Αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας (ΣτΕ 48/2016, ΣτΕ 1047/2016, ΣτE 1330/2016)
Mε τρεις αποφάσεις του 2016, το Α΄ και το ΣΤ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας «αξιοποίησαν» την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 1501/2014, παρέχοντας περαιτέρω διευκρινίσεις όσον αφορά το καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας.
Ι. Η απόφαση ΣτΕ 48/2016 [%cf%83%cf%84%ce%b5-48-2016] αφορά το νομικό ζήτημα της στοιχειοθέτησης ή μη ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση διοικητικής φύσης καθηκόντων. Ειδικότερα τη διαφορά προκάλεσε η άρνηση του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών να ικανοποιήσει το κατ’ επανάληψη υποβληθέν αίτημα εισαγγελικής παρέδρου για επεξεργασία δικογραφιών κατ’ οίκον, ως αντιστάθμισμα της αδυναμίας της να ασκήσει τα καθήκοντά της στο ακροατήριο, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, αντίκειται στα άρθρα 21 παρ. 6 του Συντάγματος και 10 του κατ’ εξουσιοδότηση της συνταγματικής αυτής διάταξης εκδοθέντος ν. 3304/2005, διότι συνιστά έμμεση διάκριση σε βάρος της, λόγω της αναπηρίας της. Αφού αναφέρθηκε στο συνταγματικό θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου, δηλαδή το άρθρο 4 παρ. 5 Σ, το ΣΤ΄ Τμήμα ερμήνευσε το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και επανέλαβε την κρίση της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014, δεχόμενο τα εξής: η διάταξη αυτή, ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, έχει ευθεία εφαρμογή στην περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στο δικαστικό λειτουργό τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Ενόψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφόσον δε το Σύνταγμα… δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.). Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, και μέχρις ότου ρυθμισθεί νομοθετικά ειδικώς η ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ είναι αναλόγως εφαρμοστέο και στην περίπτωση που οι πράξεις των οργάνων αυτών, από τις οποίες προκαλείται ζημία δυνάμενη να αποδοθεί σε πρόδηλο, υπό την ανωτέρω έννοια, σφάλμα τους, είναι κατά περιεχόμενο διοικητικής φύσεως και συνδέονται στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων (σκέψη 6 της ΣτΕ 48/2016). Σημειώνεται ότι τα δικαστήρια της ουσίας (σε πρώτο και δεύτερο βαθμό) έκριναν, αντιθέτως, ότι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, αναφερόμενο σε όργανα του Δημοσίου, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, ότι δεν καταλείπεται από το Σύνταγμα έδαφος παρεμπίπτοντος ελέγχου των πράξεων αυτών από διοικητικό δικαστήριο, αρμόδιο να αποφαίνεται για την κατά το ανωτέρω άρθρο 105 ευθύνη του Δημοσίου, και ότι, ειδικότερα, δεν υπόκεινται σε τέτοιο παρεμπίπτοντα έλεγχο πράξεις ή παραλείψεις οργάνων της δικαστικής αρχής ούτε όταν το περιεχόμενό τους δεν αφορά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας αλλά αναφέρεται σε θέματα διοικητικής φύσεως. Το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του ΔΕφ, δεχόμενο ότι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, είτε αυτές αφορούν την άσκηση δικαιοδοτικού έργου είτε αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως, εφόσον η ζημία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού.
ΙΙ. Με την απόφαση του Α΄ Τμήματος ΣτΕ 1047/2016 [%cf%83%cf%84%ce%b5-1047-2016] το Δικαστήριο υιοθετεί άκρως διασταλτική ερμηνεία της έννοιας του δικαστικού οργάνου, εφόσον δέχεται ότι και οι συμβολαιογράφοι, ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ενεργούν ως όργανα εντεταγμένα στη δικαστική λειτουργία, ως πρόσωπα, δηλαδή, βοηθητικά κατά την παροχή δικαστικής προστασίας. Πράγματι, ναι μεν ο συμβολαιογράφος ενεργεί για λογαριασμό του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό δανειστή, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, ταυτοχρονα όμως ενεργεί ως δημόσιο όργανο, κατ ́ ενάσκηση αρμοδιοτήτων εντασσομένων στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και, επομένως, μπορεί να θεμελιωθή αστική ευθύνη του Δημοσίου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Κατά συνέπεια, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των συμβολαιογράφων, όταν ενεργούν ως υπάλληλοι του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία (ζημία) μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο -εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως- σφάλμα τους και εφόσον έχουν εξαντληθεί από τον ζημιωθέντα τα παρεχόμενα από τη νομοθεσία ένδικα μέσα και βοηθήματα προς προστασία των συμφερόντων του στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Τούτο δε, ανεξαρτήτως της προβλέψεως στο άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ της ασκήσεως αγωγής κακοδικίας (σκέψη 8), για την οποία απαιτείται συνδρομή δόλου ή βαρείας αμελείας του συμβολαιογράφου. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση του Τμήματος, λόγω της σπουδαιότητας του θέματος.
ΙΙΙ. Η απόφαση ΣτΕ 1330/2016 [%cf%83%cf%84e-1330] παρουσιάζει τις μεγαλύτερες ομοιότητες με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, διότι αφορά πράξεις των αστυνομικών οργάνων που διενεργούν προανάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία, η οποία καταλήγει στην άσκηση ποινικής δίωξης. Εκδόθηκε επί αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της απόφασης ΔΕφΑθ 1268/2004, με την οποία συνεκδικάσθηκαν αντίθετες εφέσεις του Δημοσίου και του αναιρεσιβλήτου, απορρίφθηκε η έφεση του Δημοσίου και έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του αναιρεσιβλήτου, μεταρρυθμίστηκε η απόφαση ΔΠρΑΘ 8781/2001 και υποχρεώθηκε το Δημόσιο να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο χρηματικό ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός είχε υποστεί από παράνομες ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου, με τις οποίες είχε κριθεί και αντιμετωπισθεί ως ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά η εισαγωγή και διάθεση από αυτόν στην αγορά (απευθείας ή μέσω αντιπροσώπων) προϊόντων με κύριο συνθετικό την κάνναβη. Ειδικότερα, ο αναιρεσίβλητος προέβαλε ότι, τόσο η ληφθείσα κατά τη διυπουργική σύσκεψη στις 21.9.1998 απόφαση, με την οποία ουσιαστικά αποφασίστηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας των προϊόντων κάνναβης, ανεξαρτήτως αν εμπεριέχεται στα συστατικά τους η ναρκωτική ουσία Τ.H.C., όσο και τα έγγραφα του 3ου Τμήματος Ναρκωτικών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης (σήματα) προς στις Αστυνομικές Διευθύνσεις όλων των Νομών της Χώρας που ακολούθησαν προκειμένου να διενεργηθούν εκτεταμένοι έλεγχοι στα καταστήματα της τοπικής αρμοδιότητάς τους που διαθέτουν στην αγορά προϊόντα κάνναβης και να εφαρμοσθούν, σε καταφατική περίπτωση, τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του Ν. 1729/1987 αλλά και οι κατασχέσεις των εμπορευμάτων του και οι συλλήψεις τόσο των υπεύθυνων των καταστημάτων όσο και του ίδιου του αναιρεσίβλητου ως εισαγωγέα και προμηθευτή των εμπορευμάτων αυτών, εντάσσονταν σε ένα πλέγμα παράνομων ενεργειών με τις οποίες ξεκίνησε μια πρωτοφανής δίωξη κατά της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και κατά των προϊόντων, τα οποία, ο αναιρεσίβλητος απολύτως νόμιμα είχε εισαγάγει και διακινούσε ύστερα από άδεια των αρμοδίων αρχών.
Το ΔΠρΑΘ δέχτηκε εν μέρει δεκτή την αγωγή, με το σκεπτικό ότι η από 21.9.1998 απόφαση ελήφθη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 5 παρ. 1 περ. ι΄ και 9 παρ. 1 του Ν. 1729/1987, ενώ με τα έγγραφα του 3ου Τμήματος Ναρκωτικών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης παρανόμως θεωρήθηκε εκ προοιμίου ότι μόνη η αποτύπωση του μίσχου της κάνναβης και του διακριτικού τίτλου «KANNABISHOP» συνιστά διαφήμιση της ίδιας της κάνναβης. Περαιτέρω, απέρριψε ως απαράδεκτους και αναπόδεικτους τους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου περί υλικής ζημίας του, έκρινε όμως ότι οι ως άνω παράνομες πράξεις επέφεραν βαρεία προσβολή της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικότητάς του και, για τον λόγο αυτό, υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο … χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι οι μεν διατάξεις του Ν. 1729/1987 έχουν τεθεί αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος, οι δε κατασχέσεις εχώρησαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και δικαστικών αποφάσεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τους απέρριψε, τον μεν πρώτο ως νόμω αβάσιμο, τον δε δεύτερο ως ερειδόμενο επί εσφαλμένης πραγματικής προϋποθέσεως, με τη σκέψη ότι η ζημία του αναιρεσιβλήτου προκλήθηκε από τις ανωτέρω πράξεις καθ’ αυτές και όχι από τις μεταγενέστερες ενέργειες των αστυνομικών αρχών. Κατά της απόφασης αυτής του ΔΠρΑθ άσκησαν αντίθετες εφέσεις ενώπιον του ΔΕφΑθ αφ’ ενός μεν το Ελληνικό Δημόσιο, αφ’ ετέρου δε ο αναιρεσίβλητος, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν και εξεδόθη η απόφαση ΔΕφΑθ 1268/2004, με την οποία το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε, επαναλαμβάνοντας τις σκέψεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, και ότι η ζημία του αναιρεσιβήτου (ηθική βλάβη) προήλθε από παράνομη απόφαση της διυπουργικής σύσκεψης καθόσον αυτή ελήφθη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1729/1987 και από τα έγγραφα (σήματα) του 3ου Τμήματος Ναρκωτικών, της Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης προς τις Αστυνομικές Διευθύνσεις όλης της χώρας. Παραλλήλως, δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως, άλλωστε, είχε ισχυρισθεί και ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του, ότι εν προκειμένω έλαβαν χώρα κατασχέσεις των εμπορευμάτων που διακινούσε ο αναιρεσίβλητος ως εισαγωγέας και γενικός αντιπρόσωπος αυτών από αστυνομικά όργανα, ότι τα όργανα αυτά συνέλαβαν τον αναιρεσίβλητο και ότι συνέταξαν αναφορές τις οποίες υπέβαλαν στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος και άσκησε τελικώς ποινική δίωξη σε βάρος και του αναιρεσιβλήτου. Επίσης, το ΔΕφΑθ δέχθηκε ότι οι ως άνω ενέργειες των αστυνομικών οργάνων (κατασχέσεις, αναφορές προς τον αρμόδιο εισαγγελέα) πραγματοποιήθηκαν σε εκτέλεση αφενός μεν της διυπουργικής συσκέψεως, αφετέρου δε των ως άνω σημάτων του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι η κρίση του ΔΕφΑθ περί ευθύνης των οργάνων του Δημοσίου στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι το δικάσαν δικαστήριο καταλήγει στην ανωτέρω κρίση δεχόμενο ότι η ζημία του αναιρεσιβλήτου προήλθε εν προκειμένω αποκλειστικώς από την απόφαση της διυπουργικής συσκέψεως και από τα ως άνω έγγραφα (σήματα) του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και δεν την συσχετίζει με τις ως άνω ενέργειες των αστυνομικών οργάνων, στις οποίες αναφέρεται ο ίδιος ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του και τις συνδέει με τη ζημία του. Oι ενέργειες, όμως, αυτές των αστυνομικών οργάνων (κατασχέσεις, αναφορές προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, με τις οποίες και θεωρήθηκε προσωπικά ο ίδιος ο αναιρεσίβλητος ως δράστης των αδικημάτων του Ν. 1729/1987, σύλληψη αναιρεσιβλήτου), τις οποίες ο αναιρεσίβλητος συνέδεσε με τη ζημία του στην αγωγή του, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο αστυνομικής προανακρίσεως, ανεξαρτήτως αν αυτές έγιναν με ή χωρίς εισαγγελική παραγγελία (άρθρο 243 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, αντιστοίχως), κατέληξαν δε, κατά τα ανωτέρω, στην άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του αναιρεσιβλήτου από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον, δηλαδή, η ζημία εν προκειμένω του αναιρεσιβλήτου, όπως και ο ίδιος την περιγράφει στην αγωγή του, προκλήθηκε από ενέργειες προανακριτικών οργάνων που κατέληξαν στην άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του από τα αρμόδια εισαγγελικά όργανα, κατά τα ανωτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο με πλημμελή αιτιολογία προέβη εν προκειμένω σε ευθεία εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.ΝΑΚ, κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη και στην τρίτη σκέψη, έπρεπε δε να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη αναλόγως, μόνον, δηλαδή, εφόσον συνέτρεχε περίπτωση πρόδηλης παρανομίας των ως άνω οργάνων (πρβ. ΣτΕ Ολ 1501/2014). Για τον λόγο της πλημμελούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, … η αίτηση έγινε δεκτή.
Aποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν (άρθρα 533 – 545 ΚΠΔ)
ΣτΕ 2574/2006 (Α΄Τμήμα)
Με τις διατάξεις των άρθρων 533-545 του ΚΠΔ περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων, ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που περιλαμβάνει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, καθώς και των δικαιούχων διατροφής από αυτόν, όσο και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, συνδεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του ΚΠΔ. Ως εκ τούτου, η αξίωση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝAK. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το άρθρο 1 παρ. 2, περ. η΄ του Ν. 1406/1983 και, επομένως, οι διαφορές αυτές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η έλλειψη δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επί των διαφορών αυτών επαληθεύεται και από το ότι με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 26 του Ν. 2915/2001, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του ΚΠΔ προς τον σκοπό, όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ίδιου νόμου, να καταστούν δικαιότερες και απλούστερες οι ουσιαστικές και οι δικονομικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την επιδίκαση της εν λόγω αποζημίωσης, ενόψει των απαιτήσεων της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997, διατηρείται η αποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν, είτε με ταυτόχρονη απόφαση, είτε με μεταγενέστερη. Αν αναγνωριστεί τέτοια υποχρέωση από το ποινικό δικαστήριο, το ύψος της αποζημιώσεως μπορεί να καθοριστεί, είτε από αυτό το ίδιο το ποινικό δικαστήριο, είτε, σε περίπτωση που ο δικαιούχος το θεωρεί ανεπαρκές ή το Δημόσιο υπερβολικό, από τα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠΔ.
Επομένως, η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, οι οποίοι τελικώς κηρύχθηκαν αθώοι, δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, η οποία μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων με το Ν. 1406/1983, αλλά, συνδεόμενη αρρήκτως με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, κατ’ επιταγήν των άρθρων 7 παρ. 4 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, παρέμεινε στη δικαιοδοσία των ποινικών και των πολιτικών δικαστηρίων, όπως εκτέθηκε ειδικότερα στην έβδομη σκέψη. Ο λόγος αυτός, αναγόμενος στην δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου ερευνάται αυτεπαγγέλτως κατ’ αναίρεση.