Προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του πδ 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 (ΣτΕ 3051/2014 [Α΄ Τμήμα 7μ], ΣτΕ 1280/2014 [ΣΤ΄ Τμήμα 5μ])
1. Mε αφορμή αίτηση αναίρεσης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) [καθολικού διαδόχου του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Ο.Σ.Ε. (Τ.Α.Π.Π – Ο.Σ.Ε., άρθρα 70 παρ. 1 και 2 και 83 του ν. 3655/2008, Α΄ 58)] κατά της απόφασης ΔΕφΑΘ 2239/2009 με την οποία έγινε δεκτή έφεση ασφαλισμένων του αναιρεσείοντος Ταμείου και υπαλλήλων στον ΟΣΕ και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ταμείου να καταβάλει σε καθέναν τους ποσά, που κυμαίνονται από 3.967,68 έως 6.339,72 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από τον παράνομο υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος που έλαβαν κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ [ΣτΕ 3051.2014] παρέσχε περαιτέρω διευκρινίσεις για την έννοια των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 3 του πδ 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 και τροποποιήθηκε περαιτέρω με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 πριν αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις της παραδεκτής άσκησης αίτησης αναίρεσης όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Κατά τη διάταξη αυτή, «… ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο [από το ανωτέρω ποσό], όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων…». Ερμηνεύοντας τις διατάξεις αυτές, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι «το ζήτημα της συνδρομής ευρύτερων δημοσιονομικών και οικονομικών επιπτώσεων, «σπουδαίου νομικού ζητήματος» ή αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία που δικαιολογεί, κατ’ εξαίρεση, την άσκηση αίτησης αναίρεσης με χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο του νομίμου ορίου, δεν ερευνάται από το αναιρετικό δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αλλά μόνον κατόπιν προβολής από τον αναιρεσείοντα «συγκεκριμένων» σχετικών ισχυρισμών που πρέπει να περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο. Μόνον τέτοιοι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί είναι παραδεκτοί και εξετάζονται κατά τη βασιμότητά τους (βλ. ΣτΕ 3323-26/2011 και Ολ3475-76/2011). Ειδικότερα, για να θεωρηθούν συγκεκριμένοι οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος περί του ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες δημοσιονομικές ή οικονομικές επιπτώσεις πρέπει με αυτούς να τεκμηριώνονται κατά τρόπο πλήρη οι εν λόγω επιπτώσεις, με αναφορά σε αριθμητικά δεδομένα, τούτο δε απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως εάν ο αναιρεσείων είναι ιδιώτης διάδικος ή διοικητική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 3534/2013, 3239/2013, 4258/2012). Περαιτέρω, επί προβολής λόγου περί αντίθεσης προς τη νομολογία, ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων προς τις οποίες υπάρχει κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης και να τεκμηριώνει την άποψή του ότι υφίσταται αντίθεση ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα και όχι ανάλογο ή παρόμοιο, η αντίθεση δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (ΣτΕ 3998/2013, 4163/2012 7μ, 3946/2012, 2961/2010, πρβ. 4877/2012 7μ). Ακολούθως, επί προβολής λόγου περί ύπαρξης σπουδαίου νομικού ζητήματος, για να θεωρηθεί ο ισχυρισμός συγκεκριμένος και άρα παραδεκτός, πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο ότι με την κρινόμενη αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα που δικαιολογεί, κατ’ εξαίρεση, την άσκηση του ενδίκου μέσου και να εξηγείται με σαφήνεια σε τι ακριβώς συνίσταται η σπουδαιότητα του εν λόγω ζητήματος, ενώ μόνη η απλή μνεία του ζητήματος, χωρίς παράθεση των λόγων και των στοιχείων που στηρίζουν την άποψη αυτή δεν αρκεί (ΣτΕ 2584/2013, 3308/2012, 1212/2012). Οι ανωτέρω δε συγκεκριμένοι ισχυρισμοί πρέπει επί ποινή απαραδέκτου να περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ενώ τα στοιχεία που τους αποδεικνύουν πρέπει να προσκομίζονται κατά την κατάθεση του ενδίκου μέσου, τυχόν δε έλλειψη του δικογράφου όσον αφορά τους ισχυρισμούς αυτούς δεν μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος (ΣτΕ 3140, 4548/2013). Εξάλλου, στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός αναιρεσίβλητοι υπέρ των οποίων επιδικάστηκαν επί αγωγής τους τα αμφισβητούμενα χρηματικά ποσά, ως ποσό της διαφοράς λαμβάνεται υπ’ όψιν το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε αναιρεσίβλητο χωριστά (ΣτΕ 457, 1814/2013,1419/2012, 2150/2010, 3700/2009)».
2. Στο ίδιο πνεύμα πρέπει να αναφερθεί και η απόφαση ΣτΕ 1280/2014 του ΣΤ΄ Τμήματος [ΣτΕ 1280.2014], η οποία συμπληρώνει την ερμηνεία της διάταξης περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία, δεχόμενη ότι «οι δικαστικές αποφάσεις, των οποίων γίνεται επίκληση …, πρέπει να προσκομίζονται από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αίτησης, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση αρκεί να προσδιορίζονται ειδικώς στο εισαγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο που επιτρέπει την εξατομίκευσή τους (βλ. ΣτΕ Ολ 3475-6/2011, 4225/2012 επταμ., 2115/2013)».