Αυτοσυγκράτηση και νομολογιακή συνοχή ή περιπτωσιολογική προσέγγιση; Συμβούλιο της Επικρατείας v. Conseil d’Etat…
1. Όπως τόνισε ο Πρόεδρος του δικαιοδοτικού τμήματος του Conseil d’Etat, οι δικαστές οι οποίοι συντάσσουν και υπογράφουν τις διατάξεις ασφαλιστικών μέτρων (ordonnances de référé), που δημοσιεύονται καθημερινά, εργάζονται για την τήρηση του αδιόρατου, ίσως, ορίου μεταξύ της πολιτικής ευθύνης των δημόσιων αρχών και της ευθύνης του δικαστή για την προστασία των ελευθεριών [1]. Παρά την προσπάθεια του Δικαστηρίου να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ αντίρροπων αγαθών, πολλοί είναι οι επικριτές της νομολογίας της κρίσης που προσάπτουν στο Conseil d’Etat ότι τους τελευταίους μήνες προστατεύει ανεπαρκώς τις ελευθερίες [2]. Δεν λείπουν, ωστόσο, και κάποιοι που εκτιμούν ότι ενήργησε εις βάρος των επιταγών προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά την αυστηρή εκτίμηση του F. Melleray, oι διαφορετικές απόψεις καταδεικνύουν μάλλον ότι η νομολογία αυτή στερείται συνοχής [3].
2. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, πάντως, δεν φαίνεται να προβληματίζεται στον ίδιο βαθμό. Το σύνολο σχεδόν των αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών του Δικαστηρίου απορρίπτει τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως των περιοριστικών κανονιστικών μέτρων που ελήφθησαν και λαμβάνονται κατά την περίοδο της πανδημίας, ασκώντας έλεγχο αναλογικότητας, ο οποίος θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής. Πρώτον, η προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο ως λόγος επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος ικανός να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων που περιορίζουν διάφορα συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες. Δεύτερον, η νομιμότητα και η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών εξαρτάται από την τεκμηρίωση της αναγκαιότητάς τους καθώς και από τη συμμόρφωση της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης προς τα όρια και τους όρους της νομοθετικής εξουσιοδότησης, που συνήθως παρέχεται με πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Τρίτον, συνεκτιμάται και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της εμφάνισης της έκτακτης ανάγκης και της λήψης του οικείου μέτρου, υπό την έννοια ότι η πάροδος του χρόνου εξασθενίζει τον έκτακτο χαρακτήρα της ανάγκης και, κατά συνέπεια, αποδυναμώνει τον δικαιολογητικό λόγο της περιοριστικής επέμβασης του κανονιστικού νομοθέτη στο πεδίο των ατομικών ελευθεριών [4].
3. Χαρακτηριστική συναφώς είναι η απόφαση ΣτΕ ΕΑ 60/2020, με την οποία κρίθηκαν τα εξής: όπως έχει κριθεί με την απόφαση ΣτΕ ΕΑ 49/2020, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως αναστολής που είχε ασκηθεί κατά μη ισχυουσών πλέον ΚΥΑ περί επιβολής του μέτρου της προσωρινής απαγορεύσεως κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας για την αποτροπή της εξαπλώσεως της επιδημίας κορωνοϊού COVID-19, ήτοι μέτρου παρομοίου περιεχομένου με αυτό που επιβλήθηκε με την ήδη ισχύουσα Δ1α/Γ.Π.οικ.23093/2020 ΚΥΑ, τα περιλαμβανόμενα και στην τελευταία απόφαση περιοριστικά μέτρα της δημόσια τελούμενης λατρείας με την απαγόρευση της παρουσίας φυσικών προσώπων, πλην των προβλεπομένων εξαιρέσεων, κατά τη διάρκεια της τελέσεως των θρησκευτικών τελετών, ελήφθησαν για εξαιρετικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο εξαπλώσεως της ως άνω επιδημίας. Για τον λόγο αυτόν, λαμβάνοντας δε υπόψη: (α) τον όλως προσωρινό χαρακτήρα των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων και την εύλογη, ενόψει αυτού, διάρκειά τους έως τις ορισθείσες ημερομηνίες ισχύος των εν λόγω μέτρων· και (β) ότι δεν προκύπτει, επί του παρόντος, ότι υφίστατο δυνατότητα να ληφθούν και εφαρμοσθούν, έως τον προβλεφθέντα με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις χρόνο, άλλα κατάλληλα μέτρα για την αποτελεσματική προφύλαξη της δημόσιας υγείας, η Επιτροπή κρίνει ότι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κωλύεται η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως λόγω συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 6 εδάφιο δεύτερο του π.δ. 18/1989. Οίκοθεν νοείται, πάντως, ότι η τεκμηρίωση της αναγκαιότητας των λαμβανομένων μέτρων για την αντιμετώπιση της επιδημίας, ενόψει του ιδιαίτερα περιοριστικού χαρακτήρα τους για την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η θρησκευτική ελευθερία και ειδικότερα η ελευθερία της λατρείας, αποτελεί υποχρέωση που βαρύνει τη Διοίκηση σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), αλλά και με τους ειδικότερους όρους της χορηγηθείσης με το άρθρο πρώτο παρ. 2 και 4 της από 25.2.2020 ΠΝΠ νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, σύμφωνα με το οποίο “[…] Κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται … το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας […]”, τα δε μέτρα “[…] εξειδικεύονται ανά περίπτωση, δυνάμει απόφασης: … δ) των Υπουργών Παιδείας … και Υγείας … μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας”· η εκπλήρωση δε της ως άνω υποχρεώσεως της Διοικήσεως για τεκμηρίωση της αναγκαιότητας των λαμβανομένων μέτρων με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου – συνεκτιμωμένου, εφεξής, σε κάθε περίπτωση και του χρόνου που έχει ήδη διανυθεί από την πρώτη εμφάνιση της έκτακτης ανάγκης για τη λήψη μέτρων αποτροπής εξαπλώσεως της επιδημίας – υπόκειται σε αντίστοιχο δικαστικό έλεγχο. Ενόψει των ανωτέρω, λαμβανομένου δε υπόψη (α) ότι οι ισχυρισμοί της αιτούσης, η οποία προβάλλει, …, ότι “η παράταση των μέτρων χωρίς ασφαλείς δικλείδες υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να οδηγήσει πιστούς σε απόγνωση και αψυχολόγητες ενέργειες που, το λιγότερο, θα διαταράξουν την κοινωνική ειρήνη”, πέραν του ότι προβάλλονται αναποδείκτως, δεν αναφέρονται …. στις άμεσες συνέπειες των προσβαλλομένων κανονιστικών πράξεων, αλλά σε ενέργειες τρίτων φυσικών προσώπων· και (β) ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η αιτούσα (υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας και παράβαση της αρχής της αναλογικότητας), …, δεν παρίστανται προδήλως βάσιμοι (βλ. Ε.Α. 49/2020), η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Απορριπτικές ήσαν και οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας της Επιτροπής Αναστολών ΣτΕ ΕΑ Ολ 1, 2, 3/2021, με τις οποίες το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα κριθέντα με τις αποφάσεις ΕΑ 49 και 60/2020, έκρινε ότι το περιλαμβανόμενο στην ήδη ισχύουσα ΚΥΑ, παρόμοιου περιεχομένου, προσωρινού χαρακτήρα, περιοριστικό μέτρο της απαγορεύσεως παρουσίας πιστών, πλην των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, κατά τη διάρκεια λειτουργιών και πάσης φύσεως θρησκευτικών τελετών, ελήφθη, κατόπιν επαναξιολογήσεως των επιδημιολογικών δεδομένων, για τους ίδιους εξαιρετικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο της περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (βλ. αποσπάσματα πρακτικών των 10.12.2020 και 14.12.2020 της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, που αναγράφονται στο προοίμιο της κοινής υπουργικής αποφάσεως υπό στοιχ. 7, και το απόσπασμα πρακτικού της 10.12.2020 της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες). Υπό τα δεδομένα αυτά, η Επιτροπή κρίνει ότι κωλύεται η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως λόγω συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 6 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989. Περαιτέρω, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως (υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, παράβαση του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητας) δεν παρίστανται προδήλως βάσιμοι, διότι δεν στηρίζονται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 52 παρ. 7 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΕΑ 49/2020, 230/2019 Ολ., 38/2019, 410/2018 Ολ.). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απόφαση ΣτΕ ΕΑ Ολ 262/2020, η οποία αφορά το μέτρο της απαγόρευσης συναθροίσεων. Το Δικαστήριο αναφέρεται, προς επίρρωση της δικαιολόγησης του προσβαλλόμενου μέτρου, και στα άλλα περιοριστικά μέτρα συναφούς περιεχομένου: (γ) στο πλαίσιο της παρούσας εξαιρετικής … συγκυρίας (τρέχουσας επιδημιολογικής επιβάρυνσης της χώρας) έχουν ήδη ληφθεί έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας από την 7.11.2020 έως και την 30.11.2020 με την ΚΥΑ Δ1α Γ.Π.οικ.71342/6.11.2020 (Β´ 4899), όπως ο περιορισμός των συναθροίσεων και της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις, καθώς και η απαγόρευση της μετακίνησης με οποιοδήποτε μέσο εκτός Περιφερειακής Ενότητας ή Περιφέρειας με περιοριστικώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις, τα μέτρα δε αυτά προσαρμόζονται συνεχώς αναλόγως με τα επιδημιολογικά δεδομένα (βλ. ΚΥΑ από 9.11.2020 – Β΄ 4946, από 12.11.2020 – Β΄ 4999 και από 14.11.2020 – Β΄ 5043) και ήδη έχει ανασταλεί η διά ζώσης εκπαιδευτική λειτουργία των σχολικών μονάδων κάθε βαθμού με περιοριστικώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις.
4. Kαι στο πλαίσιο της οριστικής δικαστικής προστασίας, πάντως, το Δικαστήριο απορρίπτει συστηματικά τις αιτήσεις ακύρωσης [5] κατά των σχετικών κανονιστικών πράξεων. Ως μόνη εξαίρεση θα μπορούσε να αναφερθεί η απόφαση ΣτΕ 1992/2020, με την οποία το Δικαστήριο, εξετάζοντας ενδελεχώς τον σκοπό του κανονιστικού νομοθέτη, ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη με το αιτιολογικό ότι στερείται νομοθετικού ερείσματος αφού αποσκοπεί στη θέσπιση κυκλοφοριακών ρυθμίσεων και όχι στη λήψη μέτρων προς περιορισμό της πανδημίας σύμφωνα με τη νομοθετική εξουσιοδότηση [6].
5. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιπτωσιολογική προσέγγιση του Conseil d’Etat, που, όπως προαναφέρθηκε, προκαλεί κριτική από δύο αντίθετες πλευρές, δηλαδή τόσο από τη σκοπιά της ανοχής των περιορισμών των ελευθεριών όσο και από την πλευρά της ανεπαρκούς προστασίας της δημόσιας υγείας [7]. ΟF. Melleray κάνει λόγο για έλλειψη συνοχής της σχετικής νομολογίας, αναφέροντας τρεις πρόσφατες αποφάσεις του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων [8]. Με την πρώτη, Association Civitas et autres, της 29.11.2020 [9], το Δικαστήριο επιβάλλει στον Πρωθυπουργό την υποχρέωση να τροποποιήσει τις διατάξεις του διατάγματος της 29ης Νοεμβρίου 2020, που περιορίζει σε τριάντα άτομα τον αριθμό των πιστών οι οποίοι μπορούν να παρίστανται σε θρησκευτική τελετή. Υπογραμμίζει τη σημασία της ελευθερίας της λατρείας και διαπιστώνει ότι αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ των ουσιωδών συνιστωσών της, το δικαίωμα συλλογικής συμμετοχής σε τελετές. Αφού εξετάζει ενδελεχώς υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας το επίμαχο μέτρο, καταλήγει στο βάσιμο των ισχυρισμών των αιτούντων. Το Δικαστήριο προβαίνει σε σύγκριση της απόλυτης και γενικής απαγόρευσης της συμμετοχής στις θρησκευτικές τελετές για πάνω από τριάντα άτομα με τους περιορισμούς που ισχύουν για τις άλλες νόμιμες δραστηριότητες, οι οποίοι καθορίζονται σε συνάρτηση με την επιφάνεια των χώρων άσκησής τους. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου 2020, στην ίδια δικαστική αίθουσα επικρατεί διαφορετικό κλίμα. Απορρίπτεται η αίτηση εβδομήντα επτά πανεπιστημιακών, με αντικείμενο την τροποποίηση των συνθηκών υποδοχής των χρηστών στα ΑΕΙ [10]. Ο συλλογισμός είναι πιο συνοπτικός και το Δικαστήριο δέχεται ότι η εξ αποστάσεως διδασκαλία επιτρέπει τη διασφάλιση της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση. Την ίδια λακωνική διατύπωση υιοθετεί και την επομένη, για να απορρίψει την αίτηση με αντικείμενο να επιτραπεί στο κοινό η πρόσβαση στις μηχανικές πλαγιές [11].
6. Είναι πολύ πιθανόν ότι η επιδημιολογική κατάσταση δεν ήταν ακριβώς η ίδια στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις και ότι οι αριθμοί που αποδεικνύουν την πίεση στο σύστημα υγείας παρουσιάζονται κατά διαφορετικό τρόπο [12]. Πάντως, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των τριών ως άνω διατάξεων του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων συνάγεται ότι, από τη μια πλευρά, επιτρέπεται σε ηλικιωμένα άτομα που, κατά τα παγκοίνως γνωστά πλέον δεδομένα της επιστήμης, ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, να συναθροίζονται κατά δεκάδες για τελετές ως προς τις οποίες ο ίδιος ο δικαστής υπογραμμίζει ότι συνοδεύονται από προσευχές που απαγγέλλονται δυνατά ή ψαλμωδίες, από τελετουργικές κινήσεις που συνεπάγονται επαφές μεταξύ των συμμετεχόντων και από μετακινήσεις, ακόμη και στο περιθώριο των ίδιων των τελετών και, από την άλλη, απαγορεύεται σε νέους ενήλικες να πραγματοποιούν τις σπουδές τους σε κατάλληλες συνθήκες ή να αθλούνται σε εξωτερικούς χώρους. Κατά το Conseil d’Etat, ο περιορισμός των πιστών σε τριάντα είναι δυσανάλογο μέτρο, ενώ δεν είναι η απαγόρευση στους φοιτητές να παρακολουθούν τη διδασκαλία στο ίδρυμα όπου είναι εγγεγραμμένοι, με τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων και με καθορισμό συγκεκριμένης χωρητικότητας όμοιας με αυτή των χώρων λατρείας. Εκτός από την έλλειψη συνοχής της νομολογίας, ο F. Melleray εντοπίζει εν προκειμένω μια παράδοξη για ένα λαϊκό κράτος ιεράρχηση εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας. Αναφέρει συναφώς τη δήλωση ενός εκπροσώπου της κυβέρνησης κατά την ακροαματική διαδικασία: «Έχω ζήσει εξαιρετικές στιγμές στο αμφιθέατρο, αλλά αυτό δεν συγκρίνεται με τη μετάληψη σε ένα χώρο λατρείας» [13].
7. Η παραπάνω κριτική, που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα της αρχής της κοσμικότητας του κράτους (laicité), θέμα άκρως ευαίσθητο στη Γαλλία, φαίνεται υπερβολική στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής τάξης, όπου όχι μόνον αναγνωρίζεται επίσημη θρησκεία του κράτους, αλλά και η εκκλησία συμμετέχει σε πολλές εκδηλώσεις του δημόσιου βίου. Το ενδιαφέρον στοιχείο εν προκειμένω έγκειται στην περιπτωσιολογική προσέγγιση και τις αποχρώσεις της συλλογιστικής του Γάλλου δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ο οποίος προσαρμόζει τον έλεγχό του στις ιδιομορφίες του εκάστοτε προσβαλλόμενου μέτρου, σε αντιδιαστολή με τη γενικευμένη αυτοσυγκράτηση, αν όχι παθητικότητα, της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, που επικυρώνει συστηματικά τα περιοριστικά μέτρα. Βεβαίως, πρέπει να αποφεύγεται η απλουστευτική και, εν τέλει, απλοϊκή κριτική της στάσης των δύο Δικαστηρίων. Έτσι, επιβάλλεται, πρώτον, η επισήμανση των περιορισμένων περιθωρίων ελέγχου που διαθέτει το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την εκδίκαση των αιτήσεων αναστολών, όπως αυτά διαγράφονται στο άρθρο 52 του πδ 18/1989 (ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη του αιτούντος σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακύρωσης ή προδήλως βάσιμη αίτηση ακύρωσης), σε αντίθεση με αυτά που παρέχει στον Γάλλο ομόλογό του η γενναιόδωρη διάταξη του άρθρου L-521-2 Code de justice administrative, η οποία απαιτεί σοβαρή και προδήλως παράνομη προσβολή θεμελιώδους ελευθερίας [14]. Περαιτέρω, στο ελληνικό δικονομικό σύστημα, είναι λίαν περιορισμένη η παροχή προσωρινής προστασίας κατά κανονιστικής πράξης: η αναστολή της εκτέλεσης κανονιστικής πράξης ή η, εν σχέσει προς αυτήν, διαταγή άλλου κατάλληλου μέτρου προς αποτροπή βλάβης του αιτούντος δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή. Συγχωρείται κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση που η ασκηθείσα κατά της ένδικης πράξης αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, καθώς και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ότι από την εφαρμογή της κανονιστικής πράξης θα υποστεί ευθεία και άμεση βλάβη, δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως, οπότε –και εφ’ όσον δεν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος περί του αντιθέτου– χορηγείται αναστολή της εκτελέσεως της πράξης αυτής μόνον ως προς τον αιτούντα [15]. Τρίτον, η παραπάνω νομολογία, ελληνική και γαλλική, καθιστά σαφές ότι δεν είναι ευχερές για ένα Δικαστήριο που κρίνει εκ των ενόντων να εκτιμήσει ότι πλέον οι καταστάσεις δεν είναι έκτακτες, με συνέπεια να ασκεί αυστηρότερο έλεγχο των περιοριστικών μέτρων. Για τον λόγο αυτόν, στη Γαλλία, ο νόμος (Code de la Santé publique, Κώδικας Δημόσιας Υγείας) [16] απαιτεί πλέον να καθορίζονται κανονιστικά τόσο η διάρκεια των έκτακτων συνθηκών όσο και η παράταση του εξαιρετικού καθεστώτος, ούτως ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου αλλά και να διατηρεί η Διοίκηση την αναγκαία ευελιξία. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι ΠΝΠ διελάμβαναν εξ αρχής ότι το πέρας της κατάστασης πανδημίας διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και, πάντως, όχι αργότερα από μια ημερομηνία, η οποία διαρκώς μετετίθετο. Θα μπορούσε, εν προκειμένω, ο δικαστής να κρίνει ότι δεν δικαιολογείται πλέον αιφνιδιασμός και απαιτείται η συστηματική ρύθμιση των θεμάτων; Σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, αυτό του μνημονίου και των περικοπών, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε υιοθετήσει την εν λόγω προσέγγιση. Στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2287-2290/2015, η Ολομέλεια έκρινε ότι οι μεν περικοπές συντάξεων των ετών 2010 και 2011 ήταν δικαιολογημένες λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης της κρίσης, αλλά το 2012, πλέον, το Κράτος δεν μπορούσε να επικαλείται αιφνιδιασμό αλλά όφειλε να ρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα συνολικά και όχι εμβαλωματικά. Πώς μπορεί, όμως, ο δικαστής να αποκλείσει το ενδεχόμενο της διατήρησης των έκτακτων συνθηκών σε βάθος χρόνου;
8. Στο πλαίσιο, πάντως, της ορθολογικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της πανδημίας από τη δημόσια εξουσία στο σύνολό της, θα πρέπει να αναφερθεί και η γνωμοδότηση του Conseil d’ Etat [17], της 17ης και 20ής Δεκεμβρίου 2020, για το σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης που τροποποιεί εκ νέου τον προαναφερθέντα Κώδικα Δημόσιας Υγείας, ως υπόδειγμα ταχύτητας και βάθους επεξεργασίας και, κατά συνέπεια, καλής νομοθέτησης για τόσο σημαντικά ζητήματα, όπως οι υγειονομικές κρίσεις. Όπως φαίνεται, στη Γαλλία ο αιφνιδιασμός από τις πραγματικές καταστάσεις που δικαιολογεί έκτακτα μέτρα διαρκεί λίγο… σύντομα αρχίζει η προσπάθεια συντεταγμένης και συνεπούς αντιμετώπισης των φαινομένων, εν προκειμένω η θέσπιση μόνιμου καθεστώτος διαχείρισης των εξαιρετικών υγειονομικών καταστάσεων.
[1] Jean-Denis Combrexelle: Les juges administratifs du Conseil d’Etat se situent loin des polémiques, Le Monde, 12 avril 2020.
[2] Καθ’ υπερβολή ελέχθη ότι «απορρίπτοντας πολλές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων…, δίνει την εντύπωση ότι παθαίνειτετανικούς σπασμούς στην ιδέα να ενοχλήσει την κυβέρνηση» (W. Bourdon/V. Brengarth, Le Conseil d’Etat se dévitalise alors qu’il devrait être l’ultime bastion des libertés, Le Monde, 12 avril 2020).
[3] F. Melleray, Les voies du Seigneur, AJDA 2020, σ. 2457.
[4] Β. Καψάλη, Υγειονομικοί περιορισμοί στους χώρους δημόσιας θρησκευτικής λατρείας κατά την περίοδο της πανδημίας: παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ 161/2020 (συμβ)., ΘΠΔΔ 7/2020, σ. 631.
[5] ΣτΕ 161/2020 (συμβ.), 1294-1296/2020. Βλ. και σχόλιο Β. Καψάλη, Δικονομικά ζητήματα με αφορμή τους υγειονομικούς περιορισμούς στους χώρους θρησκευτικής λατρείας κατά την περίοδο της πανδημίας: παρατηρήσεις στις αποφάσεις ΣτΕ1294-1296/2020, ΘΠΔΔ8-9/2020, σ. 760.
[6] Syntagma Watch, Ε. Πρεβεδούρου, Μαξιμαλισμός στον δικαστικό έλεγχο των κανονιστικών πράξεων (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1992/2020), 24.12.2020.
[7] Ενδεικτικά, Χ. Duprès de Boulois, On nous change notre … référé-liberté (observations sous CE ord., 22 mars 2020, no 439674), RDLF 2020, chron. no 12, C. Saunier, La position délicate du juge des référés face à la crise sanitaire: entre interventionnisme ambigu et déférence nécessaire, Jus Politicum blog (ανάρτηση της11.4.2020), Ch. Vallar, Covid-19: Le Conseil d’État en faveur d’un confinement modulé et adapté (note sous CE ord., 22 mars 2020, no 439674), AJDA 15/2020, σ. 851.
[8] F. Melleray, Les voies du Seigneur, AJDA 2020, σ. 2457.
[9] CE, ord., 29 nov. 2020, n° 446930, AJDA 2020, σ. 2343.
[10] CE, ord., 10 déc. 2020, n° 447015, M. Cassia et autres.
[11] CE, ord., 11 déc. 2020, n° 447208, Domaines skiables de France et autres.
[12] F. Melleray, Les voies du Seigneur, AJDA 2020, σ. 2457.
[13] S. Le Nevé, Covid-19 : le Conseil d’Etat rejette la demande de reprise urgente des cours en présentiel dans les universités, Le Monde, 11 déc. 2020
[14] Για τη φύση του εν λόγω αυτόνομου ένδικου βοηθήματος προσωρινής προστασίας βλ., ενδεικτικά, Β. Καψάλη, Η υγειονομική κρίση υπό το βλέμμα της γαλλικής διοικητικής δικαιοσύνης: υπάρχει έδαφος για συγκρίσεις;, ΕφημΔΔ 1/2020, σ. 45. Για τη σχετική γαλλική νομολογία, βλ. και Β. Μπουκουβάλα, Πανδημία, δικαιοσύνη και θεμελιώδη δικαιώματα- Οι αποφάσεις του γαλλικού ΣτΕ που εκδόθηκαν με τη διαδικασία του référé-liberté επί αμφισβητήσεων των μέτρων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του COVID-19, Διοικητικοί δικαστές (blog), ανάρτηση 6.4.2020.
[15] ΣτΕ ΕΑ Ολ 263/2020, ΕΑ 172/2020, 311/2019, 59/2018, 176/2017, ΕΑ Ολ 209/2016
[16] Άρθρο L 3131-13 του Code de la Santé publique. H διάταξη αυτή προστέθηκε με τον νόμο της 23 Μαρτίου 2020, ο οποίος προσέθεσε στον Κώδικα ένα κεφάλαιο σχετικά με την κατάσταση υγειονομικής ανάγκης.
[17] Conseil d’Etat, Section sociale, n° 401741.