Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Αρμοδιότητες των υγειονομικών επιτροπών του ΟΑΕΕ – Έκταση ελέγχου του διοικητικού δικαστή (ΣτΕ 2182/2015)

Αρμοδιότητες των υγειονομικών επιτροπών του ΟΑΕΕ – Έκταση ελέγχου του διοικητικού δικαστή (ΣτΕ 2182/2015)

1.Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου (ΔΠρΗρ 788/2013) στο Συμβούλιο της Επικρατείας έδωσαν την ευκαιρία στην 7μελή σύνθεση του Α΄ Τμήματος να αποφανθεί, με την ΣτΕ 2182/2015 [ΣτΕ 2182.2015], επί ειδικών ζητημάτων του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης όπως οι αρμοδιότητες των υγειονομικών επιτροπών και η διάκριση μεταξύ ιατρικής και ασφαλιστικής αναπηρίας, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα βασικές έννοιες του διοικητικού δικαίου, όπως αυτή της υποχρεωτικής γνωμοδότησης, της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, της έκτασης του δικαστικού ελέγχου ορισμένων διοικητικών αποφάσεων και της συμβατότητάς του προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η αρχική δίκη αποτελεί ενδοστρεφή δίκη, καθόσον ο ίδιος ο ασφαλιστικός φορέας, δηλαδή ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), νπδδ, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση πράξης δικού του οργάνου και, συγκεκριμένα, απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του ΟΑΕΕ Κρήτης.

2.Το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέτασε το προϊσχύσαν καθεστώς της ιατρικής και ασφαλιστικής αναπηρίας καθώς τις μεταβολές που επέφερε συναφώς το πδ 258/2005. Στο πλαίσιο των προϊσχυσασών διατάξεων, γίνεται από τον νομοθέτη διάκριση ανάμεσα στην αρμοδιότητα για την εκφορά οριστικής κρίσης περί της υγειονομικής αναπηρίας ασφαλισμένου (η οποία ανήκει στις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές που διαγιγνώσκουν τη σωματική ή διανοητική πάθηση και τον καθορισμό της φυσικής ανικανότητας του ασφαλισμένου εξαιτίας της πάθησης αυτής και εκφέρουν ιατρική κρίση, δεσμευτική για τα όργανα των συγχωνευθέντων στον ΟΑΕΕ πρώην Ταμείων ΤΕΒΕ, ΤΣΑ και Εμπόρων, καθώς και για τα διοικητικά δικαστήρια) και στην αρμοδιότητα για την εκφορά κρίσης περί της ασφαλιστικής αναπηρίας, ήτοι περί της ανικανότητας ασφαλισμένου προς εργασία, για την άσκηση δηλαδή του ασφαλιστέου επαγγέλματος ή άλλου, παρεμφερούς προς αυτό, λόγω της λειτουργικής ανικανότητας, της επαγγελματικής δυσχέρειας εξαιτίας των παθήσεων και της ηλικίας του ασφαλισμένου (για την οποία γνωμοδοτούν μόνο οι υγειονομικές επιτροπές, αποφαίνονται όμως οριστικά τα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ και τα τυχόν επιλαμβανόμενα στη συνέχεια διοικητικά δικαστήρια) [ΣτΕ 1972/2012, 134/2011, 249/2011, 225/2010, 1688/2004]. Σύμφωνα με το προϋφιστάμενο της σύστασης του ΟΑΕΕ καθεστώς, για την εκφορά αιτιολογημένης κρίσης σχετικά με την ανικανότητα ασφαλισμένου προς εργασία (ασφαλιστική κρίση) ήταν εκτιμητέα, εκτός από την υγειονομική ανικανότητα και τα λοιπά κατά το νόμο κριτήρια, τα οποία αναφέρονταν στην ηλικία του ασφαλισμένου, το είδος του επαγγέλματος που ασκούσε, τον τρόπο άσκησής του από την άποψη της οργάνωσης της βιοποριστικής του δραστηριότητας, καθώς και τη δυνατότητά του να προσαρμοστεί σε άλλο, παρεμφερές πάντως, επάγγελμα, ενώ συνεκτιμητέες ήταν και οι γενικότερες συνθήκες που επικρατούσαν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο.

3. Μετά, όμως, την έναρξη ισχύος του Καταστατικού του ΟΑΕΕ (πδ 258/2005), οι πρωτοβάθμιες και οι κατ’ έφεση επιλαμβανόμενες δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές έχουν πλέον, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνονται οριστικά και τελεσίδικα τόσο για το ποσοστό της υγειονομικής αναπηρίας (σωματικής – πνευματικής) όσο και για το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας ασφαλισμένου του ΟΑΕΕ (δηλαδή, της ανικανότητας για το ασφαλιζόμενο επάγγελμα μετά από συνεκτίμηση κοινωνικών κριτηρίων), ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας. Η νομοθετική αυτή επιλογή της εκφοράς ασφαλιστικής κρίσης από τις υγειονομικές επιτροπές των ασφαλιστικών οργανισμών και ταμείων δεν είναι ξένη στο κοινωνικο-ασφαλιστικό μας σύστημα (ΣτΕ 3374/2014 7μ., 2562/2007 7μ. για τις υγειονομικές επιτροπές του ΝΑΤ που αποφαίνονται επί της βιοποριστικής ανικανότητας [ασφαλιστικής αναπηρίας] ναυτικού). Κατά της κρίσης της πρωτοβάθμιας επιτροπής ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής – έφεσης ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (έφεση) οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή, επιτρέποντας τη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή. Επειδή, μάλιστα, η κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής ως προς το ποσοστό αναπηρίας χαρακτηρίζεται ρητώς ως τελεσίδικη, δεν καταλείπεται στάδιο περαιτέρω κρίσης στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή επί ζητημάτων ασφαλιστικής αναπηρίας, όταν αυτή αποφαίνεται επί ενστάσεων ασφαλισμένων κατά πράξεων του Προϊσταμένου της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ περί χορήγησης σύνταξης αναπηρίας, μετά από συνεκτίμηση χρονικών και άλλων κατά νόμο προϋποθέσεων. Ειδικότερα, η ως άνω τελεσίδικη κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής επί του ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας (ή η αντίστοιχη κρίση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση ενώπιον της δευτεροβάθμιας), εφόσον είναι πλήρως αιτιολογημένη, είναι δεσμευτική τόσο για τα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ (τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν από το καθοριζόμενο ποσοστό αναπηρίας) όσο και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων των οργάνων αυτών, διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι πρόκειται για τεχνική κρίση.

4. Στο ερώτημα του αιτούντος πρωτοδικείου κατά πόσον η ανωτέρω τελεσίδικη κρίση συνάδει προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του ασφαλισμένου, το ΣτΕ έκρινε ότι η κατά νόμο τελεσιδικία των αποφάσεων των δευτεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών δεν έχει την έννοια ότι οι ασφαλιστικές κρίσεις τους εξαιρούνται από περαιτέρω διοικητικό έλεγχο από τα άλλα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ (Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ, ΤΔΕ), ούτε ότι αποκλείεται ο δικαστικός έλεγχος των σχετικών αποφάσεων, αλλά έχει την έννοια ότι δεν καταλείπεται στα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ και στα διοικητικά δικαστήρια στάδιο περαιτέρω (διαφορετικής) ουσιαστικής κρίσης επί της ασφαλιστικής αναπηρίας ασφαλισμένου στον ΟΑΕΕ. Ειδικότερα, η ΤΔΕ, η οποία αποφαίνεται επί ενστάσεων ασφαλισμένων κατά πράξεων του Προϊσταμένου/Διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ περί χορήγησης σύνταξης αναπηρίας, καθώς και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται κατόπιν άσκησης προσφυγής κατ’ αποφάσεων των ασφαλιστικών οργάνων του ΟΑΕΕ, οφείλουν, κατά περίπτωση, αν θεωρήσουν την ασφαλιστική κρίση των υγειονομικών επιτροπών πλημμελή, ασαφή ή ελλιπή, ή να ακυρώσουν την προσβληθείσα ενώπιόν τους πράξη του ΟΑΕΕ, που εκδίδεται εν συνεχεία της απόφασης της υγειονομικής επιτροπής, με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταστεί εκ νέου εκκρεμής ενώπιον του οργάνου αυτού ή να αναπέμψουν την υπόθεση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικότερα τη γνωμάτευσή της. Υπό την έννοια αυτή δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ ούτε παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος: Οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ έχουν, ειδικώς για ζητήματα ασφαλιστικών κρίσεων, δικαίωμα (ενδικοφανούς) προσφυγής ενώπιον των δευτεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών, αφού δε αποφανθούν τα αρμόδια για τη χορήγηση ή μη σύνταξης αναπηρίας, ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ, επί τη βάσει των ασφαλιστικών κρίσεων των ως άνω υγειονομικών επιτροπών, οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα ένστασης ενώπιον των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών και στη συνέχεια, δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Θα μπορούσε να γίνει εν προκειμένω λόγος για διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 79 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπου προβλέπεται κατ’ εξαίρεση ακύρωση και αναπομπή της υπόθεσης στη Διοίκηση σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις, [βλ. συναφώς Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδ. Θέμις, 2014, αρ. περ. 605], δεδομένου ότι οι νεότερες διατάξεις για τον ΟΑΕΕ απονέμουν ειδική αρμοδιότητα για την εκφορά ασφαλιστικής κρίσης στις υγειονομικές επιτροπές (άρθρο 22 του πδ 258/2005 και άρθρο 25 της ΥΑ 80000/7228/308/Β΄ 1397/14.9.2006 όπως ισχύει).

4. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι γνωμοδοτήσεις των υγειονομικών επιτροπών, τόσο για την υγειονομική-ιατρική όσο και για την ασφαλιστική αναπηρία, συνιστούν υποχρεωτικές γνωμοδοτήσεις, δηλαδή εκτελεστές διοικητικές πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν αυτοτελώς ενώπιον του διοικητικού δικαστή. Αποτελούν τμήμα σύνθετης διοικητικής ενέργειας, εφόσον εκδίδονται αποκλειστικά προς τον σκοπό έκδοσης της τελικής πράξης, δηλαδή της χορήγησης σύνταξης από τα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ (Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ, ΤΔΕ). [Θα μπορούσαν να αναφερθούν εν προκειμένω οι γνωματεύσεις των Επιτροπών Απαλλαγών περί της ικανότητος στράτευσης των ενώπιον τους παραπεμπομένων, οι οποίες είναι υποχρεωτικές για την κατά περίπτωση αρμοδία για την χορήγηση αναστολής αρχή και, κατά συνέπεια έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Επομένως, παραδεκτώς συμπροσβάλλεται η γνωμάτευση σωματικής ικανότητας της Επιτροπής Απαλλαγών με την πράξη χορήγησης αναστολής  (ΣτΕ 3862/2012, 3542/2010)]. Κατά της πράξης της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής ασκείται ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής, της οποίας η απόφαση επί της προσφυγής αποτελεί την τελική θέση της διοίκησης ως προς το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας. Στη συνέχεια, βάσει της απόφασης των επιτροπών (πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής) που καθορίζει το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας, εκδίδεται η απόφαση του οικείου ασφαλιστικού οργάνου περί χορήγησης σύνταξης, δηλαδή η τελική πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Κατά της πράξης αυτής μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον της ΤΔΕ και, τελικώς, προσφυγή ενώπιον του ΤΔΔ. Τόσο τα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ όσο και τα διοικητικά δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν παρεμπιπτόντως την ασφαλιστική κρίση των υγειονομικών επιτροπών, κρίνοντάς την πλημμελή, ασαφή και ανεπαρκώς αιτιολογημένη, όχι όμως και να εκφέρουν νέα ουσιαστική κρίση επί της ασφαλιστικής αναπηρίας. Αν στα πλαίσια του παρεμπίπτοντος ελέγχου θεωρήσουν την ασφαλιστική κρίση των υγειονομικών επιτροπών πλημμελή, ασαφή ή ελλιπή, μπορούν είτε να ακυρώσουν την προσβληθείσα ενώπιόν τους πράξη του ΟΑΕΕ, με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταστεί εκ νέου εκκρεμής ενώπιον του οργάνου αυτού ή να αναπέμψουν την υπόθεση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικότερα τη γνωμάτευσή της. Συνοψίζοντας, η διαφορά του νέου καθεστώτος από το προϊσχύσαν έγκειται στο εξής: Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, τα υγειονομικά όργανα του Ταμείου (πρωτοβάθμιες και, ύστερα από άσκηση έφεσης [ενδικοφανούς προσφυγής], δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές) αποφαίνονταν δεσμευτικά για την υγειονομική αναπηρία του ασφαλισμένου (δηλαδή διαπίστωναν τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σωματικής ή πνευματικής ανικανότητάς του και προσδιόριζαν το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής του βλάβης). Περαιτέρω, τα ίδια υγειονομικά όργανα γνωμοδοτούσαν και για το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. Η τελική όμως κρίση για την ασφαλιστική αναπηρία του ανήκε στα ασφαλιστικά όργανα του Ταμείου και, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, στα διοικητικά δικαστήρια. Τα όργανα και τα δικαστήρια αυτά δεσμεύονταν μεν από τη γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών ως προς τη διαπιστωθείσα ανατομοφυσιολογική βλάβη του ασφαλισμένου, εξέφεραν όμως δική τους αιτιολογημένη κρίση για το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας του, χωρίς να δεσμεύονται σε αυτό από τη γνωμάτευση των υγειονομικών οργάνων, ελάμβαναν δε υπόψη προς τούτο το ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης που καθόρισε η αρμόδια υγειονομική επιτροπή, την ηλικία του ασφαλισμένου, το είδος του επαγγέλματος που ασκούσε και την επίδραση της πάθησής του στην άσκηση του επαγγέλματος, τον τρόπο άσκησης του επαγγέλματος από την άποψη της οργάνωσης της βιοποριστικής δραστηριότητάς του, καθώς και τη δυνατότητά του να προσαρμοσθεί σε άλλο, παρεμφερές πάντως, επάγγελμα, (ΣτΕ 134/2011, 225/2010).

Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 2182/2015

Προσβαλλόμενη πράξη (σκέψη 1)

Με την 788/2013 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου υπεβλήθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, σχετικά με την εκκρεμή ενώπιόν του προσφυγή του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) κατά της Μαρίας Κονταράκη για την ακύρωση της 68/8/20.2.2008 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κρήτης του ΟΑΕΕ, με την οποία έγινε δεκτή η 19098/1.10.2007 ένσταση της συνταξιούχου του Οργανισμού Μαρίας Κονταράκη (καθής η προσφυγή) κατά της 1016/30.8.2007 αποφάσεως της Προϊσταμένης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κρήτης του ΟΑΕΕ. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί η 6557/19.4.2007 αίτηση της εν λόγω συνταξιούχου για παράταση του χρονικού διαστήματος χορήγησης σύνταξης αναπηρίας σε αυτήν.

Προϋποθέσεις παραδεκτής υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3900/2010 (σκέψη 4)

Στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, όταν το διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως, στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, μπορεί, με απόφασή του που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το ζήτημα που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να ανακύπτει πράγματι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς, δηλαδή να είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της και τούτο να τεκμηριώνεται επαρκώς στην απόφαση που διατυπώνει το ερώτημα, άλλως το τελευταίο είναι απαράδεκτο και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν το απαντά. (βλ. ΣτΕ Ολ 1841/2013, 761/2014 7μ). Αντίθετα, για το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος, το διοικητικό δικαστήριο δεν απαιτείται να λαμβάνει και, μάλιστα αιτιολογημένα, θέση επί του νομικού ζητήματος που τίθεται με αυτό, αν και κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 761/2014 7μ, 2282/2014 σκ. 4).

Το ιστορικό της διαφοράς (σκέψη 5)

Στην προκειμένη περίπτωση, το διοικητικό πρωτοδικείο, επιλήφθηκε της ως άνω προσφυγής του ΟΑΕΕ, ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και εξέδωσε την παραπεμπτική του απόφαση, αφού έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθής η προσφυγή Μαρία Κονταράκη έλαβε σύνταξη αναπηρίας από το ΤΕΒΕ από 1.2.2004 έως 30.4.2007, αφού η αρμόδια υγειονομική επιτροπή αποφάνθηκε ότι το ποσοστό αναπηρίας της ήταν 67%. Με την 6577/19.4.2007 αίτησή της προς την Περιφερειακή Διεύθυνση Κρήτης του ΟΑΕΕ (διαδόχου του ΤΕΒΕ από 1.1.2007) η συνταξιούχος ζήτησε παράταση της συνταξιοδότησής της λόγω αναπηρίας συνυποβάλλοντας και τα σχετικά δικαιολογητικά. Η Περιφερειακή Διεύθυνση του ΟΑΕΕ Κρήτης την παρέπεμψε στην Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή (ΑΥΕ) του ΟΑΕΕ, η οποία, με τη 141/4.6.2007 γνωμάτευσή της, αποφάνθηκε για τη φύση της παθήσεως της καθής και προσδιόρισε το ποσοστό ανατομοφυσιολογικής της βλάβης σε 55% και το ποσοστό ασφαλιστικής της αναπηρίας σε 60% για την περίοδο από 1.5.2007 έως 30.4.2008. Την ως άνω γνωμάτευση της ΑΥΕ η ασφαλισμένη προσέβαλε ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής (ΒΥΕ) με έφεση, ζητώντας αύξηση του ποσοστού αναπηρίας της. Η ΒΥΕ, με την 56/3.7.2007 γνωμάτευσή της αποφάνθηκε ότι η Μαρία Κονταράκη παρουσιάζει την πάθηση που διαπίστωσε και η ΑΥΕ και προσδιόρισε το ίδιο ποσοστό ανατομοφυσιολογικής και ασφαλιστικής βλάβης για την ίδια χρονική περίοδο. Κατόπιν τούτου η Προϊσταμένη της Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ Κρήτης, με την 1016/30.8.2007 απόφασή της, μετά και από πρόσκληση σε ακρόαση της συνταξιούχου, απέρριψε την αίτηση παράτασης της συνταξιοδότησής της με την αιτιολογία ότι το ποσοστό αναπηρίας της ήταν μικρότερο από το αιτούμενο από το π.δ. 258/2005 ποσοστό 67%. Ακολούθως η συνταξιούχος άσκησε την 19098/1.10.2007 ένσταση κατά της παραπάνω αποφάσεως ενώπιον της ΤΔΕ της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κρήτης του ΟΑΕΕ. Η ΤΔΕ δέχθηκε την ένσταση, με την 68/8/20.2.2008 απόφασή της, χωρίς περαιτέρω ανάλυση στο διατακτικό της, υπονοώντας, με την απόφασή της, ότι η ΤΔΕ προσαυξάνει το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας της ενιστάμενης από 60% (που δέχθηκαν η ΒΥΕ και η Προϊσταμένη της Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ Κρήτης) σε 67% και χορηγεί στην ενιστάμενη την αιτηθείσα παράταση της συνταξιοδότησής της λόγω αναπηρίας για την περίοδο από 1.5.2007 έως 30.4.2008. Με την προσφυγή του ο ΟΑΕΕ ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης της ΤΔΕ, προβάλλοντας ότι μη νομίμως η ΤΔΕ έκανε δεκτή την ένσταση και προσαύξησε το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας της ενιστάμενης από 60% σε 67%, προκειμένου να παρατείνει τη συνταξιοδότησή της λόγω αναπηρίας. Ειδικότερα, ο ΟΑΕΕ προέβαλε ότι μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 258/2005 («Καταστατικό ΟΑΕΕ») και συγκεκριμένα του άρθρου 21 παρ. 3 αυτού, δηλαδή από 1.1.2006 και εφεξής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Φ.8000/7220/308 (ΦΕΚ Β΄1397/14.9.2006) αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας («Κανονισμός Ασφαλιστικής Λειτουργίας του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών»), αποκλειστικά αρμόδια όργανα για τον καθορισμό της ανικανότητας προς εργασία (ασφαλιστικής αναπηρίας) των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ καθίστανται οι Πρωτοβάθμιες και Δευτεροβάθμιες Υγειονομικές Επιτροπές και το ποσοστό αναπηρίας που καθορίζουν είναι απόλυτα δεσμευτικό για τον οικείο Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης ΟΑΕΕ και για την ΤΔΕ, οι οποίοι δεν δικαιούνται να το προσαυξήσουν. Επομένως, κατά τον προβαλλόμενο λόγο της προσφυγής, οι ΤΔΕ του ΟΑΕΕ δεν έχουν πλέον αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί ενδικοφανών προσφυγών, των οποίων αντικείμενο είναι η προσαύξηση του ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας και για το λόγο αυτό, μη νομίμως η ΤΔΕ της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κρήτης του ΟΑΕΕ, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, προέβη σε τέτοια προσαύξηση ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας, ενώ έπρεπε να απορρίψει την ένσταση (ενδικοφανή προσφυγή) της Μαρίας Κονταράκη ως απαράδεκτη και ως αβάσιμη.

Η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου – Παρουσίαση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος της σύνταξης λόγω αναπηρίας – Συγκρότηση και αρμοδιότητες των Υγειονομικών Επιτροπών και των ΤΔΕ του ΟΑΕΕ (σκέψη 6)

Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Το π.δ. 258/2005 («Καταστατικό του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών [ΟΑΕΕ]» (Α΄ 316/28.12.2005), με έναρξη ισχύος από 1.1.2006 σύμφωνα με το άρθρο 38 αυτού) ορίζει στο μεν άρθρο 21 με τίτλο «Προϋποθέσεις σύνταξης λόγω αναπηρίας» ότι: «1. Ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ, μετά τη διακοπή του επαγγέλματος λόγω νόσου, δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας, αν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια του παρόντος και έχει πραγματοποιήσει πέντε έτη ασφάλισης, από τα οποία δύο έτη μέσα στα πέντε τελευταία έτη πριν από την επέλευση της αναπηρίας ή τη διακοπή της ασφάλισης. …3. Ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ θεωρείται ανάπηρος για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων σε περίπτωση πάθησης ή βλάβης ή εξασθένισης σωματικής ή πνευματικής για εξάμηνη διάρκεια τουλάχιστον, κατά ιατρική πρόβλεψη, εφόσον καταστεί ανίκανος με ποσοστό 67% και άνω, για το επάγγελμα που ασκούσε προ της επέλευσης της αναπηρίας. …» Στο δε άρθρο 22 αυτού με τον τίτλο «Διαδικασία βεβαιώσεως αναπηρίας» ορίζει ότι: «1. Αρμόδια για τη διαπίστωση της αναπηρίας, κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 21, είναι η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του ΟΑΕΕ, του τόπου κατοικίας του ασφαλισμένου, στην οποία παραπέμπεται από το αρμόδιο όργανο του Οργανισμού. 2. Η υγειονομική επιτροπή που εξετάζει τον ασθενή, αποφαίνεται για το είδος της πάθησής του, τη διάρκεια ανικανότητας και το ποσοστό της αναπηρίας του για το ασφαλιζόμενο επάγγελμα. 3. Την απόφαση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής μπορεί να προσβάλλει ο ασφαλισμένος στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης. Την ανωτέρω απόφαση μπορεί να προσβάλλει και ο Οργανισμός ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, μετά από γνώμη του αρμοδίου υγειονομικού οργάνου, εντός μηνός από της κοινοποίησης της απόφασης. Το αρμόδιο όργανο του Οργανισμού μπορεί οποτεδήποτε να παραπέμπει συνταξιούχο στην υγειονομική επιτροπή για εξέταση και πριν από τη λήξη της περιόδου, για την οποία κρίθηκε ανάπηρος, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει μεταβληθεί η κατάσταση της υγείας του και εάν κριθεί ικανός, να διακόψει τη σύνταξή του. 4. …5. Ο ασφαλισμένος που συνταξιοδοτήθηκε λόγω αναπηρίας για ορισμένο χρονικό διάστημα, δικαιούται παράτασης της συνταξιοδοτήσεώς του, μετά από νέα κρίση της υγειονομικής επιτροπής, στην οποία παραπέμπεται από το αρμόδιο όργανο του ΟΑΕΕ, τουλάχιστον τρεις μήνες προ της λήξεως της αναπηρίας του. …6. Ο ασφαλισμένος που κρίθηκε οριστικά από τις υγειονομικές επιτροπές με ποσοστό αναπηρίας λιγότερο από 67%, δεν δικαιούται να ζητήσει την επανάκρισή του για την ίδια πάθηση, αν δεν περάσει ένα έτος από την τελευταία κρίση της υγειονομικής επιτροπής, εκτός αν επέλθει επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. …7. Ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας μπορεί με αίτησή του να ζητήσει τη μετατροπή της σύνταξης λόγω αναπηρίας σε λόγω γήρατος, εφόσον έχει τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α, β της παρ. 1 του άρθρου 20, περί προϋποθέσεων σύνταξης λόγω γήρατος. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας μπορεί να είναι οριστικές, εφόσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύσουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. …8… 9. Οι αρμόδιες για τη διαπίστωση της αναπηρίας πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές εδρεύουν στις πρωτεύουσες των νομών και απαρτίζονται από τρεις ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, είτε από μόνιμους ιατρούς του Οργανισμού, όπου υπάρχουν, είτε από συνεργαζόμενους μ’ αυτόν. … Επί προσφυγών κατ’ αποφάσεων των πρωτοβαθμίων υγειονομικών επιτροπών αποφαίνονται οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές του Οργανισμού, οι οποίες εδρεύουν στις Περιφερειακές Διευθύνσεις, όπως αυτές ορίζονται από τον Οργανισμό Λειτουργίας του ΟΑΕΕ. … Οι δευτεροβάθμιες επιτροπές απαρτίζονται από τρεις ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, από τους μονίμους ιατρούς του Οργανισμού ή τους συνεργαζόμενους μ’ αυτόν. … Ιατροί που συμμετέχουν σε πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές δεν δύνανται συγχρόνως να συμμετέχουν και σε δευτεροβάθμιες επιτροπές. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού συγκροτούνται οι ως άνω Υγειονομικές Επιτροπές. Επίσης, είναι δυνατόν να συγκροτούνται πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές και σε Περιφερειακά Τμήματα, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. 10… 11. Με την προβλεπόμενη από την παρ. 3β του άρθρου 12 του ν. 2676/1999 (Α΄1) Υπουργική Απόφαση θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών.». Τέλος, το παραπάνω Καταστατικό ορίζει στην παράγραφο 1 του άρθρου 29 ότι: «Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα ασκείται με την υποβολή σχετικής αίτησης. …», σύμφωνα δε με το άρθρο 30 παρ. 1 «Το δικαίωμα για σύνταξη αρχίζει: α) …β) Για σύνταξη λόγω αναπηρίας από την 1η του επόμενου της υποβολής της αίτησης μήνα, εφόσον ο δικαιούχος έχει διακόψει το επάγγελμα και η επέλευση της αναπηρίας διαπιστουμένης από την Υγειονομική Επιτροπής προηγείται της αίτησης.», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου «Το δικαίωμα σύνταξης λήγει: α) …β) Στη σύνταξη λόγω αναπηρίας στο τέλος του μήνα, κατά τον οποίο ο ανάπηρος βάσει απόφασης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε να πληροί τις προϋποθέσεις για παράταση σύνταξης λόγω αναπηρίας …». Περαιτέρω η υπ’ αριθμ. 80000/7228/308 (Β΄ 1397/14.9.2006) απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, με τίτλο «Κανονισμός Ασφαλιστικής Λειτουργίας Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών», η οποία στο προοίμιό της επικαλείται ως εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοσή της την περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), όριζε στο άρθρο 15 με τίτλο «Διαδικασία απονομής σύνταξης λόγω αναπηρίας», όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής του ένδικου αιτήματος συνταξιοδότησης (19.4.2007), τα εξής: «Η αίτηση για σύνταξη λόγω αναπηρίας με τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά υποβάλλεται στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα του τόπου δραστηριότητας του κάθε ασφαλισμένου. Ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπάλληλος του Περιφερειακού Τμήματος κατά την παραλαβή και πρωτοκόλληση της σχετικής αίτησης ελέγχει την πληρότητα των υποβληθέντων δικαιολογητικών και σε περίπτωση που κάποια από τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά λείπουν, ενημερώνει τον υποψήφιο συνταξιούχο για την υποχρέωση υποβολής αυτών εντός τριμήνου, άλλως το αίτημά του θα απορριφθεί. Ο υποψήφιος συνταξιούχος ενημερώνεται ενυπόγραφα επί του σώματος της σχετικής αίτησης, οπότε αρχίζει η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή τους. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο προκύψει έλλειψη και άλλων δικαιολογητικών ενημερώνεται από το τμήμα συντάξεων με έγγραφο, που στέλνεται με απόδειξη παραλαβής και έχει τρίμηνη προθεσμία για υποβολή των συμπληρωματικών δικαιολογητικών από της παραλαβής του εγγράφου. Ο υπάλληλος του Περιφερειακού Τμήματος ελέγχει τα δικαιολογητικά και εάν διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις, δημιουργεί έναν υποφάκελλο με τα ιατρικά στοιχεία και τον διαβιβάζει στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή του τόπου κατοικίας του για τη διαπίστωση της αναπηρίας του με κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο. Τον υποφάκελλο παραλαμβάνει η γραμματέας της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία ειδοποιεί τον ασφαλισμένο με απόδειξη παραλαβής για την ημέρα, την ώρα και τον τόπο εξέτασης αυτού. Η γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις και υποβοηθά το έργο της Υγειονομικής Επιτροπής. Η Υγειονομική Επιτροπή εξετάζει τον υποψήφιο συνταξιούχο, ελέγχει τις ιατρικές γνωματεύσεις, παραπέμπει αυτόν για περαιτέρω εξετάσεις ή ολοκληρώνει την περίπτωσή του με τα υπάρχοντα ιατρικά στοιχεία και την κλινική εξέτασή του και συντάσσει την ιατρική γνωμάτευση και υπογράφει αυτήν. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαπίστωσης της αναπηρίας και την επιστροφή του υποφακέλλου μετά της ιατρικής γνωμάτευσης της Υγειονομικής Επιτροπής τα διαβιβάζει όλα στο αρμόδιο Τμήμα Συντάξεων της Περιφερειακής Διεύθυνσης αφού εν τω μεταξύ έχει γίνει ο έλεγχος των δικαιολογητικών, η βεβαίωση του χρόνου ασφάλισης και η έκδοση του πιστοποιητικού. Η ιατρική γνωμάτευση υπογράφεται εντός τριών ημερών από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της Υγειονομικής Υπηρεσίας και τον αρμόδιο Διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης και στη συνέχεια επιστρέφεται ο υποφάκελλος από το γραμματέα στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα. Σε περίπτωση που δεν συμφωνεί ο Προϊστάμενος της Υγειονομικής Υπηρεσίας και ο καθ’ ύλην αρμόδιος Διευθυντής με τη γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής (ποσοστό αναπηρίας, διάρκεια κ.λπ.), ο γραμματέας υποχρεούται να διαβιβάσει τον υποφάκελλο με όλα τα δικαιολογητικά και την ιατρική γνωμάτευση στο γραμματέα της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής για την περαιτέρω εξέταση του υποψηφίου συνταξιούχου, ο οποίος ενημερώνεται απ’ αυτήν εγγράφως, όπως και στην Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή. Μετά την εξέταση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, της οποίας η απόφαση είναι τελεσίδικη, ο υποφάκελλος με τα σχετικά δικαιολογητικά και με τη γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής διαβιβάζεται στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα. Σε περίπτωση που η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή δεν κρίνει τον υποψήφιο συνταξιούχο με το απαιτούμενο συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας (67%), η γνωμάτευση υπογράφεται μερίμνη του γραμματέα εντός 3-5 ημερών από τον Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης. Στη συνέχεια ο γραμματέας επιστρέφει τον υποφάκελλο στο αρμόδιο Περιφερειακό Τμήμα, το οποίο ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο συνταξιούχο ότι απερρίφθη από την Υγειονομική Επιτροπή και έχει δικαίωμα έφεσης στη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή εντός μηνός από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου. Ο αρμόδιος υπάλληλος του Τμήματος Συντάξεων, αφού ελέγξει και βεβαιώσει το χρόνο ασφάλισης και διαπιστώσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων (ποσοστό αναπηρίας, χρόνος ασφάλισης κ.λπ.) ακολουθεί τη διαδικασία που περιγράφεται στη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος. Η ίδια ως άνω διαδικασία ακολουθείται και για τους διακόψαντες τη δραστηριότητα και για τους μη διακόψαντες αυτήν. Οι μη διακόψαντες τη δραστηριότητα υποβάλλουν αίτημα παραπομπής προς εξέταση στην Υγειονομική Επιτροπή και αφού κριθούν με το απαιτούμενο συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας διακόπτουν τη δραστηριότητά τους και υποβάλλουν αίτηση για συνταξιοδότηση. Σε περίπτωση που μετά τον τελικό έλεγχο δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις σύνταξης λόγω αναπηρίας, εκδίδεται απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο με απόδειξη παραλαβής.». Μεταγενέστερα, το ως άνω άρθρο 15 υπέστη επουσιώδεις τροποποιήσεις με την παρ. 2 του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. Φ10035/17289/934/4.9.2009 (Β΄ 1998/15.9.2009) αποφάσεως της Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που φέρει τον τίτλο: «Τροποποίηση Κανονισμού Ασφαλιστικής Λειτουργίας Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)». Το δε άρθρο 25 του παραπάνω Κανονισμού, με τίτλο «Λειτουργία Υγειονομικών Επιτροπών» ορίζει τα εξής; «1. Οι Πρωτοβάθμιες και Δευτεροβάθμιες Υγειονομικές Επιτροπές προβλέπονται από τον Κανονισμό Ασφάλισης και Παροχών (άρθρο 22 π.δ. 258/2005) …2. Οι Πρωτοβάθμιες Υγειονομικές Επιτροπές είναι αρμόδιες για τη διαπίστωση από ιατρικής άποψης της φύσης, των αιτίων, της έκτασης και της διάρκειας της σωματικής ή της πνευματικής πάθησης ή βλάβης ή εξασθένησης του αιτούμενου σύνταξη, είτε ως άμεσα ασφαλισμένου είτε ως μέλους οικογένειας θανόντος ή συνταξιούχου (πρώτο εδάφιο). Η ανικανότητα για εργασία καθορίζεται με βάση αφενός τη φυσική αναπηρία, αφετέρου την επίδραση αυτής επί του ασκουμένου επαγγέλματος σε συνδυασμό με την ηλικία του εξεταζομένου, τη δυνατότητα άσκησης άλλου επαγγέλματος και τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας του και εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό (%) (δεύτερο εδάφιο) …3…4. Η γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής υπόκειται σε έφεση ενώπιον της αρμόδιας Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, που ασκείται από μεν τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση αυτής, από δε τον Οργανισμό από τους καθ’ ύλην αρμόδιους Προϊσταμένους Διευθύνσεων ή Τμημάτων, μετά τη γνώμη του Υγειονομικού τους Οργάνου, εντός της ίδιας προθεσμίας από την κατά τα άνω κοινοποίηση της απόφασης, σε όσες περιπτώσεις η επιτροπή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στη μόρφωση γνώμης ή πλανήθηκε σχετικά με εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ή εάν η επιτροπή δέχθηκε και πράγματα σαν αληθή χωρίς τη συνηθισμένη κλινική ή εργαστηριακή εξέταση ή θα έπρεπε να διατάξει και δεν διέταξε περί αυτών απόδειξη, καθώς και εάν από τα υπάρχοντα στην έδρα της Υγειονομικής Επιτροπής ελλιπή αποδεικτικά μέσα καθίσταται δυσχερής η μόρφωση ακριβούς γνώμης περί της αναπηρίας του αιτούντος. 5. Η έφεση κατά της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ασκείται με έγγραφη δήλωση του ενδιαφερομένου (πρώτο εδάφιο) … Η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται επί εφέσεων ασφαλισμένων του Οργανισμού κατά αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων Υγειονομικών Επιτροπών αυτού, που αναφέρονται στην εξακρίβωση ή βεβαίωση περί της ύπαρξης αναπηρίας και γενικά περί της ανικανότητας προς άσκηση του επαγγέλματος (τρίτο εδάφιο). Μετά την έκδοση της τελικής απόφασης διαβιβάζεται εκ νέου ο φάκελος στο αρμόδιο ασφαλιστικό όργανο για ενέργεια των δεόντων, επί τη βάσει της απόφασης τα Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία είναι τελεσίδικη (τέταρτο εδάφιο). 6. Οι γνωματεύσεις των Υγειονομικών Επιτροπών είναι έγγραφες και ειδικώς αιτιολογημένες και υποβάλλονται στην Υπηρεσία, στην οποία εκκρεμεί το αίτημα του εξεταζομένου…». Τέλος, η Φ10035/31008/2208 (ΦΕΚ Β΄ 187/14.2.2007) απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 50 παρ. 3 του ν. 3518/2006 (Α΄272) και φέρει τον τίτλο «Σύνθεση, συγκρότηση, αρμοδιότητες και λειτουργία των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)» ορίζει στο άρθρο 1 με τίτλο «Σύσταση και σύνθεση» ότι: «1. Σε κάθε Περιφερειακή Διεύθυνση του ΟΑΕΕ συνιστάται πενταμελής Τοπική Διοικητική Επιτροπή (ΤΔΕ) που απαρτίζεται ως ακολούθως…», στο άρθρο 2 με τίτλο «Αρμοδιότητες Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών» ότι: «Οι Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές εκδικάζουν ενστάσεις κατ’ αποφάσεων των οργάνων του ΟΑΕΕ, εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών, οι οποίες επιτρέπεται να ασκηθούν εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της σχετικής απόφασης. Ειδικότερα, οι Τοπικές Διοικητικές Επιτροπές αποφαίνονται: Α) Επί των ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων των Προϊσταμένων της Περιφερειακής μονάδας που αφορούν στην υπαγωγή στην ασφάλιση, τη διαγραφή, τον προσδιορισμό του ασφαλιστέου χρόνου, τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης, τον υπολογισμό και την καταβολή των εισφορών, την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων, καθώς και επί ενστάσεων κατά πράξεων επιβολής εισφορών και προσθέτων τελών (ΠΕΕΠΤ) των αρμοδίων οργάνων του ΟΑΕΕ. Β) Επί των ενστάσεων κατ’ αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του ΟΑΕΕ περί απονομής πάσης φύσεως παροχών και αναγνώρισης χρόνου, οι οποίες έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Τέλος στο άρθρο 3 με τίτλο «Λειτουργία Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών» ότι: «1…2. Κατά των αποφάσεων της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την παραλαβή της απόφασης. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει ο ασφαλισμένος και καθένας που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και η Υπηρεσία διά του νομίμου εκπροσώπου της. …».

Προγενέστερο νομικό καθεστώς: αρμοδιότητα υγειονομικών επιτροπών για την ιατρική αναπηρία, αρμοδιότητα των ΤΔΕ για την ασφαλιστική αναπηρία – Ερωτήματα του ΔΠρΗρ (σκέψη 7)

Το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού παρέθεσε τις εφαρμοζόμενες εν προκειμένω νομοθετικές διατάξεις, τις παρέβαλε με τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 4 του π.δ. 116/1988 – με τις οποίες ορίζεται ότι: «Το αρμόδιο όργανο του Ταμείου αποφασίζει αιτιολογημένα και καθορίζει το οριστικό ποσοστό της αναπηρίας, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό που καθόρισε η οικεία υγειονομική επιτροπή, την ηλικία του ασφαλισμένου, καθώς και τη δυνατότητά του να ασκήσει το ίδιο ή άλλο επάγγελμα με την αναπηρία που διαπιστώθηκε» – σε συνδυασμό με την εκδοθείσα κατ’ επίκληση του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 1027/1980 (Α΄ 49), απόφαση 1559/25.4.1980 του Υφυπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (Β΄ 430). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με τις προϊσχύσασες διατάξεις, όπως ερμηνεύτηκαν από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1972/2012, 134/2011, 249/2011, 225/2010, 1688/2004 κ.ά.), γίνεται από το νομοθέτη διάκριση ανάμεσα στην αρμοδιότητα για την εκφορά οριστικής κρίσης περί της υγειονομικής αναπηρίας ασφαλισμένου (η οποία ανήκει στις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές που διαγιγνώσκουν τη σωματική ή διανοητική πάθηση και τον καθορισμό της φυσικής ανικανότητας του ασφαλισμένου εξαιτίας της πάθησης αυτής και εκφέρουν ιατρική κρίση, δεσμευτική για τα όργανα των συγχωνευθέντων στον ΟΑΕΕ πρώην Ταμείων ΤΕΒΕ, ΤΣΑ και Εμπόρων, καθώς και για τα διοικητικά δικαστήρια) και στην αρμοδιότητα για την εκφορά κρίσης περί της ασφαλιστικής αναπηρίας, ήτοι περί της ανικανότητας ασφαλισμένου προς εργασία, για την άσκηση δηλαδή του ασφαλιστέου επαγγέλματος ή άλλου, παρεμφερούς προς αυτό, λόγω της λειτουργικής ανικανότητας, της επαγγελματικής δυσχέρειας εξαιτίας των παθήσεων και της ηλικίας του ασφαλισμένου (για την οποία γνωμοδοτούν μόνο οι υγειονομικές επιτροπές, αποφαίνονται όμως οριστικά τα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ και τα τυχόν επιλαμβανόμενα στη συνέχεια διοικητικά δικαστήρια). Σύμφωνα με το προϋφιστάμενο της συστάσεως του ΟΑΕΕ καθεστώς, για την εκφορά αιτιολογημένης κρίσης σχετικά με την ανικανότητα ασφαλισμένου προς εργασία (ασφαλιστική κρίση) ήταν εκτιμητέα, εκτός από την υγειονομική ανικανότητα και τα λοιπά κατά το νόμο κριτήρια, τα οποία αναφέρονταν στην ηλικία του ασφαλισμένου, το είδος του επαγγέλματος που ασκούσε, τον τρόπο άσκησής του από την άποψη της οργάνωσης της βιοποριστικής του δραστηριότητας, καθώς και τη δυνατότητά του να προσαρμοστεί σε άλλο, παρεμφερές πάντως, επάγγελμα, ενώ συνεκτιμητέες ήταν και οι γενικότερες συνθήκες που επικρατούσαν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο. Κατόπιν των ανωτέρω και ενόψει της εφαρμογής του νέου νομοθετικού καθεστώτος του π.δ. 258/2005 (του «Καταστατικού ΟΑΕΕ»), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Φ.8000/7220/308 (ΦΕΚ Β΄ 1397/14.9.2006) αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας («Κανονισμός Ασφαλιστικής Λειτουργίας του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών»), το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου έκρινε ότι: «Ενόψει των ανωτέρω, ανακύπτουν τα εξής κρίσιμα νομικά ζητήματα: α) αν με τις διατάξεις του π.δ. 258/2005 και της Φ80000/7228/308 (Β΄ 1397/14.9.2006) απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ο Προϊστάμενος της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ, ως όργανο που εκδίδει την απόφαση χορήγησης σύνταξης αναπηρίας (και κατ’ επέκταση η ΤΔΕ, η οποία αποφαίνεται επί ενστάσεων κατά των αποφάσεων του εν λόγω Προϊσταμένου και τα διοικητικά πρωτοδικεία, που αποφαίνονται επί προσφυγών κατά των αποφάσεων της ΤΔΕ), σε αντίθεση με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του ΤΕΒΕ (άρ. 7 παρ. 4 του π.δ. 116/1988), στερείται της αρμοδιότητας να κρίνει περί του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας (ανικανότητας για εργασία) των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, οι οποίοι αιτούνται σύνταξη λόγω αναπηρίας και η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στις Υγειονομικές Επιτροπές (Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια) ή αν αντίθετα ο εν λόγω Προϊστάμενος έχει αρμοδιότητα να κρίνει την ασφαλιστική αναπηρία (ανικανότητα για εργασία) των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, δεσμευόμενος από την απόφαση της Υγειονομικής Επιτροπής (ΑΥΕ ή ΒΥΕ) μόνον ως προς το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης (ιατρικής αναπηρίας), από την οποία όμως μπορεί να αποκλίνει η ασφαλιστική αναπηρία προς τα άνω σε ποσοστιαίες μονάδες, πάντοτε βέβαια με ειδικά αιτιολογημένη κρίση του οικείου ασφαλιστικού οργάνου ή του δικαστηρίου, β) σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς του ΟΑΕΕ, η κρίση περί ασφαλιστικής αναπηρίας (ανικανότητας για εργασία) ανήκει αποκλειστικά στις υγειονομικές επιτροπές, ερωτάται αν αυτό είναι σύμφωνο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) και πώς θα προστατευθεί δικαστικά ο ασφαλισμένος από τυχόν εσφαλμένη κρίση της Υγειονομικής Επιτροπής, όταν μάλιστα η κρίση περί ασφαλιστικής αναπηρίας (ανικανότητας για εργασία) δεν είναι αμιγώς τεχνικού – επιστημονικού χαρακτήρα, όπως – αντίθετα – είναι η κρίση περί ανατομοφυσιολογικής βλάβης (ιατρικής αναπηρίας), ώστε να δικαιολογείται η εξαίρεσή της από περαιτέρω διοικητικό και δικαστικό έλεγχο, αλλά περιέχει και πρόσθετα εμπειρικά, κοινωνικά, οικονομικά και επαγγελματικά στοιχεία (ηλικία ασφαλισμένου, το είδος του επαγγέλματος που ασκούσε και την επίδραση της πάθησής του στην άσκηση του επαγγέλματός του, τον τρόπο άσκησης του επαγγέλματός του από την άποψη της οργάνωσης της βιοποριστικής δραστηριότητάς του, καθώς και τη δυνατότητά του να προσαρμοστεί σε άλλο, παρεμφερές πάντοτε επάγγελμα, αφού συνεκτιμηθούν και οι γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο) και γ) αν θεωρηθεί ότι διατάξεις της Φ80000/7228/308 (Β΄ 1397/2006) Υπουργικής Αποφάσεως στερούν την αρμοδιότητα κρίσης περί ασφαλιστικής αναπηρίας (ανικανότητας για εργασία) των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ από τον Προϊστάμενο της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ (και κατ’ επέκταση από την ΤΔΕ και τα διοικητικά πρωτοδικεία), μήπως οι διατάξεις αυτές έχουν τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης της περ. β της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2676/1999, που ορίζει ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά γνώμη του ΔΣ του ΟΑΕΕ α) … β) ρυθμίζεται κάθε θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος», δεδομένου ότι τέτοια στέρηση αρμοδιότητας δεν αποτελεί θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα, αλλά βασικό θέμα ουσίας. Τα παραπάνω ζητήματα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος και έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, ώστε να υποβληθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. …». Με τα παραπάνω δεδομένα και ενόψει των γενομένων δεκτών στη σκέψη 4 της παρούσας αποφάσεως, παραδεκτώς υποβάλλεται το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Αποκλειστική αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών για οριστική απόφανση ως προς το ποσοστό υγειονομικής και ασφαλιστικής αναπηρίας – Ενδικοφανής προσφυγή κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής – Δεσμευτικότητα της ασφαλιστικής κρίσης των επιτροπών αυτών για τη Διοίκηση και τα διοικητικά δικαστήρια (σκέψη 8)

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως συνάγεται από τις αναφερόμενες στην έκτη σκέψη διατάξεις, μετά την έναρξη ισχύος του Καταστατικού του ΟΑΕΕ (π.δ. 258/2005), οι πρωτοβάθμιες και οι κατ’ έφεση επιλαμβανόμενες δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές έχουν πλέον, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνονται οριστικά και τελεσίδικα τόσο για το ποσοστό της υγειονομικής αναπηρίας (σωματικής – πνευματικής) όσο και για το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας ασφαλισμένου του ΟΑΕΕ (δηλαδή, της ανικανότητας για το ασφαλιζόμενο επάγγελμα μετά από συνεκτίμηση κοινωνικών κριτηρίων), ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας. Η νομοθετική αυτή επιλογή της εκφοράς ασφαλιστικής κρίσης από τις υγειονομικές επιτροπές των ασφαλιστικών οργανισμών και ταμείων δεν είναι ξένη στο κοινωνικο-ασφαλιστικό μας σύστημα (βλ. ΣτΕ 3374/2014 επταμ., 2562/2007 επταμ. για τις υγειονομικές επιτροπές του ΝΑΤ που αποφαίνονται επί της βιοποριστικής ανικανότητας [ασφαλιστικής αναπηρίας] ναυτικού). Οι υγειονομικές επιτροπές του ΟΑΕΕ συγκροτούνται από ιατρούς, μόνιμους ή συνεργαζόμενους με τον ΟΑΕΕ, διαφορετικούς για κάθε βαθμό κρίσης και με ετήσια θητεία και εδρεύουν, οι μεν πρωτοβάθμιες στις πρωτεύουσες νομών, οι δε δευτεροβάθμιες στις Περιφερειακές Διευθύνσεις. Οι γνωματεύσεις – αποφάσεις τους πρέπει να είναι έγγραφες και ειδικώς αιτιολογημένες. Κατά της κρίσης της πρωτοβάθμιας επιτροπής ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής – έφεσης ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (έφεση) οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή, επιτρέποντας τη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή. Επειδή, μάλιστα, η κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής ως προς το ποσοστό αναπηρίας χαρακτηρίζεται ρητώς ως τελεσίδικη (άρθρο 15 της ΥΑ 80000/7228/308/Β΄ 1397/14.9.2006, όπως ισχύει), δεν καταλείπεται στάδιο περαιτέρω κρίσης στην Τοπική Διοικητική Επιτροπή επί ζητημάτων ασφαλιστικής αναπηρίας, όταν αυτή αποφαίνεται επί ενστάσεων ασφαλισμένων κατά πράξεων του Προϊσταμένου της οικείας Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ περί χορηγήσεως σύνταξης αναπηρίας, μετά από συνεκτίμηση χρονικών και άλλων κατά νόμο προϋποθέσεων. Ειδικότερα, η ως άνω τελεσίδικη κρίση της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής επί του ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας (ή η αντίστοιχη κρίση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση ενώπιον της δευτεροβάθμιας), εφόσον είναι πλήρως αιτιολογημένη, είναι δεσμευτική τόσο για τα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ (τα οποία δεν δύνανται να αποκλίνουν από το καθοριζόμενο ποσοστό αναπηρίας) όσο και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων των οργάνων αυτών, διοικητικά δικαστήρια. Το γεγονός ότι υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς η Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΤΕΒΕ είχε την τελική αρμοδιότητα, κατά ρητή επιταγή των σχετικών διατάξεων (άρθρο 7 παρ. 4 του π.δ. 116/1988 – βλ. ΣτΕ 27/2004 7μ.), για την ασφαλιστική κρίση περί αναπηρίας και ότι καταλείπετο έδαφος ασφαλιστικής κρίσης και στα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια, τακτικά διοικητικά δικαστήρια (βλ. ΣτΕ 1613/2009 7μ. για τις υγειονομικές επιτροπές του Ταμείου Εμπόρων, επίσης συγχωνευθέντος στον ΟΑΕΕ, πρβλ. αντίστοιχη ερμηνεία των οικείων διατάξεων στη ΣτΕ 2192/2007 7μ. για τις υγειονομικές επιτροπές του ΙΚΑ που αποφαίνονται επί της ανικανότητας τέκνου συνταξιούχου του ΙΚΑ και στις ΣτΕ 1914/1999, 3385/2004 κ.ά. για τις υγειονομικές επιτροπές του ΟΓΑ), ουδεμία ασκεί επιρροή στην ερμηνεία των εν προκειμένω εφαρμοζόμενων διατάξεων περί ΟΑΕΕ. Τούτο διότι με τις νεότερες αυτές διατάξεις απονέμεται ειδική αρμοδιότητα για την εκφορά ασφαλιστικής κρίσης στις υγειονομικές επιτροπές (άρθρο 22 του πδ 258/2005 και άρθρο 25 της ΥΑ 80000/7228/308/Β΄ 1397/14.9.2006 όπως ισχύει).

Έννοια της τελεσιδικίας των αποφάσεων των δευτεροβαθμίων υγειονομικών επιτροπών – Έκταση και όρια του διοικητικού και δικαστικού ελέγχου των ασφαλιστικών κρίσεων των υγειονομικών επιτροπών – Αδυναμία διαφορετικής ουσιαστικής κρίσης επί της ασφαλιστικής αναπηρίας – Δικαίωμα ένστασης ενώπιον των ΤΔΕ και, στη συνέχεια, δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των ΤΔΔ κατά των αποφάσεων των αρμοδίων για τη χορήγηση ή μη σύνταξης αναπηρίας, ασφαλιστικών οργάνων του ΟΑΕΕ, επί τη βάσει των ασφαλιστικών κρίσεων των ως άνω υγειονομικών επιτροπών (σκέψη 9)

Το Δικαστήριο κρίνει, περαιτέρω, ότι η κατά νόμο τελεσιδικία των αποφάσεων των δευτεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών δεν έχει την έννοια ότι οι ασφαλιστικές κρίσεις των υγειονομικών επιτροπών εξαιρούνται από περαιτέρω διοικητικό έλεγχο από τα άλλα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ (Προϊστάμενο Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ, Τοπική Διοικητική Επιτροπή), ούτε ότι αποκλείεται ο δικαστικός έλεγχος των σχετικών αποφάσεων, αλλά έχει την έννοια ότι δεν καταλείπεται στα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ και στα διοικητικά δικαστήρια στάδιο περαιτέρω (διαφορετικής) ουσιαστικής κρίσης επί της ασφαλιστικής αναπηρίας ασφαλισμένου στον ΟΑΕΕ. Ειδικότερα, η Τοπική Διοικητική Επιτροπή, η οποία αποφαίνεται επί ενστάσεων ασφαλισμένων κατά πράξεων του Προϊσταμένου/Διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης του ΟΑΕΕ περί χορηγήσεως σύνταξης αναπηρίας (άρθρο 2Β της ΥΑ Φ10035/31008/2208/Β΄ 187/14.2.2007), καθώς και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται κατόπιν ασκήσεως προσφυγής κατ’ αποφάσεων των ασφαλιστικών οργάνων του ΟΑΕΕ (άρθρο 3 της ΥΑ Φ10035/31008/2208/Β΄187/14.2.2007), οφείλουν, κατά περίπτωση, αν θεωρήσουν την ασφαλιστική κρίση των υγειονομικών επιτροπών πλημμελή, ασαφή ή ελλιπή, ή να ακυρώσουν την προσβληθείσα ενώπιόν τους πράξη του ΟΑΕΕ, που εκδίδεται εν συνεχεία της αποφάσεως της υγειονομικής επιτροπής, με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταστεί εκ νέου εκκρεμής ενώπιον του οργάνου αυτού ή να αναπέμψουν την υπόθεση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικότερα τη γνωμάτευσή της. Υπό την έννοια αυτή δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ ούτε παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος: Οι δε ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ έχουν, ειδικώς για ζητήματα ασφαλιστικών κρίσεων, δικαίωμα (ενδικοφανούς) προσφυγής ενώπιον των δευτεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών, αφού δε αποφανθούν τα αρμόδια για τη χορήγηση ή μη σύνταξης αναπηρίας, ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ, επί τη βάσει των ασφαλιστικών κρίσεων των ως άνω υγειονομικών επιτροπών, οι ασφαλισμένοι έχουν δικαίωμα ένστασης ενώπιον των Τοπικών Διοικητικών Επιτροπών και στη συνέχεια, δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Τήρηση των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης – Τα θέματα της κατανομής αρμοδιότητας στα όργανα του ΟΑΕΕ για την εκφορά ιατρικών και ασφαλιστικών κρίσεων περί αναπηρίας, συνιστούν θέματα τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα (σκέψη 10)

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η εξουσιοδοτική διάταξη της περιπτώσεως β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του ν. 2676/1999 «Οργανωτική και λειτουργική αναδιάρθρωση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 1/5.1.1999), που ορίζει ότι με υπουργική απόφαση και μετά από γνώμη του ΔΣ του ΟΑΕΕ ρυθμίζεται κάθε θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, είναι ειδική και ορισμένη και προσδιορίζει καθ’ ύλη το αντικείμενό της, τα δε αφιέμενα προς διευκρίνιση και εξειδίκευση στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση θέματα της κατανομής της αρμοδιότητας στα όργανα του ΟΑΕΕ για την εκφορά ιατρικών και ασφαλιστικών κρίσεων περί αναπηρίας, συνιστούν θέματα τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα εν σχέσει προς το εν γένει κανονιστικό πλαίσιο της συγχωνεύσεως και νέας οργανώσεως των ασφαλιστικών ταμείων. Επομένως, οι διατάξεις της Φ80000/7228/308/Β΄ 1397/2006 Υπουργικής Αποφάσεως, καθ’ ο μέρος απονέμεται με αυτές αρμοδιότητα κρίσης περί ασφαλιστικής αναπηρίας στις υγειονομικές επιτροπές και όχι στα ασφαλιστικά όργανα του ΟΑΕΕ, δεν έχουν τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 12 του ν. 2676/1999.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο