαστούν οι χωριζόμενες υποθέσεις.
Η ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΣΤΙΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
11. Όπως η σύνθετη διοικητική ενέργεια, και η έννοια της συνάφειας εισήχθη στο θετικό δίκαιο για τη ρύθμιση δικονομικών ζητημάτων, καθόσον αποτελεί κριτήριο για την ταυτόχρονη προσβολή δύο ή περισσοτέρων πράξεων με το ίδιο δικόγραφο και, συνακολούθως, για τη συνεκδίκαση υποθέσεων και την έκδοση κοινής δικαστικής αποφάσεως. Κατά τη νομολογία, συγχωρείται η δια του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι λ.χ η μία πράξη αποτελεί την προϋπόθεση της άλλης: ΣτΕ 1821/1953, ή οσάκις με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται πλείονες πράξεις οι οποίες αφορούν όλες τον αιτούντα, ερείδονται στις αυτές διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία: ΣτΕ 1419/1953 (Πορίσματα εκ της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σ. 274). Το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι αν η εν λόγω συνύπαρξη περισσοτέρων πράξεων στην ίδια διαφορά στηρίζεται σε λογική ερμηνεία του περιεχομένου τους η οποία επιτρέπει τη σύνδεσή τους προκειμένου να κριθούν από κοινού, αν δηλαδή οι πράξεις αυτές πρέπει να παρουσιάζουν κάποιο συνδετικό στοιχείο. Όπως επισημαίνει συναφώς ο Δ. Κόρσος, το πότε υφίσταται συνάφεια μεταξύ δύο ή περισσοτέρων διοικητικών πράξεων είναι ζήτημα πραγματικό που κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον ακυρωτικό δικαστή, πλην όμως μπορεί, γενικώς, να γίνει δεκτό ότι συνάφεια υφίσταται «όχι μόνον επί υπάρξεως σχέσεως κυρίου προς παρεπόμενον, αλλά και όταν οι διοικητικές πράξεις τελούν σε τέτοιον εσωτερικό σύνδεσμο μεταξύ τους, ώστε να μη δύναται να χωρισθεί η εκδίκασή τους χωρίς βλάβη της διαγνωστικής περί αυτών διαδικασίας» [Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, τόμος Β, Αθήναι 1984, σ. 271 επ.]. Ωστόσο, η δογματική αυτή αντίληψη της συνάφειας δεν ακολουθήθηκε με συνέπεια από τη νομολογία, στο μέτρο που χρησιμοποιεί λιγότερο αυστηρά κριτήρια τα οποία διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής της έννοιας, όπως αυτά της ταυτότητας σκοπού ή της αναγωγής στην ίδια υπόθεση. δεν φαίνεται δυνατή η συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ούτε ως προς το περιεχόμενο της έννοιας ούτε ως προς τα κριτήρια οριοθετήσεώς της σε σχέση προς τη σύνθετη διοικητική ενέργεια. Η διάκριση των συναφών πράξεων από τη σύνθετη διοικητική ενέργεια έχει μεγάλη δικονομική σημασία εφόσον, επί συναφών πράξεων, το εμπρόθεσμο της αιτήσεως ακυρώσεως κρίνεται για κάθε πράξη χωριστά ενώ στην περίπτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας αρκεί η εμπρόθεσμη προσβολή της τελικής. Οι συναφείς πράξεις δηλαδή προσβάλλονται αυτοτελώς, υπό την έννοια ότι η νομιμότητά τους δεν μπορεί να ερευνηθεί παρεμπιπτόντως ούτε είναι δυνατή η ακύρωση της μιας για πλημμέλειες της άλλης. Εάν όμως η προγενέστερη πράξη, η οποία αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της επομένης, ακυρωθεί, τότε και η επομένη θα ακυρωθεί, εάν έχει προσβληθεί εμπροθέσμως, διότι θα έχει χάσει το νόμιμο έρεισμά της. Τέλος, η συνάφεια κρίνεται ως προς την προτασσόμενη πράξη, ενώ επί σύνθετης διοικητικής ενέργειας οι προηγούμενες πράξεις εξετάζονται σε σχέση προς την τελική. Ως κατ’εξοχήν δικονομική έννοια, η συνάφεια δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής δογματικής ανάλυσης. Ειδικότερα, ο δικαστής διαθέτει μεγαλύτερη ευχέρεια απ’ό,τι επί σύνθετης διοικητικής ενέργειας, εφόσον δεν υπάρχουν σαφείς νομοθετικές ενδείξεις περί της φύσεως του δεσμού της συνάφειας, ενώ η σύνθετη διοικητική ενέργεια προϋποθέτει τη νομοθετική πρόβλεψη και διαρρύθμιση διοικητικής διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει πλείονα στάδια. Επομένως, κατά τη διαμόρφωση των κριτηρίων της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, ο δικαστής δεσμεύεται από το πνεύμα της σχετικής νομοθετικής ή κανονιστικής ρυθμίσεως, ενώ η αναγνώριση της συνάφειας είναι συνάρτηση σταθμίσεων σκοπιμότητας, μεταξύ των οποίων πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζουν η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και η ταχύτερη επίλυση των διαφορών. Τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής έχει την ευχέρεια να υιοθετήσει κατά περίπτωση στενότερη ή ευρύτερη αντίληψη περί συναφείας και να διαφοροποιήσει τις λύσεις του, αναλόγως των εκάστοτε συνεπειών της εφαρμογής της και σε συνάρτηση με τις συνθήκες κάθε υποθέσεως. Περαιτέρω, η ανάλυση της νομολογίας επιτρέπει το συμπέρασμα ότι ο δεσμός μεταξύ συναφών πράξεων, ακόμη και όταν ο δικαστής θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την αναγνώριση της συνάφειας, όπως η έκδοση των πράξεων κατ’ εφαρμογή των ιδίων διατάξεων και σε σχέση με το ίδιο αντικείμενο είναι σαφώς χαλαρότερος του δεσμού των πράξεων σύνθετης διοικητικής ενέργειας, οι οποίες εκδίδονται επίσης στα πλαίσια της ίδιας νομοθεσίας. Εφόσον η αναγνώριση της συνάφειας των πράξεων γίνεται πρωτίστως για λόγους δικονομικής σκοπιμότητας, που ανάγονται στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, οι σχετικές υποθέσεις θα μπορούσαν να κριθούν χωριστά, χωρίς οι κατ’ ιδίαν λύσεις να είναι κατ’ ανάγκη ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η ιδέα της «σύγκλισης» ορισμένων πράξεων και θεωρήσεις δικονομικού «ρεαλισμού» οι οποίες συνηγορούν υπέρ της αποφυγής αποσπασματικής κρίσεως υποθέσεων που αναλύονται σε περισσότερες πράξεις υπαγορεύουν τη συνεκδίκαση λόγω συναφείας, έστω και αν δεν υπάρχει μεταξύ των πράξεων αυτών η ειδική και αποκλειστική σχέση που συνδέει τις πράξεις της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, υπό την έννοια ότι οι ενδιάμεσες πράξεις εκδίδονται αποκλειστικά για να επιτρέψουν την έκδοση της τελικής [Βλ. συναφώς Ε. Πρεβεδούρου, Η σύνθετη διοικητική ενέργεια. Εθνικό δίκαιο και κοινοτική προοπτική, Εκδ. Σάκκουλα, 2005, σ. 113 επ.].
12. Με το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης είναι δυνατόν να προσβάλλονται περισσότερες της μιας πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι συναφείς μεταξύ τους. Συνάφεια μεταξύ διοικητικών πράξεων υφίσταται όταν
α) αυτές έχουν εκδοθεί από το ίδιο όργανο κατ’ εφαρμογή της ίδιας νομοθεσίας (ΣτΕ 3174/2009),
β) η μια αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της άλλης και κατατείνουν όλες στο ίδιο αποτέλεσμα (ΣτΕ 2518/2009:είναι συναφείς πράξεις i) η απόφαση του Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων για την ίδρυση και λειτουργία βιοτεχνίας κατασκευής ηλεκτρονικών ισχύος από την εταιρία Α, ii) η απόφαση του Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης βιοτεχνίας κατασκευής ηλεκτρονικών ισχύος από την ως άνω εταιρία και iii) η άδεια οικοδομής βιομηχανικού κτιρίου της Πολεοδομίας του Δήμου Αγρινίου, διότι κατατείνουν στο αυτό αποτέλεσμα, την ίδρυση δηλαδή της επίμαχης βιοτεχνικής μονάδας της εταιρείας Α και συνεπώς παραδεκτώς προσβάλλονται με κοινό δικόγραφο) ή με άλλη διατύπωση, η μία αποτελεί το έρεισμα της άλλης (ΣτΕ 2292/2007, 2742/2014: παραδεκτώς προσβάλλονται με το αυτό δικόγραφο από την άποψη της συνάφειας η κ.υ.α. με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου «Περιφερειακή οδός Παιανίας» και η απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δ.Ε. του ΥΠΕΧΩΔΕ, με την οποία εγκρίθηκε η οριστική μελέτη οδοποιίας του επίμαχου έργου, διότι η πρώτη αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο έρεισμα της δεύτερης και ως εκ τούτου οι πράξεις αυτές είναι συναφείς· ΣτΕ 1103/2015, 3845/2007: η δασική απαγορευτική διάταξη που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 105 του Δασικού Κώδικα και 42 του ν. 998/1979, έχει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 272/2014 7μ., πρβλ. ΣτΕ 1532/2006, 2215/2004, 586/2000, 8/1993, 771/1989, 4249/1979, 561/2012, 2647/ 2010, 1516/1993) η δε έκδοσή της έχει ως προϋπόθεση την κήρυξη αναδάσωσης, στην πραγμάτωση της οποίας αποσκοπεί (ΣτΕ 272/2014 7μ., πρβλ. ΣτΕ 3845/2007, 3479/2007, 4539/2005, 1639/2004, 4677/1996, 377/1988) και, ως εκ τούτου, συνδέεται αρρήκτως με την απόφαση κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας),
γ) ερείδονται στην ίδια νομική και πραγματική αιτία (ΣτΕ 1929/2010: η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων με την οποία αυξήθηκε σε 230 (από 200) ο αριθμός των αδειών εγκαταστάσεως για την λειτουργία οίκων ανοχής εντός των ορίων του εν λόγω Δήμου και η απόφαση της Δημάρχου Αθηναίων με την οποία διετάχθη, κατ’ επίκληση του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2734/1999, η σφράγιση οίκου ανοχής, ως λειτουργούντος κατά παράβασιν των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 3 του ως άνω νόμου, διότι ευρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από σχολεία, ναούς κ.λπ. δεν είναι συναφείς μεταξύ τους, διότι δεν ερείδονται η μία επί της άλλης ούτε στηρίζονται επί της αυτής νομικής και πραγματικής αιτίας).
Νομολογιακά παραδείγματα: ΣτΕ 3440/2013: ζητείται η ακύρωση: (α) της εκδοθείσας με εντολή Υπουργού απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Τεχνικών Μελετών και Κατασκευών του Υπουργείου Γεωργίας (ήδη Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων), με την οποία εγκρίθηκε η Διακήρυξη του έργου «Δίκτυο ανοικτών διωρύγων πεδιάδας Μόρνου Ν. Φωκίδας»· (β) της απόφασης (με εντολή Υπουργού) του Ειδικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, με την οποία εγκρίθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού που προκηρύχθηκε με την α΄ προσβαλλόμενη πράξη (γ) της Κοινής Απόφασης των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας (ήδη Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων), με την οποία τροποποιήθηκε η Κ.Υ.Α. 23069/19.9.1996 περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων του έργου «Κατασκευή και λειτουργία των εγγειοβελτιωτικών έργων άρδευσης πεδιάδας Μόρνου» στους Νομούς Αιτωλοακαρνανίας και Φωκίδας. Ως συμπροσβαλλόμενη θεωρείται η εκδοθείσα μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης Κοινή Απόφαση των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, με την οποία ανανεώθηκε και τροποποιήθηκε η τρίτη προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. περί έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους, δοθέντος ότι η έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της δεύτερης προσβαλλόμενης, ενώ αμφότερες προϋποθέτουν τη νομιμότητα των εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων που τροποποιήθηκαν με την τρίτη προσβαλλόμενη (ΣτΕ 1169/2011, 2430/2010). Εξ άλλου, οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν μεν εκδοθεί από διαφορετικά όργανα, δυνάμει διαφορετικών νομοθεσιών, κατατείνουν όμως στο αυτό αποτέλεσμα, ήτοι την κατασκευή και λειτουργία των ένδικων εγγειοβελτιωτικών έργων (ΣτΕ 3945/2008). Έτσι και ΣτΕ 2472/2016, 3991/2015, 3752/2015: ζητείται η ακύρωση: α) του εγγράφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών, με θέμα «Απαλλαγή από περιβαλλοντική αδειοδότηση κέντρου αιμοκάθαρσης με την επωνυμία Α, στο υπ’ αρ. 1143 αγροτεμάχιο του Δ.Δ. Ν. Σουλίου Ν. Σερρών» και β) της άδειας οικοδομής, που χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών στην ανωτέρω εταιρία Α για την ανέγερση διώροφου κτιρίου γραφείων με υπόγειο. Ως συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί η πράξη αναθεώρησης της ως άνω οικοδομικής αδείας που αφορά στην αλλαγή χρήσης της επίδικης οικοδομής από διώροφο κτίριο γραφείων σε Μονάδα Χρόνιας Αιμοκάθαρσης. Η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής και η πράξη αναθεώρησής της υπάγονται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, δεδομένου, όμως, ότι είναι συναφής με την προσβαλλόμενη περί απαλλαγής από περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού κατατείνουν στο αυτό αποτέλεσμα, δηλαδή στη λειτουργία Μονάδας Χρόνιας Αιμοκάθαρσης της εταιρείας Α, συντρέχει περίπτωση να εκδικασθεί στο σύνολό της η υπόθεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 3945/2008, 2135/2003). Έτσι και ΣτΕ 51/2011.
13. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989, «[η] αόριστη μνεία στα δικόγραφα ως προσβαλλόμενης και κάθε συναφούς πράξης ή απόφασης δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει από την άποψη αυτή την υπόθεση». Επομένως, απαιτείται με το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης να γίνεται σαφής προσδιορισμός των προσβαλλομένων πράξεων. Έκρινε, λοιπόν, ότι η αόριστη μνεία στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως ως προσβαλλόμενης και κάθε συναφούς πράξεως ή παραλείψεως, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, της Διοικήσεως και ιδίως των προσκλήσεων εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για την συμμετοχή στην διαδικασία επιλογής διευθυντών όλων των τύπων σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει την υπόθεση από την άποψη αυτήν (ΣτΕ Ολ 711/2017). Το Δικαστήριο δύναται, ωστόσο, να διευρύνει οίκοθεν το αντικείμενο της δίκης, θεωρώντας συμπροσβαλλόμενες και μη ρητώς προσβαλλόμενες πράξεις, εφόσον αυτές είναι συναφείς με τις ευθέως προσβαλλόμενες (ΣτΕ 1086/1988). Τούτο προϋποθέτει, βεβαίως, ότι η αίτηση ακύρωσης ασκείται κατ’αρχήν, παραδεκτώς, υπό την έννοια ότι με αυτήν προσβάλλεται τουλάχιστον μια εκτελεστή πράξη (ΣτΕ 2632/2006). Οι πράξεις αυτές, ρητές ή σιωπηρές (ΣτΕ 3984/2008, 1190/2006) είναι, κατά κανόνα, μεταγενέστερες των ρητώς προσβαλλομένων (ΣτΕ 4148/2009, 2892/2009, 2783/2007). Δεν αποκλείεται, πάντως, το Συμβούλιο της Επικρατείας να θεωρήσει ως συμπροσβαλλόμενη, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου της αίτησης ακύρωσης, και προγενέστερη χρονικώς διοικητική πράξη, εφόσον ναι μεν δεν προσβάλλεται ρητώς, πλην προβάλλονται κατ’ αυτής λόγοι ακύρωσης (ΣτΕ 4221/2010, 655/2007, 500/2007). Η καθ’ ερμηνεία του δικογράφου διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης με τον δικαστικό έλεγχο και χρονικώς προγενέστερων πράξεων υπόκειται στους περιορισμούς που απορρέουν από το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Επομένως, εφόσον έχει παρέλθει η κατά το άρθρο 46 του ΠΔ 18/1989 προθεσμία ευθείας προσβολής διοικητικής πράξης, η προβολή λόγων που ουσιαστικά αφορούν στη δική της νομιμότητα προβάλλονται απαραδέκτως, εφόσον άγουν σε παρεμπίπτοντα έλεγχο διοικητικής πράξης, η οποία έχει διαφύγει τον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο (ΣτΕ 3940/2008, 379/2007, 3588/2007). Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ενίοτε να θεωρείται συμπροσβαλλόμενη, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, χρονικώς προγενέστερη πράξη για την οποία έχει παρέλθει η προθεσμία ευθείας προσβολής (ΣτΕ 1508/2008: με την αίτηση ακύρωσης ο αιτών Δήμος ζητεί την ακύρωση : α) της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, με την οποία εγκρίθηκαν υπέρ της εταιρείας Α οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή από αυτήν αιολικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Α.Σ.Π.Η.Ε.) και β) της 2750/02/29.4.2004 αποφάσεως του ίδιου Γενικού Γραμματέα, με την οποία χορηγήθηκε στην προαναφερόμενη εταιρεία, ως ανεξάρτητο παραγωγό, άδεια εγκαταστάσεως του ανωτέρω Α.Σ.Π.Η.Ε. στην αυτή θέση. Καθ’ ερμηνεία δε του δικογράφου, προσβάλλεται με αυτό και η προγενέστερη απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας, με την οποία εγκρίθηκε η εντός της ανωτέρω εκτάσεως, που έχει δασική μορφή, επέμβαση για την κατασκευή του ανωτέρω Α.Σ.Π.Η.Ε. Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, εφ’ όσον η μία προϋποθέτει την έκδοση της άλλης. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου και των Παρέδρων, η απόφαση περί εγκρίσεως της επεμβάσεως η οποία δεν προκύπτει, από την ερμηνεία του δικογράφου, ότι συμπροσβάλλεται, αποτελεί ατομική διοικητική πράξη, η οποία, μη έχουσα ακυρωθεί δικαστικώς ή ανακληθεί διοικητικώς, έχει το τεκμήριο της νομιμότητας. Τούτου δε έπεται ότι αποτελεί νόμιμο έρεισμα των προσβαλλομένων πράξεων το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως επ’ αφορμή αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτών).
14. Στην περίπτωση κατά την οποία κριθεί βάσιμος λόγος ακύρωσης που αφορά τη νομιμότητα της ρητώς προσβαλλόμενης πράξης, τότε μαζί με αυτήν ακυρώνονται και οι μεταγενέστερες πράξεις, ανεξαρτήτως αν κατ’ αυτών δεν προβάλλονται αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης. Αυτό αποτελεί αυτονόητη συνέπεια της αυτεπάγγελτης διεύρυνσης του αντικειμένου της δίκης. Στην περίπτωση όμως που ο αιτών προσβάλλει ευθέως περισσότερες συναφείς πράξεις προβάλλοντας λόγους ακύρωσης μόνο κατά της χρονικά προγενέστερης, η απόρριψη των λόγων αυτών έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης ακύρωσης στο σύνολό της, εφόσον κατά της συμπροσβαλλόμενης συναφούς δεν προβάλλονται αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης (ΣτΕ 3845/2007, 51/2011). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία η χρονικώς προηγούμενη πράξη προσβάλλεται απαραδέκτως. [Βλ. συναφώς την απόφαση ΣτΕ 3945/2008: ζητείται η ακύρωση των παρακάτω πράξεων: α) της αποφάσεως του Νομάρχη Αχαΐας περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων για την λειτουργία εργοστασίου παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος της εταιρείας Α, β) της αποφάσεως του Νομάρχη Αχαΐας, με την οποία χορηγήθηκε στην παραπάνω εταιρεία άδεια εγκαταστάσεως για την εν λόγω μονάδα, γ) της οικοδομικής αδείας της Διεύθυνσης Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας, που αφορά στην κατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων για την παραπάνω μονάδα, όπως αναθεωρήθηκε με μεταγενέστερη πράξη της ίδιας Διεύθυνσης, δ) της αποφάσεως της ως άνω Διεύθυνσης, με την οποία επετράπη η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών και ε) της αποφάσεως της Διευθύνσεως της Στ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, με την οποία χορηγήθηκε άδεια εκσκαφής για την κατασκευή του παραπάνω εργοστασίου. Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι έχουν μεν εκδοθεί από διαφορετικά όργανα, δυνάμει διαφορετικών νομοθεσιών, κατατείνουν όμως στο αυτό αποτέλεσμα, δηλαδή την εγκατάσταση και λειτουργία της μονάδας ετοίμου σκυροδέματος της παρεμβαίνουσας εταιρείας. Κατόπιν τούτου, συντρέχει περίπτωση να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως στο σύνολό της από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34 του ν. 1968/1991 (Α’ 150), καίτοι η άδεια οικοδομής και η πράξη συνεχίσεως οικοδομικών εργασιών υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, κατ’ άρθρο 1 ν. 2944/2001 (Α’ 222) (ΣτΕ 2135/2003). Κρίθηκε, κατ’αρχάς, ότι η αίτηση ακύρωσης ασκήθηκε εκπροθέσμως και, επομένως, απαραδέκτως κατά των τριών πρώτων πράξεων. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά της πράξεως συνεχίσεως των οικοδομικών εργασιών δεν προβάλλεται αυτοτελής λόγος ακυρώσεως και, συνεπώς, η πράξη αυτή προσβάλλεται απαραδέκτως. Τέλος, ο προβαλλόμενος κατά της αποφάσεως της Διεύθυνσης της Στ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων, λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι με την απόφαση αυτή εγκρίθηκε η εγκατάσταση βιομηχανικής μονάδας εντός αρχαιολογικού χώρου, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι το ακίνητο της παρεμβαίνουσας εταιρείας κείται εκτός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου. (Βλ. και ΣτΕ 846/2013, σκέψη 4)]. Αντιστρόφως, εάν λόγοι ακύρωσης προβάλλονται μόνο κατά της καθ’ ερμηνεία του δικογράφου συμπροσβαλλόμενης πράξης και όχι κατά της ρητώς προσβαλλόμενης προγενέστερης, η αίτηση ακύρωσης είναι άνευ ετέρου απορριπτέα ως προς την τελευταία (ΣτΕ 2294/2008: με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της από 19.3.2004 αποφάσεως του Επίκουρου Νομάρχη Δωδεκανήσου, με την οποία ανακλήθηκε η προσωρινή άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος της αισθητικού που είχε χορηγηθεί στην αιτούσα. Καθ’ερμηνείαν του δικογράφου της αιτήσεως, η ως άνω απόφαση αποτελεί την μόνη πράγματι προσβαλλόμενη με την αίτηση πράξη. Ειδικότερα, στο δικόγραφο αναφέρεται μεν ως συμπροσβαλλόμενη και η από 8.1.2003 απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου περί μεταβιβάσεως του δικαιώματος υπογραφής πράξεων με εντολή Νομάρχη, κατά της αποφάσεως αυτής, ωστόσο, δεν προβάλλεται αυτοτελώς λόγος ακύρωσης, όπως προκύπτει δε από το όλο περιεχόμενο της αίτησης ακύρωσης, η απόφαση αυτή μνημονεύεται μόνον προς θεμελίωση των λόγων ακυρώσεως που στρέφονται κατά της προαναφερθείσης μόνης προσβαλλομένης αποφάσεως).
15. Όσον αφορά το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης κατά συναφών πράξεων, ενδέχεται αυτές να υπάγονται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα τόσο του Διοικητικού Εφετείου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην περίπτωση αυτή, η υπαγόμενη στα ΤΔΔ διαφορά διακρατείται από το ΣτΕ για λόγους οικονομίας της δίκης. Βλ.ΣτΕ 2464/2009: ζητείται η ακύρωση : α) της αποφάσεως του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία αιολικού πάρκου ηλεκτροπαραγωγής με μία ανεμογεννήτρια στη θέση «Μερσίνη» του Δήμου Μυκονίων από την εταιρεία Ε, β) της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Νότιου Αιγαίου, με την οποία εγκρίθηκε η επέμβαση σε δημόσια χορτολιβαδική έκταση στην ανωτέρω θέση για την εγκατάσταση της προαναφερόμενης ανεμογεννήτριας, γ) της αποφάσεως του αυτού Γενικού Γραμματέα, με την οποία χορηγήθηκε στην ανωτέρω Ε άδεια εγκαταστάσεως του προαναφερόμενου αιολικού πάρκου και δ) της οικοδομικής άδειας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Ν.Α. Κυκλάδων, με την οποία επετράπη στην αυτή ως άνω Ε η κατασκευή της βάσεως της ανεμογεννήτριας και του κτηρίου ελέγχου αυτής. Αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως είναι, καθ’ όσον αυτή στρέφεται κατά των αναφερόμενων υπό στοιχεία α), β) και γ) αποφάσεων το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθ’ όσον δε στρέφεται κατά της αναφερόμενης υπό στοιχείο δ) οικοδομικής άδειας το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά (άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ΄ του Ν. 702/ 1977, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2944/2001). Σύμφωνα όμως με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α΄), στις ακυρωτικές υποθέσεις το Συμβούλιο της Επικρατείας, αν κρίνει ότι υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του ανήκει στην αρμοδιότητα Διοικητικού Εφετείου, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ’ ουσίαν (ΣτΕ Ολ 3193/2000, 2132/2002, 1344/2004, 2311/2006). Στην παρούσα υπόθεση συντρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, νόμιμος λόγος συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να κρατηθεί η υπόθεση και ως προς την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, λόγω και της συναφείας προς τις τρεις πρώτες προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες αποτελούν η κάθε μία προϋπόθεση για την έκδοση της άλλης καθώς και για την έκδοση της οικοδομικής άδειας (πρβλ. ΣτΕ 2569/2004, 1508/2008). Η δυνατότητα, ωστόσο, αυτή δεν είναι απεριόριστη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να κρατήσει και να δικάσει κατ’ ουσίαν υπόθεση, η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου κατά το άρθρο 1 του ν. 702/1977, όταν, ως προς την υπόθεση αυτή, δεν επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του διοικητικού εφετείου (ΣτΕ Ολ 736/2008, 778/2019, 157/2017, 941/2016, 4045/2012). Εάν μία από τις δύο συναφείς και συμπροσβαλλόμενες ενώπιον του ΣτΕ πράξεις υπάγεται στην αρμοδιότητα των ΤΔΔ ως γεννώσα διαφορά ουσίας, το Δικαστήριο, μη δυνάμενο να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ’ύλην αρμόδιο ΤΔΔ, εκτός αν πρόκειται για πράξη έχουσα παρακολουθηματικό χαρακτήρα εκείνης που προκαλεί ακυρωτική διαφορά ή πράξη εκδοθείσα κατά διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια να μην είναι δυνατή ούτε στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς πλήρους δικαιοδοσίας η μεταρρύθμιση της πράξεως κατά το μέρος τούτο, αλλά μόνον η ακύρωσή της, εφόσον μεταρρύθμιση αυτής θα οδηγούσε σε υποκατάσταση της Διοικήσεως στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας.
16. Νομολογιακά παραδείγματα: 1) ΣτΕ 2392/2007[που αφορά διαφορετικά κεφάλαια της ίδιας πράξης]: κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη απόφαση διατάσσει την επιστροφή στο Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, της καταβληθείσης στην αιτούσα εταιρεία επιχορηγήσεως υπόκειται, ως εκ του ότι έχει εκδοθεί προ της θέσεως σε ισχύ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε άσκηση ανακοπής του άρθρου 73 του κυρωθέντος με το Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α΄ 90) Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Το κεφάλαιο, όμως, αυτό της προσβαλλομένης πράξεως αποτελεί παρακολούθημα του κεφαλαίου της περί ανακλήσεως της πράξεως υπαγωγής της επίμαχης επενδύσεως στις διατάξεις του Ν. 1262/1982, στηρίζεται στην αυτή όπως και εκείνο νομική και πραγματική βάση και δεν πλήσσεται από την αιτούσα με αυτοτελείς αιτιάσεις. Ενόψει των ανωτέρω, η υπόθεση ανήκει στο σύνολό της στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα. 2)ΣτΕ 796/2009: ανεξαρτήτως αν η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της περί εντόκου επιστροφής από την αιτούσα, κατά την διαδικασία εισπράξεως δημοσίων εσόδων, της καταβληθείσης σ’ αυτήν επιχορηγήσεως και ρυθμίσεως του τρόπου εισπράξεως της εν λόγω οφειλής και των τόκων, υπόκειται, ως εκ της εκδόσεώς της μετά την έναρξη ισχύος του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στην κατά το άρθρο 217 παρ. 1 του εν λόγω Κώδικα ανακοπή, εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση και κατά το μέρος αυτό. Και τούτο ενόψει του ότι το ανωτέρω κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί παρακολούθημα του κεφαλαίου αυτής περί ανακλήσεως της υπαγωγής της επίμαχης επενδύσεως στις διατάξεις του ν. 1892/1990, στηριζόμενο στην αυτή όπως και εκείνο νομική και πραγματική βάση. Άλλωστε η Διοίκηση, κατά τον καθορισμό του ύψους του επιστρεπτέου ποσού ενεργεί κατά διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια να μην είναι δυνατή ούτε στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς πλήρους δικαιοδοσίας η μεταρρύθμιση της πράξεως κατά το μέρος τούτο, αλλά μόνον η ακύρωσή της, εφόσον μεταρρύθμιση αυτής θα οδηγούσε σε υποκατάσταση της Διοικήσεως στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Επομένως και ο δικάζων επί ανακοπής δικαστής θα περιοριζόταν στον έλεγχο της μη υπερβάσεως των νομίμων ορίων της διακριτικής εξουσίας, για να κρίνει περί της νομιμότητας του νομίμου τίτλου. 3) ΣτΕ 3174/2015: ζητείται η ακύρωση α) της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι, αφενός μεν για την εκμετάλλευση λατομικού χώρου στη θέση «Αμυγδαλιές-Ψάρες» Πίσω Μεριάς του Δήμο Κορθίου από την εταιρεία Α, αφετέρου δε για την εγκατάσταση μονάδας θραύσης – επεξεργασίας αδρανών υλικών στην ίδια έκταση και β) της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με την οποία εγκρίθηκε, βάσει του άρθρου 57 του ν. 998/1979, επέμβαση για την εκμετάλλευση από την ανωτέρω εταιρεία του ως άνω λατομείου αδρανών υλικών σε έκταση χορτολιβαδικής μορφής. Η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την ως άνω εκμετάλλευση λατομείου, είναι πράξη που εκδίδεται, προεχόντως, κατά τη νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος και, συνεπώς, από την αμφισβήτηση της νομιμότητάς της γεννώνται ακυρωτικές διαφορές, αρμόδιο για την εκδίκαση των οποίων είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως της ιδιότητας του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ως αξιούντος ή μη ίδια λατομικά δικαιώματα (ΣτΕ 255/2014, 3887/2008, 4448/2005, 1064, 455/2003, 4140, 3029). Μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 3659/2008, όλες οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσία που αφορά τα λατομεία και ανεξαρτήτως της ιδιότητας του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ως τρίτου ή ως προσώπου που αξιώνει ίδιο μεταλλευτικό ή λατομικό δικαίωμα αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, για την εκδίκαση των οποίων αρμόδια είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και συγκεκριμένα τα τριμελή ΔΠρ (πρβλ. ΣτΕ 716/2014, 255/2014, 4016/2013, 3840/2013, 1499/2013, 1328/2013, 499/ 2013, 490/2013, 582/2013, 2397/2011, 2270/2011, 4193/2011). Συνεπώς η δεύτερη από 16.7.2010 προσβαλλόμενη πράξη, ως εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί λατομείων (ΣτΕ
4156/2012, 293/2009, 394-395/2006, 1809/1995, Ολ 107/1991), θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Σύρου. Δεδομένου όμως ότι η πράξη αυτή ερείδεται στην ανωτέρω μη νόμιμη και ακυρωτέα πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, σε περίπτωση δε παραπομπής το Διοικητικό Πρωτοδικείο θα την ακύρωνε για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο κρίνει ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να διακρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση στο σύνολό της (πρβλ. ΣτΕ 4952/2014, 2641/2013, Ολ 668/2012, σκ. 20, βλ. και ΣΕ 796/2009, 2392, 2394/2007, 1248/2004, 98, 799, 1328, 3135/2003). 4) ΣτΕ 2486/2017: ζητείται η ακύρωση, α. της αποφάσεως του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, με την οποία εγκρίθηκε η οριστική μελέτη του έργου «Υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων Πλατείας Α’ Νεκροταφείου στο Δήμο Αθηναίων», β. της αποφάσεως του ως άνω Υπουργού περί εγκρίσεως παρατάσεως της προθεσμίας περαίωσης του έργου και του χρόνου παραχώρησης, γ. του πρακτικού της Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (ΕΠΑΕ) της Νομαρχίας Αθηνών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς, στο οποίο διατυπώνεται θετική γνωμοδότηση για την κοπή των δένδρων μέσα στο περίγραμμα του εργοταξιακού χώρου της Πλατείας Α΄ Νεκροταφείου, κατά την απεικόνισή τους στο σχετικό διάγραμμα, δ. της αποφάσεως του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για την χορήγησιν αδείας οικοδομικών εργασιών κατασκευής του ως άνω υπογείου σταθμού αυτοκινήτων», και ε. της οικοδομικής άδειας της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων Κτηριακών (ΕΥΔΕΚ) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων (ΓΓΔΕ) του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων….Για την εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως, τόσο κατά το μέρος της που στρέφεται κατά των με στοιχ. α΄ και β΄ προσβαλλόμενων πράξεων, η αμφισβήτηση των οποίων από τους αιτούντες, τρίτους στη συμβατική σχέση μεταξύ του Δημοσίου και της παρεμβαίνουσας, γεννά κατ’ άρθρο 51 παρ. 3 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), διοικητική διαφορά ουσίας (ΣτΕ Ολ 2063/2013, 880/2016 7μ. σκ. 6, 3930/2015, 2942/2013), όσο και κατά το μέρος της που στρέφεται κατά των με στοιχ. γ΄ και ε΄ προσβαλλόμενων πράξεων, από την αμφισβήτηση των οποίων γεννάται ακυρωτική διαφορά κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. θ΄ ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 παρ. 1 ν. 2944/2001 (Α΄ 222), αρμόδιο δικαστήριο είναι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στο οποίο και θα έπρεπε να παραπεμφθεί. Ωστόσο, συντρέχει νόμιμος λόγος, να κρατηθεί η υπόθεση στο σύνολό της, προκειμένου να εκδικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 34 (παρ. 1) του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) ως προς την ακυρωτική διαφορά και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του ως προς την ουσιαστική διαφορά (πρβλ. ΣτΕ Ολ 668/2012, 2788/2015, 1927/2015), για λόγους οικονομίας της δίκης, ενόψει και του ότι έχει προηγηθεί απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, κατά της οποίας ασκήθηκε αυτοτελής αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από άλλους αιτούντες. Και ναι μεν η με στοιχ. β΄ προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι συναφής με τις με στοιχ. γ΄ και ε΄ προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες, ως εντασσόμενες στη διαδικασία υλοποίησης του ίδιου έργου, είναι μεταξύ τους συναφείς (πρβλ. ΣτΕ 51/2011, 2133/2003), επιπλέον δε η με στοιχ. α΄ προσβαλλόμενη συνιστά αναγκαίο κατά νόμο έρεισμα της με στοιχ. ε΄ προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας, στην οποία εξάλλου έχει ενσωματωθεί και η γνωμοδότηση της ΕΠΑΕ, πλην όμως εφόσον κατά της πράξης αυτής (στοιχ. β΄) δεν προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, κανένας αυτοτελής λόγος ακυρώσεως, η υπόθεση πρέπει να εκδικαστεί στο σύνολό της από το Ε’ Τμήμα, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η χρονολογικώς προγενέστερη πράξη της ΕΠΑΕ (με στοιχ. γ΄), σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 7 του ΠΔ 18/1989, όπως ισχύει, (ΣτΕ 912/2017), χωρίς να συντρέχει λόγος εφαρμογής της παρ. 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 που προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 22 του Ν. 3226/2004, για χωρισμό του δικογράφου (πρβλ. ΣτΕ 849/2016, 1586/2013, 4062/2008, 1389/2005). 5) ΣτΕ ΕΑ 257/2016: ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της από 11.2.2016 διαπιστωτικής πράξης του Γενικού Γραμματές Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας περί αδυναμίας της αιτούσας να εκπονήσει και να υλοποιήσει ΠΕΣΔΑ για την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η αναστολή εκτέλεσης και της από 21.7.2016 απόφασης του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας, με την οποία ακυρώθηκε η 64/2016 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ερέτριας περί εγκρίσεως της παραχωρήσεως προς χρήση του ΣΜΑ Ερέτριας στην ήδη αιτούσα. Κατά της πράξης αυτής δεν έχει ασκηθεί ρητώς αίτηση ακυρώσεως. Τίθεται, επομένως, ζήτημα παραδεκτού της αιτήσεως αναστολής καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της ανωτέρω απόφασης, εφόσον η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναστολής κατ’ άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (ΕΑ ΣτΕ Ολομ. 272/2009, 31/2016, 1296/2009, 389/2005). Ωστόσο, δεν είναι πρόδηλο ότι η ως άνω αίτηση ακυρώσεως στρέφεται μόνον κατά της από 11.2.2016 διαπιστωτικής πράξης και ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη και η μεταγενέστερη από 21.7.2016 απόφαση. Τούτο δε διότι: α) η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται και κατά κάθε άλλης συναφούς πράξεως ή παραλείψεως, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, μνεία η οποία δεν υποχρεώνει αλλά και δεν εμποδίζει το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως να ερευνήσει την υπόθεση από την άποψη αυτήν (πρβλ. ΕΑ 31/206) και β) και οι δύο πράξεις, ήτοι και η ρητώς προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως διαπιστωτική πράξη και η από 5/21.7.2016 απόφαση εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και έχουν κοινό αιτιολογικό έρεισμα, και, επομένως, είναι δυνατόν η μεταγενέστερη 1900/109725/21.7.2016 απόφαση να θεωρηθεί ως συναφής με την ρητώς προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως διαπιστωτική πράξη (πρβλ. ΣτΕ 2941/2010, 227/2006). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναστολής ελλείψει συνδρομής των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989.
17. Το ζήτημα της συνάφειας προτάσσεται, κατά τη σειρά εξέτασης των λόγων του παραδεκτού, έναντι αυτού της εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων πράξεων (ΣτΕ Ολ 4518/1977: η υπό κρίσιν αίτησις εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της αποφάσεως ΣτΕ 2673/1977 του Α’. Τμήματος, δι’ ης παρέπεμψε προς επίλυσιν τα μείζονος σπουδαιότητος ζητήματα: α) εάν η πράξις αύτη συνδέεται μετά της ετέρας των προσβαλλομένων πράξεων (υπ’ αριθ. 217/30-12-1976) δια του δεσμού της συναφείας και εάν το ζήτημα τούτο δέον να προταχθή της περί του απαραδέκτου της προσβολής της πρώτης πράξεως κρίσεως και β) εάν οι αιτούντες συνδέονται δια του δεσμού της ομοδικίας. … αι προσβαλλόμεναι πράξεις συνδέονται δια του δεσμού της συναφείας, εφ’ όσον αύται, κατά το σημείον, κατά τα οποίον πλήττονται δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, έχουν κοινήν νομικήν και πραγματικήν βάσιν, και επομένως, προτασσομένου του ζητήματος της συναφείας των προσβαλλομένων πράξεων και επιλυομένου καταφατικώς, η υπό κρίσιν αίτησις απορριπτομένη, ως απαράδεκτος, κατά τα οριστικώς υπό της παραπεμπτικής αποφάσεως κριθέντα, ως προς την πρώτην των προβαλλομένων πράξεων, τύποις δεκτή και εξεταστέα τυγχάνει, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της ετέρας των προσβαλλομένων πράξεων. Βλ. και ΣτΕ 4313/1999). Το ζήτημα της συνάφειας κρίνεται σε σχέση με την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 22παρ. 9 του Ν. 3226/2004 (ΣτΕ 2940/2016, 4176/2015, 2647/2009, 2502/2009), η οποία δεν είναι απαραιτήτως η χρονικά προγενέστερη (ΣτΕ 887/2008: η τρίτη προσβαλλόμενη και χρονικά προγενέστερη οικοδομική άδεια πρέπει να θεωρηθεί ως συναφής με τις ανωτέρω πράξεις, εφόσον όλες οι πράξεις αφορούν την τύχη του ίδιου ακινήτου, η δε εκτέλεση της οικοδομικής άδειας ανέγερσης της νέας οικοδομής εξαρτάται από την ισχύ των χρονικώς μεταγενέστερων πράξεων της άρνησης χαρακτηρισμού του κτιρίου ως μνημείου και της άδειας κατεδάφισης του παλαιού κτηρίου). Σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας των προσβαλλόμενων με την αίτηση ακυρώσεως πράξεως, το Δικαστήριο κρατεί και εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως ως προς την πρώτη προτασσόμενη πράξη και τις συναφείς με αυτήν, αναβάλλει δε σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υποθέσεως ως προς τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις και διατάσσει τον χωρισμό του δικογράφου ως προς αυτές με κατάθεση αυτοτελούς και ιδιαίτερου δικογράφου ή δικογράφων (αν πρόκειται για πράξεις που δεν είναι συναφείς ούτε και μεταξύ τους) μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Αν μέσα στην ανωτέρω προθεσμία, δεν κατατεθεί νομοτύπως, με καταβολή και του νομίμου παραβόλου, αυτοτελές και ιδιαίτερο δικόγραφο (ή δικόγραφα, αναλόγως), κατά χωρισμό του αρχικού, για τις πράξεις που δεν είναι συναφείς με την προτασσόμενη στο αρχικό δικόγραφο, η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΣτΕ 2647/2009, 216/2009, 4176/2015, 2940/2016). Πάντως, το Δικαστήριο δύναται να μην προβεί στον χωρισμό, εάν κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται για λόγους οικονομίας της δίκης, όπως για παράδειγμα όταν η μη συναφής πράξη προσβάλλεται απαραδέκτως (ΣτΕ 4062/2008: το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 6 του άρθρου 45 του π.δ/τος 18/1989, που προστέθηκε με την παρ.9 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α΄24), προς χωρισμό του δικογράφου ως προς την δεύτερη των προσβαλλομένων πράξεων, ήτοι την από 9.2.2001 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί δεσμεύσεως ζώνης διέλευσης του προς κατασκευήν τμήματος της οδού, η οποία δεν παρίσταται συναφής προς την προσβαλλομένη πράξη απαλλοτριώσεως, και αυτό διότι η εν λόγω πράξη προσβάλλεται εκπροθέσμως, ενώ, εξ άλλου, δεν προβάλλεται κατ’ αυτής αυτοτελής λόγος ακυρώσεως. Βλ. και ΣτΕ 533, 2486/2017, 849/2016).
18. Από την περίπτωση της προσβολής με το ίδιο δικόγραφο περισσότερων διοικητικών πράξεων πρέπει να διακρίνεται η συνεκδίκαση περισσοτέρων αιτήσεων ακύρωσης λόγω συνάφειας (ΣτΕ 2653/2010, 4368/2005). Στην περίπτωση αυτή οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι απαραιτήτως συναφείς, αλλά συνδέονται μεταξύ τους διότι πχ αφορούν το ίδιο αντικείμενο (ΣτΕ 1877, 1878/2010, 2592/2014), ή πρόκειται για πράξεις επιβολής κυρώσεων για αυτοτελείς παραβάσεις της ίδιας νομοθεσίας (ΣτΕ 416/2009). Επίσης, συναφείς είναι οι υποθέσεις και όταν προσβάλλεται η ίδια διοικητική πράξη από διαφόρους αιτούντες με χωριστές αιτήσεις ακύρωσης (ΣτΕ 3536/2009). Επί συναφών υποθέσεων, η αναβολή εκδίκασης της μιας εξ αυτών οδηγεί (όχι όμως υποχρεωτικά) στην αναβολή και των υπολοίπων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενότητα της δικαστικής κρίσης (ΣτΕ 1877, 1878/2010). Στην περίπτωση κατά την οποία η πλειοψηφία των συναφών υποθέσεων υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ, πλην μια εξ αυτών υπάγεται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα διοικητικού δικαστηρίου, η ύπαρξη συνάφειας δικαιολογεί τη διακράτησή της και την εκδίκασή της από το ΣτΕ (ΣτΕ 2688/2010: οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους. Και ναι μεν η εκδίκαση της δεύτερης αιτήσεως ακυρώσεως, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά οικοδομικής άδειας ανήκει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222), δεδομένου, όμως, ότι οι λοιπές συμπροσβαλλόμενες με την αίτηση αυτή πράξεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας συντρέχει, ενόψει της συνάφειάς τους, λόγος να εκδικασθεί και η δεύτερη αίτηση ακυρώσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8) (πρβλ. ΣτΕ Ολ 3193/2000). Δεν είναι δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ενδίκων μέσων διαφορετικής φύσης. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο εξετάζει το προτασσόμενο από αυτά και απορρίπτει το άλλο (ΣτΕ 847/1984).
19. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη περιλαμβάνει περισσότερες διακεκριμένες και αυτοτελείς (κανονιστικές ή ατομικές) ρυθμίσεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται δικονομικά ως αυτοτελείς πράξεις και το Δικαστήριο εξετάζει αν είναι ή όχι συναφείς μεταξύ τους. Εάν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ των περισσοτέρων ρυθμίσεων που περιλαμβάνει η προσβαλλόμενη πράξη, εφαρμόζει το άρθρο 45 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989 και προβαίνει σε χωρισμό του δικογράφου, εκδικάζοντας μόνο την προτασσόμενη στο δικόγραφο ρύθμιση και αναβάλλοντας την εκδίκαση των υπολοίπων σε άλλη δικάσιμο. Βλ. προσφάτως ΣτΕ 2341/2020: ζητείται η ακύρωση: (α) της απόφασης της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 τοπικής αρμοδιότητας Νομών Ηρακλείου και Λασιθίου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος Δήμου κατά της από 23.4.2015 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης και (β) της προαναφερόμενης απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Κρήτης, με την οποία ακυρώθηκε, στο πλαίσιο άσκησης αυτεπάγγελτου ελέγχου νομιμότητας, η από 19.2.2015 (κανονιστική) απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου περί επιβολής ετησίως τέλους χρήσης κοινοχρήστων χώρων και υπεδάφους, εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Ιεράπετρας, καθ’ ο μέρος επιβλήθηκε τέλος (i) για την τοποθέτηση υποσταθμών ΔΕΗ, στύλων ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ και υπογείων καλωδίων των επιχειρήσεων αυτών και (ii) για την τοποθέτηση τηλεφωνικών θαλάμων του ΟΤΕ, στύλων και υπογείων καλωδίων της ίδιας επιχείρησης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το επίμαχο μέρος της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ιεράπετρας αναλύεται, κατ’ ουσίαν, σε έξι διακεκριμένες και αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις/πράξεις περί επιβολής ετησίως τελών χρήσης κοινοχρήστων χώρων και υπεδάφους. Ειδικότερα, το ως άνω μέρος της απόφασης θεσπίζει (i) τέλος υποσταθμών της ΔΕΗ…, (ii) τέλος στύλων της ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ …, (iii) τέλος υπογείων καλωδίων της ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ…, (iv) τέλος τηλεφωνικών θαλάμων του ΟΤΕ…. (v) τέλος στύλων του ΟΤΕ… και (vi) τέλος υπογείων καλωδίων του ΟΤΕ …. Συνακόλουθα, η από 23.4.2015 προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, η οποία ακύρωσε το ως άνω μέρος της κανονιστικής απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ιεράπετρας, αναλύεται σε τόσες (κανονιστικές) πράξεις όσες και οι ακυρωθείσες κανονιστικές ρυθμίσεις της 34/2015 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου, το ίδιο, δε, ισχύει και ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006. Οι πράξεις αυτές, κατά το μέρος που αφορούν στην ακύρωση των τελών για εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και της ΔΕΔΔΗΕ (ανωτέρω υπό στοιχ. i, ii και iii) και στη νομιμότητα της εν λόγω ακύρωσης, είναι συναφείς μεταξύ τους, διότι στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση (διατάξεις περί απαλλαγής της ΔΕΗ και της ΔΕΔΔΗΕ από τέλη χρήσης κοινοχρήστων χώρων και υπεδάφους, σε σχέση με το δίκτυο μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας). Παρομοίως, είναι μεταξύ τους συναφείς οι πράξεις περί ακύρωσης των τελών σε βάρος του ΟΤΕ (ανωτέρω υπό στοιχ. iv, v και vi) και περί της νομιμότητας αυτής (πράξεις ερειδόμενες σε διάταξη του ν. 4070/2012 περί απαλλαγής από τα τέλη χρήσης κοινοχρήστων χώρων και υπεδάφους των παρόχων δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε σχέση με το δίκτυό τους). Αντίθετα, οι ως άνω πράξεις που αφορούν στη ΔΕΗ και στην ΔΕΔΔΗΕ (υπό στοιχ. i, ii και iii) δεν είναι συναφείς με τις πράξεις που αφορούν στον ΟΤΕ (υπό στοιχ. iv, v και vi), διότι στηρίζονται σε διαφορετική νομική και πραγματική βάση. Εξάλλου, στις προσβαλλόμενες πράξεις του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης και της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 προτάσσεται η ρύθμιση περί των επίδικων τελών σε βάρος της ΔΕΗ και της ΔΕΔΔΗΕ. Συνακόλουθα, η αυτή ρύθμιση είναι και η προτασσσόμενη στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ο πρώτος λόγος της οποίας αφορά, άλλωστε, (μόνο) στη νομιμότητα της επιβολής τελών χρήσης κοινοχρήστων χώρων και υπεδάφους στις εταιρείες ΔΕΗ και ΔΕΔΔΗΕ. Ενόψει των προηγουμένων και κατ’ εφαρμογή της (προστεθείσας με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 Α΄ 24) διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση της παρούσας αίτησης, ως προς σκέλος των προσβαλλόμενων πράξεων που αναφέρεται στην ακύρωση της επιβολής τελών στον ΟΤΕ, για τη δικάσιμο της 24ης Μαρτίου 2021 και να διαταχθεί, κατά τούτο, χωρισμός του αρχικού ενιαίου δικογράφου, με κατάθεση από τον αιτούντα Δήμου αυτοτελούς δικογράφου, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της παρούσας απόφασης. Στο ίδιο πνεύμα και η ΣτΕ 1874/2019: ζητείται η ακύρωση της από 12.6.2018 απόφασης της Υφυπουργού Οικονομικών, με θέμα «Αναπροσαρμογή των τιμών εκκίνησης που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 της αριθμ. 1067780/82/Γ0013/09.06.1994 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλης της Χώρας κατά το αντικειμενικό σύστημα», κατά το μέρος της με το οποίο ορίστηκε η τιμή εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων στις ακόλουθες επτά ζώνες του Δήμου Τήνου της Περιφερειακής Ενότητας Τήνου της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου: (i) A ζώνη Αετοφωλιάς, (ii) Α ζώνη Καλλονής, (iii) Α ζώνη Καρκάδος, (iv) Α ζώνη Κάτω Κλείσματος, (v) Β ζώνη Κάτω Κλείσματος, (vi) ΣΤ ζώνη Τήνου και (vii) Α ζώνη Αγ. Βαρβάρας.Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι συναφείς μεταξύ τους κανονιστικές ρυθμίσεις περί τιμής εκκίνησης των ακινήτων σε διαφορετικές ζώνες, δοθέντος ότι αναφέρονται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και καθεμία από αυτές στηρίζεται, κατ’ αρχήν, σε ιδιαίτερη πραγματική βάση και σχετική διαδικασία εκτίμησης της καθοριζόμενης τιμής. Εν προκειμένω, η προτασσόμενη στο δικόγραφο (καθώς και στην προσβαλλόμενη απόφαση της Υφυπουργού Οικονομικών) κανονιστική ρύθμιση, κατά της οποίας βάλλει ο πρώτος αιτών, είναι η τιμή εκκίνησης της αξίας των ακινήτων στην Α ζώνη Αετοφωλιάς. Η ρύθμιση αυτή δεν είναι συναφής με την επίσης προσβαλλόμενη από τον πρώτο αιτούντα κανονιστική ρύθμιση περί της τιμής εκκίνησης της αξίας των ακινήτων στην Α ζώνη Καλλονής. Τούτων έπεται ότι πρέπει, κατ’ εφαρμογή της προπαρατεθείσας διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989, να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, ως προς την τελευταία αυτή επίδικη ρύθμιση (τιμή για την Α ζώνη Καλλονής), για τη δικάσιμο της 11ης Δεκεμβρίου 2019 και να διαταχθεί χωρισμός του αρχικού ενιαίου δικογράφου, με κατάθεση από τον πρώτο αιτούντα αυτοτελούς δικογράφου. Βλ. και ΣτΕ 521/2009: ζητείται η ακύρωση του από 21.12.2005 πρακτικού του Δευτεροβαθμίου Ανωτάτου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος καθ’ ο μέρος με αυτό ο αιτών, εκρίθη ως μη προακτέος : α) στο βαθμό του Αντιστρατήγου – Υπαρχηγού από 1.3.2002, και β) στο βαθμό του Αντιστρατήγου – Υπαρχηγού από 22.4.2004. Το προσβαλλόμενο πρακτικό του Δευτεροβαθμίου Ανωτάτου Συμβουλίου αναλύεται σε τόσες πράξεις, όσες και οι κρίσεις στις οποίες αφορά, δεδομένου ότι οι κρίσεις των αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος διαφόρων ετών είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες κάθε προηγούμενης κρίσης και στηρίζονται στο σύνολο των μέχρι του χρόνου στον οποίο ανάγεται η κάθε μία από αυτές υφιστάμενων στοιχείων. Συνεπώς, οι κρίσεις διαφόρων ετών για τον ίδιο αξιωματικό, ακόμη και αν περιλαμβάνονται σε ένα και μοναδικό πρακτικό, ενόψει της αυτοτέλειας των κρίσεων, δεν είναι συναφείς μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 6 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), που προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), να δικάσει την κρινόμενη αίτηση μόνον ως προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη του Δευτεροβαθμίου Ανωτάτου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία ο αιτών κρίθηκε ως μη προακτέος στο βαθμό του Αντιστρατήγου – Υπαρχηγού από 1.3.2002, και να διατάξει το χωρισμό του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως – με την κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στον αιτούντα – ως προς τη μη συναφή συμπροσβαλλόμενη πράξη του Δευτεροβαθμίου Ανωτάτου Συμβουλίου του Π.Σ., με την οποία ο αιτών, κρίθηκε ως μη προακτέος στο βαθμό του Αντιστρατήγου – Υπαρχηγού από 22.4.2004.
20. Τα παραπάνω ισχύουν και στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Κατά τη σχετική νομολογία (ΣτΕ ΕΑ 105/2019), το εδάφιο β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 και εφαρμόζεται αναλόγως στην παρούσα διαφορά, σύμφωνα με το εδάφιο δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016, ορίζει ότι: «Σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και τις συναφείς με αυτήν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τις υπόλοιπες». Επομένως, σε περίπτωση έλλειψης συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων, η Επιτροπή Αναστολών δικάζει την αίτηση ως προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο πράξη και τις συναφείς με αυτήν, αναβάλλει δε σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τις υπόλοιπες πράξεις και διατάσσει τον χωρισμό του δικογράφου ως προς αυτές, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου, εντός τακτής προθεσμίας. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν κατατεθεί νομοτύπως, με καταβολή και του νομίμου παράβολου, αυτοτελές και ιδιαίτερο δικόγραφο, κατά χωρισμό του αρχικού, για τις πράξεις που δεν είναι συναφείς με την προτασσόμενη στο αρχικό δικόγραφο, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ως προς τις πράξεις αυτές. Εξάλλου, δεν είναι συναφείς μεταξύ τους αποφάσεις της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετικά αντικείμενα, όπως στο παραδεκτό (ήτοι, στη συμβατότητα με τους προβλεπόμενους, επί ποινή απαραδέκτου, όρους της διακήρυξης) διαφορετικών προσφορών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της επίδικης διαγωνιστικής διαδικασίας, τούτο δε ισχύει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και σε περίπτωση που τα αντικείμενα αυτά κριθούν με μία απόφαση της ΑΕΠΠ (όπως με ενιαία απόφαση επί περισσότερων προδικαστικών προσφυγών).
Η ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
21. Διεξοδικές ρυθμίσεις για τη συνάφεια, συμπεριλαμβανομένου ορισμού των συναφών πράξεων, απαντούν στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Άρθρο 122 Συνάφεια (ορισμός συναφών πράξεων)
- Κοινό ένδικο βοήθημα μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, εφόσον το δικαστήριο είναι ως προς όλες κατά τόπον αρμόδιο.
- Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις:
α) όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση ή
β) όταν η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης.
Στις φορολογικές διαφορές, η συνάφεια δεν αίρεται εκ μόνου του λόγου ότι οι πράξεις αναφέρονται σε διαφορετικά έτη.
- Συναφείς είναι οι υλικές ενέργειες όταν συνδέονται ουσιωδώς μεταξύ τους και οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτές στηρίζονται στην ίδια νομική βάση.
- Για τον καθορισμό του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 121.
- Αν δεν συντρέχουν, ως προς όλες τις πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, οι προϋποθέσεις των παρ. 1-3 κατά περίπτωση, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 121.
- Για το χωρισμό του κοινού δικογράφου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 115. Ο χωρισμός επιτρέπεται και στην περίπτωση που υπάρχει κατά τόπο αναρμοδιότητα του δικαστηρίου ως προς ορισμένες από τις συμπροσβαλλόμενες πράξεις, παραλείψεις η υλικές ενέργειες.
Άρθρο 123
Οι διατάξεις για την ομοδικία εφαρμόζονται και όταν το κοινό δικόγραφο αναφέρεται σε συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες.
Άρθρο 124 Σώρευση ενδίκων βοηθημάτων
- Περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να σωρευθούν, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο αν συντρέχουν, ως προς αυτά, οι προϋποθέσεις του άρθρου 122, το οποίο και εφαρμόζεται αναλόγως.
- Οι διατάξεις για την ομοδικία έχουν και στην περίπτωση αυτήν ανάλογη εφαρμογή.
Άρθρο 125 Συνεκδίκαση
Το δικαστήριο μπορεί να συνεκδικάζει περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα όταν, ως προς αυτά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας ή της συνάφειας.
Άρθρο 277 Παράβολο
…
8. Σε περίπτωση άσκησης κοινού ένδικου βοηθήματος ή μέσου από περισσοτέρους: αν, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, η απαίτηση ή η οφειλή τους είναι σε ολόκληρο, καταβάλλεται από όλους μαζί ένα μόνο παράβολο, ενώ, αν η, κατά τα παραπάνω, απαίτηση ή η οφειλή τους είναι διαιρετή, καταβάλλεται από καθέναν ολόκληρο το παράβολο της παρ. 2, ή το αναλογούν σε αυτόν παράβολο της παρ. 3, κατά περίπτωση.