Αρμοδιότητα ανάκλησης διοικητικών πράξεων
Στο έκτο μάθημα των Ειδικών Θεμάτων Εμβάθυνσης Δημοσίου Δικαίου (14-11-2013) θα εξετάσουμε το ζήτημα του οργάνου που είναι αρμόδιο για την ανάκληση της διοικητικής πράξης. Θα αναλυθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1581.2010, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 611/2008.
Η ανάλυση στηρίζεται στο ακόλουθο διάγραμμα
Διάγραμμα
– Προσβαλλόμενη πράξη: η από 25.2.2002 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής (υπογραφομένη από τη Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής) περί ανάκλησης της από 10.12.1996 απόφασης αυτού (υπογραφομένης από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια), με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος.
– Πραγματικά περιστατικά
Με την 8830/10.12.1996 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, η οποία υπογράφεται, με εντολή του, από την Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, διαπιστώθηκε, κατά το άρθρο 7 του Ν. 2130/1993, ότι ο αιτών είχε την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννησή του, ως τέκνο μητρός, της οποίας ο πατέρας είχε γίνει έλληνας υπήκοος κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 7 της Συνθήκης της Λωζάννης. Για την έκδοση της πράξης αυτής ο αιτών είχε υποβάλει στην ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, μεταξύ άλλων, και …. διαβατήριο της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. το οποίο έφερε ειδική θεώρηση παλιννόστησης του Ελληνικού Προξενείου στη Μόσχα, την… άδεια παραμονής του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών και τα … πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου. Όμως, με … έγγραφό της, η Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής ενημέρωσε την εν λόγω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση α) ότι, όπως προκύπτει από τις μηχανογραφημένες καταστάσεις που είχαν αποσταλεί από το ανωτέρω Ελληνικό Προξενείο, η … θεώρηση παλιννόστησης, που εφέρετο να έχει χορηγηθεί στον αιτούντα …, είχε πράγματι χορηγηθεί … σε άλλο άτομο (τον …), β) ότι το Τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών δεν είχε εκδώσει την ως άνω άδεια παραμονής και γ) ότι τα ως άνω πιστοποιητικά γεννήσεως και γάμου δεν έχουν μεταφρασθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών και, συνεπώς, φέρουν πλαστογραφημένη υπογραφή της μεταφράστριας και πλαστή σφραγίδα του Υπουργείου τούτου. Κατ’ επίκληση των στοιχείων τούτων, ανακλήθηκε η ανωτέρω, από 3.12.1996, νομαρχιακή απόφαση με την ήδη προσβαλλομένη απόφαση που υπογράφεται, με εντολή του Νομάρχη Δυτικής Αττικής, από την αυτήν ως άνω Διευθύντρια.
Κατά τον χρόνο έκδοσης της, ανακληθείσας με την προσβαλλομένη πράξη, απόφασης, δεν είχε εκδοθεί από τον εν λόγω Νομάρχη απόφαση περί μεταβίβασης της εξουσίας υπογραφής πράξεων περί διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγενείας στην Προϊσταμένη της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της ανωτέρω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Εξ άλλου, σύμφωνα με το αυτό ως άνω έγγραφο, κατά τον χρόνον έκδοσης της προσβαλλομένης ανακλητικής απόφασης, είχε μεν εκδοθεί η απόφαση του εν λόγω Νομάρχη, με την οποία παρείχετο εξουσιοδότηση στην Προϊσταμένη της ως άνω Διευθύνσεως να υπογράφει με εντολή του, μεταξύ άλλων, «1. . . . 2. Αποφάσεις ανάκλησης . . . των πράξεων απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας. . .», η απόφαση, όμως, αυτή, η οποία έχει καταχωρισθεί στο «ειδικό βιβλίο νομαρχιακών αποφάσεων» και αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων της εν λόγω Νομαρχιακής ΑυτοΔιοίκησης, δεν δημοσιεύθηκε σε φύλλο εφημερίδας.
Νομικό πλαίσιο
1. Εξουσιοδότηση υπογραφής: κανονιστική πράξη δημοσιευόμενη κατά ειδικό τρόπο
– Αρμοδιότητα διαπίστωσης ελληνικής ιθαγένειας
Το άρθρο 7 του Ν. 2130/1993, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2790/2000, όριζε τα εξής: «1. Παλιννοστούντες ομογενείς για τους οποίους διαπιστώνεται ότι έχουν την ελληνική ιθαγένεια γίνονται δημότες στον δήμο ή την κοινότητα που προτίθενται να εγκατασταθούν. Η διαπίστωση της ελληνικής τους ιθαγένειας γίνεται με απόφαση του αρμόδιου νομάρχη που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, στην οποία αναφέρονται τα περιστατικά και επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που την στηρίζουν. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον οικείο δήμο ή κοινότητα για την εγγραφή του ενδιαφερομένου στο δημοτολόγιο 2. . . .».
– Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του Νομάρχη
Στο άρθρο 62 του π.δ. 30/1996 με τίτλο «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου με τίτλο «Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης», των ισχυουσών διατάξεων για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση» ορίζονται τα εξής: «1. Ο Νομάρχης εκδίδει όλες τις πράξεις μη κανονιστικού χαρακτήρα. Ο Νομάρχης έχει επίσης τις κατωτέρω αρμοδιότητες: α. . . . ζ. Ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από το νόμο. η. . . . Ο Νομάρχης μεταβιβάζει με απόφασή του μέρος των αρμοδιοτήτων του στους προέδρους των Ν.Ε. Μπορεί επίσης να μεταβιβάζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε . . . και σε προϊσταμένους ή άλλα στελέχη των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.».
– Εξουσιοδότηση υπογραφής
Στο άρθρο 9 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, ορίζονται τα εξής: «1. Η αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων καθορίζεται από τις σχετικές διατάξεις. 2. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί με κανονιστική πράξη του, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του. . . . 3. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης, με κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του. 4. . . .».
– Δημοσίευση κανονιστικών πράξεων
Περαιτέρω, προκειμένου περί των κανονιστικών πράξεων των νομαρχών, εις μεν το άρθρον 2 παρ. 1 στοιχ. β του ν. 301/76 προβλέπεται ότι δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο δε άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζεται, ότι : «1. Αι κατά το προηγούμενον άρθρον μη δημοσιευόμεναι δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις των νομαρχών (στοιχ. β΄ της παραγράφου 1) καταχωρούνται εν κεκυρωμένω αντιγράφω εις ειδικόν επί τούτο βιβλίον ή φάκελλον, τηρούμενον παρά τη αρμοδία υπηρεσία και όντα προσιτόν εις το κοινόν, δημοσιεύονται δε εις μίαν τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. . . .». [Σημειώνεται ότι οι διατάξεις του Ν. 301/1976 καταργήθηκαν από 1.9.2006 με το άρθρο 25 του Ν. 3469/2006, Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 131]
– Συνέπειες μη προσήκουσας δημοσίευσης κανονιστικής πράξης
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η πράξη με την οποία ο Νομάρχης μεταβιβάζει σε ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο την εξουσία υπογραφής πράξεων της αρμοδιότητάς του, έχουσα κανονιστικό χαρακτήρα, αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη δημοσίευσή της κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 301/1976 τρόπο, δηλαδή με καταχώριση κεκυρωμένου αντιγράφου της σε ειδικό βιβλίο ή φάκελλο, τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και προσιτό στο κοινό, και με δημοσίευση σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσίευσής της, κατά τον ως άνω τρόπο, η εν λόγω νομαρχιακή πράξη είναι ανυπόστατη και δεν δύναται να προσδώσει αρμοδιότητα υπογραφής στο ως άνω ιεραρχικώς υφιστάμενο όργανο (βλ. ΣτΕ Ολ 716/2001).
2. Αρμοδιότητα ανάκλησης
–Πλειοψηφία: αρμοδιότητα ανάκλησης του οργάνου που εξέδωσε την πράξη έστω και αναρμοδίως, για οποιοδήποτε λόγο
Στο άρθρο 21 παρ. 1 του ως άνω Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι «αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της». Η διάταξη αυτή, αναθέτουσα την αρμοδιότητα ανάκλησης ατομικής διοικητικής πράξης είτε στο όργανο που την εξέδωσε είτε στο όργανο το οποίο, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της, δεν συναρτά, κατά το σαφές γράμμα της, την εν λόγω αρμοδιότητα ανάκλησης ούτε προς την, κατά τον χρόνο έκδοσης της ανακαλουμένης, αρμοδιότητα του εκδόντος αυτήν οργάνου ούτε προς συγκεκριμένους λόγους ανάκλησης. Ο περιορισμός, άλλωστε, της δυνατότητος ανάκλησης των μη νομίμων διοικητικών πράξεων με την καθιέρωση, και μάλιστα παρά την σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, προϋποθέσεων ανάκλησης αναγομένων είτε στην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα των οργάνων που εξέδωσαν τις πράξεις αυτές είτε στους λόγους ανάκλησης, αντιστρατεύεται την συνταγματικώς κατωχυρωμένη και θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου αρχή της νομιμότητας, βασική έκφανση της οποίας αποτελεί η ανάκληση των μη νομίμων διοικητικών πράξεων. Εν όψει, λοιπόν, της αδιάστικτης διατύπωσης της εν λόγω διάταξης, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, δύναται να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικώτερη δε περίπτωση της αναρμοδίως εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξης, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί όχι μόνον κατ΄ επίκλησιν της αναρμοδιότητός του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτήν, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλουμένης πράξης, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή ενώπιον του οποίου αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξης, καθιστά νόμιμη εν πάση περιπτώσει την ανάκλησή της (βλ. ΣτΕ Ολ 512/1930). Τούτο δε, προκειμένου να αποκατασταθεί στον νομικό κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξης, και να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο.
— 1η μειοψηφήσασα γνώμη: Κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που είναι ερμηνευτέα σε αρμονία προς τις νομολογιακώς διαπλασθείσες γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων -δοθέντος ότι από την εισηγητική έκθεση του νόμου που κύρωσε τον εν λόγω Κώδικα ουδόλως προκύπτει βούληση του νομοθέτη να θεσπίσει ρύθμιση αποκλίνουσα από αυτές- το όργανο που εξέδωσε διοικητική πράξη, εφόσον ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι αρμόδιο προς έκδοση τέτοιων πράξεων, είναι κατ’ αρχήν αρμόδιο για την ανάκλησή της και δύναται να την ανακαλέσει για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Αν μετά την έκδοση διοικητικής πράξης από αρμόδιο όργανο, η αρμοδιότητα προς έκδοση τέτοιων πράξεων περιέλθει σε άλλο όργανο, τούτο καθίσταται αρμόδιο να προβεί στην ανάκλησή της για οποιοδήποτε λόγο παρανομίας της. Εξάλλου, αν το εκδόν την διοικητική πράξη όργανο ήταν αναρμόδιο για την έκδοσή της, έχει την εξουσία να την ανακαλέσει, αλλά μόνο για τον λόγο της αναφερομένης στην αρμοδιότητά του παρανομίας της, προς άρση δηλαδή της παρανομίας της εγκειμένης στην οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (ΣΕ 3926/83, 4147/83, 699/93, 1230/93, 1668/95, 5028/95, 5384/95, 1465/99, 1894/2001). Η εξουσία ανάκλησης αναρμοδίως εκδοθείσης διοικητικής πράξης για άλλο, εκτός της αναρμοδιότητος, λόγο παρανομίας, ανήκει αποκλειστικώς στο διοικητικό όργανο που είναι αρμόδιο προς έκδοση τέτοιων πράξεων. Τούτο άλλωστε επιβάλλει η αρχή της νομιμότητας που διέπει τη διοικητική δράση, η οποία καθιστά επιτακτική την αποκατάστασή της, μόνο δια της νομίμου οδού, με την τήρηση των περί αρμοδιότητος κανόνων και δεν αποδέχεται να επιχειρείται η αποκατάστασή της με την διάπραξη νέας παράβασής της, με την εκ νέου οικειοποίηση αλλότριας αρμοδιότητας (βλ. ΣτΕ 1230/99).
—1η ειδικότερη γνώμη: Αν η αναρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ανακληθεί από το εκδόν αυτήν όργανο, όχι λόγω της αναρμοδιότητας, αλλά λόγω έλλειψης ουσιαστικής νομιμότητας, λόγος ακύρωσης κατά της ανακλητικής πράξης, που αμφισβητεί την εξουσία του αναρμοδίως εκδόντος την ανακαλούμενη πράξη οργάνου να προβεί στην ανάκλησή της για λόγο άλλο εκτός της αναρμοδιότητος, προβάλλεται αλυσιτελώς. Και τούτο, διότι πάντως σε μία τέτοια περίπτωση ο ακυρωτικός δικαστής έχει την εξουσία να προβεί σε υποκατάσταση του λόγου ανάκλησης, του οποίου γίνεται επίκληση στην ανακλητική πράξη, με τον λόγο της αναρμοδιότητος, δοθέντος ότι ο λόγος της αναρμοδιότητος συνιστά λόγο ακύρωσης δημόσιας τάξης ληπτέο υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή (ΣτΕ 708/53, ΣτΕ 4046.1999) [κατά κανόνα δεν είναι επιτρεπτή η υποκατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης από τον δικαστή προς διάσωσή της, διότι τούτο θεωρείται άσκηση διοικητικού έργου: ΣτΕ 312/1994, 6428/1995, ΔΕφΑθ 343/2010. Άλλως η ΣτΕ 1796/1995, που αφορά σε, καθ’υποκατάσταση της αιτιολογίας ανάκλησης άδειας ίδρυσης μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, θεμελίωση, κατά την κρίση του ακυρωτικού δικαστή, λόγου ανάκλησης αναγόμενου σε παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος (εφόσον δεν έχουν οριοθετηθεί ζώνες ανάπτυξης ιχθυοτροφείων κατά τη διαδικασία του άρθρου 24 του Ν. 1650/1986). Βλ. συναφώς Χ. Μουκίου, Ο έλεγχος του ακυρωτικού δικαστή επί του νομίμου ερείσματος ατομικής διοικητικής πράξης, ΤιμΤομ 15 χρόνια ΣτΕ, Εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 711, 720 επ., με πολλές νομολογιακές παραπομπές. Βλ. και J. M. Peyrical, Le juge administratif et la sauvegarde des actes de l’annulation. Etude sur la neutralisation et la substitution des motifs, AJDA 1996, σ. 22 και τη σχετική νομολογία: CE, ass., 3 nov. 2001, n° 195550, Compagnie Nationale Air France, Lebon σ. 576 concl. I. de Silva (διαφορά ουσίας)˙ CE, sect., 6 févr. 2004, n° 240560, Hallal, Lebon σ. 48, concl. I. de Silva (ακυρωτική διαφορά)].
—2η ειδικότερη γνώμη: Ο ακυρωτικός δικαστής δεν έχει, ούτε σε μία τέτοια περίπτωση (στην περίπτωση που η αναρμοδίως εκδοθείσα διοικητική πράξη ανακληθεί από το εκδόν αυτήν όργανο, όχι λόγω της αναρμοδιότητας, αλλά λόγω έλλειψης ουσιαστικής νομιμότητας), εξουσία υποκατάστασης του λόγου ανάκλησης για τον οποίο χωρεί η ανάκληση της διοικητικής πράξης, δοθέντος ότι η ανάκληση διοικητικής πράξης ως παράνομης, αλλά και ο λόγος για τον οποίο αυτή χωρεί, εναπόκειται στη διακριτική εξουσία της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 312/94, 5384/95). [βλ. συναφώς παραπεμπτική ΣτΕ 611/2008: Κατά γενικήν αρχήν του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετον, η Διοίκησις έχει, καταρχήν, διακριτικήν ευχέρειαν και όχι υποχρέωσιν να ανακαλεί παράνομον πράξιν, τούτο δε ισχύει και όταν η παρανομία συνίσταται εις την αναρμοδιότητα του εκδόντος την ανακαλούμενην πράξιν οργάνου. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος απαγορεύουν, εις τα δικαστήρια την άσκησιν διοικητικών έργων, και συνεπώς την υποκατάστασιν της Διοικήσεως εις την άσκησιν της διακριτικής της ευχερείας. Έπεται ότι, αν η Διοίκησις, ασκούσα την ευχέρειάν της αυτήν, επιλέξει μεν να ανακαλέση πράξιν αναρμοδίως εκδοθείσαν, όχι όμως δια τον λόγον της αναρμοδιότητος, αλλά δι’ άλλην πλημμέλειαν, και ο θιγόμενος προσβάλλη την ανακλητικήν πράξιν, το Δικαστήριον δεν δύναται να υποκαταστήση την αιτιολογίαν ανακλήσεως, που η Διοίκησις επέλεξε, με την αιτιολογίαν της αναρμοδιότητας του εκδόντος την ανακαλουμένην πράξιν οργάνου και να απορρίψη, διά τον λόγον αυτόν, την αίτησιν ακυρώσεως, αλλ’ οφείλει να εξετάση την νομιμότητα της αιτιολογίας που φέρει η ανακλητική πράξις, αν δε η αιτιολογία αυτή είναι παράνομος, να ακυρώση την πράξιν. Εις την περίπτωσιν, επομένως, που η ανακαλουμένη πράξις έχει εκδοθή αναρμοδίως, και εφ’ όσον το όργανον που την εξέδωσε έχει, σύμφωνα με όσαν έγιναν ήδη δεκτά, εξουσίαν να την ανακαλέση μόνον δια τον λόγον της αναρμοδιότητάς του, αν την ανακαλέση δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον, το Δικαστήριον, οφείλει να κρίνη την ανακλητικήν πράξιν μη νόμιμον, ως αναρμοδίως εκδοθείσαν, και να την ακυρώση, χωρίς να δικαιούται να υποκαταστήση την παράνομον αυτήν αιτιολογίαν εκδόσεως της ανακλητικής πράξεωςμε την αιτιολογίαν της αναρμοδιότητος του οργάνου που εξέδωσε την ανακαλουμένην πράξιν].
–2η μειοψηφήσασα γνώμη: διακριτική ευχέρεια του αναρμοδίου οργάνου μόνο ως προς την ανάκληση και όχι ως προς την επιλογή των λόγων ανάκλησης. Ανάκληση λόγω αναρμοδιότητας, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της ανακλητικής πράξης
Επί έκδοσης πράξης από αναρμόδιο όργανο, η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης προς ανάκληση της πράξης αυτής ανάγεται, αποκλειστικώς και μόνον, στο ζήτημα αν η Διοίκηση θα προχωρήσει ή μη στην έκδοση ανακλητικής πράξης. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία διοικητικό όργανο, το οποίο εξέδωσε αναρμοδίως ορισμένη πράξη, προχωρεί, κατ’ ενάσκηση της ως άνω διακριτικής ευχέρειας, στην ανάκληση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξης, δεν νοείται πλέον διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των λόγων ανάκλησης, αλλά γεννάται υποχρέωση του ανακαλούντος οργάνου να επικαλεσθεί, προς αιτιολόγηση της ανάκλησης, την αναρμοδιότητά του προς έκδοση της αρχικής πράξης. Κατά συνέπεια, εάν διοικητικό όργανο, αναρμόδιο για την έκδοση ορισμένης πράξης, εκδώσει τέτοια πράξη και προχωρήσει μεταγενεστέρως στην ανάκληση της αρχικής πράξης κατ’ επίκληση οιασδήποτε αιτιολογίας, πλην της αναγομένης στην έλλειψη αρμοδιότητας προς έκδοση της αρχικής πράξης, τότε η ανακλητική πράξη, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας, πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα την έννοια ότι εκδίδεται κατ’ επίκληση, αφ΄ ενός μεν της έλλειψης αρμοδιότητας προς έκδοση της αρχικής πράξης, αφ’ ετέρου δε κατ΄ επίκληση της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην ανακλητική πράξη. Υπό τα δεδομένα αυτά, η πρώτη, καθ’ ερμηνεία συναγόμενη, αιτιολογία της ανακλητικής πράξης αρκεί για να παράσχει στην πράξη αυτή νόμιμο έρεισμα και καθιστά αλυσιτελή την εξέταση της νομιμότητας της αιτιολογίας της οποίας γίνεται ρητή επίκληση στην εν λόγω ανακλητική πράξη.
Υπαγωγή
Πλειοψηφία : Αβάσιμος ο λόγος περί αναρμοδιότητας. Αλυσιτελείς οι λόγοι κατά των αιτιολογιών της ανακλητικής πράξης
Η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής αναρμοδίως υπέγραψε την ως άνω διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγενείας του αιτούντος, πράξη, εφόσον δεν είχε εκδοθεί απόφαση του οικείου Νομάρχη περί μεταβίβασης προς αυτήν της εξουσίας υπογραφής πράξεων με τον εν λόγω αντικείμενο. Ανεξαρτήτως, όμως, της ως άνω αναρμοδιότητάς της, η ρηθείσα Διευθύντρια, εκ μόνου του λόγου ότι υπέγραψε την ανωτέρω πράξη, είχε, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, την αρμοδιότητα να υπογράψει και την, ήδη προσβαλλομένη, ανακλητική αυτής απόφαση, χωρίς να ασκεί σχετικώς επιρροή το γεγονός ότι δεν είχε μεταβιβασθεί σ’ αυτήν εγκύρως η εξουσία υπογραφής της ανακλητικής αυτής πράξης λόγω πλημμελούς τήρησης των, κατά τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, διατυπώσεων. Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης. Περαιτέρω δε, εν όψει της αναρμοδιότητας της εν λόγω Διευθύντριας ως προς την έκδοση της αρχικής πράξης, η ανάκληση αυτής με την ήδη προσβαλλομένη (που υπογράφεται από την ίδια Διευθύντρια) είναι, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, νόμιμη. Είναι συνεπώς, απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, με τους οποίους πλήσσονται οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξης.
1η ειδικώτερη γνώμη (αλυσιτελώς προβαλλόμενοι οι λόγοι που βάλλουν κατά της ανακλητικής πράξης, λόγω αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη από τον δικαστή της αναρμοδιότητας): εφόσον, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη που εκτέθηκε στην έκτη σκέψη, η αναρμοδιότητα του εκδόντος την ανακαλούμενη πράξη οργάνου είναι ληπτέα υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή, που διαθέτει την εξουσία να προβεί σε υποκατάσταση του λόγου ανάκλησης του οποίου γίνεται επίκληση στην ανακλητική πράξη με τον λόγο της αναρμοδιότητας και λαμβανομένου υπόψη ότι η ανακληθείσα διοικητική πράξη είχε εκδοθεί αναρμοδίως, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι οι λόγοι ακύρωσης που βάλλουν κατά της ανακλητικής πράξης.
2η ειδικώτερη γνώμη: η προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη πρέπει, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην έκτη σκέψη, να ερμηνευθεί ως εκδοθείσα κατ’επίκληση, όχι μόνον της μνημονευόμενης στην πράξη αυτή αιτιολογίας, αλλά και της αναρμοδιότητας του οργάνου που υπογράφει την εν λόγω ανακλητική πράξη προς έκδοση της αρχικής, ήδη ανακαλουμένης, πράξης. Δεδομένου δε ότι το όργανο αυτό, ήτοι η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής, εστερείτο, όντως, αρμοδιότητας προς έκδοση της ανακαλουμένης πράξης, η αναγόμενη στο ζήτημα τούτο και καθ’ ερμηνεία συναγόμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξης αρκεί για να της παράσχει νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα. Κατόπιν τούτου, αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση των λόγων ακύρωσης που πλήττουν τις αιτιολογίες των οποίων γίνεται ρητή επίκληση στην προσβαλλόμενη πράξη.
Μειοψηφία: η αναρμοδίως εκδοθείσα ανακλητική πράξη, που προέβη σε ανάκληση της ανακληθείσας με αυτήν πράξης για λόγο άλλον εκτός της αναρμοδιότητας, χωρίς την ύπαρξη εξουσίας προς τούτο, είναι ακυρωτέα.
Άλλα νομικά ζητήματα
– Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης: δεν υφίσταται διότι η δυσμενής πράξης στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση της έλλειψης νόμιμης προϋπόθεσης έκδοσης της ανακαλουμένης πράξης
Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση ανακλήθηκε η απόφαση περί διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγενείας του αιτούντος, χωρίς να αποδίδεται σ΄ αυτόν οποιαδήποτε μορφής υπαιτιότητα, αλλ’ αποκλειστικά βάσει της αντικειμενικής διαπίστωσης της ανακριβείας της προξενικής θεώρησης παλιννόστησης και των λοιπών στοιχείων, επί των οποίων είχε στηριχθεί η ανακληθείσα απόφαση. Έτσι, η έκδοση της προσβαλλομένης ανακλητικής απόφασης δεν στηρίχθηκε σε επίμεμπτη υποκειμενική συμπεριφορά του αιτούντος, αλλά μόνο στην αντικειμενική διαπίστωση της έλλειψης μιάς νόμιμης (κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2130/1993) προϋπόθεσης έκδοσης της ανακαλουμένης πράξης (ήτοι της ιδιότητος του αιτούντος ως «παλλινοστούντος ομογενούς»). Αβασίμως, ως εκ τούτου, προβάλλεται ότι συνέτρεχε εν προκειμένω, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τον αιτούντα σε ακρόαση πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξης.
[Γενικότερα, «κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), δεν επιβάλλεται η κατά τις διατάξεις αυτές προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου, όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται κατά νόμον με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων». (Παγία η νομολογία, βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ Ολ 1685/2013, 1505/2010, 4254/2009, 2968/2007)». Βλ. και ΣτΕ 175/2012: «…με το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 2690/1999 (Α΄45), θεσπίζονται ειδικότερες ρυθμίσεις για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, ώστε να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής εφαρμογής του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, χωρίς όμως να αποσκοπείται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της συνταγματικής αυτής διάταξης. Συνεπώς, κατά την έννοια των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η τήρηση του τύπου της προηγουμένης κλήσεως σε ακρόαση δεν απαιτείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες λαμβάνεται δυσμενές για τον διοικούμενο διοικητικό μέτρο βάσει αντικειμενικών δεδομένων, μη συνδεομένων προς υποκειμενική συμπεριφορά του, όπως είναι η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας, που διατάσσεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αναγομένων στον χαρακτήρα της έκτασης ως δασικής και στο πραγματικό γεγονός της εκχέρσωσης ή πυρκαγιάς. Και ναι μεν η κήρυξη αυτή αποτελεί ενίοτε συνέπεια υπαίτιων ενεργειών του διοικουμένου, η υπαιτιότητά του όμως δεν είναι, κατά νόμον, κρίσιμο στοιχείο για την κήρυξη της αναδάσωσης, η οποία χωρεί βάσει του αντικειμενικού γεγονότος ότι κατεστράφη η φυόμενη στην έκταση δασική βλάστηση. Επομένως, πριν από την έκδοση της απόφασης, με την οποία η έκταση κηρύσσεται αναδασωτέα, δεν απαιτείται ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας κλήση του ενδιαφερομένου σε ακρόαση (βλ. ΣτΕ 1063/2008)»].
– Η ανάκληση πράξης διαπίστωσης ελληνικής ιθαγένειας δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγένειας
Επειδή, η ανάκληση της πράξης, με την οποία είχε διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2130/1993, λόγω έλλειψης των αντικειμενικών προϋποθέσεων εφαρμογής τούτων, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγενείας, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, και, επομένως, δεν κωλύεται από την συνταγματική αυτή διάταξη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.