Τα όρια της εξουσίας του εισηγητή δικαστή για τη διάσωση του ένδικου βοηθήματος (ΣτΕ 935/2017)
1.Η απόφαση ΣτΕ 935/2017 είναι πλούσια σε ζητήματα διοικητικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού. Κατ’ αρχάς, επαναλαμβάνει την πάγια νομολογία σχετικά, αφενός, με τη στοιχειοθέτηση της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας λόγω μη τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 24 Συντάγματος [1] και, αφετέρου, με το περιεχόμενο και τη λειτουργία της αίτησης του ενδιαφερομένου προς τη Διοίκηση για την έκδοση διοικητικής πράξης ως προϋπόθεσης για τη στοιχειοθέτηση δικαστικώς προσβλητής παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας [2]. Επίσης, παρέχει διευκρινίσεις όσον αφορά το είδος της αρμοδιότητας επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση πρόκλησης ρύπανσης, την οριοθέτηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Διοίκηση για την επιλογή της κατάλληλης κύρωσης και τις προϋποθέσεις συστολής της και μετάπτωσής της σε δέσμια αρμοδιότητα [3].
2. Η βασική εισφορά της απόφασης έγκειται, πάντως, στην παροχή διευκρινίσεων ως προς τα όρια της εξουσίας του ακυρωτικού δικαστή, ειδικότερα δε του εισηγητή της υπόθεσης, να διασώσει το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης, αξιοποιώντας τη διάταξη του άρθρου 22 του πδ 18/1989. Το ειδικό αυτό θέμα αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αφενός, λόγω της πρόσφατης νομοθετικής εισαγωγής του θεσμού του εισηγητή δικαστή και στις διαφορές ουσίας [4] και, αφετέρου, διότι συνδέεται με πτυχές ευρύτερων θεματικών, όπως του ανακριτικού συστήματος, του αυτεπάγγελτου ελέγχου των προϋποθέσεων του παραδεκτού, της τάσης περιορισμού των δικονομικών απαραδέκτων και της ισότητας των διαδίκων. Στην ουσία, το Δικαστήριο εξετάζει αν οι εξουσίες του εισηγητή δικαστή (ΙΙ) του παρέχουν τη δυνατότητα να καλύψει τα κενά της αίτησης του ενδιαφερομένου προς τη Διοίκηση ως προϋπόθεσης για τη θεμελίωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (Ι).
Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας
3. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ΣτΕ 935/2017, ζητήθηκε η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στις κατά τον νόμο (άρθρα 19 και 30 παρ. 2 του Ν. 1650/1986) οφειλόμενες ενέργειες που, κατά τον αιτούντα, συνίσταντο: α) στην απαγόρευση οποιασδήποτε οικοδομικής και οικιστικής δραστηριότητας εντός συγκεκριμένης περιοχής Ζ.Ο.Ε., όπου βρίσκονται οι πυρήνες βιότοπου, όπως έχουν καθοριστεί και οριοθετηθεί με το άρθρο 2 του από 22.3.1990 πδ περί καθορισμού Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου, β) στην ανάκληση των οικοδομικών αδειών της αρμόδιας Πολεοδομίας, βάσει των οποίων έχουν οικοδομηθεί και λειτουργούν στις ως άνω περιοχές ξενοδοχειακά συγκροτήματα, καθώς και γ) στον χαρακτηρισμό ως αυθαιρέτων όλων των υφιστάμενων κτισμάτων στις ανωτέρω περιοχές και στην κατεδάφισή τους. Είναι εντυπωσιακό ότι το Δικαστήριο διατύπωσε [5] τρεις λόγους απόρριψης της αίτησης ακύρωσης, από τους οποίους οι δύο συνδέονταν με το περιεχόμενο της αίτησης του ενδιαφερόμενου στη Διοίκηση. Κρίθηκε, κατ’αρχάς, ότι, «λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της αίτησης του αιτούντος προς τον [αρμόδιο] Νομάρχη, η οποία αφορά γενικώς και αορίστως στη διακοπή όλων ανεξαιρέτως των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων εντός του πυρήνα του βιοτόπου, δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του πδ 18/1989, εκ μέρους της Διοίκησης, η οποία, κατ’ αρχήν, προέβη σε ενέργειες για την προστασία του επίδικου βιοτόπου, συνιστάμενες στην πραγματοποίηση αυτοψιών, ελέγχων και επιβολής κυρώσεων στις περιπτώσεις που διαπιστώθηκαν παραβάσεις της περιβαλλοντικής και πολεοδομικής νομοθεσίας». Δηλαδή, αφενός, δεν υποβλήθηκε σαφής και συγκεκριμένη αίτηση προς τη Διοίκηση, η οποία αποτελεί τη διοικητική προδικασία του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, και, αφετέρου, η Διοίκηση προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες για την προστασία του επίδικου βιοτόπου. Περαιτέρω, «δεδομένου ότι δεν είχε υποβληθεί αίτημα προς τη Διοίκηση για ανάκληση των ….οικοδομικών αδειών των ξενοδοχείων ούτε για τον χαρακτηρισμό ως αυθαιρέτων και την κατεδάφιση συγκεκριμένων κτισμάτων, δεν συντελέσθηκε προεχόντως για τον λόγο αυτό σχετική παράλειψη οφειλόμενων νόμιμων ενεργειών», αφού για τη στοιχειοθέτηση παράλειψης απαιτείται κατάθεση αίτησης στη Διοίκηση που χαρακτηρίζεται από πληρότητα και σαφήνεια, δηλαδή ο ιδιώτης διευκρινίζει ποιά ακριβώς ρύθμιση ζητεί από τη Διοίκηση [6]. Τέλος, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’αρχήν, υποχρέωση ανάκλησης των παρανόμων πράξεών της [7], πλην ρητής και αδιάστικτης διάταξης νόμου ή εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομολογιακής κατασκευής που αφορά την υποχρέωση ανάκλησης πράξεων όμοιων προς ακυρωθείσα [8]. Εν προκειμένω, επομένως, δεν γεννήθηκε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
4. Η αίτηση ακύρωσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη και όχι ως αβάσιμη, διότι δεν στρέφεται κατά εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής, εν προκειμένω κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία δεν στοιχειοθετείται. Δεν συντρέχει, δηλαδή, η σχετική με τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης προϋπόθεση του παραδεκτού [9]. Πρόκειται για μια από τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες το Δικαστήριο, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, διέρχεται από το βάσιμο για να ελέγξει το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος. Πράγματι, η δίκη της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας είναι ιδιότυπη, στο μέτρο που ο έλεγχος του βασίμου απορροφάται από τον έλεγχο του παραδεκτού, εφόσον η διαπίστωση της νομικής υποχρέωσης της Διοίκησης προς ενέργεια αποτελεί όρο συντέλεσης της πλασματικής πράξης της παράλειψης, η οποία συνιστά αντικείμενο δεκτικό δικαστικής προσβολής, δηλαδή προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης [10].Το Δικαστήριο εξέτασε, πάντως, το ενδεχόμενο διάσωσης του ενδίκου βοηθήματος, με την αξιοποίηση των διατάξεων που ρυθμίζουν τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή.
ΙΙ. Οι δικονομικές εξουσίες του εισηγητή δικαστή προς διάσωση του ενδίκου βοηθήματος
5. Υπό το πρίσμα πλειόνων καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου λόγω προσβολής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, διαμορφώθηκε και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μια τάση περιορισμού των νομολογιακής, ιδίως, προέλευσης δικονομικών απαραδέκτων [11]. Χαρακτηριστική συναφώς είναι η νομολογία σχετικά με την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου ενώπιον οποιασδήποτε δημόσιας αρχής [12]. Στο ίδιο πνεύμα, σε μια σειρά πρόσφατων αποφάσεων του Β΄ Τμήματος, επιχειρήθηκε η διάσωση της αίτησης ακύρωσης με την ελαστική και ευέλικτη ερμηνεία και εφαρμογή δικονομικών διατάξεων για τις προϋποθέσεις του παραδεκτού [13], ακριβέστερα των σχετικών με τη συνδρομή και τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος [14]. Το Δικαστήριο εγκατέλειψε την αυστηρή ερμηνεία των άρθρων 25, 33 και 40 του πδ 18/1989 και του άρθρου 237 ΚΠολΔ, κατά την οποία ο ασκών αίτηση ακύρωσης οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση [15], τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του, εφόσον αυτή δεν προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Ελλείψει σαφήνειας των σχετικών διατάξεων και εξαιτίας της αβεβαιότητας ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους την οποία δημιουργεί η μέχρι τώρα εφαρμογή τους από το Δικαστήριο – το οποίο, αφενός, έχει ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση από τον διάδικο στοιχείων για το έννομο συμφέρον του χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή αίτηση ή εγχείρισή τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης) και, αφετέρου, έχει δεχθεί ότι μπορούν να υποβληθούν τέτοια στοιχεία το αργότερο μέχρι την προτεραία της συζήτησης [16] – η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διαδίκου και ο σεβασμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας επέβαλαν τη μη απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος. Κατά συνέπεια, και εν προκειμένω κρίθηκαν πρόσφορα και επαρκή τα προσκομισθέντα στοιχεία για την τεκμηρίωση ιδιότητας των αιτούντων, την οποία αυτοί επικαλέσθηκαν προς στήριξη του εννόμου συμφέροντός τους [17].
6. Η ως άνω υιοθέτηση ελαστικής και ευέλικτης ερμηνείας και η αποφυγή του «δικονομισμού», που έγκειται στην απαρέγκλιτη τήρηση του γράμματος των δικονομικών κανόνων, έχει όρια. Το Δικαστήριο τα υπενθύμισε με την απόφαση ΣτΕ 935/2017, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 22 του πδ 18/1989, το οποίο προβλέπει το καθήκον του εισηγητή δικαστή να συγκεντρώνει αυτεπάγγελτα κάθε χρήσιμο στοιχείο για τη διερεύνηση της υπόθεσης και να ζητά από τους διαδίκους να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα. Πρόκειται για εξουσία που συνδέεται με το ανακριτικό σύστημα, έκφανση του οποίου αποτελεί και ο αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος των διαδικαστικών προϋποθέσεων [18].
7. Η ανάλυση των ανωτέρω εννοιών εκφεύγει των ορίων του σχολίου αυτού, για τις ανάγκες του οποίου αρκεί να διευκρινιστεί ότι το ανακριτικό σύστημα έγκειται στη μέριμνα του δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης, ως έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνει δε την αυτεπάγγελτη εκ μέρους του διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων που αφορούν την παραδεκτή έναρξη και τη νόμιμη συνέχιση της δίκης [19]. Ειδικότερα, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της συνδρομής των διαδικαστικών προϋποθέσεων (άρθρα 22 του πδ. 18/89 και 35 του ΚΔΔ) [20], αφορά την παραδεκτή εγκαθίδρυση της έννομης σχέσης της δίκης και την πρόοδο αυτής, η οποία συνιστά προϋπόθεση για την εκφορά της δικανικής κρίσης επί της διαφοράς. Έκφανση του ανακριτικού συστήματος αποτελεί και η διενέργεια πράξεων με μέριμνα του δικαστηρίου, όπως η κοινοποίηση των ενδίκων βοηθημάτων στον αντίδικο με κλήση [21],η αυτεπάγγελτη αναβολή της συζήτησης, ο ορισμός δικασίμου προς επανάληψή της ή για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, οι οποίες αφορούν τόσο τις ακυρωτικές διαφορές [22] όσο και τις διαφορές ουσίας. Τα ανωτέρω συνιστούν ενέργειες στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα [23] και ανάγονται αποκλειστικά στην εξέλιξη και την προώθηση της δίκης, χωρίς να σχετίζονται με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Επομένως, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος διακρίνεται, αφενός, από το αξίωμα iura novit curia, που έχει την έννοια ότι το δικαστήριο γνωρίζει τους κανόνες δικαίου, οπότε δεν μπορεί να διατάξει απόδειξη συναφώς, με την εξαίρεση των αλλοδαπών κανόνων δικαίου που δεν του είναι γνωστοί [24], και δεν εξαρτάται από τις προτάσεις και τους νομικούς χαρακτηρισμούς των διαδίκων, και, αφετέρου, από το σύστημα αυτεπάγγελτου ελέγχου των (τυπικών, κατά κανόνα) πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης, τα οποία ανήκουν στο στάδιο του ελέγχου της βασιμότητας του ενδίκου βοηθήματος. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, τα διαδικαστικά κωλύματα και οι προϋποθέσεις, ειδικότερα, του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος αποτελούν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης, το οποίο αυτεπαγγέλτως ελέγχει το δικαστήριο προκειμένου να προχωρήσει στο ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη είναι παράνομη και προσβάλλει έννομα συμφέροντα του προσφεύγοντος [25].
8. Ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση των αυτεπαγγέλτως ερευνώμενων ζητημάτων δημόσιας τάξης που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και αυτών που αφορούν την ένδικη διαδικασία την οποία επιχειρεί ο Chr. Debouy στην κλασική διατριβή του με τίτλο Les moyens d’ordre public dans la procédure administrative contentieuse [26]. Στη σύνθετη αυτή νομική έννοια εντάσσει, κατ’αρχάς, τους λόγους ακύρωσης δημόσιας τάξης που αντλούνται από την εξωτερική και από την εσωτερική νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, συνδέονται δηλαδή με το ουσιαστικό δίκαιο (le fond du droit) και υπάρχουν πριν από τη γένεση της διαφοράς [27]. H δεύτερη κατηγορία, η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένω, καλύπτει ζητήματα που αφορούν την ίδια την ένδικη διαδικασία (instance) και περιλαμβάνουν, αφενός, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος [28] και, αφετέρου, πλημμέλειες σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας και τη σύνθεση και λειτουργία του δικαστηρίου [29]. Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω ετερόκλιτων ζητημάτων (ουσίας και διαδικασίας) είναι η σημασία τους για την έννομη τάξη, ο βαθμός σοβαρότητας της οικείας πλημμέλειας (le degré de gravité de l’illégalité concernée), με συνέπεια τον χαρακτηρισμό τους ως λόγων δημόσιας τάξης και την υπαγωγή τους, συνακολούθως, σε κοινό δικονομικό καθεστώς, δηλαδή στον αυτεπάγγελτο έλεγχο του δικαστή και στη δυνατότητα προβολής τους σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης [30]. Τονίζεται ότι η νομολογία έχει δεχθεί προοδευτικά τόσο τη δυνατότητα θεραπείας ορισμένων απαραδέκτων (régularisation) [31], όσο και τη νομολογιακή κάμψη τους (aménagement contentieux), είτε με την απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος επί της ουσίας και όχι ως απαραδέκτου, παρά τη συνδρομή λόγων απαραδέκτου [32], είτε, ιδίως, με την ευνοϊκή για τον αιτούντα ερμηνεία του δικογράφου από τον δικαστή [33].
9. Στο πλαίσιο της ως άνω αυτεπάγγελτης προώθησης της (ακυρωτικής) δίκης, ο ρόλος του εισηγητή δικαστή είναι κομβικός [34]. Εκτός από τη συγκέντρωση του υλικού, δηλαδή τη συγκρότηση του φακέλου της υπόθεσης, τη σύνταξη της σύντομης, κατά το άρθρο 6 του Ν. 3900/2010, εισήγησης [35], που πιστοποιεί την κατά την κρίση του ωριμότητα της υπόθεσης προς συζήτηση, και τη διευκόλυνση της «συνεργασίας» των διαδίκων με το Δικαστήριο [36], οι ενέργειές του καθορίζουν και τον ρυθμό εξέλιξης της ένδικης διαδικασίας, αφού η μη σύνταξη εισήγησης συνεπάγεται αυτεπάγγελτη αναβολή της συζήτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο [37]. Περαιτέρω, ο εισηγητής οφείλει να περιλαμβάνει στην εισήγησή του τον λόγο που εντόπισε ως αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, έτσι ώστε οι διάδικοι να έχουν την δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους σχετικά [38]. Τέλος, έκφανση του ανακριτικού συστήματος αποτελεί και η εξουσία του εισηγητή της υπόθεσης να διευρύνει το πεδίο της αντιδικίας και συγκεκριμένα τον κύκλο των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτή, κοινοποιώντας το ένδικο βοήθημα με σημείωση της δικασίμου σε τρίτους που δικαιολογούν έννομο συμφέρον, προς τον σκοπό της πιθανής άσκησης παρέμβασης [39].
10. Με την απόφαση ΣτΕ 935/2017, το Δικαστήριο, θέτοντας τα όρια του αυτεπάγγελτου ελέγχου του εισηγητή δικαστή, τόνισε ότι η εξουσία του δεν φθάνει μέχρι του σημείου θεραπείας του «όλως αορίστου περιεχομένου της αιτήσεως του διαδίκου προς τη Διοίκηση», η οποία αποτελεί προϋπόθεση στοιχειοθέτησης της (εκτελεστής) παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας [40], η οποία συνιστά, με τη σειρά της, προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης, ως το αντικείμενο της δικαστικής προσβολής. Πράγματι, παρόμοια ενέργεια του εισηγητή δικαστή, η οποία συγκεκριμενοποιεί την αίτηση του διοικουμένου προς τη Διοίκηση και θεραπεύει τις πλημμέλειές της, καλύπτοντας, κατ’ουσία, την έλλειψη παραδεκτώς προσβλητής πράξης, δηλαδή την αναγόμενη στη φύση της προσβαλλόμενης πράξης προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης, «θα μπορούσε να καταστήσει εκ των υστέρων παραδεκτή μία αίτηση ακυρώσεως που είχε ασκηθεί απαραδέκτως, κατά προφανή παραγνώριση της αρχής της ισότητας των διαδίκων». Με άλλα λόγια, η προσπάθεια διάσωσης του ενδίκου βοηθήματος δεν μπορεί να φθάσει μέχρι την υποκατάσταση του δικαστή στον διάδικο και την εκ μέρους του συμπλήρωση «ειδικής δικονομικής προϋπόθεσης» [41], αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων. Είναι ενδιαφέρον ότι εν προκειμένω, η ύπαρξη παράλειψης διαφοροποιεί, οπωσδήποτε, την φορά του δικαστικού ελέγχου δημιουργώντας μία διαρκή μετάβαση του δικαστή από το παραδεκτό στο βάσιμο και πάλι πίσω.
11. Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο θέτει εν προκειμένω σαφή όρια στη θεραπεία των δικονομικών απαραδέκτων (régularisations impossibles [42]). Το υπό εξέταση απαράδεκτο ανάγεται στη φύση της προσβαλλόμενης πράξης, ακριβέστερα στην έλλειψη δικαστικώς προσβλητής πράξης, δηλαδή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, έλλειψη η οποία οφείλεται, με τη σειρά της, στη μη συνδρομή της προϋπόθεσης της σαφούς και ειδικής αίτησης του ιδιώτη διαδίκου (αιτούντος) προς τη Διοίκηση, με αντικείμενο την εκ μέρους της διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων. Πρόκειται μάλιστα για απαράδεκτο το οποίο δεν καλύπτεται ούτε κατά τη διάρκεια της έρευνας της υπόθεσης και του ελέγχου του βασίμου του ένδικου βοηθήματος, λόγω της τόσο της «φύσης» όσο και της «λειτουργίας» [43] του. Ελλείψει «εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής», του μόνου, δηλαδή, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος αντικειμένου δικαστικής προσβολής με αίτηση ακύρωσης, δεν υπάρχει ανάγκη δικαστικής προστασίας με το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα. Το γεγονός ότι, λόγω της ιδιομορφίας της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η έλλειψη εκτελεστής πράξης οφείλεται, εν προκειμένω, σε ολιγωρία του αιτούντος δεν ασκεί επιρροή, είναι δε προφανές ότι την ολιγωρία αυτή δεν μπορεί να καλύψει με ενέργειές του προς τη Διοίκηση ο εισηγητής δικαστής, ο οποίος, στην περίπτωση αυτή, θα έπαυε να αποτελεί αμερόληπτο τρίτο και θα λειτουργούσε ως «νομικός παραστάτης» του αιτούντος. Σε αντιδιαστολή, πάντως, με την πληρότητα των προηγούμενων αναλύσεων που περιλαμβάνει η απόφαση, σχετικά, ιδίως, με τη στοιχειοθέτηση της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η διατύπωση της τελικής σκέψης είναι πιο λακωνική όσον αφορά τον λόγο της αδυναμίας θεραπείας του απαραδέκτου, δηλαδή την «παραγνώριση της αρχής της ισότητας των διαδίκων». Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η δικονομική «ισότητα των διαδίκων» ή «ισότητα των όπλων» αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το Δικαστήριο την εφαρμόζει, ιδίως, στην καταβολή του παραβόλου μόνον από τους ιδιώτες διαδίκους [44] ή γενικότερα στη δαπάνη που συνεπάγεται γι’ αυτούς η δικαστική διένεξη, στα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου [45], στην εξέταση των συνεπειών της αναδρομικής εφαρμογής δικονομικών διατάξεων [46], στις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενδίκων βοηθημάτων [47] ή στο βάρος της απόδειξης [48]. Στην εξεταζόμενη απόφαση, το Δικαστήριο φαίνεται ότι εντοπίζει την παραβίαση της αρχής στο γεγονός ότι η προτεινόμενη από τον αιτούντα διεύρυνση των κατ’ άρθρο 22 του πδ 18/1989 εξουσιών του εισηγητή δικαστή θα καθιστούσε εκ των υστέρων παραδεκτή μία αίτηση ακύρωσης που είχε ασκηθεί απαραδέκτως, πράγμα που ευνοεί τον αιτούντα έναντι της αντιδίκου Διοίκησης.
12. Λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς, ανακύπτει το ερώτημα μήπως η αρχή της ισότητας θα πρέπει, εν προκειμένω, να νοηθεί όπως εφαρμόζεται στη νομολογία των υπερεθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο των αυτεπαγγέλτως ερευνώμενων ζητημάτων από τον δικαστή και σε συνδυασμό με την αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρόκειται για την «εύλογη δυνατότητα κάθε διαδίκου να εκθέσει την υπόθεσή του στο δικαστήριο κατά τρόπο που δεν τον θέτει σε ουσιωδώς δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τον αντίδικο» [49]. Tο ίδιο, φυσικά, περιεχόμενο της αναγνωρίζει και το ΔΕΕ, το οποίο δέχεται ότι «[η] αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί συμπλήρωμα της έννοιας της δίκαιης δίκης και συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους ευλόγως η δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου [50]…Σκοπός αυτής της αρχής είναι η διασφάλιση της δικονομικής ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων στην ένδικη διαδικασία, ώστε να εξασφαλίζεται η ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων αυτών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την κατ’ αντιμωλία διαδικασία ενώπιον του δικαστή [51], καθώς και τα δικαιώματα ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων από τους εν λόγω διαδίκους [52]”. Σημειώνεται, πάντως, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, οσάκις μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ανακύπτουν αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα ζητήματα και εκδίδεται αναβλητική απόφαση προκειμένου να λάβουν επ’ αυτών θέση οι διάδικοι, στηρίζεται στη δικονομική αρχή της αντιμωλίας και μόνον [53], χωρίς μνεία της αρχής της ισότητας των όπλων. Επομένως, στην εξεταζόμενη υπόθεση, η ισότητα των διαδίκων αποκλείει τη δυνατότητα του εισηγητή δικαστή να υποκαταστήσει τον ένα διάδικο, δηλαδή τον αιτούντα, προβαίνοντας αντί αυτού σε ενέργειες προς τη Διοίκηση, εν προκειμένω σε αίτηση λήψης συγκεκριμένων μέτρων, τις οποίες μάλιστα ο αιτών όφειλε να έχει ολοκληρώσει πριν από την έναρξη της προθεσμίας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, ώστε να συντρέξουν οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της παράλειψης της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, την οποία τελικώς προσέβαλε ο αιτών. Τόσο ευρεία εξουσία του εισηγητή, θα έθετε την αντίδικο του αιτούντος Διοίκηση σε σαφώς μειονεκτικότερη θέση έναντι του αιτούντος.
[1] Σκέψη 10 της απόφασης.
[2] Κατά πάγια νομολογία, απαιτείται συναφώς και η «υποβολή σχετικής αίτησης του διοικουμένου ενώπιον του αρμοδίου οργάνου με συγκεκριμένο περιεχόμενο, συνοδευόμενης από τα απαραίτητα δικαιολογητικά» (ΣτΕ 446/2016, 3561/2014).
[3] Σκέψη 11 της απόφασης: «Σε περίπτωση πρόκλησης ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως της αυτοτελούς υποχρέωσης της Κεντρικής Διοίκησης για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, τόσο η Κεντρική Διοίκηση όσο και …. η Περιφέρεια, δεν έχουν διακριτική ευχέρεια επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες, αλλά δέσμια υποχρέωση. Η υποχρέωση αυτή, ειδικώς για τους πυρήνες βιοτόπου, είναι ιδιαιτέρως έντονη, βασιζόμενη στις διατάξεις του εσωτερικού, αλλά και του διεθνούς δικαίου (ΣτΕ 3974-3978/2010, ΣτΕ 2680/2003). Το είδος της επιβαλλομένης κύρωσης ανήκει, κατ’ αρχήν, στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του άρθρου 30 του Ν. 1650/1986, συνδέεται δε με τη φύση και την έκταση της προκαλουμένης ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος και τη δυνατότητα αποτροπής τους. Σε περίπτωση, όμως, έντονης υποβάθμισης ή καθ’ υποτροπή πρόκλησης ρύπανσης ή αν επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην περιοχή και προκαλεί οχλήσεις στο περιβάλλον παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα μέτρα, ως και όταν η λήψη αποτελεσματικών μέτρων είναι ανέφικτη, τότε δεν αρκεί η επιβολή αλλεπάλληλων προστίμων, αλλά προβλέπεται κατά νόμο η διακοπή της βλαπτικής για το περιβάλλον δραστηριότητας. Κατά την έννοια, τέλος, των διατάξεων του άρθρου 30 παρ. 2 του Ν. 1650/1986 η Περιφέρεια, έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλει την προσωρινή απαγόρευση ή οριστική διακοπή λειτουργίας επιχείρησης που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος».
[4] Άρθρο 24 του Ν. 4446/2016. Βλ., αντί πολλών, Η. Κουβαρά, Ν. 4446/2016: μια πρώτη παρουσίαση των διατάξεων για τη διοικητική δίκη, ΘΠΔΔ 1/2017, σ. 45 (46 επ.)˙ Χ. Χρυσανθάκη, Ο Ν 4446/2016: προς μια (ήπια) μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δίκης, ΘΠΔΔ 1/2017, σ. 40 (43).
[5] Σκέψη 14 της απόφασης.
[6] Κ. Γώγος, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, Εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 140 επ. Βλ. συναφώς ΣτΕ 1376/2016, 2815/2012, 3824/2007.
[7] Βλ ΣτΕ 90, 855/2016: «κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής, ή εκείνες που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. ……η παράλειψη απόφανσης επί αιτήματος ανάκλησης ατομικής διοικητικής πράξης ως παράνομης, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου, δεν συνιστά περίπτωση προσβλητής με αίτηση ακύρωσης παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας».
[8] Βλ. τις βασικές αποφάσεις ΣτΕ 370/1997, ΣτΕ Ολ 2176,7/2004 και την παραπεμπτική ΣτΕ 3500/2002. Κρίσιμη για το θέμα και η ΣτΕ Ολ 1175.2008, που συμπληρώνει τη σχετική νομολογιακή κατασκευή, καθόσον αναγνωρίζει την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει, κατόπιν σχετικής αίτησης διοικουμένου, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή ακυρωθείσας, ως αντισυνταγματικής, κανονιστικής πράξης. Κ. Γιαννακόπουλου, Η υποχρέωση ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων όμοιων με ακυρωθείσα πράξη, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998˙ Κ. Γώγου, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, όπ.π., σ. 113 επ.˙ Π. Λαζαράτου, Η επέκταση των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου επί ομοίων πράξεων στο ελληνικό δίκαιο, Σχόλιο στη ΣτΕ 370/1997, Δ 1998, σ. 319˙ Χ. Μουκίου, Η επέκταση του ακυρωτικού αποτελέσματος στις όμοιες πράξεις κατά το γαλλικό και το ελληνικό δίκαιο, ΔιΔικ 1994, σ. 15. Βλ. για τις νομολογιακές εξελίξεις, www.prevedourou.gr, Ανάκληση πράξεων “ομοίου” περιεχομένου προς ακυρωθείσα (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 12-10-2015), και www.prevedourou.gr, Διεύρυνση των περιπτώσεων υποχρέωσης ανάκλησης διοικητικών πράξεων ή εξέτασης σχετικού αιτήματος υπό το πρίσμα της αρχής της χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 92/2016).
[9] Άρθρο 95 παρ. 1 στοιχείο α΄, του Συντάγματος.
[10] Κ. Γώγος, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, όπ.π., σ. 75, 220, 258.
[11] Βλ. εκτενή για το θέμα ανάλυση Α. Ράντου, Πανεπιστήμιο Πειραιώς/Ελεγκτικό Συνέδριο/Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών, ΙΔ Συμπόσιο, Η δικαστική προστασία του πολίτη της ΕΕ στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, 2010, σ. 199-202.
[12] ΕΔΔΑ, 16.01.2000, Κούτρας ΑΕ κατά Ελλάδας (39442/98). Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ. 149 επ.
[13] ΣτΕ 2333/2016. Το Δικαστήριο δέχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι σε περίπτωση στην οποία η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη περί καθορισμού της τιμής εκκίνησης σε ορισμένη ζώνη ισχύει μόνο για παρελθόν, ήτοι για χρονικό διάστημα προηγούμενο της δημοσίευσής της, ως εκδιδόμενη στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε προγενέστερη κανονιστική ρύθμιση περί της τιμής εκκίνησης για την ίδια ζώνη, οι διατάξεις των άρθρων 45 και 47 του πδ 18/1989, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 20 (παρ. 1) και 95 (παρ. 1 και 5) του Συντάγματος, έχουν την έννοια ότι τέτοια πράξη προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης από τον βαρυνόμενο με φόρο επί της ακίνητης περιουσίας του στην επίμαχη ζώνη, μολονότι η πράξη αυτή αφορά στο παρελθόν και η χρονική ισχύς της δεν φθάνει στον χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσής της, καθόσον η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη και ασύμβατη με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις εξαίρεσή της από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.
[14] Πρόκειται για την πρόσφατη νομολογία του Β΄ Τμήματος, που διαμόρφωσαν οι αποφάσεις στις ΣτΕ 2067, 2068, 2333-7/2016.
[15] Ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης.
[16] Βλ. ΣτΕ 3335/2015, 3051/2015, 3833/2014, 1878/2014, 1039/2014, 4961/2012.
[17] Βλ. αποφάσεις ΣτΕ 2333-2337/2016, 170, 171/2017. Ανάλυση συναφώς από Ι. Δημητρακόπουλο, Ζητήματα πρόσβασης στον ακυρωτικό δικαστή και έκτασης των εξουσιών του σε σχέση με τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων (πρόσφατη νομολογία Β΄ Τμήματος ΣτΕ – βάση της εισήγησης του Ι. Δημητρακόπουλου, Παρέδρου ΣτΕ, στο από 15.3.2017 σεμινάριο του Τομέα Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.) (humanrightscaselaw.gr).
[18] Π. Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, δεύτερη έκδοση, Θέμις, Αθήνα, 2014, αρ. περ. 132, 532.
[19] Βλ. διεξοδική ανάλυση της έννοιας αυτής και τη διάκρισή της από το δικονομικό αξίωμα iura novit curia και τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των τυπικών πλημμελειών των διοικητικών πράξεων σε Μ. Μωραϊτη, Ο αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος της τυπικής νομιμότητας: ταυτότητα, όρια και λειτουργία (διπλωματική έργασία ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ, 2017).
[20] Όπως η δικαιοδοσία, η καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου, η ικανότητα διαδίκου, η δικανική ικανότητα, η ικανότητα προς το δικολογείν, η νομιμοποίηση του νομίμου αντιπροσώπου ή εκπροσώπου του διαδίκου, η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, η εκκρεμοδικία και το δεδικασμένο. Βλ. συναφώς Π. Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., αρ. περ. 542, σ. 413, Ν. Χατζητζανής, Παραπομπή υποθέσεων από διοικητικού δικαστηρίου εις έτερον, ΔιΔικ 1989, σ. 737. Πρβλ. ΣτΕ 2852/2012: «Ο λόγος… αυτός [αναιρέσεως] εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, διότι συνδέεται με το ζήτημα της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων να αποφαίνονται επί ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ από πράξεις δικαστικών οργάνων».
[21] Προβλέπονται, βεβαίως, εξαιρέσεις όπως αυτή του άρθρου 21 παρ. 4 του πδ 18/89 για την αναίρεση ή σε σχέση με την υποχρέωση κοινοποίησης της φορολογικής προσφυγής κατ’ άρθρο 126 παρ. 1 ΚΔΔ, επί της ανακοπής (άρθρο 219 παρ. 2 ΚΔΔ), στις περισσότερες δε περιπτώσεις η παράλειψη διενέργειάς τους από τον διάδικο δεν οδηγεί σε απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος αλλά σε απαράδεκτο της συζήτησης αυτού, με την εξαίρεση λχ. της φορολογικής προσφυγής, Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., αρ. 541, σ. 412.
[22] Αρθρα 21, 33 του πδ. 18/89. Άλλα ζητήματα που ανήκουν στην αυτεπάγγελτη κρίση του δικαστηρίου είναι η συνεκδίκαση περισσότερων ενδίκων βοηθημάτων, η αναβολή της δίκης έως την περάτωση άλλης ποινικής ή πολιτικής, η έκδοση προδικαστικής απόφασης για διάφορους λόγους, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος (άρθρα 125 παρ. 3 περ. β, 135 παρ.3 εδ. 2, 153, 155 του ΚΔΔ, άρθρο 267 ΣΛΕΕ).
[23] Βλ. αναλυτικά για τις ενέργειες αυτές και σε Β. Μπουκουβάλα, ΕΔΔΑ. Αρχή της ισότητας των όπλων και αυτεπάγγελτη εξέταση νομικών ζητημάτων στη διοικητική δίκη υπό το πρίσμα των σύγχρονων προτάσεων για τη θεσμοποίηση του εισηγητή δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας, εισήγηση στο Συνέδριο Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και ΔΣ Λάρισας 7-8/10/16, σελ. 18-19, διαθέσιμο στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr.
[24] Άρθρα 40 του πδ. 18/89, 144 παρ. 4 ΚΔΔ, πρβλ. και άρθρο 337 ΚΠολΔ. Κατά τον Κ. Μπέη, «είναι κοινός τόπος ότι ο ενάγων δέν έχει δικονομικό βάρος να επικαλεστεί τον κανόνα του δικαίου, τον οποίο το δικαστήριο θα θέσει ως πρώτη (μείζονα) πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Αυτή η αναζήτηση ανήκει στα υπηρεσιακά καθήκοντα γι’ αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστή (jura novit curia)»¸ εις ΚΠολΔ 216, 219, 324 – Το αντικείμενο της δίκης και τα όρια του δεδικασμένου, σε περίπτωση ταυτότητας δικαιώματος και ιστορικής αιτίας, με επικουρική επίκληση άλλου εφαρμοστέου κανόνα, http://www.kostasbeys.gr/, τελ. είσοδος 15/09/2017.
[25] Αντί πολλών, Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2010, αρ. περ. 263 επ. σ. 233, κατά τον οποίο, το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης αποδίδει τον ισχυρισμό του διαδίκου ότι το ένδικο βοήθημα είναι και βάσιμο.
[26] PUF, 1980. Σημειώνεται ότι την ίδια προσέγγιση ακολουθεί και η πρόσφατη διατριβή της E. Akoun, Les moyens d’ordre public en contentieux administratif, mare & martin, 2017, όπου τονίζεται ο λειτουργικός χαρακτήρας της έννοιας του λόγου δημόσιας τάξης.
[27] Les moyens d’ordre public et le fond du droit, Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public dans la procédure administrative contentieuse, PUF, 1980, σ. 11-245.
[28] Les fins de non-recevoir, Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public, όπ. π., σ. 257-376.
[29] Les moyens d’ordre public relatifs à l’instance et à la juridiction, Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public, όπ. π., σ. 377-410.
[30] Για το περιεχόμενο και τις δικονομικές συνέπειες του δημόσιας τάξης χαρακτήρα των λόγων απαραδέκτου βλ., αντί πολλών, M. Guyomar/B. Seiller, Contentieux administratif, Dalloz, 2017, αρ. περ. 575.
[31] Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public, όπ. π., σ. 360. Σημειώνεται ότι η έλλειψη εκτελεστής πράξης ανήκει στα μη δεκτικά, κατ’αρχήν, θεραπείας απαράδεκτα: βλ. M. Guyomar/B. Seiller, Contentieux administratif, όπ.π., αρ. περ. 579. Για τη θεραπεία τυπικών παραλείψεων στην ουσιαστική δίκη, βλ. άρθρα 33 παρ. 3 του πδ 18/1989, 139Α, 274 παρ. 3, 277 παρ. 4 του ΚΔΔ.
[32] « La préférence du rejet au fond à l’irrecevabilité », Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public, όπ. π., σ. 372.
[33] Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public, όπ. π., σ. 375. Στην ελληνική έννομη τάξη, βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2011/2017, σκ. 13 : με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, …, η ακύρωση «της αγνώστων στοιχείων … πράξεως της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία αποφασίσθηκε εκ μέρους της η συμμετοχή του Κοινού Κεφαλαίου ΝΠΔΔ και Ασφαλιστικών Φορέων … στο πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή προγράμματος για την αναδιάταξη του Ελληνικού χρέους». Καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, πρέπει να θεωρηθεί ότι προσβάλλεται η μνημονευόμενη ανωτέρω, στη σκέψη 10, από …. πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδόθηκε υπό την ιδιότητά του ως Διαχειριστή της Διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 1 ζ΄ του Ν. 4050/2012». ΣτΕ 1943/2017, 1933/2017, 1875/2017, ΣτΕ 1614/2017, 1886/2017: «Αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης, αφού καθ’ ερμηνεία του δικογράφου θεωρήθηκε ότι στρέφεται κατά της από 13.8.2008 αποφάσεως του ΑΣΕΠ, δεδομένου ότι η από 28.3.2008 απόφαση του ΑΣΕΠ απώλεσε την εκτελεστότητά της μετά την ενσωμάτωσή της στην απόφαση που εκδόθηκε επί της αιτήσεως θεραπείας, έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση». Δεν αποκλείεται, πάντως, η ορθή ερμηνεία του δικογράφου από τον δικαστή να καταλήξει σε αρνητική κρίση για τον διάδικο. Βλ. συναφώς ΣτΕ 867/2017, με την οποία έγινε δεκτό ότι «η κρίση της εκκαλουμένης περί αοριστίας των λόγων ακυρώσεως είναι νόμιμη, διότι με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως οι αιτούσες είχαν προβάλει τους προπεριγραφέντες λόγους, χωρίς, όπως κατ’ ορθή ερμηνεία του δικογράφου έκρινε το Διοικητικό Εφετείο, να προβληθεί συγκεκριμένη παράβαση της πολεοδομικής νομοθεσίας ως προς τη θέση και διάταξη των κτισμάτων που προέβλεπε η άδεια ή η αναθεώρησή της (αυτοτελώς ή σε σχέση προς άλλες κατασκευές), το νόμιμο ύψος ή τις τυχόν άλλες κατασκευές στους ακαλύπτους χώρους του οικοπέδου».
[34] Βλ. θετική αποτίμηση του ρόλου του εισηγητή δικαστή ενόψει ένταξης του θεσμού και στις διαφορές ουσίας σε Η. Κουβαρά, Ν. 4446/2016: μια πρώτη παρουσίαση των διατάξεων για τη διοικητική δίκη, όπ.π., σ. 47, 48, ο οποίος εκθέτει και τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν λόγω των μειονεκτημάτων της νέας ρύθμισης, ιδίως του ενδεχομένου να αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης της ταχύτητας της διαδικασίας της διοικητικής δίκης (σ. 49).
[35] Ενδεικτικά για το ζήτημα του περιορισμού της έκτασης και του περιεχομένου της εισήγησης, βλ. Π. Λαζαράτος, Περί εισηγήσεως, ΘΠΔΔ 2011, σ. 1066˙ Χ. Πολίτης, Προβλήματα από τη νέα εισήγηση του άρθρου 6 του Ν 3900/2010 – Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση;, ΘΠΔΔ 2011, σ. 481˙ Χ. Χρυσανθάκης, Οι νέες ρυθμίσεις για τη διοικητική δίκη: Ο Ν 3900/2010. Μια «ανοιχτή» επιστολή προς την Πολιτεία, ΘΠΔΔ 2010, σ. 1321 (1322).
[36] Βλ. ΣτΕ Ολ Συμβ. Πρακτικό 4/2010.
[37] Ν. Νικολάκης, Η διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ, εις Χ. Χρυσανθάκη (επιμ.), Συμβούλιο της Επικρατείας. Εφαρμογές Διοικητικού, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, αρ. περ. 16.
[38] Βλ. τη νέα διάταξη του άρθρου 128Α παρ. 4 του ΚΔΔ: «Όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, ο εισηγητής συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στα ζητήματα αυτά. Στην περίπτωση αυτή η έκθεση επισυνάπτεται στο φάκελο το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση, προκειμένου να λάβουν γνώση οι διάδικοι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης από τον εισηγητή, ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης.» Η διάταξη χρήζει διευκρινίσεων, ιδίως ως προς το περιεχόμενο των αυτεπαγγέλτως ερευνώμενων ζητημάτων (προϋποθέσεις του παραδεκτού ή μόνο λόγους που αφορούν την ουσία της υπόθεσης;). Βλ. Η. Κουβαρά, Ν. 4446/2016: μια πρώτη παρουσίαση των διατάξεων για τη διοικητική δίκη, όπ.π., σ. 49.
[39] Άρθρο 51 παρ. 2 του πδ 18/1989. Βλ. συναφώς Ε. Παυλίδου, Η συμμετοχή του τρίτου στη διοικητική δίκη, Παρέμβαση – Τριτανακοπή, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 44.
[40] Κ. Γώγος, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, όπ.π., σ.133-147.
[41] Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία αντιμετωπίζει με επιείκεια ως προς τον ιδιώτη που ζητεί δικαστική προστασία τα ζητήματα που ανάγονται στις αποδεικτικές λειτουργίες της αίτησης, ιδίως όταν η Διοίκηση δεν έχει τηρήσει την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει, πχ δεν έχει θέσει αριθμό πρωτοκόλλου και ημερομηνία σε έγγραφη αίτηση [ΣτΕ 3046/1996], ή ακόμη και αν λείπει η υπογραφή του αιτούντος [ΣτΕ 2424/2003]. Βλ. Κ. Γώγου, δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, όπ.π., σ. 149.
[42] Chr. Dubouis, Les moyens d’ordre public, όπ. π., σ. 363.
[43] «Irrecevabilités insusceptibles de régularisation», R. Chapus, Droit du contentieux administratif, Montchrestien, 2008, αρ. περ. 469, 519. Σταθερή είναι και στη Γαλλία η «παρακμή» της αυστηρότητας των κανόνων περί παραδεκτού και η τάση μείωσης των μη δεκτικών θεραπείας απαραδέκτων. Βλ. συναφώς R. Odent, Le destin des fins de non-recevoir, Le juge et le droit public. Mélanges offerts à Marcel Waline, LGDJ, 1974, σ. 653. Λεπτομερείς διατάξεις για τη διαδικασία θεραπείας των απαραδέκτων περιέχουν τα άρθρα R. 612-1 έως R. 612-6 του Code de justice administrative. Στην ελληνική έννομη τάξη, για τις τυπικές ελλείψεις ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που μπορούν να καλυφθούν μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βλ. άρθρα 33 παρ. 3 του πδ 18/1989 και 139Α του ΚΔΔ.
[44] ΣτΕ 1994, 1995/2011: «δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχειρίσεως του ιδιώτη διαδίκου, ως εκ της υποχρεώσεως μόνον αυτού να καταβάλει παράβολο, έναντι του Δημοσίου κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει μεταξύ άλλων, την δικονομική ισότητα των διαδίκων, δεδομένου ότι η ιδιομορφία της διοικητικής δίκης συνίσταται σε τούτο ακριβώς, ότι δηλαδή κινείται μεν με πρωτοβουλία του ιδιώτη, στρέφεται, όμως, κατά διοικητικής πράξεως εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας. Επομένως, εφ’όσον οι διάδικοι δεν βρίσκονται στην ίδια ακριβώς δικονομική θέση, είναι δικαιολογημένη η επιβάρυνση εκείνου του διαδίκου, ο οποίος θέτει υπό αμφισβήτηση την κατ’ αρχήν υφισταμένη νομιμότητα (ΣτΕ 704/2005, Ολ 647/2004)».
[45] ΣτΕ 4256/2012: «ως έχει κριθεί (ΑΕΔ 1,2/2012), η θέσπιση βραχυτέρας (διετούς) παραγραφής για τις αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ’ αυτού δεν αντίκειται σε διάταξη του Συντάγματος. Δεδομένου δε ότι, στο συγκεκριμένο ζήτημα, το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την Ε.Σ.Δ.Α., είναι απορριπτέος ο αυτός λόγος, κατά το μέρος που ανάγεται σε παράβαση της εν λόγω Συμβάσεως. Επίσης, για τον αυτό λόγο, η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στα ανωτέρα άρθρα του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία εγγυώνται την ισότητα των διαδίκων και την ισονομία».
[46] ΣτΕ 1826, 4108/2010, 2890/1997, 918, 1342/2009. ΣτΕ 12/1997, Ολ 2000/1992): «η διάταξη του άρθρου 40 παρ. 2 του ν. 1968/1991, κατά το μέρος που επιτρέπει την εκ νέου άσκηση ενδίκων μέσων, τα οποία είχαν ήδη απορριφθεί λόγω μη νομιμοποιήσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους, χωρίς να έχει μεταβληθεί το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου είχε στηριχθεί η απόρριψη του ενδίκου μέσου, παρέχουσα τη δυνατότητα ανατροπής των αμετακλήτως κριθέντων αντίκειται στη διάκριση των λειτουργιών, τη δικαστική ανεξαρτησία και την ισότητα των διαδίκων (άρθρα 26, 4 και 87 του Συντάγματος)».
[47] ΣτΕ 2926/2013: απορριπτέος είναι και ο … ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Ταμείου περί παραβάσεως της διάταξης του άρθρου 4 του Συντάγματος, από την οποία απορρέει η ισότητα των όπλων των διαδίκων, τούτο δε διότι ο κατά τις ανωτέρω διατάξεις επιβαλλόμενος περιορισμός σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης σε διαφορές που δεν έχουν άμεσο χρηματικό αντικείμενο εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν ο αναιρεσείων είναι ιδιώτης διάδικος ή διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΣτΕ Ολ1315/2001)».
[48] ΣτΕ Ολ 2035, 2036/2011: «η κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, αρχίζει από τότε που αυτός έλαβε πλήρη γνώση της έκδοσης της πράξης και του περιεχομένου της· το δε συγκεκριμένο χρονικό σημείο της πλήρους γνώσης μπορεί να τεκμαίρεται κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων κάθε υπόθεσης. ….. Η διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης, ύστερα από εκτίμηση των ανωτέρω στοιχείων, δεν παραβιάζει τη δικονομική ισότητα των όπλων, όπως υπολαμβάνουν οι τριτανακόπτοντες, δεδομένου ότι δεν μεταφέρεται στον αντίδικο του αιτούντος την ακύρωση το βάρος της απόδειξης ότι ο τελευταίος είχε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης σε χρόνο καθιστώντα εκπρόθεσμη την αίτηση.»
[49] ΕΔΔΑ 30 Ιουνίου 1959, Szwabowicz κατά Σουηδίας˙ 6 Μαΐου 1985, Bonîsch κατά Αυστρίας, Série A, n° 92˙ 23 Ιουνίου 1993, Ruiz-Mateos κατά Ισπανίας (n° 2/1992/347/720), Série A, n° 262, § 63. Βλ., ενδεικτικά, G. Cohen-Jonathan
[50] ΔΕΕ 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-8533, σκέψη 88.
[51] ΔΕΕ της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑199/11, Europese Gemeenschap, ECLI:EU:C:2012:684, σκέψεις 71, 72˙tης 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 31, και διάταξη της 16ης Ιουλίου 2015, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑539/14, EU:C:2015:508, σκέψη 48.
[52] ΔΕΕ της 17ης Ιουλίου 2014, Sánchez Morcillo και Abril García, C‑169/14, EU:C:2014:2099, σκέψεις 44, 48 και 49.
[53] Βλ. προσφάτως, αποφάσεις ΣτΕ 2333-2337/2016, 170, 171/2017. Βλ. και ΣτΕ 1567/2005, παραπεμπτική στην Ολομέλεια (επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 1847/2008), ως προς το θέμα της συνταγματικότητας νεότερου νόμου ο οποίος καταλαμβάνει και εκκρεμή δίκη: «…επί του ζητήματος αν οι νεότερες διατάξεις συνεπάγονται κατάργηση της δίκης, το οποίο εξαρτάται από το κύρος των διατάξεων του νέου νόμου και, συγκεκριμένα, από την κρίση αν οι διατάξεις αυτές συνάδουν ή όχι προς το Σύνταγμα, και γενικότερα επί του ζητήματος της επιρροής του νέου νόμου (3207/2003) επί της υποθέσεως, το οποίο ανέκυψε οψιγενώς, εφόσον, ο παραπάνω νόμος δημοσιεύθηκε μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και ενώ αυτή ήταν υπό διάσκεψη, τίθεται το ερώτημα αν το Δικαστήριο πρέπει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης, να δώσει την δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους και επομένως αν πρέπει να αναβάλει την εκδίκαση της υποθέσεως για τον λόγο αυτόν (Βλ. ΣτΕ 1648, 1649/1994). Κατά την γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, δεν επιβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως διότι εάν, …, κριθεί ότι υφίσταται αντίθεση του άρθρου 11 του ν. 3207/2003, προς το Σύνταγμα η υπόθεση θα παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος και συνεπώς οι διάδικοι θα έχουν την δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί της επιρροής του εν λόγω νόμου στην υπόθεση κατά την συζήτηση ενώπιον του σχηματισμού αυτού». Βλ. και ΣτΕ Ολ 3319, 3320/2010, με τις οποίες έκρινε ότι η αρχή της αντιμωλίας είναι εκείνη που επιβάλλει … την έκδοση αναβλητικών αποφάσεων σε κάθε περίπτωση που Δικαστήριο άγεται στην αυτεπάγγελτη υιοθέτηση ενός καθαρά νομικού συλλογισμού, έχοντος επίδραση στην λύση εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως και μη συναρτωμένου με προβολή πραγματικού, προκειμένου να λαμβάνουν θέση επ’ αυτού οι διάδικοι.