Διευκρινίσεις για τη σχέση μεταξύ της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και των διαδικασιών ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στα κράτη μέλη (ΔΕΕ της 4ης Ιουνίου 2015, C-5/14, Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH κατά Hauptzollamt Osnabrück)
Ι.Στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής του Finanzgericht Hamburg, το ΔΕΕ είχε την ευκαιρία να εξετάσει το εναρμονισμένο σύστημα των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τη σχέση μεταξύ των διατάξεων της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης ΕΚΑΕ [ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12), του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, του άρθρου 93, παράγραφος 1, ΑΕ, του άρθρου 191 ΑΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει προσαρτηθεί στις Συνθήκες ΕΕ, ΛΕΕ και ΕΚΑΕ (στο εξής: Πρωτόκολλο), καθώς και του άρθρου 192, παράγραφος 2, ΑΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, ΑΕ και με το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, ΑΕ]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και των διαδικασιών ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στα κράτη μέλη.
ΙΙ.Πράγματι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ρώτησε κατ’ ουσία αν μπορεί να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ μολονότι εκκρεμεί ενώπιον του Bundesverfassungsgericht εθνική διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου επί των οποίων ερείδεται η ατομική πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης [δηλαδή του νόμου σχετικά με τον φόρο πυρηνικών καυσίμων (Kernbrennstoffsteuergesetz), της 8ης Δεκεμβρίου 2010, στο εξής: KernbrStG)]. Βάσει των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου, εάν το Bundesverfassungsgericht αποφανθεί ότι ο KernbrStG είναι αντισυνταγματικός χωρίς να περιορίσει μόνο για το μέλλον τα αποτελέσματα της αποφάσεώς του, η επίμαχη φορολογική δήλωση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης θα ακυρωθεί αυτομάτως, πράγμα το οποίο θα είχε ως συνέπεια να παύσει η κύρια διαδικασία και να καταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα άνευ αντικειμένου. Θα μπορούσε δηλαδή να προβληθεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα έχουν υποθετικό χαρακτήρα, διότι η λυσιτέλειά τους εξαρτάται από την έκβαση της εθνικής διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας. Εάν οι εθνικές διατάξεις ακυρωθούν αναδρομικώς λόγω αντισυνταγματικότητας, το ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν τίθεται πλέον. Εντούτοις, η προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της προδικαστικής διαδικασίας και των εθνικών διαδικασιών ελέγχου της συνταγματικότητας είναι διαφορετική. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι ενδέχεται να αποτελεί πλεονέκτημα η επίλυση των προβλημάτων που ανάγονται αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο κατά τον χρόνο της παραπομπής στο Δικαστήριο, τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν εκτιμούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφασίσουν. Περαιτέρω, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο ερμηνεύει το άρθρο 100, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του ΘΝ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται επί της ουσίας ενόσω το Bundesverfassungsgericht δεν έχει εκδώσει την απόφασή του, επ’ ουδενί όμως αποκλείει την ευχέρεια να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Υπογραμμίζει επίσης ότι, αν η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μέσω της υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορούσε να ζητηθεί μόνον κατόπιν της εκδόσεως αποφάσεως με την οποία το Bundesverfassungsgericht θα έκρινε συνταγματικό τον KernbrStG, τότε πιθανώς η διαδικασία θα διαρκούσε στο σύνολό της πολλά έτη, οπότε θα παραβιαζόταν η υποχρέωση εκδόσεως των δικαστικών αποφάσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
ΙΙΙ. Το ως άνω ερώτημα, που αφορά, κατ’ ουσία, το παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής του Finanzgericht, έδωσε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να υπενθυμίσει και να συστηματοποιήσει την πάγια νομολογία του όσον αφορά, αφενός, τον ρόλο κάθε εθνικού δικαστή στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, τη σχέση της προδικαστικής παραπομπής και των εθνικών διαδικασιών δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας νόμων, ιδίως δε τις γνωστές αποφάσεις-σταθμούς Simmenthal, Factortame, Filipiak, Melki και Abdeli, Križan κ.λπ. και A (C-112/13 [σημειώνεται ότι στην απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, A, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση, κατά την οποία τα τακτικά δικαστήρια που αποφαίνονται κατόπιν εφέσεως ή σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας υποχρεούνται, σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμούν ότι εθνικός νόμος αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, να υποβάλουν, εκκρεμούσης της ενώπιόν τους δίκης, αίτηση περί ακυρώσεως του νόμου ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι απλώς να μην εφαρμόσουν τον νόμο εν προκειμένω, εφόσον η κατά προτεραιότητα εφαρμογή της διαδικασίας αυτής έχει ως συνέπεια να παρακωλύει, τόσο πριν την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιφορτισθεί με την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων όσο και, ενδεχομένως, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού επί της εν λόγω αιτήσεως, τα ως άνω εθνικά δικαστήρια να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους ή να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους που συνίσταται στην υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Βλ. σχόλιο των Ε. Broussy/H. Cassagnabère/Chr. Gänser, Chronique de jurisprudence de la CJUE. Principes de primauté et d’équivalence, AJDA 40/2014, σ. 2295]). Δεδομένου μάλιστα ότι την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υπέβαλε πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απόφαση Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH εντάσσεται στη νομολογία που αναβαθμίζει τον θεσμικό ρόλο των κατώτερων εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο του διαλόγου με το ΔΕΕ, εφόσον αυτά μπορούν να απευθύνονται άμεσα στο ΔΕΕ, χωρίς να εξαρτώνται από άλλες εξουσίες ή δικαστικές αρχές [ειδικότερα δε από τα ανώτατα δικαστήρια] του εσωτερικού δικαίου [βλ. συναφώς Κ. Γιαννακόπουλου, To δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ΕφημΔΔ 1/2014, σ. 10].
Oι σκέψεις της αποφάσεως C-5/14, Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH επί του πρώτου ερωτήματος
….
Eρμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ – Παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής
29. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν το άρθρο 267ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως τόσο με το δίκαιο της Ένωσης όσο και με το Σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους στερείται της ευχέρειας ή, ενδεχομένως, απαλλάσσεται από την υποχρέωση να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή με το κύρος του δικαίου της Ένωσης, επειδή εκκρεμεί παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής ρυθμίσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να ασκεί τον έλεγχο αυτόν.
Αρμοδιότητα του ΔΕΕ κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Ευχέρεια των κατώτερων εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα
30. … βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς τόσο επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά και τα λοιπά όργανα, καθώς και οι οργανισμοί της Ένωσης, όσο και επί του κύρους των πράξεων αυτών. Το ίδιο άρθρο προβλέπει, στο μεν δεύτερο εδάφιό του, ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, εφόσον εκτιμούν ότι η κρίση επί του σχετικού ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως, στο δε τρίτο εδάφιό του, ότι η υποβολή τέτοιων ερωτημάτων είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου.
Ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων να καθορίσουν τον χρόνο υποβολής της προδικαστικής παραπομπής
31. Πρώτον, λοιπόν, από το άρθρο 267ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, μολονότι μπορεί να συνιστά πλεονέκτημα, ανάλογα με την περίπτωση, το να έχουν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να έχουν επιλυθεί τα ζητήματα αμιγώς εθνικού δικαίου κατά τον χρόνο που γίνεται η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., 36/80 και 71/80, EU:C:1981:62, σκέψη 6· Meilicke, C‑83/91, EU:C:1992:332, σκέψη 26, και JämO, C‑236/98, EU:C:2000:173, σκέψη 31), τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα όποτε κρίνουν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφασίσουν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Mecanarte, C‑348/89, EU:C:1991:278, σκέψη 44· Cartesio, C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 88· Melki και Abdeli, C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 41, και A, C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 35).
Υποχρέωση εθνικού δικαστηρίου να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, ακόμη και συνταγματικής ισχύος
32. Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το εθνικό δικαστήριο το οποίο καλείται, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόσει κανόνες του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 21 και 24· Filipiak, C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψη 81· Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 45, και A, C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 36).
33. Πράγματι, δεν συμβιβάζεται με τις επιταγές που είναι εγγενείς στην ίδια τη φύση του δικαίου της Ένωσης οποιαδήποτε διάταξη εθνικής έννομης τάξεως, ακόμη και Συντάγματος, και οποιαδήποτε νομοθετική, διοικητική ή δικαστική πρακτική η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης λόγω της μη αναγνωρίσεως σε αρμόδιο για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δικαστήριο της εξουσίας να πράττει, ακριβώς κατά τον χρόνο της εφαρμογής αυτής, ο,τιδήποτε είναι αναγκαίο ώστε να μένουν ανεφάρμοστες εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες ενδέχεται να παρακωλύουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του δικαίου της Ένωσης (βλ. αποφάσεις Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 22· Factortame κ.λπ., C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 20, και, στο ίδιο πνεύμα, Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 70). Τούτο συμβαίνει αν, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ διατάξεως του δικαίου της Ένωσης και εθνικού νόμου, η επίλυσή της ανατίθεται σε άλλη αρχή με δική της εξουσία εκτιμήσεως, και όχι στο δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης, έστω και αν η συνακόλουθη παρακώλυση της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης είναι απλώς και μόνον προσωρινή (βλ. απόφαση A, C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Η υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ενώπιον Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να υποβάλει στο ΔΕΕ προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή με το κύρος του ενωσιακού δικαίου, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί αν ένας εθνικός κανόνας συμβιβάζεται προς το δίκαιο αυτό
34. Τρίτον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί διαφορά σχετική με το δίκαιο της Ένωσης κρίνει ότι διάταξη του εθνικού δικαίου είναι όχι μόνον αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και αντισυνταγματική, το δικαστήριο αυτό ούτε στερείται της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ούτε απαλλάσσεται από την προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο υποχρέωσή του να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή με το κύρος του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο ότι η αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας μιας διατάξεως του εσωτερικού δικαίου προϋποθέτει υποχρεωτικά την άσκηση προσφυγής ενώπιον Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης θα διακυβευόταν αν η υποχρέωση ασκήσεως προσφυγής ενώπιον Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορούσε να εμποδίσει το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί διαφοράς που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, να ασκήσει την ευχέρειά του κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή με το κύρος του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί αν ένας εθνικός κανόνας συμβιβάζεται προς το δίκαιο αυτό (αποφάσεις Mecanarte, C‑348/89, EU:C:1991:278, σκέψεις 39, 45 και 46· Melki και Abdeli, C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 45, και A, C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 38).
Ευχέρεια εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ τόσο κατά τον χρόνο της εκκρεμοδικίας και μετά το πέρας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας
35. … τόσο η λειτουργία του συστήματος συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το οποίο καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, όσο και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιτάσσουν να έχει το εθνικό δικαστήριο την ευχέρεια να υποβάλει στο Δικαστήριο, σε όποιο στάδιο της διαδικασίας το κρίνει σκόπιμο και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας, οποιοδήποτε προδικαστικό ερώτημα εκτιμά ότι είναι αναγκαίο (απόφαση A, C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 39).
36. Έτσι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 31 έως 35 της παρούσας αποφάσεως, η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, και πιο συγκεκριμένα του άρθρου 267ΣΛΕΕ, θα θιγόταν αν, εξαιτίας μιας εκκρεμούς παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, ο εθνικός δικαστής αδυνατούσε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα και να εφαρμόσει αμέσως το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο σύμφωνο προς την κρίση ή τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 20).
Σχέση άρθρου 100 παρ. 1 του ΘΝ και άρθρου 267 ΣΛΕΕ
37. Όσον αφορά το γεγονός ότι το άρθρο 100, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προβλέπει ότι όποιο δικαστήριο εκτιμά ότι συγκεκριμένος νόμος είναι αντισυνταγματικός οφείλει όχι μόνο να παραπέμψει στην κρίση του Bundesverfassungsgericht το ζήτημα της συμβατότητας του νόμου αυτού με τον Θεμελιώδη Νόμο, αλλά και να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, υπενθυμίζεται ότι δεν επιτρέπεται δικονομικός κανόνας της εσωτερικής έννομης τάξεως να αναιρεί την ευχέρεια που έχουν τα εθνικά δικαστήρια να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εφόσον διατηρούν αμφιβολίες, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (απόφαση Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Η κίνηση της διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας εθνικών διατάξεων δεν σημαίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρνησης απάντησης σε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου και τη συμβατότητα των εθνικών διατάξεων προς αυτό
38. Τέλος, ως προς το ζήτημα αν, κατόπιν της διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον του Bundesverfassungsgericht, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης εξακολουθεί να έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, επισημαίνεται ότι, εφόσον αυτή η διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας των επίμαχων εν προκειμένω εθνικών διατάξεων, και το κατά πόσον είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης εσωτερική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τη φορολόγηση της χρήσεως πυρηνικού καυσίμου, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε ότι η προβληματική είναι υποθετικής φύσεως ούτε ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του τέθηκαν (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Filipiak, C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψεις 43 και 45).
39. Κατόπιν τούτου, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως τόσο με το δίκαιο της Ένωσης όσο και με το Σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους δεν στερείται της ευχέρειας ούτε απαλλάσσεται από τυχόν υποχρέωσή του να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή με το κύρος του δικαίου της Ένωσης, επειδή εκκρεμεί παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής ρυθμίσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να ασκεί τον έλεγχο αυτόν.
Η συλλογιστική του γενικού εισαγγελέα ως προς τη λυσιτέλεια των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων – Διαφορετικές συνέπειες προδικαστικής διαδικασίας και εθνικής διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας
20. … κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει προδήλως καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί[βλ., μεταξύ άλλων, στη συνάφεια της κηρύξεως ως αντισυνταγματικών των ιδίων εθνικών διατάξεων με αυτές που αφορά η προδικαστική παραπομπή, απόφαση Filipiak (C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψεις 40 έως 42)].
21. Ωστόσο, … τούτο δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. … ουδεμία επιφύλαξη δημιουργούν η σχέση μεταξύ των τεθέντων ερωτημάτων και του υποστατού της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και ο επαρκής όγκος στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο.
22. Ως προς τον υποθετικό χαρακτήρα του τεθέντος ζητήματος, δεδομένου ότι είναι αβέβαιο το αποτέλεσμα της παράλληλης διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας —τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως του συνταγματικού δικαστή όσο και τα διαχρονικά αποτελέσματά της—, είναι σαφές ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν υποθετικά εκ του λόγου και μόνον ότι υπάρχει μια τέτοια διαδικασία. Είναι προφανές ότι διάφορα γεγονότα μπορούν να προκαλέσουν τη διακοπή της κύριας δίκης πριν το Δικαστήριο αποφανθεί επί της δικαστικής παραπομπής, αρχής γενομένης από το πολύ απλό ενδεχόμενο της παραιτήσεως από το δικόγραφο. Μεταξύ αυτών των πιθανών πλην αβέβαιων γεγονότων περιλαμβάνεται η ακύρωση από τον συνταγματικό δικαστή των εθνικών διατάξεων που αποτελούν τη νομική βάση του αντικειμένου της διαφοράς. Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να συναγάγει τις συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος, και, ειδικότερα, να αποφασίσει εάν πρέπει είτε να εμμείνει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως είτε να την τροποποιήσει είτε να την αποσύρει [βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 96), και διάταξη Nationale Loterij (C‑525/06, EU:C:2009:179, σκέψη 11). Βλ., επίσης, σημείο 30 των συστάσεων προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικά με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2012, C 338, σ. 1)]. Εντούτοις, εν ουδεμία περιπτώσει το ενδεχόμενο αυτό, ακόμη και όταν είναι πιθανότερο λόγω της κινήσεως διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί ότι τα τεθέντα ερωτήματα έχουν υποθετικό χαρακτήρα.
24. Τέλος, …, το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι η προδικαστική διαδικασία και η εθνική διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας έχουν διαφορετικό αντικείμενο και διαφορετικά έννομα αποτελέσματα. Η διαπίστωση από τον συνταγματικό δικαστή ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου είναι αντισυνταγματική συνεπάγεται κατά κανόνα την κατάργηση της διατάξεως αυτής από την έννομη τάξη. Η κατάργηση αυτή μπορεί, ανάλογα με το εθνικό σύστημα, να παράγει συνέπειες ex nunc ή ex tunc, και μάλιστα από συγκεκριμένο χρονικό σημείο που προσδιορίζει ο ίδιος ο συνταγματικός δικαστής. Εάν ο συνταγματικός δικαστής επιληφθεί συγκεκριμένης διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, τότε ενδέχεται η επίμαχη διάταξη, μολονότι ακυρώθηκε, να εφαρμόζεται επί του διαδίκου που προκάλεσε τον έλεγχο της συνταγματικότητας. Όλως διαφορετικά έχουν τα πράγματα στην περίπτωση της προδικαστικής διαδικασίας. Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, όταν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ανακύπτει σύγκρουση μεταξύ διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας και διατάξεως της Συνθήκης που έχει απευθείας εφαρμογή (την οποία διαπιστώνει το αιτούν δικαστήριο κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου σε απάντηση προδικαστικής παραπομπής), η σύγκρουση αυτή αίρεται με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, μη εφαρμοζόμενης, εν ανάγκη, της αντίθετης διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας, και όχι με τη διαπίστωση της ακυρότητας της εθνικής διατάξεως, μη θιγόμενης σχετικώς της αρμοδιότητας των αρχών και των δικαιοδοτικών οργάνων εκάστου κράτους μέλους [απόφαση Filipiak (EU:C:2009:719, σκέψη 82)].