Προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Περί της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου κατά το κοινοτικό δίκαιο: νομικό έρεισμα και προϋποθέσεις
1.Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα παραδείγματα νομολογιακής διάπλασης και εναρμόνισης κανόνων των εθνικών δικαίων είναι αυτό της αναγνώρισης και διάρθρωσηςτης ευθύνης των κρατών μελών λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, με τον εντοπισμό της αρχής στην απόφαση Francovich [ΔΕΚ της 19ηςΝοεμβρίου 1991, C-6/90 και 9/90, Francovich και Bonifaci, Συλλογή 1990, σ. Ι-5357], την ανάπτυξή της στις αποφάσεις Brasserie du Pêcheur [ΔΕΚ της 5ηςΜαρτίου 1996, C-46/93 και 48/93, Brasserie du Pêcheur, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029], Hedley Lomas [ΔΕΚ της 23ης Μαΐου 1996, C-5/94, Ηedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. Ι-2553] και Dillenkofer [ΔΕΚ της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178 και 179/94, Dillenkofer, Συλλογή 1996, σ. Ι-4845] και την εμβάθυνσή της με την απόφαση Köbler [ΔΕΚ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C-224/01, Συλλογή 2003, σ. Ι-10239] που έθεσε τις προϋποθέσεις της ευθύνης από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, τις οποίες διευκρίνισε περαιτέρω και παγίωσε η απόφαση Traghetti [ΔΕΚ της 13ης Ιουνίου 2006, C-173/03, Traghetti del Mediterraneo SpA, υπό εκκαθάριση, κατά Repubblica italiana, Συλλογή 2006, σ. Ι-5177]. Η ευθύνη στοιχειοθετείται από παραβιάσεις οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, δηλαδή τόσο των διοικητικών, όσο και των οργάνων της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Ειδικότερα, για να ολοκληρώσει το οικοδόμημα της αστικής ευθύνης του κράτους λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά και στα δικαιοδοτικά όργανα, κρίνοντας ότι η κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή στοιχειοθετεί την αποζημιωτική ευθύνη του κράτους έναντι των προσώπων στα οποία η εν λόγω παραβίαση προκάλεσε ζημία.
2.Τα βασικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της σχετικής θεματικής ανάγονται τόσο στο δογματικό έρεισμα της γενικής αρχής της αστικής ευθύνης των κρατών μελών για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου και στις ιδιαίτερες παραμέτρους της θεωρητικής θεμελίωσης της ευθύνης του Δημοσίου όταν οι παραβιάσεις οφείλονται σε ανώτατα εθνικά δικαστήρια όσο και στις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης.
3.Η γενική δογματική θεμελίωση της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών, αφενός, αλλά και η ακριβής οριοθέτηση των επιμέρους προϋποθέσεων θεμελίωσης της εν λόγω ευθύνης, αφετέρου, αποτελούν θέμα που άπτεται του πυρήνα των σχέσεων του νομοθετικού, διοικητικού και δικαστικού οικοδομήματος των κρατών μελών με το κανονιστικό σύστημα του ενωσιακού δικαίου. Το Δικαστήριο ασχολήθηκε για πρώτη φορά,στο πλαίσιο της απόφασης της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 στην υπόθεση Köbler,με το ζήτημα κατά πόσον η γενική νομολογιακή αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου ισχύει και για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσαπτόμενη στο κράτος μέλος παράβαση αποδίδεται σε ανώτατο εθνικό δικαστήριο.
4.Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η θεμελιακή απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεσηFrancovich, με την οποία κρίθηκε ότι«το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει την αρχή, κατά την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται». Πρέπει να επισημανθεί η τομή που επέφερε η απόφαση Francovich σε σχέση με την μέχρι τούδε κοινοτική νομολογία, καθόσον το Δικαστήριο θεμελίωσε πλέον σε αυτές τις περιπτώσεις αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος ιδιώτη που έχει τη νομική της βάση στο κοινοτικό (και όχι το εθνικό) δίκαιο και αποσαφήνισε τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της, επιτυγχάνοντας έτσι την «κοινοτικοποίηση» και συνακολούθως την εναρμόνιση της αξίωσης και αποτρέποντας το ενδεχόμενο ουσιωδών διαφοροποιήσεων στο βαθμό της παρεχόμενης έννομης προστασίας λόγω αποκλίσεων των συναφών εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων.
5. Η απόφαση Francovich αποτελεί το σημείο αφετηρίας του προβληματισμού σχετικά με την αστική ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου. Η υπόθεση αφορούσε τη μη μεταφορά της οδηγίας περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, οδηγίας που επιβάλλει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό ελαχίστης εγγυήσεως των δεδουλευμένων. Ένας Ιταλός δικαστής ρώτησε το Δικαστήριο αν, σε περίπτωση μη εκτέλεσης αυτής της οδηγίας εκ μέρους κράτους μέλους, οι ιδιώτες μπορούσαν να επικαλεστούν απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την κοινοτική ρύθμιση για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους· αλλά και αν μπορούσαν περαιτέρω να αξιώσουν από το κράτος μέλος την αποκατάσταση της ζημίας, αν επρόκειτο για οδηγία μη έχουσα άμεσο αποτέλεσμα. Στο Δικαστήριο τέθηκε, επομένως, πέραν του ερωτήματος περί του αμέσου αποτελέσματος ορισμένων διατάξεων οδηγίας, και το ερώτημα περί της αποκατάστασης της ζημίας ως συνέπεια της μη μεταφοράς της.
6.Το Δικαστήριο, παρ’ όλον ότι επεσήμανε ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις της οδηγίας ήσαν επαρκώς ακριβείς και ανεπιφύλακτες ως προς τον ορισμό των δικαιούχων της εγγυήσεως και ως προς το περιεχόμενο της ίδιας της εγγύησης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω δικαιούχοι δεν μπορούσαν να επικαλεσθούν απευθείας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου τις ίδιες διατάξεις για να αξιώσουν την παροχή την οποία προέβλεπε υπέρ αυτών η οδηγία. Ειδικότερα, δεν προσδιοριζόταν η ταυτότητα του «οφειλέτη», ενώ, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «οφειλέτης» το κράτος για τον λόγο και μόνο ότι δεν είχε θεσπίσει εντός της οριζομένης προθεσμίας τα μέτρα εκτέλεσης της οδηγίας.
7.Εξετάζοντας, λοιπόν, τη δυνατότητα του ιδιώτη να απαιτεί και να επιτυγχάνει αποκατάσταση των ζημιών που έχει ενδεχομένως υποστεί, το Δικαστήριο υπέμνησε, προκαταρκτικώς, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κοινοτικού συστήματος και ειδικότερα τα καθήκοντα που ανατίθενται στα εθνικά δικαστήρια. Άντλησε εξ αυτών το επιγραμματικό αλλά αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι«η αρχή της ευθύνης του κράτους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου οι οποίες του καταλογίζονται είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης»(σκέψη 35).
8. Ακριβέστερα, το Δικαστήριο συνήγαγε την αρχή αυτή από δύο θεμελιώδη στοιχεία της κοινοτικής εννόμου τάξεως. Πρώτον, επεσήμανε ότι«η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων θα διακυβευόταν και η προστασία των δικαιωμάτων που αυτοί αναγνωρίζουν θα [εξασθενούσε], αν οι ιδιώτες δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν, όταν τα δικαιώματά τους βλάπτονται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου που καταλογίζεται σε κράτος μέλος»(σκέψη 33). Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η δυνατότητα αποζημιώσεως από το κράτος μέλος «είναι ιδιαίτερα απαραίτητη όταν, όπως εν προκειμένω, η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων εξαρτάται από ενέργεια του κράτους και, κατά συνέπεια, οι ιδιώτες δεν μπορούν, ελλείψει της ενέργειας αυτής, να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο» (σκέψη 34).
9. Δεύτερον, συνήγαγε την εν λόγω υποχρέωση αποζημίωσης από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (άρθρο 10 ΕΚ, νυν άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ), «κατά το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο», υποχρεώσεων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η της «εξαλείψεως των παρανόμων συνεπειών της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου»(σκέψη 36).
10.Τέθηκε, δηλαδή, το ζήτημα των μέσων που διατίθενται για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων διά της αποτελεσματικότητος της ένδικης προστασίας που παρέχεται στις έννομες καταστάσεις τις οποίες δημιουργούν οι κανόνες αυτοί· αλλά και για να μην αφήσουν τη μη συμμόρφωση των κρατών μελών χωρίς συνέπειες, και μάλιστα χειροπιαστές. Με βάση αυτούς ακριβώς τους στόχους χρησιμοποιήθηκε, λοιπόν, και αναδείχτηκε καθώς έπρεπε η θέση του ιδιώτη. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου έναντι των ατόμων λόγω της ζημίας που τους προκαλεί η νομοθετική αδράνεια καταστρώθηκε, τελικά, από το Δικαστήριο ως μηχανισμός εγγυώμενος την προστασία των ιδιωτών και, κατ’ επέκταση, την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.
11.Κατά την απόφασηFrancovich, η υποχρέωση των μη συμμορφουμένων κρατών μελών προς αποζημίωση εδράζεται πλέον στο κοινοτικό δίκαιο, και όσον αφορά τις προϋποθέσεις της υποχρέωσης αποζημίωσης. Στην ουσία, με την απόφασηFrancovich, το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε να αφήσει στο εθνικό δίκαιο την άντληση όλων των εννόμων συνεπειών της παράβασης του κοινοτικού κανόνα, αλλά δέχτηκε ότι το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο επέβαλλε στο κράτος υποχρέωση προς αποζημίωση του ιδιώτη, περιγράφοντας επίσης, τουλάχιστον για εκείνη την περίπτωση ευθύνης, τις «κοινοτικές» προϋποθέσεις που την παράγουν.
12.Μετά την κατοχύρωση της αρχής αυτής με την απόφαση Francovich, το Δικαστήριο προέβη στον καθορισμό της εμβέλειάς της, δεχόμενο, με την απόφαση Brasserie du Pêcheur, ότι ισχύει για κάθε περίπτωση παράβασης του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκαλεί την παράβαση. Προς επίρρωση της διαπίστωσης αυτής, τόνισε ότι, εν όψει της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. ιδίως απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik, Συλλογή 1991, σ. I-415, σκέψη 26), η υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιών που προξενούνται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. Επισήμανε, περαιτέρω, παραπέμποντας στην παράγραφο 38 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tesauro, στη διεθνή έννομη τάξη, το κράτος, του οποίου γεννάται ευθύνη λόγω παράβασης διεθνούς υποχρέωσης, επίσης λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παράβαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία. Το ίδιο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στην κοινοτική έννομη τάξη, όπου όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένης και της νομοθετικής εξουσίας, υποχρεούνται, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να τηρούν τους επιβαλλόμενους από το κοινοτικό δίκαιο κανόνες, οι οποίοι διέπουν απευθείας την κατάσταση των ιδιωτών.
13.Kατά συνέπεια, το γεγονός ότι η προσαπτόμενη παράβαση καταλογίζεται, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, στον εθνικό νομοθέτη δεν αποτελεί λόγο για να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι απαιτήσεις οι συμφυείς με την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών, οι οποίοι επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο, και, εν προκειμένω, το δικαίωμά τους προς αποκατάσταση της προκληθείσης από την εν λόγω παράβαση ζημίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ’ αυτά ισχύει και όταν η προσαπτομένη παράβαση αποδίδεται στον εθνικό νομοθέτη.
14. Αναζητώντας το θεωρητικό θεμέλιο της αρχής της ευθύνης των κρατών-μελών για παραβάσεις των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η συναγωγή της ως άνω αρχής συνδέεται συστηματικά, πέραν των συγκεκριμένων βάσεων θεωρητικής θεμελίωσής της που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 288 ΕΚ (νυν 340 ΣΛΕΕ) και 10 ΕΚ (νυν 4 ΣΕΕ), με βασικές επισημάνσεις-αρχές, τις οποίες είχε παλαιότερα διατυπώσει το ΔΕΚ και υιοθετεί έκτοτε κατά πάγια νομολογία, αποτελούν δε τις «ειδικότερες δογματικές καταβολές» [Αντ. Μεταξάς, ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 24] της αρχής της ευθύνης των κρατών-μελών για παραβάσεις των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για τις αρχές του κράτους δικαίου, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο, της ισοδυναμίας και της απαγόρευσης διακρίσεων, της πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει, τέλος, των αρχών της αμέσου εφαρμογής και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, κατ΄επίκληση της οποίας το ΔEK δέχεται παγίως ότι ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του ως οργάνου ενός κράτους μέλους να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα (effet utile) των κανόνων αυτών καθώς και να αφήνει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση ή αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης δια της νομοθετικής οδού ή με άλλη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία. Βάσει των αρχών αυτών, η ευθύνη του κράτους-μέλους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διαπράττουν κρατικά όργανα παρουσιάζεται σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης και απορρέουσα από την ιδιομορφία της κοινοτικής έννομης τάξης. Η Συνθήκη ΕΚ δημιούργησε ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτής της εννόμου τάξεως θεσπίζονται υποχρεώσεις που βαρύνουν τους ιδιώτες, αλλά και δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών. Τα δικαιώματα αυτά γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, αλλά και λόγω σαφών υποχρεώσεων που η Συνθήκη επιβάλλει τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα [ ΔΕΚ, 26/62, Van Gend & Loos, Συλλ. τόμος 1954-1964, 861 καιΔΕΚ, 6/64, Costa, Συλλ. τόμος 1954-1964, 1191]. Ως απόρροια της ως άνω συλλογιστικής, το ΔΕΚ έκρινε, με την απόφασηFrancovich,ότι η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων θα διακυβευόταν και η δραστικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων θα μειωνόταν, αν οι ιδιώτες-φορείς των δικαιωμάτων δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν στις περιπτώσεις που τα εν λόγω δικαιώματα θίγονται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου που καταλογίζεται σε κράτος μέλος. Η θέσπιση της υποχρέωσης του κράτους μέλους να αποκαθιστά τη ζημία, την οποία προκάλεσαν σε ιδιώτες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διέπραξαν κρατικά όργανα επιτελεί διττό σκοπό: εκτός από τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που έλκουν οι ιδιώτες από την κοινοτική έννομη τάξη, συμβάλλει και στη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων μέσω και της κινητοποίησης των ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους.
15. Πριν από την έκθεση των τριών προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης της ευθύνης του κράτους-μέλους, πρέπει να επισημανθεί ότι η ευθύνη αυτή είναιαντικειμενική, γιατί για τη θεμελίωσή της δεν απαιτείται κατ’ αρχήν η ύπαρξη σχετικής προθέσεως ή αμέλειας εκ μέρους του διαπράξαντος την παράβαση κρατικού οργάνου, καιαυτόνομη, με την έννοια ότι η απορρέουσα από αυτήν αξίωση αποζημιώσεως του ζημιωθέντος ιδιώτη έναντι του αντίστοιχου κράτους μέλους ενεργοποιείται ακόμη και αν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου προβλέπουν και άλλη δυνατότητα έννομης προστασίας του συγκεκριμένου ιδιώτη. Η πρώτη αναγκαία προϋπόθεση είναι ο παραβιαζόμενος κανόνας του κοινοτικού δικαίου –χωρίς να απαιτείται να είναι αμέσου εφαρμογής– να κατατείνει στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ζήτημα που κρίνεται μεν από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποζημίωσης εθνικό δικαστήριο, με βάση όμως τα δεδομένα και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που υιοθετούνται στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Στο σημείο αυτό είναι δυνατή η διατύπωση συγκριτικών παρατηρήσεων όσον αφορά τα σχετικώς ισχύοντα στο πλαίσιο του ελληνικού διοικητικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, δεν δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη του Δημοσίου στις περιπτώσεις παραβίασης κανόνα δικαίου απ’ τον οποίο δεν πηγάζει συγκεκριμένο δικαίωμα του ζημιωθέντος διοικουμένου, εφόσον ο παραβιασθείς κανόνας έχει θεσπισθεί αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Δημοσίου απηχεί τη βασική αρχή ότι έννομη προστασία παρέχεται μόνο σε αυτόν που μπορεί να θεμελιώσει ειδική σχέση με συγκεκριμένο επίδικο αντικείμενο, η οποία και τον διακρίνει από τους άλλους πολίτες. Θα πρέπει να τονιστεί η ομοιότητα αυτού του περιορισμού της κρατικής ευθύνης με τον δικονομικό περιορισμό της απαίτησης εννόμου συμφέροντος για την παροχή δικαστικής προστασίας. Πράγματι, η αποδοχή κρατικής ευθύνης για οποιαδήποτε ζημιογόνο παρανομία θα μπορούσε να οδηγήσει στη θεμελίωση πλήθους αξιώσεων αποζημιώσεως, ενδεχόμενο το οποίο ο Έλληνας νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει μέσω της θέσπισης του συγκεκριμένου περιορισμού, ο οποίος έγκειται στον προστατευτικό σκοπό του κανόνα δικαίου («Schutzzweck der Norm»). Η συγκεκριμένη αρνητική προϋπόθεση ερμηνεύεται ιδιαιτέρως συσταλτικά από την ελληνική νομολογία.
16. Στο πλαίσιο της ανάλυσης της δεύτερης αναγκαίας προϋπόθεσης για την στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Δημοσίου, δηλαδή του«κατάφωρου»χαρακτήρα της παραβίασης του κοινοτικού κανόνα δικαίου, επισημαίνεται ότι για να εκτιμηθεί αν πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, το εθνικό δικαστήριο που εκδικάζει τη σχετική αγωγή αποζημίωσης πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παραμέτρους της περίπτωσης που έχει υποβληθεί στην κρίση του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κυρίως ο βαθμός σαφήνειας, ακρίβειας και «αυστηρότητας» του παραβιαζομένου κοινοτικού κανόνα, όπως επίσης ο εκούσιος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παράβασης ή της προκληθείσας ζημίας. Σημειώνεται περαιτέρω ότι επιχειρείται στο πλαίσιο της νομολογίας του ΔΕΚ μια «αντικειμενικοποίηση» των κριτηρίων βάσει των οποίων ο εθνικός δικαστής θα αποφανθεί για το κατά πόσο συντρέχει περίπτωση «κατάφωρης παραβίασης» του κοινοτικού δικαίου. Επισημαίνεται, τέλος, ότι, καίτοι δεν απαιτείται η απόδειξη υπαιτιότητας του διαπράξαντος την παράβαση κρατικού οργάνου, ενδείξεις που στοιχειοθετούν την υπαιτιότητά του δύνανται να συνυπολογιστούν για τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως «κατάφωρης». Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει εκ νέου παραλληλισμός με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται δεκτό ότι η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ (σε αντίθεση με την αδικοπρακτική ευθύνη βάσει του άρθρου 914 ΑΚ) δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα του συγκεκριμένου κρατικού οργάνου, στο οποίο καταλογίζεται η παράνομη ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη.
17. Η τρίτη αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου είναι η ύπαρξη αμέσου πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράβασης και της ζημίας, υλικής ή ηθικής, που υπέστησαν οι θιγόμενοι ιδιώτες. Για το θέμα βλ. αναλυτικά την απόφασηBrinkmann Tabakfabriken GmbH[ΔΕΚ της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-319/96, Συλλογή 1998, σ. Ι-5255, ιδίως σκέψη 29]. Επισημαίνεται ότι και αυτή η προϋπόθεση απαντά στο ελληνικό δίκαιο, όπου γίνεται δεκτό ότι απαιτείται για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξεως ή παραλείψεως του κρατικού οργάνου και της επελθούσας ζημίας.
18.Οι τρεις ανωτέρω προϋποθέσεις διαμορφώθηκαν από το ΔΕΚ σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά το άρθρο 288 παρ. 2 ΕΚ. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το ΔΕΚ θεωρεί τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις ως «ελάχιστες προϋποθέσεις», με την έννοια ότι δεν αποκλείεται η στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου υπό λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις, αν τέτοια δυνατότητα υφίσταται κατ’ εφαρμογή διατάξεων του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, η αρμοδιότητα δικονομικής οργάνωσης του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος στην εσωτερική έννομη τάξη ανήκει στα ίδια τα κράτη μέλη κατ΄ εφαρμογή της αρχής της δικονομικής τους αυτονομίας. Ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται της εκδικάσεως αγωγών αποζημιώσεως κατ’ επίκληση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου καλείται να εκτιμήσει, κινούμενος στα πλαίσια του εθνικού δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της σχετικής ευθύνης με βάση όμως τις κατευθυντήριες αρχές που διατυπώνει στη σχετική του νομολογία το ΔΕΚ, οι οποίες υπερισχύουν τυχόν αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου.
19. Ιδιαίτερης ανάλυσης χρήζει η «ειδικότερη περίπτωση της ευθύνης κράτους-μέλους για παραβάσεις κανόνων του κοινοτικού δικαίου από ανώτατα εθνικά δικαστήρια», όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεωςKöbler. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κατ’ιδίαν επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της διεύρυνσης της γενικής αρχής της ευθύνης των κρατών μελών και στις περιπτώσεις παραβάσεων των ανώτατων εθνικών δικαστικών οργάνων και αντικρούονται οι προβαλλόμενες ενστάσεις και αντεπιχειρήματα.
20.Το πρώτο επιχείρημα που επικαλείται και το ΔΕΚ στο πλαίσιο της απόφασης Köbler για να στηρίξει θεωρητικά τη ρητή επέκταση της νομολογιακής τομής Francovich και στις περιπτώσεις παραβάσεων ανώτατων εθνικών δικαστηρίων έγκειται στο ότι και στις περιπτώσεις παράβασης υποχρεώσεων που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο, το κράτος λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παράβαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία. Το ίδιο πρέπει να ισχύει, κατά το ΔΕΚ, κατά μείζονα λόγο και στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένων και των δικαστικών, υποχρεούνται να τηρούν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Η περίπτωση αυτή θα πρέπει να συγκριθεί με την προσφυγή λόγω παράβασης δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ (νυν άρθρο 258 ΣΛΕΕ), η οποία μπορεί να ασκηθεί, όποιο και αν είναι το κρατικό όργανο του οποίου η ενέργεια ή η αδράνεια προκάλεσε την παράβαση. Ένα άλλο επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της θεμελίωσης της αρχής αφορά την ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο. Αυτή δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσω της κατοχύρωσης του δικαιώματος επικλήσεως εκ μέρους των ιδιωτών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε μέσω της γενικής υποχρέωσης του εθνικού δικαστή να εφαρμόζει ορθά το κοινοτικό δίκαιο, αλλά και με τη θεμελίωση συγκεκριμένης νομικής βάσης, δυνάμει της οποίας ζημιούμενοι ιδιώτες θα μπορούν, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να αξιώσουν αποζημίωση σε περιπτώσεις πρόδηλης παραβίασης από ανώτατα εθνικά δικαστήρια σαφών επιταγών του κοινοτικού δικαίου. Ειδικά στην περίπτωση των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, ελλείψει – κατά κανόνα – της ευχέρειας άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεών τους, η ανάγκη αυτή καλύπτεται μόνον μέσω της κατοχύρωσης της δυνατότητας των ιδιωτών να εγείρουν αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου όταν τα ανώτατα αυτά δικαιοδοτικά όργανα παραβιάζουν προδήλως το κοινοτικό δίκαιο. Θα μπορούσε να συνταχθεί κανείς εν προκειμένω με τη συσταλτική προσέγγιση του ΔΕΚ, το οποίο υποστηρίζει τη θεμελίωση της ευθύνης μόνο για παραβάσεις των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, επικαλούμενος τη βασική αρχή ότι ο θιγόμενος υποχρεούται να μεριμνήσει με κάθε εύλογο τρόπο για τον περιορισμό της ζημίας του. Στην περίπτωση που απόφαση κατώτερου δικαστηρίου παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο προξενώντας ζημία σε ιδιώτη, αυτός οφείλει να ασκήσει όλα τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα για την εξαφάνιση της δικαστικής αποφάσεως που τον ζημιώνει.
21.Στη συνέχεια, θα πρέπει να αντικρουστούν τα προβαλλόμενα στη θεωρία επιχειρήματα κατά της θεμελίωσης της ευθύνης. Κατ΄ αρχάς, το επιχείρημα περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης θα έπρεπε να εκτιμηθεί σε σχέση με την τυχόν καθιέρωση ενός συστήματος προσωπικής ευθύνης των δικαστών, παρά σε σχέση με την προοπτική θεμελίωσης ενός συστήματος ευθύνης του Δημοσίου για δικαστικές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Το Κράτος αναθέτει στη δικαστική εξουσία την άσκηση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη δικαστική λειτουργία, επομένως ορθόν είναι να επωμίζεται και την ευθύνη από τυχόν παρεκκλίσεις από τον νόμο που διαπράττουν τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο των δικαστικών τους αρμοδιοτήτων. Η ευθύνη του Δημοσίου στηρίζεται δηλαδή στην οργανική σχέση που συνδέει τα κράτη μέλη με τα κρατικά τους όργανα, δυνάμει της οποίας οι πράξεις των τελευταίων, ενέργειες ή παραλείψεις, θεωρούνται πράξεις των κρατών μελών και καταλογίζονται σε αυτά.
22.Όσον αφορά την επίκληση της αρχής του ουσιαστικού δεδικασμένου ως επιχειρήματος κατά της καθιέρωσης ευθύνης του Δημοσίου για αντιβαίνουσες στο κοινοτικό δίκαιο δικαστικές αποφάσεις, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι, χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία του ουσιαστικού δεδικασμένου για τη διασφάλιση ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των εννόμων σχέσεων, δεν μπορεί να εξουδετερωθεί η επανορθωτική λειτουργία της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σε περιπτώσεις προφανούς παραβίασης της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους κρατικών οργάνων. Στις αμιγώς «εθνικές» περιπτώσεις είναι, ενδεχομένως, εύλογη η ανησυχία να μην καθίσταται εφικτή η έναρξη ενός «δεύτερου γύρου» αμφισβήτησης αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων μέσωτης παροχής δευτερογενούς δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της δίκης σχετικά με τη θεμελίωση ή μη της αστικής ευθύνης. Επισημαίνεται εντούτοις η διαφορά της εξεταζόμενης περίπτωσης λόγω της εμπλοκής της κοινοτικής έννομης τάξης: εν προκειμένω στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου – και όχι αναίρεση της ουσιαστικής δικανικής κρίσεως του εθνικού δικαστηρίου και του «δεδικασμένου» που παράγει η εκδοθείσα δικαστική απόφαση – για παράβαση που διέπραξε συγκεκριμένο κρατικό όργανο (ανώτατο εθνικό δικαστήριο) διατάξεων μιας«άλλης», υπερέχουσας έναντι της εθνικής, έννομης τάξεως (της κοινοτικής), τις οποίες μάλιστα ο εθνικός δικαστής δεν νομιμοποιείται να ερμηνεύει δεσμευτικά, καθότι αυτή η εξουσία συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα του ΔΕΚ. Προσέτι, η δίκη, στο πλαίσιο της οποίας εκδικάζεται η αγωγή αποζημιώσεως, δεν έχει ταυτόσημο αντικείμενο με αυτή στην οποία «διεπράχθη» η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, όπως επίσης συχνά δεν διεξάγεται μεταξύ των ίδιων διαδίκων, οπότε δεν θα συμπίπτουν οπωσδήποτε τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων των δύο δικών. Το κοινοτικό δίκαιο επιτάσσει εν προκειμένω την ύπαρξη δυνατότητας αποζημίωσης του θιγόμενου από την παραβίαση ιδιώτη, όχι όμως και την εξαφάνιση της αντιβαίνουσας στο κοινοτικό δίκαιο ζημιογόνου απόφασης του εθνικού δικαστηρίου, της οποίας η τυπική ισχύς δεν θίγεται.
23.Στη συνέχεια, θα πρέπει να επιχειρηθεί η εξειδίκευση των προϋποθέσεων θεμελίωσης της ευθύνης του Δημοσίου επί παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου που καταλογίζονται σε ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Και σε αυτή την περίπτωση, οι ζημιωθέντες ιδιώτες δικαιούνται αποζημίωσης, εφόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης, δηλαδή ο παραβιασθείς από το ανώτατο δικαστήριο κανόνας του κοινοτικού δικαίου πρέπει να σκοπεί (και) στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, η παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη και να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης αυτής και της επελθούσας ζημίας. Το ΔΕΚ τονίζει ότι ο αρμόδιος εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάσει αν το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό εθνικό δικαστήριο αγνόησε προδήλως τις εφαρμοστέες διατάξεις του πρωτογενούς ή παραγώγου κοινοτικού δικαίου και τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ΔΕΚ «εισηγείται για την κατάφαση της κατάφωρης παραβίασης στην περίπτωση αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων αυστηρότερα κριτήρια ελέγχου σε σχέση με τις περιπτώσεις παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από πράξεις εθνικών διοικητικών οργάνων ή του εθνικού νομοθέτη».
24.Τέλος, θα πρέπει να εξετασθεί ειδικότερα η παράλειψη της προδικαστικής παραπομπής εκ μέρους του δικάζοντος εθνικού δικαστηρίου κατά παράβαση του άρθρου 234 ΕΚ ως αυτοτελής λόγος θεμελίωσης ευθύνης του αντίστοιχου κράτους μέλους, ζήτημα επί του οποίου το ΔΕΚ δεν έλαβε θέση στο πλαίσιο της απόφασης Köbler. Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σημασίας της προδικαστικής παραπομπής για την περαιτέρω ανάπτυξη των δομών του κοινοτικού δικαίου καθώς και της συμβολής της στην ενίσχυση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των ιδιωτών, διατυπώνεται η άποψη ότι η προφανώς αδικαιολόγητη παράλειψη συμμόρφωσης ενός ανώτατου εθνικού δικαστηρίου με την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις πρόδηλης ανάγκης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Επισημαίνεται εντούτοις ότι η θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να προσκρούσει σε δυσχέρειες ως προς την απόδειξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και της προβαλλόμενης ζημίας.
25.Με την απόφαση Köbler,το ΔΕΚ ρητά διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών για καταλογιζόμενες σε αυτά παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, την οποία είχε θεμελιώσει με την απόφαση Francovich και διευκρινίσει με σειρά μεταγενέστερων αποφάσεών του, ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις παραβάσεων που διαπράττουν ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Πάντως, το ΔΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της δικαστικής λειτουργίας, υιοθέτησε αυστηρά κριτήρια ελέγχου για την κατάφαση της ευθύνης του Δημοσίου σε αυτές τις περιπτώσεις.
Η νομολογιακή καθιέρωση της ευθύνης από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας στην εθνική έννομη τάξη (ΣτΕ Ολ 1501/2014)
- Στην κατηγορία των «arrêts de principe» έχει αναμφίβολα την προοπτική να ενταχθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014ΣτΕ Ολ 1501.2014, που συμπληρώνει το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Η απόφαση θυμίζει την εμβληματική πλέον νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης (κυρίως του ΔΕΚ και τώρα πλέον του ΔΕΕ) για την καθιέρωση της ευθύνης των κρατών μελών, λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου. Επιβάλλεται, βεβαίως, η επισήμανση ότι τα δικαιοπλαστικά περιθώρια του Έλληνα δικαστή είναι περιορισμένα, δεδομένου ότι στην εθνική έννομη τάξη υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η οποία έχει ήδη ερμηνευθεί από πλούσια σχετική νομολογία.
- Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, η Ολομέλεια επιλύει τρία ζητήματα, διευκρινίζοντας αλλά και εμπλουτίζοντας το νομικό καθεστώς της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Πρόκειται για το συνταγματικό έρεισμα της ευθύνης (Ι), την ευθύνη από νόμιμες πράξεις(ΙΙ) και την ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας (ΙΙΙ).
Ι. Το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου
- Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών που αποτυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αποτελεί και το συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του. Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως στην παραπεμπτική ΣτΕ 2852/2012, η Ολομέλεια επιλέγει ως έρεισμα της ευθύνης την ειδική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 και όχι τη γενικότερη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, η οποία δεν παρατίθεται ούτε επικουρικά, σε αντιδιαστολή προς προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου [ΣτΕ 1139/2013, 980/2002]. Η θεωρία, πάντως, αναφέρεται στο διττό συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως επανορθωτικού μηχανισμού για την αποκατάσταση, αφενός, της αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου και, αφετέρου, των παραβιάσεων της ισότητας [Ενδεικτικά, Διοικητικό Δίκαιο/Π. Παυλόπουλος, Εκδ. Σάκκουλα, 2010, σ. 314. Κατά τον καθηγητήΕπ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14ηέκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, αρ. περ. 212, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελεί συμπληρωματικό έρεισμα της εξωσυμβατικής ευθύνης]. Ο περιορισμός του ερείσματος στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος οφείλεται προφανώς στο ότι η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 ανάγει σε κανόνα την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου και σε περιπτώσεις νόμιμης κρατικής δράσης, η οποία πλήττει υπέρμετρα ορισμένους πολίτες έναντι άλλων, επαγόμενη ιδιαίτερη θυσία των ελαχίστων, κατά παράβαση ακριβώς της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Κατά τρόπο λιγότερο ίσως πειστικό, η Ολομέλεια στηρίζει και την άλλη καινοτομία της απόφασης, που έγκειται στην αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου για παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, αποκλειστικά στις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αν και η ύπαρξη ένδικου βοηθήματος που παρέχει τη δυνατότητα αποκατάστασης των επιζήμιων συνεπειών εσφαλμένης δικαστικής απόφασης ενισχύει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης, και επομένως θα μπορούσε να βρει έρεισμα και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
- Είναι ενδιαφέρων εν προκειμένω ο παραλληλισμός με την κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας η συναγωγή της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών για παραβάσεις των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου συνδέεται συστηματικά, πέραν των συγκεκριμένων βάσεων θεμελίωσής της που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 288 ΕΚ (νυν 340 ΣΛΕΕ) και 10 ΕΚ (νυν 4 ΣΕΕ, καθήκον καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών με την Ένωση), με θεμελιώδεις αρχές, τις οποίες είχε παλαιότερα διατυπώσει το Δικαστήριο και υιοθετεί έκτοτε κατά πάγια νομολογία, αποτελούν δε τις «ειδικότερες δογματικές καταβολές» [Αντ. Μεταξά, Ευθύνη του δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 24] της αρχής της ευθύνης. Πρόκειται για τις αρχές του κράτους δικαίου, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο, της ισοδυναμίας και της απαγόρευσης διακρίσεων, της πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει, τέλος, των αρχών της άμεσης εφαρμογής και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, κατ’ επίκληση των οποίων το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος λειτουργεί και ως ενωσιακός δικαστής εντός του οικείου κράτους μέλους, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα (effet utile) των κοινοτικών κανόνων και να αφήνει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση ή αναθεώρησή της δια της νομοθετικής οδού ή με άλλη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία. Βάσει των αρχών αυτών, η ευθύνη του κράτους μέλους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διαπράττουν κρατικά όργανα παρουσιάζεται σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης και απορρέουσα από την ιδιομορφία της κοινοτικής έννομης τάξης. Οι ιδρυτικές Συνθήκες των Κοινοτήτων δημιούργησαν ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτής της έννομης τάξης θεσπίζονται υποχρεώσεις που βαρύνουν τους ιδιώτες, αλλά και δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, τα οποία μάλιστα γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, αλλά και λόγω σαφών υποχρεώσεων που αυτή επιβάλλει τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα. Ως απόρροια της ως άνω συλλογιστικής, το ΔΕΚ έκρινε, με την απόφασηFrancovich,ότι η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων θα διακυβευόταν και η δραστικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων θα μειωνόταν, εάν οι ιδιώτες-φορείς των δικαιωμάτων δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν στις περιπτώσεις που τα εν λόγω δικαιώματα θίγονται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου που καταλογίζεται σε κράτος μέλος. Η θέσπιση της υποχρέωσης του κράτους μέλους να αποκαθιστά τη ζημία, την οποία προκάλεσαν σε ιδιώτες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους κρατικών οργάνων επιτελεί διττό σκοπό: εκτός από τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από την κοινοτική έννομη τάξη, συμβάλλει και στη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων μέσω και της κινητοποίησης των ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Η ανωτέρω θεμελίωση της ευθύνης προφανώς οφείλεται στην ιδιομορφία της κοινοτικής έννομης τάξης. Πάντως, το πολλαπλό συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου ενισχύει σε κάθε περίπτωση τη σημασία της και αναβαθμίζει τη λειτουργία της σε κάθε έννομη τάξη.
ΙΙ. Ευθύνη από νόμιμες πράξεις. Προϋποθέσεις.
- Η βασική συμβολή της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014, η οποία την καθιστά δυνάμει «απόφαση αρχής» στο πλαίσιο της νομολογίας περί αστικής ευθύνης –υπό την αίρεση της παγίωσης των κανόνων που διατύπωσε– είναι η ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες(Α). Στη δεύτερη περίπτωση, βεβαίως, οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης είναι πιο αυστηρές(Β).
Α. Η κατάφαση της αποζημιωτικής ευθύνης από ζημιογόνες νόμιμες πράξεις
- Σύμφωνα με πάγια νομολογία που ερμηνεύει τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι παράνομη [ΣτΕ1024/2005,1011/2008, 322, 1512,3089/2009, 167, 201/2014], έννοια μάλιστα που ερμηνεύεται διασταλτικά, εφόσον η σχετική προϋπόθεση συντρέχει όχι μόνο σε περίπτωση παράβασης κανόνων δικαίου, αλλά και κανόνων της επιστήμης και της τέχνης [Ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης ΣτΕ 347, 4776/1997, 3632/2001, 1221/2002, 2727/2003, 2146/2004, 2579, 2796/2006, 1019/2008, 1183/2013)]. Για πρώτη φορά το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου στοιχειοθετείται γενικώς (εφόσον βεβαίως συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις) στην περίπτωση πρόκλησης ζημίας από νόμιμες πράξεις, ανεξαρτήτως των ειδικώς οριζομένων περιπτώσεων (άρθρα 17 παρ. 2 επ., 18 παρ. 5 και 24 παρ. 6 του Συντάγματος και σχετική νομοθεσία). Στην περίπτωση βεβαίως των ζημιογόνων νόμιμων πράξεων, η ευθύνη θεμελιώνεται απευθείας στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος [βλ. συναφώς ΣτΕ 2165/2013]. Πρόκειται μάλιστα για νομολογιακή διεύρυνση των περιπτώσεων αποζημιωτικής ευθύνης, στην οποία προχώρησε με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 η Ολομέλεια, χωρίς η διεύρυνση αυτή να είναι αναγκαία για την επίλυση της συγκεκριμένης υπό κρίση διαφοράς. [Η απόφαση ΣτΕ 5504/2012, την οποία παραθέτει η Ολομέλεια, εκδόθηκε επί ακυρωτικής διαφοράς και εξέτασε το θέμα της αποζημίωσης από σύννομες πράξεις παρεμπιπτόντως. Κρίθηκε συναφώς ότι, όταν τα μέτρα που λαμβάνονται προς τον σκοπό της προστασίας μιας περιοχής έχουν ως αποτέλεσμα ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας, σε σχέση με τον προορισμό της, δεν αναιρείται εκ μόνου του λόγου αυτού η νομιμότητά τους, αλλά γεννάται αξίωση των τυχόν θιγομένων ιδιοκτητών προς αποζημίωση, ανάλογα με την έκταση, την ένταση και τη χρονική διάρκεια της ζημίας, αδιαφόρως εάν έχει περιληφθεί σχετική ρήτρα στην κανονιστική πράξη επιβολής των περιοριστικών όρων και απαγορεύσεων, υπό την αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση ότι το επιβαλλόμενο βάρος υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται να αξιώνει το Κράτος από το σύνολο των πολιτών ή ορισμένη μερίδα τους, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος και ενόψει του κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος κοινωνικού περιεχομένου της ιδιοκτησίας, μεταβάλλεται δηλαδή σε θυσία ελαχίστων κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Το ζήτημα της αποζημίωσης είναι αυτοτελές, κρινόμενο από τον δικαστή της αποζημίωσης και όχι από τον ακυρωτικό δικαστή. Συνεπώς, η απουσία σχετικής ρήτρας στην οικεία κανονιστική πράξη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα του χαρακτηρισμού ορισμένης έκτασης ως περιοχής προστασίας και της επιβολής, συναφώς, περιοριστικών μέτρων].
- Επισημαίνεται, πάντως, ότι σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας σχετικά με το απαράδεκτο του ευθέος ακυρωτικού ελέγχου των κυβερνητικών πράξεων [άρθρο 45 παρ. 5 του πδ 18/1989], εξετάσθηκε σε obiter dictum το δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Πράγματι, κατά την ειδική γνώμη που διατύπωσαν μέλη του Δικαστηρίου στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 3669/3006 και ΣτΕ Ολ 22/2007, ο αιτών που βάλλει κατά κυβερνητικής πράξης, όπως η εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης άρνηση άδειας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου, δεν στερείται του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που προβλέπεται και κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος καθιερώνει την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών και, συνεπώς, επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, πλέον της συνήθους, που οποιοσδήποτε υφίσταται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας.
Β. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης: «βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία»
- Η Ολομέλεια θέτει ως προϋπόθεση θεμελίωσης της ευθύνης από νόμιμες πράξεις την ιδιαίτερη και σπουδαία βλάβη «σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, συμφωνα με την οικεία νομοθεσία». Πρόκειται για την πάγια ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος που συνδέεται με τη θυσία των ελαχίστων και την υπέρβαση του εύλογου και ανεκτού ορίου αλληλεγγύης στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Τα κριτήρια της ιδιαίτερης και σπουδαίας βλάβης δεν εξειδικεύονται περαιτέρω, δεδομένου ότι η αναγνώριση της ευθύνης για νόμιμες ζημιογόνες πράξεις δεν συνδέεται, στη σχολιαζόμενη απόφαση, με την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Επιβάλλεται, πάντως, να τονισθεί ότι η απόφαση υιοθετεί πιο προοδευτική λύση από την πάγια νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Πράγματι, όπως επισημαίνεται με την απόφασηFiamm [ΔΕΚ της 9.9.2008, C-120/06, Fiamm, Συλλογή 2008, σ. Ι-6513, σκέψεις 108-110], η κοινοτική νομολογία καθιέρωσε, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 340 ΣΛΕΕ), την ύπαρξη του καθεστώτος εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας «λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της» και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του καθεστώτος αυτού. Αντίθετα, δεν προέβη στην αναγνώριση τέτοιου καθεστώτος σε περίπτωση που δεν υφίσταται παράνομη συμπεριφορά. Το Δικαστήριο περιορίσθηκε να διευκρινίσει ορισμένες από τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες μια τέτοια ευθύνη «θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί σε περίπτωση αποδοχής, στο κοινοτικό δίκαιο, της αρχής της ευθύνης της Κοινότητας εκ νομίμου πράξεως» [Στη σκέψη 18 της απόφασης της 15ης Ιουνίου 2000, C‑237/98 P, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑4549). Bλ. επίσης, με ανάλογη διατύπωση, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, 59/83, Biovilac κατά ΕΟΚ (Συλλογή 1984, σ. 4057, σκέψη 28)]. Εάν λοιπόν γίνει αποδεκτό, επί της αρχής, ότι υφίσταται μια τέτοια ευθύνη –πράγμα που όμως δεν φαίνεται να έχει συμβεί ακόμη– η γένεση της ευθύνης αυτής θα απαιτούσε, τουλάχιστον, να πληρούνται τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, που συνίστανται στο υποστατό της ζημίας, στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας αυτής και της οικείας πράξης, καθώς και στον ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα της ζημίας [T- 79/13, Alessandro Accorinti και λοιπών κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σκέψη 69].
- Ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία της «ασυνήθους και ειδικής ζημίας» –έννοιας παρεμφερούς προς αυτή της «ιδιαίτερης και σπουδαίας βλάβης»– στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας Poiares Maduro, o οποίος πρότεινε τη διαμόρφωση καθεστώτος ευθύνης της Κοινότητας άνευ πταίσματος (“sans faute”), διατυπώνοντας, στις προτάσεις του επί της υπόθεσης Fiamm, και τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησής της. Ο γενικός εισαγγελέας παρακίνησε το Δικαστήριο να κάνει ένα περαιτέρω βήμα, καθιερώνοντας την αρχή της άνευ πταίσματος ευθύνης της Κοινότητας και τη μετάβαση της σχετικής νομολογίας από το στάδιο του ενδεχομένου στο στάδιο της βεβαιότητας, από τη φάση των δισταγμών στη φάση των αποφάσεων.Οι σκέψεις του θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για την ελληνική νομολογία, η οποία φαίνεται ότι υιοθετεί την προσέγγισή του επί της αρχής.
- Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η καθιέρωση της αρχής της άνευ πταίσματος ευθύνης της Κοινότητας, υπό την έννοια της έλλειψης παρανομίας της ζημιογόνου πράξης, θα μπορούσε να στηριχθεί στην αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών επί της οποίας το γαλλικό διοικητικό δίκαιο θεμελίωσε την ευθύνη από τη νομοθετική δράση. Ειδικότερα, επειδή κάθε δημόσια δραστηριότητα θεωρείται ότι ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, είναι φυσικό οι πολίτες να φέρουν άνευ ανταλλάγματος τα βάρη που απορρέουν από αυτή. Εάν όμως, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, οι δημόσιες αρχές προξενούν ιδιαιτέρως σοβαρή ζημία σε ορισμένα άτομα που την υφίστανται μόνα, προκαλείται ένα βάρος το οποίο αυτοί δεν είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένοι να φέρουν και για το οποίο πρέπει να αποζημιώνονται. Η αποζημίωση αυτή, η οποία βαρύνει το κοινωνικό σύνολο μέσω του φόρου, αποκαθιστά τη διαταραχθείσα ισότητα. Η ιδέα αυτή δεν απέχει πολύ από τη «Sonderopfertheorie» (θεωρία περί ιδιαίτερης θυσίας) του γερμανικού δικαίου, κατά την οποία τα άτομα τα οποία, λόγω νόμιμης επέμβασης των δημοσίων αρχών, υφίστανται «ειδική θυσία», δηλαδή ζημία που ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση, δηλαδή στέρηση της ιδιοκτησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η αρχή της άνευ πταίσματος ευθύνης μπορεί να στηριχθεί ταυτόχρονα στη διατάραξη της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών και στην προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Επομένως οι μόνες ζημίες για τις οποίες η άνευ πταίσματος ευθύνη συνεπάγεται αποζημίωση είναι αυτές που έχουν ταυτόχρονα ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα [σημεία 62, 63 και 74 των προτάσεων στην υπόθεση Fiamm].
- Ειδικότερα, όπως ακριβώς απολαύουν των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής και την επέμβαση των δημοσίων αρχών προς τον σκοπό αυτόν, όλοι οι ιδιώτες οφείλουν να φέρουν, άνευ ανταλλάγματος, και τα συνήθη μειονεκτήματα που απορρέουν από τις σχετικές ρυθμίσεις. Ακόμη και αν τα βάρη αυτά δεν πλήττουν ομοιόμορφα όλους τους πολίτες, δηλαδή είναι ασύμμετρα, δεν παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης και ο δικαστής δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει την τέλεια ισότητα. Δεν ισχύει το ίδιο όταν η δημόσια επέμβαση προξενεί ασυνήθη και ειδική ζημία. Η ασυνήθης ζημία είναι, κατ’ αρχάς, αυτή που υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών κινδύνων που είναι σύμφυτοι με τις δραστηριότητες στον οικείο τομέα, δηλαδή που απορρέει από την πραγμάτωση κινδύνου τον οποίο το θύμα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, κατά του οποίου δεν μπορούσε να ασφαλιστεί.
- Περαιτέρω, η ζημία πρέπει να είναι σοβαρή, για να μπορεί να προσομοιασθεί με απαλλοτρίωση, η οποία, για λόγους προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να αποκατασταθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζημία πρέπει να ισοδυναμεί με πλήρη και οριστική στέρηση της ιδιοκτησίας, αλλά να συνεπάγεται αρκούντως σοβαρή προσβολή των συστατικών στοιχείων του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (usus, fructus και abusus [χρήση, κάρπωση, εκμετάλλευση]). Επιπλέον, για να δημιουργήσει δικαίωμα για αποζημίωση, η ασυνήθης κατά την ανωτέρω έννοια ζημία πρέπει να εμφανίζει και ειδικό χαρακτήρα, δηλαδή να αφορά μικρό αριθμό ιδιωτών ή, ακριβέστερα, να θίγει ειδική κατηγορία επιχειρηματιών κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες. Πράγματι μόνο στην περίπτωση αυτή θίγεται η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών [σημείο 77 των προτάσεων στην υπόθεση Fiamm].
- Με την ανωτέρω οριοθέτηση, οι προϋποθέσεις του ασυνήθους και του ειδικού χαρακτήρα της ζημίας είναι αρκούντως περιοριστικές, ώστε η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της ευθύνης από νόμιμες πράξεις δεν θίγει την πολιτική ελευθερία των θεσμικών οργάνων. Ο αριθμός εκείνων που μπορούν να προβάλουν ζημία που να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές θα είναι πάντοτε πολύ περιορισμένος, οπότε το βάρος που μπορεί να συνεπάγεται για τον προϋπολογισμό της Ένωσης ενδεχόμενη αποζημίωση δεν μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά τη συμπεριφορά των πολιτικών κοινοτικών οργάνων.
- Τέλος, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης δεν χρειάζεται να απαιτηθεί και η συνδρομή της πρόσθετης προϋπόθεσης ότι η πράξη ή η συμπεριφορά που προξένησε τη ζημία δεν απέβλεπε στην εξυπηρέτηση γενικού οικονομικού συμφέροντος, υπό την έννοια ότι εάν η ζημιογόνος πράξη ή συμπεριφορά απέβλεπε στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και όχι στην ικανοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων, αποκλείεται αποκατάσταση της ζημίας. Πράγματι, η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών και η προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επιτάσσουν οι επιχειρηματίες που υπέστησαν ασυνήθη και ειδική ζημία να λαμβάνουν αποζημίωση έστω και αν το μέτρο που προξένησε την εν λόγω ζημία ελήφθη προς εξυπηρέτηση γενικού οικονομικού συμφέροντος. Μολονότι, στην απόφαση της Ολομέλειας, το Συμβούλιο της Επικρατείας φαίνεται ότι εστιάζει στον ασυνήθη χαρακτήρα της βλάβης υπό την έννοια που του προσέδωσε ο γενικός εισαγγελέας στις προτάσεις του για την υπόθεση Fiamm, το στοιχείο της ειδικότητας εξυπακούεται, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα επρόκειτο για θυσία ελαχίστων, οπότε δεν θα ετίθετο ζήτημα προσβολής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών.
ΙΙΙ. Ευθύνη από ζημία που προκαλούν όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία
- Εμπνεόμενο από τη νομολογίαKöblerκαι Traghetti, τo Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε την αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες αποφάσεις των δικαστικών οργάνων και έθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της (Α). Όπως αναμενόταν, ισχυρή μειοψηφία υπογράμμισε τις δογματικές αντιρρήσεις και πρακτικές δυσχέρειες της αναγνώρισης της ως άνω αρχής (Β). Πάντως, μόνη η προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών δεν αρκεί για να ικανοποιήσει ούτε τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου ούτε αυτές του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος (Γ).
Α. Αναγνώριση της αποζημιωτικής ευθύνης και καθορισμός των προϋποθέσεων θεμελίωσής της
- Η θεμελίωση της ευθύνης στις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος καταλήγει στην υποχρέωση του Κράτους να αποκαταστήσει τη ζημία ακόμη και όταν αυτή οφείλεται σε ζημιογόνο δράση των οργάνων που είναι ενταγμένα στη δικαστική εξουσία. Η Ολομέλεια αναφέρεται στην προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους που καθιερώνει το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 99 και εντοπίζει τον σκοπό της στην προστασία του κύρους της δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου διάγνωσης της ευθύνης αυτής. Στη συνέχεια, όμως, αποσυνδέει την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών από το διαφορετικό ζήτημα της στοιχειοθέτησης αντικειμενικής ευθύνης του ίδιου του Δημοσίου στην περίπτωση ζημιογόνων πράξεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατ’εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, λαμβανομένης βεβαίως υπόψη της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων και της αποστολής που το Σύνταγμα αναθέτει στα όργανα αυτά.
- Ειδικότερα, χωρίς να αναφέρεται ρητώς στις αντίστοιχες κρίσεις του κοινοτικού δικαστή στις αποφάσειςKöblerκαι Traghetti, η Ολομέλεια αναγνωρίζει ότι η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από ζημιογόνες πράξεις δικαστικών οργάνων λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από τον δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστή την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του. Λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης φύσης του δικαστικού έργου [το ΔΕΚ κάνει λόγο για την «ιδιομορφία του δικαστικού λειτουργήματος», σκέψη 53 της απόφασης Köbler.], μόνο το πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Κατά την πάγια μέχρι τώρα νομολογία, η διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, παρά την ευρεία διατύπωσή της και τη γενική αναφορά σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις ζημίας από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, όμως, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που υφίστανται οι ιδιώτες από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Επομένως, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικά την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις δικαστικών οργάνων, θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ (καίτοι δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας), σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους [έτσι και η μειοψηφήσασα άποψη του Αντιπροέδρου κ. Ράντου στην παραπεμπτική απόφαση ΣτΕ 2852/2012, σκέψη 5]. Ο πρόδηλος χαρακτήρας του σφάλματος της δικανικής κρίσης προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη [σκέψη 6 της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014. Βλ. και απόφαση Köbler, σκέψεις 53-55. Κατά την ενωσιακή νομολογία, μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση της συνδρομής πρόδηλου σφάλματος του δικαστικού οργάνου είναι ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβίασης, ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός κοινοτικού οργάνου, καθώς και η μη συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωση του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα. Τα κριτήρια αυτά θα μπορούσαν, τηρουμένων των αναλογιών, να εφαρμοσθούν και για τον εντοπισμό προδήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Léger στις προτάσεις του στην υπόθεση Traghetti (σημεία 72 και 73), το κεντρικό κριτήριο γύρω από το οποίο συσπειρώνονται τα λοιπά κριτήρια είναι ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της πλάνης σε συνδυασμό με τη στάση που ακολουθεί το δικαστήριο ως προς την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής που υπέχει, η οποία συνάπτεται επίσης με τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα].
Β. Η άποψη της μειοψηφίας
- Η άποψη της μειοψηφίας, εκφραζόμενη από δύο μέλη του Δικαστηρίου όσον αφορά την αναγνώριση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου από τη ζημιογόνο δραση των δικαστικών οργάνων και από δώδεκα όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της, είναι μεν εξαιρετικά τεκμηριωμένη, αποτυπώνει όμως συντηρητικές προσεγγίσεις, τυχόν δε υιοθέτησή της θα κατέληγε σε αστική ευθύνη δύο ταχυτήτων, δηλαδή αφενός μεν σε ευθύνη του Δημοσίου από αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων που παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο, αφετέρου δε αποκλειστικά σε προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών σε άλλες περιπτώσεις κακοδικίας. Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία της μειοψηφούσας γνώμης απηχεί εν πολλοίς τις αντιρρήσεις που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι των κρατών μελών στο πλαίσιο της υπόθεσης Köbler κατά της αναγνώρισης της ευθύνης από αναγόμενες σε αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου.
- Το βασικό επιχείρημα έγκειται στην αρχή του φυσικού δικαστή (άρθρο 8 του Συντάγματος) σε συνδυασμό με την οριστική αυθεντική επίλυση των αναφυομένων διαφορών από δικαιοδοτικά όργανα αντίστοιχα προς τη φύση τους σύμφωνα με την αρχή του δυισμού της δικαιοσύνης στην ελληνική συνταγματική τάξη (άρθρα 93, 94, 95, 98 του Συντάγματος). Η αναγνώριση υποχρέωσης αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου, κατ’εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη ζημία που προκάλεσε η άσκηση των δικαστικών καθηκόντων έχει ως συνέπεια την άσκηση, από τον δικαστή της αγωγής αποζημίωσης, παρεμπίπτοντος ελέγχου της δικαιοδοτικής κρίσης του φυσικού δικαστή της υπόθεσης. Με άλλα λόγια, το ίδιο ζήτημα εξετάζεται, παρεμπιπτόντως έστω, από άλλο δικαστή και επιλύεται με νέα απόφαση που μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικές ή αντίθετες κρίσεις σε σχέση με την απόφαση που αποτέλεσε την αιτία της αποζημιωτικής διαφοράς, καθιστώντας έτσι μη αποτελεσματική την παρασχεθείσα έννομη προστασία από τον φυσικό δικαστή, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 8, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, τα αρμόδια για την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης κατά του Δημοσίου διοικητικά πρωτοδικεία θα ελέγχουν παρεμπιπτόντως πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις ποινικών δικαστηρίων ή οργάνων ενταγμένων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ ο συνταγματικός νομοθέτης θέσπισε ειδικές διατάξεις, όπως αυτές του άρθρου 7 παρ. 4, για την αποζημίωση όσων καταδικάσθηκαν ή στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία. Τέλος, κατά τη μειοψηφία, το ζήτημα της αποζημίωσης από παράνομες δικαστικές αποφάσεις επιλύεται συνταγματικά με την καθιέρωση της προσωπικής ευθύνης του δικαστικού λειτουργού, θεσμού που συνάδει προς τη λειτουργική και προσωπική του ανεξαρτησία.
- Τα επιχειρήματα, πάντως, αυτά δεν είναι αναντίλεκτα. Έχουν ήδη αντικρουσθεί με την απόφαση Köbler και την παγιωθείσα σχετική νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ. Πράγματι, το βασικό επιχείρημα των κρατών μελών κατά της καθιέρωσης ευθύνης του Δημοσίου για αντιβαίνουσες στο κοινοτικό δίκαιο δικαστικές αποφάσεις συνίστατο στην επίκληση της αρχής του ουσιαστικού δεδικασμένου. Επιβάλλεται, συναφώς, η παρατήρηση ότι, χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία του ουσιαστικού δεδικασμένου για την ασφάλεια του δικαίου και τη σταθερότητα των εννόμων σχέσεων, δεν μπορεί να εξουδετερωθεί η επανορθωτική λειτουργία της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σε περιπτώσεις προφανούς παραβίασης της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους κρατικών οργάνων. Στις αμιγώς «εθνικές» περιπτώσεις θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί εύλογη η μέριμνα να μην καθίσταται εφικτή η έναρξη ενός «δεύτερου γύρου» αμφισβήτησης αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων μέσω της παροχής δευτερογενούς δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της δίκης σχετικά με τη θεμελίωση ή μη της αστικής ευθύνης. Επιβάλλεται, όμως, να τονισθεί η ιδιομορφία της αποζημιωτικής ευθύνης, ανεξαρτήτως της εμπλοκής ή όχι της κοινοτικής έννομης τάξης: εν προκειμένω στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου –και όχι δυνατότητα αναίρεσης της ουσιαστικής δικανικής κρίσης του εθνικού δικαστηρίου και ανατροπής του «δεδικασμένου» που παράγει η εκδοθείσα δικαστική απόφαση– για παράβαση που διέπραξε συγκεκριμένο κρατικό όργανο (ενταγμένο στη δικαστική λειτουργία) διατάξεων είτε μιας«άλλης», υπερέχουσαςέναντι της εθνικής,έννομης τάξης (της κοινοτικής) είτε και της εθνικής. Προσέτι, η δίκη, στο πλαίσιο της οποίας εκδικάζεται η αγωγή αποζημίωσης, δεν έχει ταυτόσημο αντικείμενο με αυτή κατά την οποία «διεπράχθη» η ζημιογόνος παραβίαση του κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου, όπως επίσης συχνά δεν διεξάγεται μεταξύ των ίδιων διαδίκων, οπότε δεν θα συμπίπτουν οπωσδήποτε τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων των δύο δικών. Το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο, αφενός, αλλά και ο κανόνας του άρθρου 4 παρ. 5 του ελληνικού Συντάγματος επιτάσσουν εν προκειμένω την ύπαρξη δυνατότητας αποζημίωσης του θιγόμενου από την παραβίαση ιδιώτη, όχι όμως και την εξαφάνιση της ζημιογόνου απόφασης του εθνικού δικαστηρίου, της οποίας η τυπική ισχύς δεν θίγεται.
Γ. Η σχέση της ευθύνης του Δημοσίου με την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών
- Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, είναι προφανές ότι το σύστημα της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών οργάνων και οι κανόνες περί αγωγής κακοδικίας του ελληνικού δικαίου, όπως διαλαμβάνονται στον Ν. 693/1977 και ερμηνεύονται από το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, δεν συνάδουν προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου στον τομέα της ευθύνης των κρατών μελών λόγω καταλογιζόμενης σε ανώτατα εθνικά δικαστήρια παραβίασης του ενωσιακού δικαίου ούτε όμως και προς τον κανόνα του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.
- Αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα δημιουργούνται σε σχέση με δύο σημεία. Το πρώτο αφορά τον φορέα της ευθύνης και, συνακολούθως, της υποχρέωσης αποζημίωσης. Ως προς τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, είναι προφανές ότι το θέμα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, διότι δεν αφορά απλώς συγκεκριμένο δικονομικό ζήτημα, αλλά την ίδια την αρχή της ευθύνης του Κράτους ως νπδδ για την εκ μέρους των οργάνων του παραβίαση κανόνων του ενωσιακού δικαίου, η οποία αντιπροσωπεύει ουσιαστικό δικαίωμα αποζημιώσεως που ο ζημιωθείς διάδικος αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο. Εν προκειμένω, δηλαδή, το διακύβευμα δεν είναι συγκεκριμένη πτυχή του δικονομικού συστήματος, αλλά η ίδια η αρχή της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δικαιωμάτων που αντλούνται από το ενωσιακό δίκαιο. Το ανεύθυνο της Πολιτείας και ο περιορισμός στην προσωπική ευθύνη του ζημιώσαντος οργάνου, εν προκειμένου του κακοδικήσαντος δικαστηρίου ή δικαστικού λειτουργού, ματαιώνει την άσκηση ουσιαστικού ενωσιακού δικαιώματος.
- Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ότι το ζήτημα του φορέα του ευθύνης και της υποχρέωσης προς αποζημίωση καλύπτεται από τη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους μέλους για αποφάσεις των δικαστικών οργάνων που παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο προσκρούει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία αποτελεί περιορισμό της αρχής της δικονομικής αυτονομίας. Πράγματι, το ανεύθυνο του Δημοσίου και η προσωπική ευθύνη του δικαστικού οργάνου μπορεί να καταστήσει πρακτικά αδύνατη ή να δυσχεράνει υπέρμετρα την άσκηση του ενωσιακού δικαιώματος, λόγω της μειωμένης φερεγγυότητας του φυσικού προσώπου του δικαστή σε σχέση προς αυτήν του Δημοσίου. Το επιχείρημα αυτό ισχύει όμως και στην περίπτωση ζημιογόνων αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων και, γενικότερα, πράξεων δικαστικών οργάνων που αφορούν αμιγώς εθνικές υποθέσεις, δηλαδή θίγουν δικαιώματα που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο.
- Το δεύτερο σημείο ασυμβατότητας έγκειται στις προϋποθέσεις θεμελίωσης της προσωπικής ευθύνης του δικαστικού λειτουργού και, ειδικότερα, στην υποκειμενική προϋπόθεση της υπαιτιότητας. Μέριμνα του Έλληνα νομοθέτη κατά την ειδική –ουσιαστική και δικονομική– ρύθμιση της ευθύνης των δικαστικών οργάνων ήταν η προστασία του κύρους και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης από άδικες και έωλες αιτιάσεις. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής ρυθμίζονται στον Ν. 693/1977, Περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας [Βλ. και ΠΔ 186/2004 περί κανονισμού λειτουργίας και εσωτερικής υπηρεσίας του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος και αναπροσαρμογή του παραβόλου για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας], του οποίου το άρθρο 6 παρ. 1 διαλαμβάνει ότι «[ο]ι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκησιν των αναγομένων εις την δικαστικήν λειτουργίαν καθηκόντων των μόνον ένεκα δόλου, βαρείας αμελείας ή αρνησιδικίας, εφ’ όσον εκ τούτων προέκυψε ζημία εις τον ενάγοντα». Eρμηνεύοντας τους όρους της διάταξης αυτής, το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας του άρθρου 99 του Συντάγματος δέχθηκε ότι «δόλος κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως είναι η πρόθεση του εναγομένου [δικαστή] που κατευθύνεται με γνώση ευθέως ή ενδεχομένως στην πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα, ως βαριά δε αμέλεια νοείται η ιδιαίτερα μεγάλη και ασυνήθως σοβαρή παράλειψη της προσήκουσας επιμέλειας, με μέτρο το υπαγορευόμενο από την κοινή πείρα και σύνεση, ενόψει και των περιστάσεων που συντρέχουν κάθε φορά» [βλ. απόφαση 8/1998 του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας]. Η απόφαση Traghetti προφανώς επιβάλλει την ερμηνεία των εν λόγω προϋποθέσεων του ελληνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, επομένως κατά τρόπο λιγότερο συσταλτικό [To γαλλικό Conseild’Etat αναγνώρισε την αστική ευθύνη του Δημοσίου λόγω του περιεχομένου δικαστικής απόφασης, ειδικότερα δε λόγω κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου με την απόφαση CE της 18ης Ιουνίου 2008, Gestas, n° 295831, RFDA 2008, σ. 775, concl. C. de Salins, σ. 1178, note D. Pouyaud. Για τις συνέπειες της απόφασης Τraghetti στο γερμανικό δίκαιο, βλ. D. Teitjen, Die Bedeutung der deutschen Richterprivilegien im System des gemeinschaftsrechtlichen Staatshaftungsrechts – Das EuGH-Urteil „Traghetti del Mediterraneo“, EWS 2007, σ. 15].
- Δεδομένου ότι το σύστημα της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών και της αγωγής κακοδικίας του ελληνικού δικαίου προφανέστατα δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της ευθύνης των κρατών λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου όπως διατυπώθηκαν και διευκρινίστηκαν από την κοινοτική νομολογία, ούτε όμως και προς αυτές του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, επιβάλλεται η νομοθετική κάλυψη του σχετικού κενού. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με την αναγνώριση της συνδυασμένης ευθύνης Δημοσίου και δικαστικών οργάνων, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει την εις ολόκληρον ευθύνη του κράτους, παράλληλα με το υπαίτιο δικαστικό όργανο, κατά του οποίου θα μπορεί, μετά την καταβολή αποζημίωσης, να στραφεί αναγωγικά μόνο στην περίπτωση του βαρέος πταίσματος, δηλαδή του δόλου και της βαριάς αμέλειας. Το σχήμα αυτό, που συνεκτιμά την ιδιαιτερότητα της δικαστικής λειτουργίας σε σχέση προς την εκτελεστική και τη νομοθετική, ανταποκρίνεται τόσο στη σημερινή συνταγματική δομή του κράτους όσο και στις επιταγές της ενωσιακής έννομης τάξης περί ευθύνης των κρατών μελών λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια.
- Eν κατακλείδι, με τη ρητή αναγνώριση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παράνομες ζημιογόνες πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία (και όχι μόνο από αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων), το Συμβούλιο της Επικρατείας, προφανώς εμπνεόμενο από τη σχετική κοινοτική νομολογία, εξέδωσε απόφαση που αποτελεί σταθμό για το δίκαιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα εξαιρετικό δείγμα των συνεπειών του θεσμικού διαλόγου του εθνικού δικαστή με τα δικαστήρια υπερεθνικών εννόμων τάξεων αλλά και του άτυπου και ουσιαστικού διαλόγου του με τη θεωρία, η οποία συχνά εντοπίζει αδυναμίες νομολογιακών επιλογών και αναδεικνύει νέες προοπτικές. Αναμένεται η παγίωση των αρχών που διατυπώθηκαν και η ενδεχόμενη διευκρίνιση ορισμένων πτυχών τους [J.-M. Sauvé, L’Université et le Conseild’Etat. Un dialogue “naturel et bienfaisant” , Colloque “Le Conseil d’Etat et l’Université », du 7 février 2014].
Bιβλιογραφία: Η απόφαση Köbler αποτέλεσε αντικείμενο ευρύτατου σχολιασμού από νομικούς όλων σχεδόν των κρατών μελών. Από την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία βλ., αντί πολλών, Α. Μεταξά, Ευθύνη του δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, με κριτικές αναφορές στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Επίσης Π. Πετρόγλου, Η αποζημιωτική ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΔΕΚ Köbler, ΕΔΚΑ 2004, σ. 8, και Β. Σκουρή, Ποιές συνέπειες επιφέρει η παράβαση της υποχρέωσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια;, Τιμητικός τόμος του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ.1341 επ. Βλ. αναλυτικά τη θεματική του τεύχους ΕυρΠολ 2/2007, Ευθύνη κράτους μέλους από αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων του, σ. 425-527. Ειδικά για την προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών, βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Η προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών και η αγωγή κακοδικίας υπό το πρίσμα της κοινοτικής νομολογίας, ΕυρΠολ 2/2007, σ. 499. Έντονη κριτική του θεσμού της προσωπικής ευθύνης και εύστοχη επισήμανση των αδυναμιών του βλ., ιδίως, σε Γ. Κασιμάτη, Περί του ισχύοντος εν Ελλάδι συστήματος αστικής ευθύνης εκ κακοδικίας, Μελέτες IV, Ειδικά θέματα δικαστικής εξουσίας 1973-1999, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, σ. 13. Βλ. και σχόλιο της ΣτΕ Ολ 1501/2014 από Ε. Πρεβεδούρου, Το διοικητικό δίκαιο παραμένει προεχόντως «νομολογιακό»; εξελίξεις στο νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΘΠΔΔ 5/2014, σ. 411.