Τα διοικητικά μέτρα ως ειδική κατηγορία διοικητικών πράξεων. Διάκριση από διοικητικές κυρώσεις (ΣτΕ Ολ 419/2014 [ΣτΕ Ολ 419.2014], ΣτΕ 4377-4382/2013)
Πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τα προληπτικά μέτρα και τα μέτρα εξυγίανσης των τραπεζών αναδεικνύει μια ειδική κατηγορία δυσμενών για τον αποδέκτη διοικητικών πράξεων, αυτή των διοικητικών μέτρων. Πρόκειται για μέτρα που θεσπίζονται για την εξυπηρέτηση κάποιας πτυχής του δημοσίου συμφέροντος και ενδέχεται –χωρίς αυτό να συνιστά αναγκαία προϋπόθεση– να συνδέονται με παραβατική συμπεριφορά του αποδέκτη, επιφέρουν δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο, αλλά δεν αποτελούν διοικητικές κυρώσεις. Η υπό εξέταση περίπτωση αφορά τα προληπτικά μέτρα και μέτρα εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων που αποσκοπούν στην προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το ΣτΕ έκρινε ότι τα μέτρα αυτά, που προβλέπονται στα άρθρα 62 έως 63Ζ του Ν. 3601/2007, όπως η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του αρχικού, αποτελούν διοικητικά μέτρα και όχι διοικητική κύρωση. Πράγματι ο νόμος διακρίνει ρητά τις κυρώσεις, οι οποίες σκοπούν στο να τιμωρηθεί το πιστωτικό ίδρυμα επειδή τα όργανα διοίκησής του παρέβησαν τον νόμο ή τις εντολές και υποδείξεις των αρμοδίων εποπτικών αρχών, από τα προληπτικά μέτρα και τα μέτρα εξυγίανσης με τη λήψη των οποίων επιδιώκεται η αποτροπή κινδύνου για τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος ή η διόρθωση διατάραξης που έχει ήδη επέλθει στην εν γένει κεφαλαιακή διάρθρωση του ιδρύματος. Τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται στον νόμο με παραβατική συμπεριφορά των οργάνων διοικήσεως του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους ακύρωσης που ανάγονται στην παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ κατά τη διαδικασία λήψης του μέτρου και στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, με το αιτιολογικό ότι τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν χαρακτήρα κύρωσης και δεν εντάσσονται σε σύστημα μέτρων που κλιμακώνονται με βάση τη βαρύτητα των συνεπειών τους, αλλά αποτελούν μέσα, με τα οποία ο νόμος εξοπλίζει την Διοίκηση, προκειμένου τα αρμόδια όργανα να αντιμετωπίσουν προβλήματα πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποτρέψουν την μετάπτωσή τους σε συστημικό κίνδυνο, σε πρόβλημα δηλαδή της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Τα μέσα αυτά διαφοροποιούνται για να αντιστοιχούν και να είναι προσαρμοσμένα σε διαφορετικής φύσης και τάξης προβλήματα και συνθήκες, ανήκει δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να λάβει το μέτρο, το οποίο με τις υφιστάμενες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, κρίνεται ως το προσφορότερο. Για τα προληπτικά μέτρα και τα μέτρα εξυγίανσης των τραπεζών βλ, αντί πολλών, Δ. Τσιμπανούλη, Το δίκαιο της εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης των τραπεζών υπό το πρίσμα των νεοτέρων εξελίξεων στο ενωσιακό δίκαιο, ΧρηΔικ 1/2014, σ. 53 (68).
Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ Ολ 419/2014
Προσβαλλόμενες πράξεις
Ζητείται η ακύρωση: α) της αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.) της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία ελήφθη κατά την Συνεδρίαση 20/9.10.2011, θέμα 3ο, και με την οποία ανακλήθηκε η άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος «……………. Α.Ε.» και β) της αποφάσεως 9250/9.10.2011 του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αφορά την σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………. Α.Ε.». Και οι δύο αυτές πράξεις δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ Β΄ 2246/9.10.2011.
…
Νομοθετικό καθεστώς
4. Επειδή, ο ν. 3601/2007 (Α΄ 178) ενσωμάτωσε στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2006/48/ΕΚ (σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα) και 2006/49/ΕΚ (σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων) και ρυθμίζει, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 περ. α αυτού, «την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας, καθώς και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων …».
….
5. Επειδή, εξ άλλου, το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος κυρώθηκε με τον ν. 3424/1927 (Α΄ 298) και τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως. Το άρθρο 55Α του Καταστατικού, όπως ισχύει, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα και σε άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ότι «η έκταση και το περιεχόμενο της εποπτείας καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις …», ότι «κατά την άσκηση της εποπτικής αρμοδιότητας, η Τράπεζα επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις κατά πάντων των υποκείμενων σε εποπτεία προσώπων … για παραβάσεις των σχετικών με τις αρμοδιότητες της Τράπεζας διατάξεων …» και ότι «οι κατά το παρόν άρθρο αρμοδιότητες ασκούνται με πράξεις του Διοικητή ή εξουσιοδοτημένων από αυτόν οργάνων». Εξ άλλου, με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 (Α΄ 81) ορίσθηκε ότι «Η Νομισματική Επιτροπή και οι υποεπιτροπές της καταργούνται. Οι αρμοδιότητες αυτών, με εξαίρεση … μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από το Διοικητή …». Τέλος, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, με την πράξη του ΠΔΤΕ 2638/14.12.2010 (Β΄ 1953), τροποποίησε προγενέστερη πράξη του και ρύθμισε την σύνθεση και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας. Ορισε, ειδικότερα, ότι η Ε.Π.Α.Θ. αποτελείται από τον Διοικητή, τους δύο Υποδιοικητές και τους διευθυντές έξι Διευθύνσεων της Τράπεζας και της ανέθεσε, μεταξύ άλλων, τις εξής αρμοδιότητες: «Η, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων που ανήκουν στην Τράπεζα της Ελλάδος βάσει διατάξεων του Καταστατικού της και της ισχύουσας νομοθεσίας, έκδοση αποφάσεων, κανονιστικών και ατομικών, περιλαμβανομένων ιδίως εκείνων που αφορούν την ίδρυση και τους όρους λειτουργίας των πιστωτικών … ιδρυμάτων …, καθώς και τη λήψη μέτρων και την επιβολή κυρώσεων και προστίμων σε νομικά και φυσικά πρόσωπα».
Έννοια και λειτουργία των διοικητικών μέτρων. Διάκριση από διοικητικές κυρώσεις
6. Επειδή, τα προληπτικά μέτρα και μέτρα εξυγίανσης, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 62 έως 63Ζ του ν. 3601/2007 και στα οποία περιλαμβάνεται η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας και θέση σε εκκαθάριση του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος αποτελούν διοικητικά μέτρα και δεν έχουν τον χαρακτήρα διοικητικής κυρώσεως. Τούτο προκύπτει τόσο από την γραμματική όσο και από την τελεολογική και συστηματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, καθώς και από τις εισηγητικές εκθέσεις των ν. 3601/2007 και 4021/2011. Πράγματι ο νόμος διακρίνει ρητά τις κυρώσεις από τα προληπτικά μέτρα και τα μέτρα εξυγίανσης με τη λήψη των οποίων επιδιώκεται η αποτροπή κινδύνου για τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος ή η διόρθωση διαταράξεως που έχει ήδη επέλθει στην εν γένει κεφαλαιακή διάρθρωση του ιδρύματος. Περιγράφει δε αναλυτικά και με σαφήνεια τον σκοπό λήψεως των μέτρων εξυγίανσης (άρθρο 63Β παρ. 1, 2). Ο σκοπός αυτός δεν είναι κυρωτικός, δεν είναι, δηλαδή, να τιμωρηθεί το πιστωτικό ίδρυμα επειδή τα όργανα διοικήσεώς του παρέβησαν τον νόμο ή τις εντολές και υποδείξεις των αρμοδίων εποπτικών αρχών, για τις παραβάσεις δε αυτές επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 64 του ανωτέρω ν. 3601/2007 σε συνδυασμό με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και την προαναφερθείσα πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, όπου επίσης γίνεται διάκριση μεταξύ μέτρων και κυρώσεων. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από την απαρίθμηση, στην παράγραφο 3 του άρθρου 63Β, των στοιχείων που πρέπει να εκτιμήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να λάβει μέτρα εξυγίανσης, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται στον νόμο με παραβατική συμπεριφορά των οργάνων διοικήσεως του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Επομένως, η αντίθετη εκδοχή (ότι δηλαδή η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και η συνακόλουθη ανάκληση της άδειας λειτουργίας του αρχικού αποτελούν διοικητικές κυρώσεις), την οποία υποστηρίζει ο αιτών και στην οποία επιχειρεί να στηρίξει τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει, είναι αβάσιμη.
Ιστορικό της διαφοράς
7. ….
Νόμιμο έρεισμα των προσβαλλομένων πράξεων
8. Επειδή, τόσο η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη της Ε.Π.Α.Θ. στο προοίμιό της όσο και η εισήγηση της ίδιας Επιτροπής, στην οποία βασίζεται η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, επικαλούνται ως νόμιμο έρεισμά τους και το άρθρο 55Α του Καταστατικού της ΤτΕ και το άρθρο 63Ε του ν. 3601/2007. Προβάλλεται ότι τούτο ενέχει αντίφαση, διότι, κατά τον αιτούντα, το μεν άρθρο 55Α παρέχει αρμοδιότητα στην ΤτΕ να επιβάλλει κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα για παραβάσεις της νομιμότητας εκ μέρους των, ενώ το άρθρο 63Ε προβλέπει την σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και, κατ’ ακολουθίαν, την ανάκληση της άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας ενός τέτοιου ιδρύματος και ότι «δεν είναι δυνατόν η άδεια να ανακαλείται και λόγω παραβάσεως της νομιμότητας εκ μέρους της «……….» και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ανεξαρτήτως της παραβάσεως της νομιμότητας». Οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως είναι απορριπτέοι, διότι από το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει σαφώς ότι η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και η, συνεπεία αυτής ανάκληση της άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας της «………… Α.Ε.» έχουν ως έρεισμα το άρθρο 63Ε του ν. 3601/2007 και, συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 6, αποτελούν διοικητικά μέτρα και δεν έχουν τον χαρακτήρα διοικητικής ποινής. Ουδεμία δε αμφιβολία ως προς το χαρακτήρα των επιβαλλόμενων μέτρων ανακύπτει λόγω της μνείας στις προσβαλλόμενες πράξεις του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ΤτΕ, δεδομένου ότι στο άρθρο αυτό δεν προβλέπεται μόνον η επιβολή κυρώσεων στα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και η γενικότερη εποπτεία της ΤτΕ στα ιδρύματα αυτά και ο σκοπός της εποπτείας που είναι η σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του πιστωτικού συστήματος και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας και η διασφάλιση της διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών, στο πλαίσιο δε της εποπτείας αυτής επιβλήθηκαν και τα επίδικα διοικητικά μέτρα.
Απαράδεκτοι οι λόγοι ακυρώσεως κατά μη προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής πράξης
9. Επειδή, προβάλλεται ότι ο διορισμός Επιτρόπου στην «……….. Α.Ε.» ήταν παράνομος για λόγους που εκτίθενται αναλυτικά στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, τον διορισμό δε αυτόν επικαλείται η εισήγηση της Ε.Π.Α.Θ., στην οποία στηρίχθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και, ως εκ τούτου, η πράξη αυτή είναι παράνομη και ακυρωτέα. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι στρέφονται κατά ατομικής διοικητικής πράξεως, η οποία δεν προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση και, μάλιστα, είχε παύσει να ισχύει ήδη πριν από την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη (έβδομη) σκέψη. Εξ άλλου, ο επίμαχος διορισμός είναι αυτοτελής πράξη σε σχέση με την προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη, δεν εντάσσονται δηλαδή οι δύο αυτές πράξεις σε σύνθετη διοικητική ενέργεια, ώστε επ’ ευκαιρία της προσβολής της ανακλητικής να είναι δυνατή η εξέταση λόγων ακυρώσεως κατά του διορισμού Επιτρόπου.
Εφαρμοστέο δίκαιο
10. Επειδή, προβάλλεται ότι σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου και της νομιμότητας, η διοικητική διαδικασία επιβολής κυρώσεων «πρέπει να διέπεται από το ισχύον κατά την έναρξή της νομικό καθεστώς έως την περάτωσή της», ότι τυχόν μεταβολή αυτού «δεν καταλαμβάνει την ήδη εκκινήσασα διοικητική διαδικασία, εκτός αν ο νέος νόμος έχει αναδρομική δύναμη», ότι, ως εκ τούτου, στην διαδικασία σε σχέση με την «…………….. Α.Ε.» εφόσον η Διοίκηση άρχισε να εφαρμόζει τον ν. 3601/2007, η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων βάσει του ν. 4071/2011 που θεσπίστηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο η διαδικασία ήταν εκκρεμής, αντίκειται στις παραπάνω αρχές εφ’ όσον ο νεώτερος νόμος δεν περιέχει ρήτρα αναδρομικότητας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος, προεχόντως διότι βασίζεται στην – εσφαλμένη, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη – εκδοχή ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν χαρακτήρα κυρώσεων, ενώ πράγματι αποτελούν διοικητικά μέτρα, τα οποία νομίμως έχουν ληφθεί με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων αυτών, αλλά και κατά την σύνταξη του εισηγητικού σημειώματος της αρμόδιας υπηρεσίας της ΤτΕ, στο οποίο στηρίζονται οι εν λόγω πράξεις, ανεξαρτήτως αν είχε προηγηθεί διορισμός Επιτρόπου στο ανωτέρω πιστωτικό ίδρυμα κατ’ εφαρμογή του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, αφού, πάντως, ο διορισμός αυτός συνιστά διαδικασία διακεκριμένη από τη διαδικασία συστάσεως μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος.
Εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ
11. Επειδή προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη «ανάκληση της άδειας της “…………” εχώρησε ως διοικητική κύρωση», ότι εφόσον η κρινόμενη διαφορά είναι ακυρωτική και όχι πλήρους δικαιοδοσίας, για να είναι δίκαιη η παρούσα δίκη κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ θα έπρεπε «η διοικητική αρχή [που εξέδωσε την πράξη αυτή να] τελεί υπό τις αυτές εγγυήσεις, υπό τις οποίες τελεί και η δικαιοδοτική λειτουργία, δηλαδή … της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας, της δημοσιότητας της διαδικασίας …», ότι, επομένως, στην επίδικη περίπτωση θα «έπρεπε να είχε διενεργηθεί ακρόαση της “……….” και [του αιτούντος] σε δημόσια συνεδρίαση της [Ε.Π.Α.Θ.], πράγμα όμως που δεν έγινε». Συναφώς επίσης προβάλλεται ότι η Ε.Π.Α.Θ. δεν είναι ανεξάρτητη, διότι οι «έξι Διευθυντές … μέλη της … είναι υπάλληλοι της Τραπέζης που ως τοιούτοι δεν έχουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία (αντίστοιχη αυτής των δικαστικών λειτουργών)», καθώς και ότι η Ε.Π.Α.Θ. κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης ανακλήσεως «δεν είχε νόμιμη σύνθεση». Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, διότι στηρίζονται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη έχει χαρακτήρα κυρώσεως, ενώ, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, αποτελεί διοικητικό μέτρο, είναι δε συνέπεια ενός άλλου διοικητικού μέτρου, της συμπροσβαλλόμενης ιδρύσεως μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος οι δύο δε αυτές πράξεις, των οποίων την πραγματική βάση δεν αμφισβητεί ο αιτών, δεν απευθύνονται στον τελευταίο, αλλά εμμέσως μόνον τον αφορούν ως μέτοχο της «……….. Α.Ε.». Εξ άλλου, οι ισχυρισμοί περί παρανόμου συνθέσεως της Ε.Π.Α.Θ. προβάλλονται αορίστως και, άρα, απαραδέκτως. Αλλωστε, στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη της Ε.Π.Α.Θ. αναφέρεται ότι η εν λόγω Επιτροπή συνεδρίασε στις 9.10.2011 με παρόντες τον Διοικητή και τους δύο Υποδιοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και με έξι(6) Διευθυντές αυτής – δηλαδή με την σύνθεση που προβλέπεται στην προαναφερθείσα ΠΔΤΕ 2638/14.12.2010.
Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας
12. Επειδή, προβάλλεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 είναι ηπιότερη από εκείνη του άρθρου 63Ε του ίδιου νόμου, διότι η πρώτη προβλέπει μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος με αντάλλαγμα, ενώ η δεύτερη δεν προβλέπει αντάλλαγμα και ότι, ως εκ τούτου, με την δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας διότι η Διοίκηση «θα μπορούσε να επιτύχει το αυτό αποτέλεσμα με την εφαρμογή της ηπιότερης και ευμενέστερης για τα περιουσιακά δικαιώματα του μετόχου» μεθόδου. Επικουρικά δε προβάλλεται ότι η Διοίκηση δεν αιτιολόγησε την επιλογή της – δυσμενέστερης κατά τον αιτούντα – μεθόδου έναντι της ηπιότερης. Οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως είναι απορριπτέοι, διότι τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007 (μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος στην πρώτη περίπτωση, ίδρυση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και εκκαθάριση του προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος στην δεύτερη περίπτωση) δεν εντάσσονται σε σύστημα μέτρων που κλιμακώνονται με βάση τη βαρύτητα των συνεπειών τους, αλλά αποτελούν μέσα, με τα οποία ο νόμος εξοπλίζει την Διοίκηση, προκειμένου τα αρμόδια όργανα να αντιμετωπίσουν προβλήματα πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποτρέψουν την μετάπτωσή τους σε συστημικό κίνδυνο, σε πρόβλημα δηλαδή της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Τα μέσα αυτά διαφοροποιούνται για να αντιστοιχούν και να είναι προσαρμοσμένα σε διαφορετικής φύσεως και τάξεως προβλήματα και συνθήκες, ανήκει δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να λάβει το μέτρο, το οποίο με τις υφιστάμενες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, κρίνεται ως το προσφορότερο. Εξ άλλου, οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολόγησης της εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 63Ε αντί του άρθρου 63Δ είναι απορριπτέοι, διότι, πάντως, στο από 7.10.2011 εισηγητικό σημείωμα υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ε.Π.Α.Θ. (απόσπασμα του οποίου παρατίθεται στην έβδομη σκέψη) παρατίθενται οι λόγοι, για τους οποίους προτείνεται – και επελέγη τελικά – η λύση της υπαγωγής της «……….. Α.Ε.» στις ρυθμίσεις του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007 και για τους οποίους θεωρήθηκε ότι η λύση του άρθρου 63Δ δεν ήταν ενδεδειγμένη, η αιτιολογία δε αυτή δεν πλήττεται με την κρινόμενη αίτηση.
Συμβατότητα προς το άρθρο 17 του Συντάγματος
13. Επειδή, προβάλλεται ότι τα άρθρα 63Ε και 68 του ν. 3601/2007 αντίκεινται στο άρθρο 17 του Συντάγματος «αφού έχουν ως αποτέλεσμα τη στέρηση ή τον περιορισμό περιουσιακών δικαιωμάτων χωρίς προηγούμενη αποζημίωση δικαστικώς προσδιορισμένη» και ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποστέρησε τον αιτούντα «από τα δικαιώματά [του] εκ των μετοχών [του] της “……..”, δηλαδή από το δικαίωμα της ψήφου προς ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου, ικανού να διοικήσει την τράπεζα, και της απολήψεως μερισμάτων, χωρίς να προηγηθεί αποζημίωση με δικαστικό προσδιορισμό». Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται σε στέρηση του ανωτέρω δικαιώματος ψήφου του αιτούντος εκ των μετοχών του είναι απορριπτέος, διότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιέχουν ρύθμιση σχετική με το δικαίωμα της ψήφου του μετόχου πιστωτικού ιδρύματος προς ανάδειξη διοικητικού συμβουλίου, η στέρηση δε του εν λόγω δικαιώματος, που επέρχεται ως έμμεση συνέπεια της συστάσεως μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και της συνεπεία αυτής ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος για τους αναφερόμενους σε προηγούμενες σκέψεις λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς και της θέσεως του τελευταίου αυτού ιδρύματος σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α΄ 153), που εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, συμπληρωματικώς στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος (άρθρο 68 παρ. 2 του ν. 3601/2007), δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 17 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος και κατά το μέρος που στηρίζεται στον ισχυρισμό του αιτούντος περί αποστερήσεώς του από το δικαίωμα λήψεως μερίσματος, προεχόντως διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη και δεν αμφισβητούνται, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων η «……. Α.Ε.» όχι μόνον δεν εμφάνιζε κέρδη, και, συνεπώς, σύμφωνα με τα άρθρα 44α και 45 παρ. 2 του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, δεν ήταν δυνατή η διανομή μερίσματος, αλλά τα κρίσιμα μεγέθη της ήσαν αρνητικά, είχαν μάλιστα επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργείται κίνδυνος για τις καταθέσεις των πελατών της και εν γένει για την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση με την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης δεν παραβιάζεται ανεπιτρέπτως το περιουσιακό δικαίωμα του αιτούντος ως μετόχου της παραπάνω Τράπεζας. Το δικαίωμα αυτό, εξ άλλου, δεν πλήττεται
ούτε με την ίδρυση, με την δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος και την μεταβίβαση σε αυτό περιουσιακών στοιχείων της εν λόγω Τράπεζας, προεχόντως διότι, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη και δεν αμφισβητείται, η αξία του παθητικού των στοιχείων αυτών υπερβαίνει κατά πολύ (862 εκατομμύρια ευρώ) την αξία του ενεργητικού. Επομένως, ούτε με την προσβαλλόμενη πράξη πλήττεται το περιουσιακό δικαίωμα του αιτούντος ως μετόχου της «………. Α.Ε.». Ανεξαρτήτως δε των ανωτέρω, σε περίπτωση που το προϊόν της εκκαθαρίσεως της Τράπεζας αυτής ή και του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, μετά την ικανοποίηση των πιστωτών, αποβεί θετικό, ο μέτοχος διατηρεί, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (άρθρα 63ΣΤ παρ. 3 και 68 του ν. 3601/2007), δικαίωμα στο προϊόν της εκκαθαρίσεως, ανάλογα με το μερίδιο μετοχών που κατέχει. Συνεπώς, οι παραπάνω λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι.
14. …, συνεπώς, εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.