Για το θέμα των αλυσιτελώς προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης με αφορμή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης βλ. τις ακόλουθες πρόσφατες δημοσιεύσεις:
Β. Καψάλη, Η δικονομική αλυσιτέλεια ως έκφραση μεθοδολογικής αμηχανίας. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 4447/2012, ΘΠΔΔ 8-9/2013, σ. 817.
B. Tσιγαρίδας, Οι αλυσιτελώς προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στο μεταίχμιο της συνταγματικής νομιμότητας. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2180/2013, ΘΠΔΔ 8-9/2013, σ. 826.
Σημειώνεται συναφώς ότι πάγια φαίνεται ότι είναι πλέον και στη γαλλική νομολογία η τάση συνδυασμού της αλυσιτέλειας του λόγου ακύρωσης που ανάγεται στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας με τις διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας. Χαρακτηριστικές είναι δύο πρόσφατες αποφάσεις του Conseil d’Etat, σχετικές με το δίκαιο της κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλειας, αφενός, και με το δικαίωμα ασύλου, αφετέρου. Έτσι στην περίπτωση των διαφορών κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλειας, η μη τήρηση των κανόνων αιτιολογίας και των δικαιωμάτων άμυνας από τη Διοίκηση σπανίως μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της απόφασης. Τούτο διότι οι σχετικές αποφάσεις δεν συνεπάγονται εξουσία εκτίμησης της Διοίκησης, αλλά στηρίζονται σε αντικειμενικές προϋποθέσεις θεμελίωσης των σχετικών δικαιωμάτων (ηλικία, προηγούμενη επαγγελματική απασχόληση, ύψος αποδοχών), συχνά δε εκδίδονται κατόπιν ηλεκτρονικής ανάλυσης των δεδομένων βάσει τριμηνιαίων δηλώσεων εισοδημάτων. Πρόκειται για μαζική διαχείριση υποθέσεων, στο πλαίσιο της οποίας «οι ιδανικοί κανόνες της εξατομικευμένης αιτιολογίας και των δικαιωμάτων άμυνας» τελούν σε προφανή δυσαρμονία με τη φύση των παροχών, τις ανάγκες των δικαιούχων και τον ρόλο των υπαλλήλων που τις διαχειρίζονται. Κατά πάγια νομολογία, γίνεται δεκτό στις υποθέσεις αυτές ότι ο σκοπός της επέμβασης του δικαστή πλήρους δικαιοδοσίας δεν είναι να εκτιμήσει τη νομιμότητα της απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, αλλά να αποφανθεί ο ίδιος επί των σχετικών δικαιωμάτων και, συνακολούθως, επί του βασίμου των αντίστοιχων προσφυγών, με συνέπεια την απόρριψη ως αλυσιτελών των λόγων περί τυπικής παρανομίας [CE 27 mars 2000, W., n° 200591, Tables Lebon, σ. 837˙ CE, sect., 27 juillet 2012, n° 347114, Labachiche, Dr. Adm. 11/2011, σ. 28, note F. Melleray, προτάσεις Cl. Landais, με ανάλυση της σχετικής νομολογίας αλλά και πειστική δογματική τεκμηρίωση]. Το ίδιο ισχύει και για τον έλεγχο των αποφάσεων του γενικού διευθυντή του Office Français de Protection des Réfugiés et Apatrides (Γαλλικό Γραφείο Προστασίας των Προσφύγων και Απάτριδων, OFPRA), κατά των οποίων προβλέπεται προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας ενώπιον της Cour Nationale du Droit d’Asile (Εθνικό Δικαστήριο του Δικαιώματος Ασύλου, ειδικό διοικητικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων του οποίου προβλέπεται αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Conseil d’Etat). Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τον ρόλο του δικαστή πλήρους δικαιοδοσίας, αλλά και για τη σημασία των λόγων ακύρωσης περί τυπικής νομιμότητας, ιδίως δε της μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενηςακρόασης, η πρόσφατη απόφαση του Conseil d’Etat σχετικά με την παράλειψη ακρόασης αιτούντος άσυλο εκ μέρους του OFPRA. Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι «απόκειται, κατ’αρχήν, στην Cour Nationale du Droit d’Asile, η οποία επιλαμβάνεται προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας, όχι να εκτιμά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης του διευθυντή του OFPRA, αλλά να αποφαίνεται η ίδια επί του δικαιώματος του αιτούντος να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα ή το καθεστώς της επικουρικής προστασίας. Όταν, βεβαίως, η προσφυγή βάλλει κατά απόφασης του ως άνω διευθυντή ο οποίος αποφάνθηκε χωρίς να προβεί στην ακρόαση του αιτούντος [σύμφωνα με την οικεία διάταξη], στο δικαστήριο απόκειται, λόγω του ουσιώδους χαρακτήρα και της σημασίας της επίμαχης εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι το OFPRA δεν απαλλασσεται εκ του νόμου από την υποχρέωση κλήσης του αιτούντος σε ακρόαση, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη και να αναπέμψει την εξέταση της αίτησης ασύλου στο OFPRA, εκτός εάν είναι σε θέση να λάβει αμέσως θετική απόφαση επί του αιτήματος προστασίας ενόψει των ενώπιόν του αποδειχθέντων» [CE 10 octobre 2013, Office français de protection des réfugiés et apatrides (OFPRA), n° 362798, concl. D. Botteghi, AJDA 35/2013, σ.1997. Γίνεται παγίως δεκτό ότι ο εγκλωβισμός του δικαστή πλήρους δικαιοδοσίας σε απλό έλεγχο νομιμότητας παρουσιάζει το μειονέκτημα να προκαλεί τεχνητές διαφορές, όπως αυτές που αφορούν την έλλειψη αιτιολογίας, την υπογραφή από αρχή που διαθέτει νομότυπη εξουσιοδότηση υπογραφής… χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα επίλυσης της ουσίας της διαφοράς. Αυτή όμως πρέπει να επιλύεται εντός σύντομης προθεσμίας, προκειμένου να μην παρατείνεται η κατάσταση αβεβαιότητας των αλλοδαπών ή απάτριδων που πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις (βλ. προτάσεις B. Genevois, σε CE 15 février 1984, A.E., n° 42964, Lebon, σ. 74)]. Αντίθετα, στις διαφορές σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας (επιβολή κυρώσεων) ή ακυρωτικές (άδειες συγχώνευσης επιχειρήσεων), αναγνωρίσθηκε πρόσφατα, σε εντυπωσικά πολυσέλιδες αποφάσεις της Ολομέλειας του Conseil d’Etat, η λυσιτέλεια των λόγων τυπικής νομιμότητας, με το αιτιολογικό ότι οι αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών που αποφαίνονται επί συγχωνεύσεων επιχειρήσεων, αφενός, αποτελούν το ίδιο το αντικείμενο της διαφοράς και, αφετέρου, δεν είναι “διαφανείς”, λόγω των περίπλοκων οικονομικών και τεχνικών εκτιμήσεων και των διαδικασιών λήψης: εν προκειμένω η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί εγγύηση της διαδικασίας της άδειας συγχώνευσης, οπότε πρέπει να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητά της [CE, Ass., 21 décembre 2012, Société Groupe Canal Plus, Société Vivendi Universal (n° 353856), concl. V. Daumat, AJDA 4/2013, σ. 215˙ CE, Ass., 21 décembre 2012, Société Groupe Canal Plus (n° 362347) concl. V. Daumat, AJDA 4/2013, σ. 215, chron. X. Domino/A. Bretonneau].