Αντισυνταγματικότητα των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Περιορισμός της χρονικής έκτασης των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας (ΣτΕ Ολ 4741/2014)
H απόφαση ΣτΕ Ολ 4741/2014 [4741-2014] εκδόθηκε (κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 2705/2014 7μ) επί αγωγής με την οποία ζητήθηκε να αναγνωρισθεί η εις ολόκληρον υποχρέωση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλουν στους ενάγοντες, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπείσες ακαθάριστες αποδοχές τους, χρονικού διαστήματος από 1.8.2012 έως 30.4.2013, βάσει των διατάξεων της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του N. 4093/2012 και της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, οι διατάξεις του ως άνω νόμου αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1 και 5, 2 παρ.1, 5 παρ.1, 25 παρ.1, 16 και 17, 74 παρ.5 και 80 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου: εντάσσεται στη νομολογία σχετικά με τη συνταγματικότητα των διατάξεων περί περικοπών των αποδοχών διαφόρων επαγγελματικών κατηγοριών (βλ. προσφάτως ΣτΕ Ολ 2192/2014), περιλαμβάνει δε ερμηνεία των άρθρων 16, 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 87 του Συντάγματος, τεχνική ελέγχου συνταγματικότητας, ανάλυση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, ερμηνεία του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και εκτενείς σκέψεις για τις ιδιομορφίες της κατάστασης των καθηγητών ΑΕΙ ως δημοσίων λειτουργών.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της απόφασης, πάντως, έγκειται στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τις εξουσίες του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς τον προσδιορισμό των συνεπειών των αποφάσεών του (σκέψεις 25, 26 και 27). Ειδικότερα, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι «η δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας ερρυθμίζετο παγίως με ειδικά νομοθετήματα, περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιάς ευέλικτης νομολογίας». Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζει το γαλλικό Conseil d’Etat, δεδομένου ότι το γαλλικό δικονομικό δίκαιο είναι όντως ευέλικτο, αφού σημαντικό μέρος των ρυθμίσεών του, όπως οι προϋποθέσεις του παραδεκτού ή οι λόγοι ακύρωσης, είναι νομολογιακά διατυπωμένοι κανόνες χωρίς ρητή νομοθετική αποτύπωση, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας υπόκειται σε ένα πλήρως καταστρωμένο πλέγμα διεξοδικών δικονομικών διατάξεων που του στερεί τα περιθώρια ευελιξίας του Γάλλου ομολόγου του. Συχνά μάλιστα έχει την τάση αυστηρής ερμηνείας των δικονομικών κανόνων (βλ. προσφάτως ΣτΕ Ολ 3175/2014 για το άρθρο 32 παρ. 3 του πδ 18/1989).
Περαιτέρω, η Ολομέλεια εφαρμόζει εν προκειμένω αναλογικά τις διατάξεις του Ν. 4274/2014 –καθόσον επιτρέπουν στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίζει την αναδρομικότητα της ακύρωσης των παρανόμων διοικητικών πράξεων– στις αγωγές αποζημίωσης και στις διαφορές ουσίας, μέσω άκρως διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010 περί πιλοτικής δίκης. Δέχεται, δηλαδή ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Αντίθετα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του ΔEΠ των Α.Ε.Ι., που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.
Επομένως, μολονότι λειτουργεί στο πλαίσιο ενός συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, το Συμβούλιο της Επικρατείας μεταθέτει χρονικά τις συνέπειες της διαπιστουμένης αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων στην εξεταζόμενη υπόθεση νομοθετικών ρυθμίσεων, ασκώντας κατ’ ουσία αρμοδιότητες συνταγματικού δικαστηρίου, οι οποίες στην ελληνική έννομη τάξη ανήκουν στο ΑΕΔ. Επιπλέον, επιβάλλει στον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημίωσης θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα την υποχρέωση να εφαρμόσει αντισυνταγματικό νόμο, κατά παράβαση του άρθρου 87 παρ.2 του Συντάγματος.
Διάγραμμα της απόφασης
Ι. Ερμηνεία του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ
Α. Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της νομοθετικής εξουσίας. Έννοια αιτιώδους συνδέσμου
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξεως ή παραλείψεως των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544/2013 7μ., 730/2010, 1038/2006 7μ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 450/2013 7μ., 2773/2010 7μ., 3093/2009, 1038/2006 7μ.). Εξάλλου, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εν όψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (πρβλ. ΣτΕ 4100/2012, 3124/2011).
Β. Παθητική νομιμοποίηση
Οι αξιώσεις των εναγόντων αφορούν περικοπείσες αποδοχές τους, χρονικού διαστήματος από 1.8.2012 έως 30.4.2013, οι οποίες έγιναν βάσει των διατάξεων της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 και της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/0022/ 14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών που, κατά τους ισχυρισμούς τους, είναι αντισυνταγματικές και αντίθετες στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α., έτυχαν δε εφαρμογής από όργανα του ΕΚΠΑ κατά τον προσδιορισμό των αποδοχών τους, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα. Ενόψει τούτων και των όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, τόσο το Ελληνικό Δημόσιο, όσο και το ΕΚΠΑ νομιμοποιούνται παθητικώς στην παρούσα δίκη, εφόσον οι αξιώσεις των εναγόντων ερείδονται στην, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος των ανωτέρω διατάξεων που θεσμοθετήθηκαν από το πρώτο, έχοντας ευρύτερες δυσμενείς συνέπειες στη διαμόρφωση των εκ νέου μειούμενων αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., εφαρμόσθηκαν δε από το δεύτερο, κατά τον υπολογισμό των αποδοχών των εναγόντων, που τους καταβλήθηκαν μειωμένες, για το ως άνω συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
ΙΙ. Συνταγματικότητα των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων
Α. Ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος
Με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της επιστήμης ως θεμελιώδης σκοπός του κράτους και καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης, για την οποία θεσπίζονται συγκεκριμένα οργανωτικά και λειτουργικά πλαίσια, που οριοθετούν τη δράση όχι μόνο της διοίκησης, αλλά και του κοινού νομοθέτη κατά την από αυτόν ρύθμιση των σχετικών θεμάτων. Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, η ανώτατη εκπαίδευση, σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, παρέχεται από ίδια και αυτοτελή ιδρύματα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα αφενός μεν με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αφετέρου δε με την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών. Ειδικότερα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία και νοείται όχι μόνο ως ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, αλλά και ως θεσμική εγγύηση, ως οργανωμένη δηλαδή δραστηριότητα, αναπτυσσόμενη, σύμφωνα με κανόνες που θεσπίζει και με μέσα που παρέχει το κράτος, μέσα στο πλαίσιο της λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (πρβλ. ΣτΕ 41/2013 Ολομ. σκ. 9, 2786-2798/1984 Ολομ., 982/2012 σκ. 15, 2303/2011, 7μ σκ. 5, 338/2011, 7μ. σκ. 8, 1672/2009 σκ. 9, 411/2008 7μ. σκ. 9). Προς εκπλήρωση των σκοπών αυτών το Κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει την αναγκαία υποδομή, να διαθέτει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και να διασφαλίζει τις εν γένει προϋποθέσεις για την ακώλυτη άσκηση από τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. της διδακτικής και ερευνητικής τους δραστηριότητας, όπως ρητά ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος, καθιερώνοντας «δικαίωμα» των Α.Ε.Ι. να ενισχύονται οικονομικά από το Κράτος (πρβλ. ΣτΕ 4009/2000 7μ. σκ. 6, 4008/2000 7μ. σκ. 7, 4006/2000 7μ. σκ. 7, 3913/2000 σκ. 6, 3914/2000 σκ. 6. 3904/2000 σκ. 6). Τα μέλη Δ.Ε.Π αναγνωρίζονται, ενόψει της αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών, αλλά και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούν τα διδακτικά και ερευνητικά τους καθήκοντα, ευθέως από το Σύνταγμα, ως δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς εγγυώμενο την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία (πρβλ. ΣτΕ Ολ 41/2013 σκ. 9, Ολ 2786-2798/1984, 3201/2013 σκ.5, 3764/2012 σκ. 4, 2303/2011, 7μ. σκ. 5, 338/2011, 7μ. σκ. 8, 2522/2009 σκ. 5, 1672/2009 σκ. 9, 515/2008 σκ. 6, 411/2008 7μ. σκ. 9, 246/2006 σκ. 7, 56/2005 σκ. 7, 1234/2003 σκ. 7, 2460/2002 σκ. 7, 3478/2001 σκ. 8 κ.ά.), σε αντίθεση με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 του προϊσχύσαντος Συντάγματος του 1952, με την οποία χαρακτηρίζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς να παρέχεται υπέρ αυτών καμία ιδιαίτερη εγγύηση (ΣτΕ Ολ 2238/1999 σκ. 5). Μεταξύ δε των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται και η απορρέουσα από την, κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος, φύση των καθηκόντων τους και της αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών καθώς και λόγω των ηυξημένων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους, υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για την άσκηση του έργου τους, δηλαδή η υποχρέωση εξασφάλισης αποδοχών ειδικώς προβλεπομένων γι’ αυτούς, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς την σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος, που να τους επιτρέπει να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντα τους, να προσδίδει κύρος στα Ιδρύματα, ώστε, συνολικώς να καθίστανται αυτά ελκυστικά για νέο υψηλής στάθμης επιστημονικό προσωπικό. Οικοθεν νοείται ότι οι υποχρεώσεις αυτές του Κράτους συσχετίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με τις οικονομικές δυνατότητες εκάστης περιόδου.
Β. Ερμηνεία των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 Συντάγματος
Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. … 3. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Περαιτέρω, στο άρθρο 79 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος …» και στο άρθρο 106 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας …». Από τον συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (πρβλ ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014, 668/2012). Επί πλέον δε όριο στην εξουσία του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων λειτουργώνπηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού.
Γ. Ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν το μισθολογικό καθεστώς των μελών ΔΕΠ
Ο νομοθέτης επεφύλαξε διαχρονικώς στα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση, με αποδοχές προβλεπόμενες ειδικώς στο νόμο, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς την σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος. H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν ταυτίζεται με εκείνη των αμέσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ.2 αυτού, το οποίο επιτάσσει ευθέως την χορήγηση σ΄αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους. Προκειμένου, όμως, για τους πανεπιστημιακούς λειτουργούς η ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση απορρέει εμμέσως εκ της, υπό του Συντάγματος (άρθρο 16), αναγνωρίσεώς τους ως δημοσίων λειτουργών με ιδιαιτέρας σημασία αποστολή, οι οποίοι είναι αναγκαίο να έχουν και ιδιαιτέρως αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Προς τις ως άνω θέσεις του Συνταγματικού Νομοθέτη στοιχούν και οι προβλέψεις του κοινού νομοθέτη, εκφραζόμενες και στις νύν ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 25 (παρ.1) του ν. 4009/2011 (Α΄195), στις οποίες ορίζεται ότι: «Οι αποδοχές των καθηγητών είναι ανάλογες του λειτουργήματος που επιτελούν, της βαθμίδας που κατέχουν και του είδους απασχόλησης τους στο ίδρυμα και καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3205/2003 (Α` 297), όπως εκάστοτε ισχύει».
Δ. Ελεγχος της συνταγματικότητας των περικοπών των αποδοχών των μελών ΔΕΠ
Eν όψει της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να επιβαρύνει πάντοτε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών. Και ναι μεν ο νομοθέτης δύναται να λαμβάνει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών εις βάρος όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος, η εξουσία του όμως αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων (πρβλ. ΣτΕ Ολ 2192-2196/2014). Περαιτέρω, mε τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37, της υποπαραγράφου Γ1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Εξάλλου, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε, συλλήβδην, ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (πρβλ. ΣτΕ Ολ 2192-2196/2014). Ετσι, κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου, του ν. 4093/2012, επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στους βασικούς μισθούς του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), επί τη βάσει του μισθού των Λεκτόρων και των συντελεστών που εφαρμόζονται επ’ αυτού για τον υπολογισμό των βασικών μισθών των λοιπών βαθμών (Επίκουρου Καθηγητή, Αναπληρωτή Καθηγητή και Καθηγητή), καθώς και στα χορηγούμενα σ’ αυτούς επιδομάτα και αποζημιώσεις (επιδόματα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής πανεπιστημιακής απασχόλησης, αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και συμμετοχή σε συνέδρια, ειδικό ερευνητικό επίδομα, έξοδα παραστάσεως, επιδόματα συμπλήρωσης 25ετίας). Ειδικότερα δε, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων μελών του Δ.Ε.Π., μειώσεις (άνω του 10%) στις αποδοχές των Καθηγητών. Κατά συνέπεια, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητος των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπ’ όψιν η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των πανεπιστημιακών λειτουργών, η οποία απορρέει από το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητος, υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση δε αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών (βλ. σκ. 14), θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των μελών του Δ.Ε.Π., λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών, λαμβάνοντας υπ’όψιν τα ιδιαιτέρως αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα, για την απόκτηση των οποίων απαιτούνται μακροχρόνιες μεταπτυχιακές σπουδές και πρωτότυπες συγγραφικές εργασίες, καθώς επίσης και την συναρτώμενη με τα ως άνω στοιχεία μέριμνα για την προσέλκυση στα Πανεπιστήμια της Χώρας νέου, υψηλής επιστημονικής επάρκειας, στελεχιακού δυναμικού (πρβλ. και την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 14.2.2012, 2BvL 4/10, σχετική με τις μισθολογικές ανακατατάξεις των πανεπιστημιακών λειτουργών). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον Ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012 (περίπτ. 17, υποπαραγρ. Γ.1, παραγρ. Γ, άρθρου πρώτου ν. 4093/2012), στο μισθολόγιο των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα αμέσως ανωτέρω στοιχεία. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4093/2012 οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το ανωτέρω καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών (Ν. 3833/2010 μείωση 12% και Ν. 3845/2010 μείωση 8% τους, Ν. 4002/2011 μείωση 20% ειδικού ερευνητικού επιδόματος), καθώς και άλλες μειώσεις του εισοδήματός τους με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του Ν. 3986/2011, Α΄ 152, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του Ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ.β΄ του ν.3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. Εν όψει τούτων, οι διατάξεις της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. (μείωση του βασικού μισθού του Λέκτορα που αποτελεί βάση υπολογισμού των υπολοίπων βασικών μισθών αυτών, μείωση των συντελεστών υπολογισμού των βασικών μισθών, μείωση των ειδικών επιδομάτων και αποζημιώσεών τους), καθώς και οι διατάξεις της υπ’ αριθμ. οικ. 2/83408/022/ 14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της«ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Την ως άνω παραδοχή δεν δύναται να αναιρέσει ούτε η επίκληση της δυνατότητας εξωπανεπιστημιακής απασχολήσεως των μελών του ΔΕΠ, διότι η δυνατότητα αυτή είναι απλό ενδεχόμενο που συναρτάται με κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πανεπιστημιακού διδασκάλου και την ελεύθερη βούλησή του, διαφέρει δε ριζικώς μεταξύ των διαφόρων επιστημών, κατευθύνσεων και ειδικοτήτων, ούτως ώστε να στερείται οιασδήποτε βεβαιότητος (π.χ. τελείως διαφορετικές οι δυνατότητες μεταξύ ιατρών, νομικών, φιλολόγων, φυσικών, μαθηματικών κοκ). Τέλος, η υπ΄ αριθ. 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπλήρωσης των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (πρβλ. ΣτΕ Ολ 2192-2196/2014). Λόγω του ανισχύρου των ως άνω διατάξεων του Ν. 4093/2012 και της ερειδομένης σε αυτές υπ’ αριθμ. οικ. 2/83408/022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που προβλέπουν αναδρομική μείωση των αποδοχών των μελών Δ.Ε.Π από 1.8.2012, θεμελιώνεται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση των εναγόντων, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση, με τα αρμόδια όργανά της, διατάξεων αντικειμένων στις μνημονευθείσες συνταγματικές προβλέψεις, καθώς και ευθύνη του Πανεπιστημίου Αθηνών που εφήρμοσε τις εν λόγω διατάξεις, κατά την καταβολή των αποδοχών των εναγόντων, χρονικής περιόδου από 1.8.2012 έως 30.4.2013.
Ε. Μειοψηφία
Μειοψήφησαν ο Αντιπροέδρος Αθ.Ράντος, οι Σύμβουλοι Νικ. Μαρκουλάκης, Μιχ. Βηλαράς, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Ε. Κουσιουρής, Κων. Κουσούλης, Παρ. Μπραϊμη, Π. Χαμάκος, Ελ. Παπαδημητρίου και οι πάρεδροι Μαρ. Αθανασοπούλου, Στ. Λαμπροπούλου και Δ.Τομαράς, οι οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη:
α. Συμβατότητα των περικοπών προς το άρθρο 16 Σ:
Από καμία συνταγματική διάταξη (ούτε από η διάταξη του άρθρου 16 του Συντάγματος) ή συνταγματική αρχή, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2192-2196/2014, Ολομ. 668/2012, ΣτΕ 1372-1373/2012 7μ. σκ. 5, 2672/2009 σκ. 3). Και βέβαια, στην περίπτωση των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., η ευθεία κατοχύρωση στο άρθρο 16 του Συντάγματος της ιδιότητάς τους ως δημοσίων λειτουργών με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, επιφορτισμένων με την, μέσω της διδασκαλίας και της έρευνας, ανάπτυξη και προαγωγή της επιστήμης ως βασικής αποστολής του Κράτους και η φύση των ως άνω καθηκόντων τους και της αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών, επιτάσσει την υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων απρόσκοπτης άσκησης του λειτουργήματός τους, ως εγγύηση για την άσκηση της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας, που περιλαμβάνει και την υποχρέωση για «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή» τους, η υποχρέωση δε αυτή προβλέπεται ρητά και στο νόμο (άρθρο 25 του ν. 4009/2011). Ο χαρακτηρισμός, όμως, των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. ως δημοσίων λειτουργών απολαυόντων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και η υποχρέωση του νομοθέτη για «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση» τους δεν επιβάλλει τη μισθολογική τους εξομοίωση με τους δικαστικούς λειτουργούς ή με άλλες κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 574, 575/2014), οι οποίοι ασκούν αρμοδιότητες στενά συνδεδεμένες με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας και για τους οποίους προβλέπονται από το νόμο δεσμεύσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, αυξημένες υπηρεσιακές υποχρεώσεις, ειδικές συνθήκες εργασίας, συνεπαγόμενες διάφορους κινδύνους, απαγορεύσεις και ειδικοί περιορισμοί των ατομικών τους δικαιωμάτων (στρατιωτικοί, σώματα ασφαλείας), αντιστάθμισμα των οποίων αποτελεί η διαχρονικά προβλεπόμενη από το νόμο «ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση» (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Κατά συνέπεια, οι εξαιρούμενοι από το ενιαίο μισθολόγιο δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, για τους οποίους καθιερώνονται με νόμο «ειδικά μισθολόγια» αποτελούν διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή. Και επιβάλλεται μεν η «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση» από το νομοθέτη, γενικά, όλων αυτών των κατηγοριών (δικαστικών, στρατιωτικών, μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., ιατρών, διπλωματών), με την πρόβλεψη δια νόμου «ειδικού μισθολογίου», ευνοϊκότερου έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, δικαιολογείται όμως, κατά τον οριακό δικαστικό έλεγχο της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης από το δικαστήριο, η διαφορετική αντιμετώπιση εκάστου «ειδικού μισθολογίου», ανάλογα με την κατηγορία των συγκεκριμένων λειτουργών και υπαλλήλων και την αποστολή τους. Ειδικότερα, για τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., τα οποία απολαύουν κατά την άσκηση των ακαδημαϊκών καθηκόντων τους πλήρους ελευθερίας, χωρίς ιδιαίτερες απαγορεύσεις και περιορισμούς και τα οποία δεν υπηρετούν στα Α.Ε.Ι. ως «πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης», αλλ’ έχουν τη δυνατότητα παράλληλης εξωπανεπιστημιακής απασχόλησης (ακόμη και άσκησης ελευθέρου επαγγέλματος), με την πρόβλεψη «ειδικού μισθολογίου», ευνοϊκότερου έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων και επιπλέον με τη χορήγηση ειδικών επιδομάτων (επιδόματος διδακτικής προετοιμασίας, αποζημίωσης για δημιουργία βιβλιοθήκης, ειδικού ερευνητικού επιδόματος) για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, πληρούται η υποχρέωση της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, ο δε νομοθέτης δεν δεσμεύεται να καταργεί ή να μεταβάλει το νομοθετικό καθεστώς που αφορά στις αποδοχές τους, δεδομένου ότι από καμιά συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, αλλ’ ούτε και από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, ΣΤΕ Ολ 2192-2196/2014, 668/2012 σκ.34). Και βεβαίως, οι αποδοχές αυτές, προκειμένου να διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή τους ελευθερία, πρέπει, αφενός μεν να επαρκούν για να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή τους διαβίωση, δηλαδή τη διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν, αφετέρου δε να είναι τέτοιου ύψους, ώστε να δύνανται να προσελκύσουν νέους επιστήμονες με άρτια επιστημονική κατάρτιση και να διασφαλίσουν ότι τα Α.Ε.Ι. επιτελούν επιστημονικό έργο υψηλού επιπέδου, αποτελώντας βασικό μοχλό για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και μέσο για τη διεθνή της προβολή, εν τούτοις, όμως, ο νομοθέτης δύναται, για λόγους που αυτός εκτιμά, η κατ’ ουσίαν εκτίμηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, μεταξύ των οποίων και των κατηγοριών για τις οποίες προβλέπονται «ειδικά μισθολόγια», λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Στις περιπτώσεις αυτές το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και του πληθυσμού της χώρας εν γένει. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι, στην προκείμενη περίπτωση, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 4093/2012, ο νομοθέτης αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» λειτουργών και υπαλλήλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της Χώρας, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ Ολ 668/2012 σκ.35), δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, την λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, οι διατάξεις της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, που προβλέπουν περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, διότι και μετά τη νέα αυτή, αναγκαία κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, μείωση των αποδοχών τους πληρούται η υποχρέωση της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, εφόσον οι αποδοχές τους προβλέπονται από «ειδικό μισθολόγιο», ευνοϊκότερο έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων και επιπλέον χορηγούνται σ’ αυτούς ειδικά επιδόματα σχετικά με την άσκηση των ακαδημαϊκών τους καθηκόντων. Άλλωστε, η επίμαχη μείωση αποδοχών, που έγινε στο πλαίσιο της αναρρύθμισης του βασικού μισθού όλων των λειτουργών που αμείβονται με «ειδικά μισθολόγια», ήταν η πρώτη που αφορούσε τον βασικό μηνιαίο μισθό της συγκεκριμένης κατηγορίας δημοσίων λειτουργών, ενώ οι προσφάτως προηγηθείσες μειώσεις αφορούσαν περικοπή, μόνο, πρόσθετων επιδομάτων ή φορολογικών απαλλαγών. Το δε προκύπτον μετά την επιχειρηθείσα τελευταία μείωση … τελικό ύψος των συνολικών καθαρών αποδοχών των εναγόντων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30.4.2013 …, αν και διαμορφώνεται όντως σε μη ικανοποιητικά επίπεδα, δεν εξικνείται, πάντως, σε σημείο που να διακυβεύεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης αυτών (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 20.9.2001), ενόψει των σημερινών εν γένει οικονομικών συνθηκών της χώρας, ή να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η άσκηση των σημαντικών καθηκόντων του λειτουργήματός τους.
β. Συμβατότητα προς άρθρο 1 του ΠΠΠ και 25 παρ. 1 του Συντάγματος
Περαιτέρω, η μείωση των αποδοχών των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν.4093/2012, η οποία, κατά τα ανωτέρω, ευρίσκεται εντός των πλαισίων της ελευθερίας του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιό τους, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη την δημοσιονομική κατάσταση του κράτους, ενόψει του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν στερείται προδήλως εύλογης βάσης, δεδομένου ότι, λόγω της φύσης του, το μέτρο αυτό συμβάλλει αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Ενόψει τούτων, εφόσον η επίμαχη μείωση αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. δεν είναι προδήλως απρόσφορη ή μη αναγκαία για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ. ΣτΕ Ολ 668/2012 σκ. 35, πρβλ. και ΣτΕ Ολ 1210/2010, σκ. 24), λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσας κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο (πρβλ. 668/2012 Ολομ.σκ.35) και ότι η ως άνω μείωση αποδοχών δεν είναι τέτοιου ύψους, ώστε να θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των εναγόντων, επιπλέον δε ότι η αναδρομική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου αφορούσε σε περιορισμένο χρονικό διάστημα διάρκειας τριών (3) περίπου μηνών πριν από τη δημοσίευση του νόμου (12.11.2012), ενώ η παρακράτηση των αποδοχών τους για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012, όπως συνάγεται από την υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, δεν έλαβε χώρα εφάπαξ, αλλά τμηματικώς, σε μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τις αποδοχές του μηνός Ιανουαρίου 2013, δεν παραβιάσθηκε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των εναγόντων και, κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου, του Ν. 4093/2012, καθώς και της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/022/ 14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού, δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. ΣτΕ Ολ 668/2012 σκ.34).
γ. Συμβατότητα προς τα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος
Οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αλλ’ ούτε στο άρθρο 25 παρ. 4 αυτού, διότι ο νομοθέτης αποφάσισε με αυτές, μεταξύ άλλων, την περαιτέρω μείωση και των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, για τον προαναφερόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος (άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης), δυνάμενο να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, την λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, οι οποίες, άλλωστε, αφορούν όλες τις κατηγορίες δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που αμείβονται με «ειδικά μισθολόγια», καθώς και άλλες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων (μέλη του Δ.Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., Ερευνητές σε Εθνικά Ερευνητικά Κέντρα, Καθηγητές Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, Συμβούλους και Παρέδρους του πρώην Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Αρχιερείς της Εκκλησίας, μέλη του τακτικού Διδακτικού και Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, μέλη του Διδακτικού και Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού των Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού κλπ). Εξάλλου, αποτελεί ένα από περισσότερα μέτρα, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων είναι, κατά εκτίμηση του νομοθέτη, αναγκαία, ενόψει των συντρεχουσών περιστάσεων, για την άμεση αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσας κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας. Ειδικότερα, στην παράγραφο Γ, υποπαράγραφο Γ1 του Ν. 4093/2012 προβλέπεται, επίσης, εκτός από τις μειώσεις των «ειδικών μισθολογίων», μεταξύ των οποίων και του μισθολογίου των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας από 1.1.2013 για όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και Ο.Τ.Α., αναστολή εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 19 (καταβολή κινήτρου Επίτευξης Στόχων) και της περίπτωσης β΄ του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν. 4024/2011 (Α` 226), μείωση της αντιμισθίας των προέδρων δημοτικών των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων κατά πενήντα τοις εκατό (50%), κατάργηση της αποζημίωσης των μελών των δημοτικών συμβουλίων, των οικονομικών επιτροπών των δήμων, των επιτροπών ποιότητας ζωής και των λοιπών επιτροπών των δημοτικών συμβουλίων των δήμων, καθώς και των διοικητικών επιτροπών του άρθρου 164 του Ν. 3852/2010 (Α΄ 87), μείωση, κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), των αποδοχών, αποζημιώσεων, εξόδων παράστασης και των πάσης φύσεως αμοιβών των Διοικητών, Υποδιοικητών, των Προέδρων, Αντιπροέδρων, Διευθυνόντων Συμβούλων, καθώς και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των Ιδρυμάτων και των ΝΠΔΔ των Δήμων και των Περιφερειών και των ΝΠΙΔ αυτών, συμπεριλαμβανομένων των Συνδέσμων των Ο.Τ.Α., αλλά και των ανωνύμων εταιρειών, στις οποίες οι ΟΤΑ κατέχουν ποσοστό πάνω από το 50% του μετοχικού κεφαλαίου, μείωση του βασικού μισθού του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, του Ειδικού Γραμματέα Υπουργείου της παραγράφου 1Β της απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με αριθμό 2/57332/0022/27.7.2012 (ΥΟΔΔ 358), ένταξη των υπαλλήλων της Βουλής και της Προεδρίας της Δημοκρατίας στο ν.4024/2011 (ενιαίο μισθολόγιο), μείωση κατά είκοσι τοις εκατό (20%), των αποδοχών, αποζημιώσεων, εξόδων παράστασης και αμοιβών εν γένει, που καταβάλλονται στους Προέδρους, Αντιπροέδρους και τα μέλη των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (ΑΔΑ), καθώς και στους Διοικητές, Υποδιοικητές, στους Προέδρους, Αντιπροέδρους, Διευθύνοντες Συμβούλους και στα μέλη του Δ.Σ. των ΝΠΔΔ και των ΝΠΙΔ που ανήκουν στο Κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ Ενόψει τούτων, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας οι διατάξεις της υποπερίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου, του Ν. 4093/2012 και της υπ’ αριθμ. οικ. 2/83408/022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αλλ’ ούτε στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, και, κατά συνέπεια, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση των εναγόντων από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση, με τα αρμόδια όργανά της, ούτε ευθύνη του Πανεπιστημίου Αθηνών και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας
Α. Περιορισμός αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης. Αναλογική εφαρμογή επί αγωγών μέσω της πιλοτικής δίκης
Στο άρθρο 95 του Συντάγματος του 1975 ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών… β)… γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ)…». 2… 3… 4. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει. 5…». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213), προβλέφθηκε και ρυθμίσθηκε ο θεσμός της πρότυπης η «πιλοτικής» δίκης, η οποία καλύπτει πάσης φύσεως διαφορές, ακυρωτικές η ουσίας. Εξάλλου, η δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμιζόταν παγίως με ειδικά νομοθετήματα, περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιάς ευέλικτης νομολογίας. Ειδικώς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής απόφασης απετέλεσε αντικείμενο του άρθρου 50 του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (φ. Α΄273), το οποίο όριζε στην παρ.1: «Η δεχομένη την αίτησιν απόφασις απαγγέλλει την ακύρωσιν της προσβαλλομένης πράξεως, επαγομένη νόμιμον αυτής κατάργσιν έναντι πάντων…». Με όμοιο περιεχόμενο και σε ταυτάριθμο άρθρο επαναλαμβάνεται η ρύθμιση στο ν.δ. 170/1973 και εν συνεχεία και στο ισχύον άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, το οποίο ορίζει στην παρ.1: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου αυτού, την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφήρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (φ. Α΄147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης…». Με την νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. Τα αυτά και για τους ίδιους λόγους δέον αναλογικώς να ισχύσουν και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (πρβλ. ΔΕΚ C43/75 της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena και C-262/78 της 17.5.1990 Barber).
Β. Επέλευση των συνεπειών της αντισυνταγματικότητας μετά τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση, η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περίπτωσης 37, της υποπαραγράφου Γ1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και η συνεπεία αυτής αναδρομική ακύρωση της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/0022 /14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012) θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των αποδοχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνον στους ενάγοντες, αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα η βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του ΔEΠ των Α.Ε.Ι., που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Η κρατήσασα δε αυτή άποψη δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος περί της αξίωσης δικαστικής προστασίας, αλλ’ ούτε με το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ενός η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ΄ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος.
Γ. 1η Μειοψηφία. Γενικός χαρακτήρας περιορισμού αντισυνταγματικότητας
Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Χριστοφορίδου και Κ. Κουσούλης, ειδικώς, ως προς το ζήτημα της αναδρομικότητας της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας για τους ενάγοντες και όσους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα κατά τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, οι οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Εν όψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, οι συνέπειες των αποτελεσμάτων της απαγγελλόμενης από το Δικαστήριο αντισυνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων πρέπει να επέλθουν από τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, χωρίς καμία εξαίρεση, δηλ. αποκλειομένης της καταβολής χρηματικών αξιώσεων τόσο στους ενάγοντες, όσο και σε εκείνους, οι οποίοι έχουν τυχόν ασκήσει σχετική αγωγή πριν από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.
Δ. 2η Μειοψηφία: αντισυνταγματικότητα γενικού αποκλεισμού της δυνατότητας δικαστικής επιδίωξης αποκατάστασης ζημίας
Επίσης, μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Μαρινάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιάς και Α.Μ. Παπαδημητρίου, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Δ. Τομαράς. Σε περίπτωση ζημίας προκληθείσης από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, ο αποκλεισμός, με δικαστική απόφαση, της δυνατότητος οποιουδήποτε ζημιωθέντος προσώπου – πέραν εκείνων που έχουν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές – να επιδιώξει δικαστικώς, με αγωγή, την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας, αφ’ ενός μεν δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.3900/2010 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 40 παρ.1 και 2 του ν.4055/2012) και του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 22 παρ.1 του ν.4274/2014), αφ’ ετέρου δε, και προεχόντως, αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και διατάξεις, όπως ειδικότερα, εκτίθεται κατωτέρω: Τη διατύπωση, με δικαστική απόφαση, κανόνων γενικής εφαρμογής (erga omnes), επιτακτικών ή απαγορευτικών, αποκλείει πρωτίστως η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου, διότι, βάσει της αρχής αυτής, τέτοιοι κανόνες θεσπίζονται μόνο από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας ή, κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως νόμου, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, όχι δε από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστήρια), των οποίων το έργο, κατά το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος, συνίσταται στην απονομή της δικαιοσύνης, στην επίλυση δηλαδή διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων (του Κράτους συμπεριλαμβανομένου) με έκδοση απόφασης ισχυούσης μεταξύ των μερών. Ως μόνη περίπτωση δικαστικής απόφασης που επάγεται αποτελέσματα erga omnes αναγνωρίζει το Ελληνικό Σύνταγμα, με το άρθρο 100 παρ.1 και 4, την αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να κηρύσσει διάταξη νόμου ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Η περίπτωση δε αυτή είναι συνάμα και η μόνη κατά την οποία κάμπτεται ο γενικώς καθιερούμενος, κατά τα άρθρα 87 παρ.2 και 93 παρ.4 του Συντάγματος, διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, βάσει του οποίου οποιοδήποτε δικαστήριο έχει εξουσία και, συγχρόνως, υποχρέωση να ελέγχει, στο πλαίσιο αποκλειστικώς της εκδίκασης της συγκεκριμένης εκάστοτε διαφοράς, την συμφωνία προς το Σύνταγμα κάθε κανόνος δικαίου που καλείται σε εφαρμογή, να αποκρούει δε την εφαρμογή κάθε κανόνος τον οποίο αυτό κρίνει ως αντισυνταγματικό. Προς τις ανωτέρω συνταγματικές προβλέψεις είναι άλλωστε, απολύτως σύμφωνες α) οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 1 του ν.3900/2010, το οποίο, προκειμένου περί της λεγομένης «πιλοτικής» δίκης, οριοθετεί τις συνέπειες της σχετικής απόφασης, ορίζοντας ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες» (παρ.1) και ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του» (παρ.2) και β) οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως ισχύει), με το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίζεται, επί αιτήσεως ακυρώσεως, η δυνατότητα περιορισμού, ως προς τον αιτούντα, της αναδρομικότητας των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως (παρ.3β), προβλέπεται, όμως, ρητώς ότι δεν θίγονται στην περίπτωση αυτή οι αποζημιωτικές αξιώσεις (παρ.3δ). Περαιτέρω, ο γενικός αποκλεισμός της δυνατότητος προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων αποκατάσταση προκληθείσης ζημίας (και, μάλιστα, συνεπεία παράβασης του Συντάγματος), ήτοι δικονομική προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος της αποζημίωσης (κατά τη γενική αρχή ubi ius ibi remedium), δεν συνιστά απλό περιορισμό, αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος της ένδικης προστασίας και στοιχειοθετεί, συνεπώς, παράβαση των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., στο βαθμό δε που πρόκειται για πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η παρεμπόδιση της αποκατάστασής της αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί «πιλοτικής» δίκης, με την οποία διάταξη νόμου κρίνεται αντισυνταγματική, δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής έκτασης των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, το δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημίωσης θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε, κατ’ αποτέλεσμα, με επιβολή υποχρέωσης στο δικαστή να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, κατά παράβαση του άρθρου 87 παρ.2 του Συντάγματος.
Βιβλιογραφία. Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Το Σύνταγμα σε περιόδους κρίσεων, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο και οι μισθοί των πανεπιστημιακών, Ενθέματα, 4 Μαρτίου 2012. Επίσης, Η. Κουβαρά, Η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των πανεπιστημιακών λειτουργών και τα όρια μιας συνεπειοκρατικής στάθμισης από το Συμβούλιο Επικρατείας (σχόλιο στη ΣτΕ Ολ 4741/2014), ΕφημΔΔ 1/2015, σ. 26· Π. Μουζουράκη, Τα ειδικά µισθολόγια στο Συµβούλιο της Επικρατείας: µία νέα φάση ή –περισσότερες από µία– αντιφάσεις στη σχετική µε την οικονοµική κρίση νοµολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου; Σκέψεις µε αφορµή τις αποφάσεις (Ολ.) 2192/2014 και 4741/2014, ΕφημΔΔ 3/2015, σ. 275.
.