Στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας της αίτησης ακύρωσης, σε δύο περιπτώσεις, ΣτΕ 1422/2013, ΣτΕ 1941.2013, το Συμβούλιο της Επικρατείας αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να προβεί η Διοίκηση, εντός της προθεσμίας που της τάσσει με την αναβλητική απόφαση, στις ενέργειες που αναλυτικά διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, ενώ η υπόθεση παραμένει κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια υπό διάσκεψη. Για να αποφευχθεί δηλαδή η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον πρόκειται για πλημμέλεια που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων, ο ακυρωτικός δικαστής επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να συμπληρώσει την προσβαλλόμενη ρύθμιση, εντός προθεσμίας που της τάσσει με την απόφασή του. Πρόκειται για εξέλιξη του obiter dictum των δύο αποφάσεων του Ε΄ Τμήματος ΣτΕ 4537/2011 (σκέψη 20), ΣτΕ 4538/2011, χωρίς νομοθετική πρόβλεψη της σχετικής εξουσίας του δικαστή. Bλ. σχολιασμό της απόφασης ΣτΕ 1422/2013 από Χ. Χρυσανθάκη, Χ. Διβάνη, Ηλ. Κουβαρά σε ΘΠΔΔ 7-8/2013, σ. 729.
Σημειώνεται ότι στο Σχέδιο Νόμου «Ενέχυρο – ποινική συνδιαλλαγή σε εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου. Σύσταση ειδικού προανακριτικού σώματος. Θέματα αστικής ευθύνης του τύπου και άλλες διατάξεις», προβλέφθηκε σχετική τροποποίηση του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 με το εξής περιεχόμενο: [Άρση πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης κατά την εκκρεμοδικία]
«4. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της ατομικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμελείας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων, και εφόσον κρίνει ότι, ενόψει της φύσης της πλημμελείας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του αιτούντος δύναται, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια, τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής.” Η σχετική πρωτοβουλία δεν έχει ακόμη ευδοκιμήσει.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η διάταξη, χωρίς οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της και χωρίς διευκρίνιση των πλημμελειών που μπορούν να αρθούν, ενδέχεται να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που σκοπεί να επιλύσει. Κατ’αρχάς, ανακύπτει το ερώτημα ποιες ακριβώς πλημμέλειες καλύπτει Καλύπτει την παράλειψη ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, όπως τη μη τήρηση της γνωμοδοτικής διαδικασίας ή τις πλημμέλειες της διαδικασίας αυτής (πχ κακή συγκρότηση ή κακή σύνθεση του γνωμοδοτικού οργάνου) ή γενικότερα την παράβαση των κανόνων των άρθρων 13, 14 και 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας; Καλύπτει κενά και ελλείψεις της αιτιολογίας; Καλύπτει τυχόν πλάνη περί τα πράγματα της Διοίκησης κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης; Πώς θα συνεχιστεί η δίκη εάν η Διοίκηση, εντός της ταχθείσας από τον δικαστή αποκλειστικής εύλογης προθεσμίας, στα πλαίσια κάλυψης της πλημμέλειας, εκδώσει νέα πράξη, διαφορετικού περιεχομένου; Θα εφαρμοστεί το άρθρο 32 παρ. 3 του πδ 18/1989; Θα μπορεί ο διάδικος με υπόμνημα να υποβάλει νέους λόγους ακύρωσης κατά της νέας πράξης; Επίσης, εάν τυχόν αλλάξει το νομοθετικό καθεστώς που αφορά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ιδίως η διαδικασία έκδοσής της, η Διοίκηση θα πρέπει να ακολουθήσει, για την κάλυψη της πλημμέλειας, τη νέα διαδικασία;
Επιπλέον, ανακύπτει το ερώτημα μήπως η ρητή νομοθετική καθιέρωση της σχετικής δυνατότητας του ακυρωτικού δικαστή οδηγήσει σε περαιτέρω ολιγωρία και αδράνεια της Διοίκησης, η οποία θα γνωρίζει ότι ο δικαστής, αντί να ακυρώνει την πράξη της, θα της ζητά, με την προδικαστική απόφασή του, να διορθώσει εκ των υστέρων την πλημμέλεια.
Ανάλογες νομολογιακές αλλά και νομοθετικές εξελίξεις παρατηρούμε και στη Γαλλία, όπου η σχετική δυνατότητα περιορίζεται στις πολεοδομικές διαφορές. Επισημαίνεται, κατ’αρχάς, ότι ούτε στη γαλλική έννομη τάξη γίνεται, κατ’ αρχήν, δεκτή η a posteriori τήρηση των διαδικαστικών και τυπικών εγγυήσεων (μετά την έκδοση της πράξης δηλαδή) και η εκ των υστέρων άρση των σχετικών πλημμελειών προς διάσωση της προσβαλλόμενης πράξης, είτε λόγω της γενικής απαγόρευσης της αναδρομικότητας που ισχύει στο δημόσιο δίκαιο [βλ. M. Stassinopoulos, Traité des actes administratifs, Institut français d’Athènes, 1954, σελ. 135, και J.-M. Auby/R. Drago, Traité de contentieux administratif, t. 2, 3ème éd., Paris, LGDJ, 1984, no 1178], είτε με το σκεπτικό ότι η λύση αυτή αντιβαίνει προς τον ίδιο τον σκοπό και τη λειτουργία των εγγυήσεων αυτών, που έγκειται στην εξασφάλιση συνθηκών ορθολογικής διαμόρφωσης της διοικητικής κρίσης και στην προστασία των διοικουμένων [βλ. R. Hostiou, Procédure et formes de l’acte administratif unilatéral en droit français, thèse, Paris, LGDJ, 1975, σελ. 275 επ., και J.-J. Israël, La régularisation en droit administratif français: étude sur le régime de l’acte administratif unilatéral, thèse, Paris, LGDJ, 1981, σ. 55 επ.]. Οι τεχνικές που διαμόρφωσε ο ακυρωτικός δικαστής –διευρύνοντας νομολογιακά τις εξουσίες του– για να αποφύγει τις άσκοπες ακυρώσεις και να παράσχει στη Διοίκηση τη δυνατότητα να άρει εγκαίρως την παρανομία της πράξης της, συνίστανται κυρίως στην έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης που περιλαμβάνει την εντολή στη Διοίκηση να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες που αφορούν το περιεχόμενο της πράξης της. Αντίθετα, «η δικαστική ακύρωση υπό αίρεση» [annulation conditionnelle], (η οποία αντιστοιχεί στην ανωτέρω παρατεθείσα διάταξη του ελληνικού σχεδίου νόμου), δεν έχει μέχρι προσφάτως εφαρμοστεί από το Conseil d’Etat, αλλά τη συνέστησε η έκθεση Pelletier, την οποία συνέταξε ομάδα εργασίας κατ’ εντολή των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εξοπλισμού, Μεταφορών, Χωροταξίας, Τουρισμού και Θαλασσίων Πόρων, σε συγκεκριμένες κατηγορίες διαφορών, δηλαδή αυτές που αναφύονται από τις οικοδομικές άδειες. Η τεχνική αυτή έγκειται στην αναστολή της ενώπιον του δικαστή διαδικασίας και στην παροχή στη Διοίκηση της ευχέρειας να άρει τυπικές πλημμέλειες της πράξης της εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της, το δικαστήριο θα συνεδριάζει εκ νέου, προβαίνοντας σε οριστική ακύρωση της πράξης [Propositions pour une meilleure sécurité juridique des autorisations d’urbanisme, Rapport au Garde des Sceaux, ministre de la justice, et au Ministre de l’Equipement, des transports, de l’aménagement du territoire, du tourisme et de la mer, présenté par le groupe de travail constitué sous la présidence de Philippe Pelletier, janvier 2005, σ. 58, 59, 75 (πρόταση 29). Βλ. και S. Pérignon, La sécurisation des autorisations d’urbanisme et des constructions existantes, AJDA 2006, σ. 1549 (1551)]. Την τεχνική αυτή, που δεν έχει ακόμη καθιερωθεί νομοθετικά, εφάρμοσε ήδη το Tribunal Administratif d’Amiens σε υπόθεση οικοδομικής άδειας [TA d’Amiens, 25 mai 2005, M. Dubruque et autres, AJDA 2005, σ. 2416, note Melleray. Βλ. συναφώς και F. Bouyssou, La sécurisation des autorisations d’urbanisme. Du terrorisme contentieux à l’absolution automatique, AJDA 2006, σ. 1268 (1270)]. Πρόσφατη νομοθετική μεταβολή, πάντως, παρέχει στον ακυρωτικό δικαστή, ο οποίος επελήφθη αίτησης ακύρωσης κατά οικοδομικής άδειας, την εξουσία να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, τάσσοντας στον δικαιούχο της άδειας προθεσμία για να ζητήσει από τη Διοίκηση την άρση των πλημμελειών της αρχικής άδειας (άρθρο L 600-5 του code de l’urbanisme). Ειδικότερα, ο δικαστής μπορεί να προβεί στη μερική ακύρωση μιας άδειας, ακόμη κι αν αυτή αφορά αδιαίρετο σχέδιο (indivisiblité des élément du projet de construction), και να τάξει προθεσμία στον δικαιούχο της άδειας προκειμένου αυτός να υποβάλει στη Διοίκηση αίτηση τροποποιητικής άδειας για να θεραπευθεί η μερικώς ακυρωθείσα άδεια (CE 1.3.2013, M. et Mme Fritot, req. n° 350306, AJDA 9/2013, σ. 495). Περαιτέρω, ο δικαστής μπορεί να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, όταν διαπιστώνει ότι είναι δυνατόν να θεραπευθεί η πλημμέλεια της προσβληθείσας άδειας με την έκδοση τροποποιητικής άδειας (Βλ. αναλυτικά, J.-M. Pastor, Αccélération des projets de construction: une première ordonnance cible des recours abusifs, AJDA 27/2013, σ. 1540. Ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις του προέδρου D. Labetoulle, συντάκτη έκθεσης για τις πολεοδομικές διαφορές, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης των σχετικών νομοθετικών μεταβολών: Contentieux de l’urbanisme: “il faut modifier le comportement des acteurs (questions à D. Labetoulle), AJDA 21/2013, σ. 1188). Εφαρμογή της νομολογίας Fritot απαντά στην απόφαση του Tribunal administratif de Strasbourg, 4 juin 2013, SCI René-Dumoulin (n° 1205473), concl. Fr.-X. Pin, AJDA 34/2013, σ. 1988. Tέλος, σε πρόσφατη απόφαση του Conseil d’Etat, CE 4 octobre 2013, C. B. (n° 358401), AJDA 34/2013, σ. 1941, κρίθηκε ότι το ζήτημα αν η πλημμέλεια (παρανομία) που φέρει η άδεια μπορεί να θεραπευθεί ανήκει στην κυρίαρχη εκτίμηση των δικαστών της ουσίας (εν προκειμένω του διοικητικού εφετείου που επελήφθη έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης).
.