Διευκρινίσεις ως προς το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής (CE, sect., 28 juin 2013, Société Coutis, n° 355812, ΑJDA 38/2013, σ. 2220, σχόλιο A. Garcia)
1.Με την απόφαση της ολομέλειας του δικαιοδοτικού του τμήματος Société Coutis, το Conseil d’Etat διευκρινίζει περαιτέρω τους κανόνες σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης άσκησης ενδικοφανών προσφυγών, στον τομέα της χωροταξίας εμπορικών καταστημάτων (équipement commercial). H απόφαση παρουσιάζει ενδιαφέρον, λαμβανομένων υπόψη των πρωτοβουλιών αξιοποίησης του θεσμού της ενδικοφανούς προσφυγής προς αντιμετώπιση της συμφόρησης των διοικητικών δικαστηρίων, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, και των προσπαθειών αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού της.
2. Κατά πάγια νομολογία, στη Γαλλία, οσάκις προβλέπεται υποχρεωτική διοικητική προσφυγή ως προϋπόθεση του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος (recours administratif préalable obligatoire: rapo), τη σχετική υποχρέωση υπέχουν μόνο τα πρόσωπα που απαριθμεί η oικεία διάταξη. Με την απόφαση Louis (n° 266208) της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 [Lebon, σ. 401, ΑJDA 2005, σ. 2425, B. Seiller], που αφορούσε απόφαση εγγραφής σε μητρώο επαγγελματικής τάξης, το Conseil d’Etat διεύρυνε την υποχρέωση άσκησης διοικητικής προσφυγής ώστε να καλύπτει κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει δικαστικώς τη σχετική διοικητική πράξη, έστω και αν δεν περιλαμβάνεται στον κύκλο των προσώπων που απαριθμεί ρητώς η διάταξη η οποία θεσπίζει την οικεία ενδικοφανή διαδικασία, τροποποιώντας έτσι ουσιωδώς τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο δικαστήριο. Εύστοχα επισημάνθηκε η τολμηρή διατύπωση του δικαστή που δεν διστάζει να τονίσει ότι ο νομοθέτης «παρέλειψε» να αναφέρει ορισμένα πρόσωπα και ότι στον ίδιον εναπόκειται να καλύψει το κενό αυτό [σχόλιο A.-M. Mazetier, AJDA 2/2006, σ. 103 ( 105)]. Πρόκειται για εγκατάλειψη της προηγούμενης νομολογίας περί συσταλτικής ερμηνείας του πεδίου εφαρμογής των υποχρεωτικών προσφυγών αλλά και της γενικής αρχής περί στενής ερμηνείας των ειδικών διατάξεων (εν προκειμένω αυτών που προβλέπουν ενδικοφανείς διαδικασίες). Οι συνθήκες ήσαν ευνοϊκές για την ως άνω νομολογιακή μεταστροφή. Κατ’αρχάς, το ΕΔΔΑ είχε δεχθεί ότι, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν την ανάθεση σε διοικητικούς οργανισμούς της μέριμνας επίλυσης των διαφορών υπό την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις των οργανισμών αυτών υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο [ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Ozturk κατά Γερμανίας, série A, n° 73, της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, Pramov κατά Βουλγαρίας, n° 42986]. Στο ίδιο πνεύμα, το Conseil d’Etat είχε ήδη κρίνει ότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ιεραρχικής προσφυγής δεν παραβιάζει τις προδιαγραφές των άρθρων 6-1 και 13 της ΕΣΔΑ εφόσον η διαδικασία αυτή δεν στερεί τον προσφεύγοντα από το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού δικαστή υπό τις συνθήκες του κοινού δικαίου, κατόπιν της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής [CE 3 mai 2002, Clinique médicale de pneumonοlogie Sainte-Anne, Lebon σ. 166]. Eπιπλέον, η συνεχής αύξηση των διαφορών και η συνακόλουθη επιβράδυνση της εκδίκασης λόγω επιβάρυνσης των δικαστηρίων δικαιολογούσε τη διεύρυνση της υποχρέωσης άσκησης διοικητικής προσφυγής.
3. H λύση που υιοθέτησε το Conseil d’Etat με την απόφαση Louis παρουσιάζει αναμφίβολα πολλά πλεονεκτήματα, όπως είναι η σαφήνεια του νέου κανόνα και η άρση της αβεβαιότητας ως προς το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης άσκησης διοικητικής προσφυγής, ο περιορισμός του αριθμού των ενδίκων βοηθημάτων, και η κατάργηση των δύο ταυτοχρόνων οδών επίλυσης της ιδίας διαφοράς, δηλαδή, αφενός, διοικητικής προσφυγής του αποδέκτη της προσβαλλόμενης πράξης και, αφετέρου, ένδικο βοήθημα του τρίτου. Ταυτόχρονα όμως είναι αυστηρή, στο μέτρο που θα έπρεπε να συνδεθεί με πρόσφατες αποφάσεις του Conseil d’Etat οι οποίες διευκρίνιζαν τις προϋποθέσεις άσκησης των διοικητικών προσφυγών, όπως την άσκησή τους εντός αποκλειστικής προθεσμίας [CE 11 février 2004, SARL Centre de jardinage Castelli Nice, AJDA 2004, σ. 1481, concl. R. Schwartz.] ακόμη και από τους τρίτους [CE 15 juillet 2004, Damon, Lebon σ. 331, AJDA 2004, σ. 1926, chron. C. Landais/F. Lenica, RFDA 2004, σ. 890, concl. J-H. Stahl]. Επομένως, για να μπορεί ο τρίτος να προσφύγει παραδεκτώς στο δικαστήριο θα έπρεπε όχι μόνο να έχει έννομο συμφέρον, αλλά και να είναι ενημερωμένος για την εφαρμοστέα προδικαστική διαδικασία.
4. Λίγους μήνες αργότερα ανέκυψε το ζήτημα αν ήταν σκόπιμη η εφαρμογή του κανόνα της απόφασης Louis και στο δίκαιο της χωροταξίας των εμπορικών καταστημάτων. Από το γράμμα του νόμου αλλά και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του προκύπτει σαφώς ότι ο νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να περιλάβει τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν ένδικο βοήθημα στον κύκλο των προσώπων που υποχρεούνται να ασκήσουν διοικητική προσφυγή ενώπιον της εθνικής επιτροπής χωροταξίας των εμπορικών καταστημάτων (τότε Commission nationale d’ équipement commercial). Πράγματι, η εφαρμοστέα διάταξη του εμπορικού κώδικα προέβλεπε μεν ενδικοφανή προσφυγή κατά της αρμόδιας νομαρχιακής επιτροπής χωροταξίας των εμπορικών καταστημάτων με πρωτοβουλία του νομάρχη, δύο μελών της επιτροπής αυτής ή του αιτουμένου την άδεια δημιουργίας εμπορικού κέντρου, υπό την επιφύλαξη όμως «του ενδίκου βοηθήματος των τρίτων κατά τις προϋποθέσεις του κοινού δικαίου», πράγμα που σημαίνει ότι οι τρίτοι μπορούσαν να προσφύγουν απευθείας στα δικαστήρια, ενώ διοικητική προσφυγή όφειλαν να ασκήσουν, επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος, μόνον όσοι απαριθμούνταν ρητώς στη σχετική διάταξη. Πάντως, η εφαρμογή της νομολογίας Louis θα σήμαινε έλεγχο όλων των υποθέσεων από την ίδια διοικητική αρχή (την εθνική επιτροπή χωροταξίας των εμπορικών καταστημάτων), επομένως εναρμόνιση των μεθόδων ελέγχου των αιτήσεων και βελτίωση της ποιότητας των αποφάσεων.
5. Ο commissaire du gouvernement Υ. Struillou [Rétroactivité de la jurisprudence et droit au recours . Concl. Y. Struillou sur CE, 10 mars 2006, Société Leroy-Merlin, RFDA 3/2006, σ. 550 (555)] τόνισε τα πλεονεκτήματα της γενίκευσης του κανόνα της απόφασης Louis, επισήμανε όμως ότι η εφαρμογή του στις εκκρεμείς δίκες θα είχε ως συνέπεια την απόρριψη των εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων λόγω μη άσκησης διοικητικής προσφυγής και τον αποκλεισμό από την έννομη προστασία λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής αυτής ενώπιον της εθνικής επιτροπής. Η συνέπεια αυτή θα κατέληγε στη στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 16 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 και έγκειται στο δικαίωμα των ενδιαφερομένων να ασκήσουν αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ενώπιον δικαστηρίου. Προσπαθώντας να διασώσει τον κανόνα της διεύρυνσης της υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής λόγω των πλεονεκτημάτων του, ο commissaire du gouvernement πρότεινε διαφόρους τρόπους για να θεμελιώσει τη μη εφαρμογή του στη συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει των αντισυνταγματικών αποτελεσμάτων στα οποία θα κατέληγε. Οι προτάσεις περιέχουν άκρως ενδιαφέρουσες αναλύσεις όσον αφορά τόσο τον κατ’ ανάγκην αναδρομικό χαρακτήρα της νομολογίας, με διεξοδικές νομολογιακές [concl. Arrighi de Casanova sur CE du 23 octobre 1998, Electricité de France ; CJEG 1998, σ. 498· CE du 14 juin 2004, SCI Saint Lazare, Lebon, σ. 563 και σχόλιο της αποφάσεως: J-H. Stahl, An I AC ! , RJEP/CJEG 2005, σ. 355] και βιβλιογραφικές [J. Rivero, Sur la rétroactivité de la règle jurisprudentielle, AJDA 1968, σ. 15] παραπομπές, όσο και τους λόγους μη εφαρμογής του κανόνα Louis στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον θα κατέληγε σε προσβολή της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος αποτελεσματικής έννομης προστασίας. Πρότεινε στο Conseil d’Etat να θεωρήσει ως ημερομηνία εφαρμογής της νέας ερμηνείας του νόμου την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να απορρίψει τον λόγο αναίρεσης που στηρίχθηκε στην πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υποτίθεται ότι υπέπεσε το διοικητικό εφετείο καθόσον δεν επισήμανε αυτεπαγγέλτως τον λόγο που αντλείται από το απαράδεκτο –λόγω μη προηγούμενης άσκησης υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής– του ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου κατά της απόφασης της νομαρχιακής επιτροπής εμπορικού εξοπλισμού. Πρόκειται δηλαδή για τη χρονική μετάθεση των αποτελεσμάτων νομολογιακής μεταστροφής, λύση την οποία υιοθέτησε λίγο αργότερα, με τη γνωστή απόφαση της 16ης Ιουλίου 2007, Société Tropic travaux signalisation [με την οποία το Conseil d’Etat αφενός διέπλασε νομολογιακά νέο ένδικο βοήθημα ακύρωσης της ίδιας της διοικητικής σύμβασης και αφετέρου αναγνώρισε ρητώς ότι έχει την εξουσία να περιορίσει το αναδρομικό αποτέλεσμα σημαντικής νομολογιακής μεταβολής].
6. Μολονότι κατέληξε στην απόρριψη του λόγου αναίρεσης περί μη άσκησης διοικητικής προσφυγής με την απόφαση Société Leroy-Merlin της 10ης Μαρτίου 2006 [Lebon σ. 118, AJDA 2006, σ. 681, B. Seiller, σ. 796, Chron. C. Landaais/F. Lenica, RFDA 3/2006, σ. 564 (565), concl. Y. Struillou], το Conseil d’Etat, δεν ακολούθησε τη συλλογιστική του commissaire du gouvernement, αλλά περιόρισε τον κανόνα της απόφασης Louis στις διαφορές που αφορούν τις πράξεις των οργάνων των επαγγελματικών τάξεων λόγω τόσο των αποστολών που τους έχουν ανατεθεί όσο και της οργάνωσής τους σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Αντίθετα, έκρινε ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η διαδικασία της προηγούμενης διοικητικής προσφυγής μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στα πρόσωπα των οποίων γίνεται ρητή μνεία στις διατάξεις που οργανώνουν την εν λόγω διαδικασία. Ειδικότερα, οι τρίτοι που έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση της νομαρχιακής επιτροπής χωροταξίας εμπορικών καταστημάτων περί χορήγησης άδειας εγκατάστασης εμπορικού καταστήματος παραδεκτώς προσφεύγουν ευθέως ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.
7. Με την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2013, Société Coutis, το Conseil d’Etat επιβεβαιώνει τον βασικό κανόνα της Société Leroy-Merlin, ότι δηλαδή υποχρέωση άσκησης προσφυγής επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος έχουν τα πρόσωπα των οποίων γίνεται μνεία στις σχετικές διατάξεις. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο με τη Société Coutis διαφέρει όμως, στο μετρο που λαμβάνει υπόψη τη σχετική νομοθετική μεταβολή. Η εφαρμοστέα διάταξη (άρθρο L 752-17 του εμπορικού κώδικα) ορίζει πλέον τα εξής: «Με πρωτοβουλία του νομάρχη, του δημάρχου της κοινότητας εγκατάστασης, του προέδρου του δημόσιου οργανισμού ενδοκοινοτικής συνεργασίας […] και κάθε προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, η απόφαση της νομαρχιακής επιτροπής χωροταξίας εμπορικών καταστημάτων μπορεί, εντός προθεσμίας ενός μηνός να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον της εθνικής επιτροπής χωροταξίας εμπορικών καταστημάτων (CNAC), η οποία αποφαίνεται εντός προθεσμίας 4 μηνών από την υποβολή της προσφυγής. Η προσφυγή στην CNAC αποτελεί υποχρεωτική προδικασία, επί ποινή απαραδέκτου, του ενδίκου βοηθήματος». Επομένως, οι τυχόν ανταγωνίστριες εταιρίες της εταιρίας στην οποία χορηγήθηκε η άδεια εγκατάστασης εμπορικού καταστήματος εμπίπουν στην κατηγορία των προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση της νομαρχιακής επιτροπής χωροταξίας εμπορικών καταστημάτων. Τούτο συμβαίνει όταν η απόφαση του πρωτοβαθμίου αυτού οργάνου είναι θετική για τον αιτούντα, δηλαδή χορηγεί την άδεια. Στην περίπτωση αυτή, η δικαστική προσβολή της εν λόγω πράξης από τρίτο (ανταγωνίστρια εταιρία) προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση εκ μέρους του της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της εθνικής επιτροπής, δηλαδή του δευτεροβαθμίου οργάνου.
8. Η σημασία της απόφασης έγκειται στο ότι το Conseil d’Etat διευκρινίζει ότι η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από έναν τρίτο (π.χ. την ανταγωνίστρια εταιρία Α του δικαιούχου της άδειας) δεν απαλλάσσει έτερο τρίτο (την ανταγωνίστρια εταιρία Β του δικαιούχου) ο οποίος άσκησε τελικώς το ένδικο βοήθημα, από τη δική του υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής. Το ζήτημα αν το πρόσωπο που προτίθεται να προσβάλει δικαστικά την απόφαση η οποία εκδόθηκε επί της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε τρίτος πρέπει να έχει και το ίδιο ασκήσει την εν λόγω διοικητική προσφυγή δεν εξετάσθηκε από το Conseil d’Etat στην απόφαση Société Leroy-Merlin διότι απλούστατα δεν είχε ανακύψει. Ανακύπτει όμως εν προκειμένω, δεδομένου ότι ασκήθηκε μεν ενδικοφανής προσφυγή κατά της άδειας από τρίτον, πλην όμως όχι από την εταιρία που άσκησε στη συνέχεια το ένδικο βοήθημα κατά της απόφασης επί της εν λόγω ενδικοφανούς προσφυγής. Το ερώτημα δηλαδή έγκειται στο κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση του παραδεκτού, εφόσον ασκήθηκε πράγματι ενδικοφανής προσφυγή κατά της αρχικής πράξης, έστω από κάποιον τρίτο (εν προκειμένω την εταιρία Α) και όχι από τον ίδιο τον διάδικο (εν προκειμένω την εταιρία Β που άσκησε το ένδικο βοήθημα). Από το γράμμα της νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο δεσμευτικό συμπέρασμα, δεδομένου ότι, όπως όλες σχεδόν οι διατάξεις που προβλέπουν τέτοιες προσφυγές, ορίζει ότι η ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της εθνικής επιτροπής χωροταξίας των εμπορικών καταστημάτων (δευτεροβάθμιο όργανο) είναι αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης ενδίκου βοηθήματος, επί ποινή απαραδέκτου, χωρίς να εξειδικεύει την ιδιότητα του προσφεύγοντος (αν δηλαδή αυτός πρέπει να ταυτίζεται με το πρόσωπο που άσκησε την ενδικοφανή προσφυγή). Εν προκειμένω είναι δυνατές δύο ερμηνευτικές εκδοχές. Κατά την πρώτη, η διάταξη εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, ανεξαρτήτως του ποιός την ασκεί. Αν θεωρηθεί ότι σκοπός της ενδικοφανούς προσφυγής είναι η διαμόρφωση, από την αρμόδια για την εκδίκαση της ενδικοφανούς προσφυγής αρχή, της τελικής θέσης της διοίκησης, αυτό που ενδιαφέρει είναι να δοθεί η ευκαιρία στην εν λόγω αρμόδια αρχή να εκτιμήσει το κύρος της αρχικής πράξης. Προς τούτο αρκεί η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από όποιον έχει έννομο συμφέρον προσβολής της αρχικής πράξης, ανεξαρτήτως του αν αυτός θα ασκήσει στη συνέχεια ένδικο βοήθημα. Αντιθέτως, αν γίνει δεκτό ότι η βασική λειτουργία της ενδικοφανούς προσφυγής έγκειται στην επίλυση της διαφοράς στο πλαίσιο της διοίκησης προς αποφυγή εμπλοκής των δικαστηρίων ενόψει αποσυμφόρησής τους, θα πρέπει να γίνει δεκτή η ερμηνευτική εκδοχή κατά την οποία την υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής υπέχει το πρόσωπο που ασκεί το ένδικο βοήθημα, επί ποινή απαραδέκτου (A. Garcia, AJDA 38/2013, σ. 2222). Το Conseil d’Etat έκρινε ότι το ένδικο βοήθημα που άσκησε πρόσωπο το οποίο έχει, κατά τις σχετικές διατάξεις, έννομο συμφέρον προσβολής της αρχικής πράξης είναι παραδεκτό μόνον εφόσον το πρόσωπο αυτό άσκησε το ίδιο την ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της εθνικής επιτροπής χωροταξίας των εμπορικών καταστημάτων πριν προσφύγει στο δικαστήριο.
9. Πράγματι, ο τρίτος που δεν άσκησε, όπως όφειλε, ενδικοφανή προσφυγή κατά της δυσμενούς γι’αυτόν πράξης του πρωτοβαθμίου οργάνου που χορηγεί την άδεια στον ανταγωνιστή του επιδεικνύει αμέλεια, για την οποία θα πρέπει να υποστεί τις δικονομικές συνέπειες (απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματός του). Είναι προφανές ότι η σχετική υποχρέωση υφίσταται όταν η αρχική απόφαση του πρωτοβαθμίου οργάνου είναι θετική, δηλαδή χορηγεί την άδεια στον αιτούντα, με συνέπεια να θίγει τον ανταγωνιστή τρίτο, ο οποίος θα πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή και, σε περίπτωση απόρριψής της και επικύρωσης της αρχικής πράξης, να προσβάλει δικαστικώς την εκδοθείσα επί της ενδικοφανούς προσφυγής η οποία υποκαθιστά την αρχική. Πάντως, εάν η βλαπτική πράξη για τον τρίτο είναι η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής, επειδή το πρωτοβάθμιο όργανο αρνήθηκε τη χορήγηση της άδειας και, κατόπιν ενδικοφανούς προσφυγής του ενδιαφερομένου, το δευτεροβάθμιο όργανο ακύρωσε την άρνηση και χορήγησε την άδεια, ο τρίτος παραδεκτώς ασκεί ευθέως ένδικο βοήθημα κατά της πράξης του δευτεροβαθμίου οργάνου. Πράγματι, ενδικοφανής προσφυγή ως προϋπόθεση του παραδεκτού προβλέπεται μόνο κατά της πράξης του πρωτοβαθμίου οργάνου, η οποία όμως, εν προκειμένω, ήταν ευνοϊκή για τον τρίτο, και όχι κατά της πράξης του δευτεροβαθμίου. Περαιτέρω, το ίδιο το Conseil d’Etat έχει δεχθεί ότι δεν μπορεί να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της εθνικής επιτροπής χωροταξίας εμπορικών καταστημάτων με αντικείμενο την επικύρωση της πράξης του πρωτοβαθμίου οργάνου [CE 7 octobre 2009, Société Distribution du Bourget, n° 314763, Lebon T. 646, AJDA 2009, σ. 1862]. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στο παράδοξο να επιβάλλεται στον τρίτο η υποχρέωση να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή εις βάρος του, δηλαδή κατά της ευμενούς γι’αυτόν πράξης της πρωτοβάθμιας επιτροπής που απορρίπτει την αίτηση άδειας εγκατάστασης εμπορικού καταστήματος.
10. Αντίστοιχο ζήτημα θα μπορούσε να ανακύψει και στην ελληνική έννομη τάξη, αν και με μικρότερη ένταση, λόγω της γενικής διάταξης του άρθρου 25 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κατά την οποία «[ό]που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από διοικητική πράξη, μπορεί, με προσφυγή του..». Περαιτέρω, το καθήκον ενημέρωσης που υπέχει το όργανο που εκδίδει την πράξη ως προς την υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής διασφαλίζει τον διοικούμενο και αμβλύνει τις δικονομικές συνέπειες της μη άσκησης της προσφυγής λόγω αμφιβολιών του. Ωστόσο, η εμβέλεια της εν λόγω ασφαλιστικής δικλείδας περιορίζεται, με την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Ολ 876/2013:
«[ν]αι μεν με την απόφαση 2892/1993 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, έγινε δεκτό ότι η μη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης σε περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση δεν ενημέρωσε τον αιτούντα, με την ίδια την επίμαχη πράξη ή το έγγραφο κοινοποίησής της, ότι κατά της πράξης αυτής προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης ακυρώσεως, η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, εντός ορισμένης προθεσμίας και ενώπιον συγκεκριμένου οργάνου. Ωστόσο, τα κριθέντα με την απόφαση αυτή της Ολομελείας καθ’ ερμηνεία της γενικής διάταξης του άρθρου 45 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, αφορούν ενημέρωση του ενδιαφερομένου για την ύπαρξη ειδικής διαδικαστικής διάταξης διοικητικού νόμου, η οποία προβλέπει την άσκηση, κατά ορισμένης πράξης, ενδικοφανούς προσφυγής, η άσκηση της οποίας αποτελεί, κατά τον γενικό δικονομικό κανόνα που τάσσει το εν λόγω άρθρο, προϋπόθεση της παραδεκτής προσβολής της πράξης αυτής με αίτηση ακύρωσης και δεν μπορούν να ισχύσουν και σε περιπτώσεις όπου η ίδια δικονομική διάταξη η οποία προβλέπει την άσκηση συγκεκριμένου ειδικού ενδίκου βοηθήματος, επιτάσσει ρητώς την προηγούμενη τήρηση της οριζόμενης με αυτήν ενδικοφανούς διαδικασίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος. Και ευλόγως, διότι η επιβαλλόμενη στη Διοίκηση υποχρέωση ενημέρωσης αποσκοπεί στην ικανοποίηση πραγματικής ανάγκης ενημέρωσης των ενδιαφερομένων για την τήρηση της προβλεπόμενης από ειδική διάταξη νόμου ενδικοφανούς διαδικασίας ως προϋπόθεσης της παροχής δικαστικής προστασίας, τέτοια δε ανάγκη ενημέρωσης δεν υφίσταται, όταν με δικονομικές διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν την άσκηση συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, επιτάσσεται η προηγούμενη τήρηση της οριζόμενης στις ίδιες αυτές διατάξεις, ενδικοφανούς διαδικασίας».
[Βλ. τον σχετικό προβληματισμό στο ελληνικό δίκαιο σε Σ. Κυβέλου, Η ενδικοφανής προσφυγή, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 262-267].