Νομολογιακές εξελίξεις στο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης
Θα εξετάσουμε τις νομολογιακές εξελίξεις στο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, ειδικότερα δε το ζήτημα της λυσιτελούς προβολής του λόγου ακύρωσης περί μη τήρησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, αλλά και τη σχέση του δικαιώματος αυτού με την ενδικοφανή προσφυγή. Θα αναλυθεί η απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 4447.2012. Για την πληρέστερη ενημέρωση σχετικά με τη θεματική αυτή παρατίθενται η παραπεμπτική στην Ολομέλεια απόφαση ΣτΕ 3382.2010 του Δ΄ Τμήματος καθώς και η απόφαση ΣτΕ 2180.2013 του Α΄ Τμήματος, η οποία εφαρμόζει την νομολογία ΣτΕ Ολ 4447/2012 στο πεδίο των διαφορών ουσίας (βλ. και άρθρο 79 παρ. 5 στοιχ. β΄του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Παρατίθεται, επίσης, η απόφαση ΣτΕ Ολ 530.2003, με την οποία καθιερώθηκε η αλυσιτέλεια των λόγων εξωτερικής νομιμότητας όταν πρόκειται για πράξεις δέσμιας αρμοδιότητας. Τέλος εξετάζεται και η απόφαση ΣτΕ 98/2015 [ΣτΕ 98.2015], η οποια περιέχει περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τη σχέση ενδικοφανούς προσφυγής και δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.
Η ανάλυση θα στηριχθεί στο ακόλουθο διάγραμμα.
Διάγραμμα
- Έννοια και προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)
- Η έννοια των αλυσιτελών λόγων ακύρωσης
- Η ενδικοφανής προσφυγή (άρθρο 25 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, άρθρο 45 παρ. 2 του πδ 18/1989, άρθρο 63 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητική Δικονομίας)
- Η απόφαση ΣτΕ Ολ 530/2003
- Η απόφαση ΣτΕ Ολ 4447/2012
– Το ιστορικό της διαφοράς
– Παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης εάν είχε κληθεί σε προηγούμενη ακρόαση
Πλειοψηφία: για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακύρωσης περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί.
Συγκλίνουσα γνώμη: Η παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος αφορά στο δικαίωμα προβολής ισχυρισμών και υποβολής στοιχείων στη Διοίκηση, στην εξουσία της οποίας ανήκει, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, η ουσιαστική αξιολόγηση αυτών πριν από «κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο» εις βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του διοικουμένου. Κατά τις ανωτέρω διατάξεις, στην ουσιαστική εκτίμηση ισχυρισμών και στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο του δικαιώματος «προηγουμένης» ακρόασης δεν δύναται να προβεί το πρώτον (όταν, δηλαδή, δεν έχει παρασχεθεί στον διοικούμενο η δυνατότητα προβολής τους ενώπιον της Διοίκησης) ο δικαστής, κατ’ εξοχήν δε ο ακυρωτικός δικαστής· η λυσιτέλεια, συνεπώς, και, εντεύθεν, η δυνατότητα εξέτασης λόγου ακύρωσης περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης δεν δύναται να συναρτάται με την παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών τους οποίους «θα προέβαλλε» ο αιτών, ως διοικούμενος, ενώπιον της Διοίκησης.
Μειοψηφία: η προηγούμενη ακρόαση όταν καθιερώνεται δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου πριν από την έκδοση διοικητικής πράξης με δυσμενές περιεχόμενο για τον ενδιαφερόμενο, συνιστά ουσιώδη τύπο της διοικητικής διαδικασίας, η μη τήρηση του οποίου καθιστά μη νόμιμη την εν λόγω πράξη. …. Με την τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου τίθενται ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου οι τυχόν ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία του ενδιαφερομένου, με συνέπεια η τελικώς εκδιδόμενη πράξη να είναι προϊόν εκτίμησης του συνόλου των στοιχείων του φακέλου, τούτο δε αποτυπώνεται στην αιτιολογία της. Έτσι, καθίσταται ευχερέστερος ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, που είναι από τη φύση του οριακός, διότι μπορεί, στα πλαίσιά του, να εξετασθεί αν η Διοίκηση συνεκτίμησε τους προβληθέντες ισχυρισμούς και τα προσκομισθέντα στοιχεία από τον ενδιαφερόμενο, ιδίως, μάλιστα, όταν αυτά συνδέονται με τεχνικά ή ουσιαστικά ζητήματα τα οποία ο ακυρωτικός δικαστής δεν έχει την εξουσία να εκτιμήσει πρωτογενώς.
– Σχέση δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και ενδικοφανούς προσφυγής
Πλειοψηφία: όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακρόασης, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπομένου τύπου της προηγουμένης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξης. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας.
Συγκλίνουσα γνώμη: Ο λόγος ακύρωσης περί μη τήρησης της προηγούμενης ακρόασης είναι οπωσδήποτε απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, εφόσον ο αιτών, ως διοικούμενος, ηδύνατο κατά νόμον να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή, αφού με αυτή παρέχεται η δυνατότητα αξιολόγησης ισχυρισμών και στοιχείων πριν από την έκδοση της, επ’ αυτής εκδιδομένης, τελικής και μόνης εκτελεστής πράξης, καλυπτομένης, ως εκ τούτου, της μη τήρησης του εν λόγω τύπου κατά την έκδοση της αρχικής πράξης.
Μειοψηφία: Ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης δεν καλύπτεται από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία τυχόν προβλέπεται στην ειδική κατά περίπτωση νομοθεσία, διότι σκοπός του κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, είναι να ακούσει η Διοίκηση τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση δυσμενούς εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία φέρει το τεκμήριο νομιμότητος και παράγει έννομες συνέπειες, ανεξαρτήτως αν κατ’ αυτής μπορεί να ασκηθεί διοικητική προσφυγή οποιασδήποτε μορφής.
Βλ. και ΣτΕ 4918/2012: με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του ν.2910/2001, ο νομοθέτης προέβλεψε κατά τρόπο ειδικό τις περιπτώσεις απελάσεως αλλοδαπών και τις κατένειμε σε τρείς κατηγορίες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στις δύο πρώτες κατηγορίες (περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001) καθιδρύεται δεσμία αρμοδιότητα της Διοικήσεως για την έκδοση πράξεως απελάσεως, ενώ αντιθέτως, όσον αφορά την κατηγορία της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001 καθιδρύεται – λόγω και της χρησιμοποιήσεως αορίστων νομικών εννοιών- διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως προκειμένου να εκδώσει πράξη απελάσεως (βλ. ΣτΕ 715/2012, 4028/2011 7μ.). Ενόψει της ανωτέρω διακρίσεως των κατηγοριών απελάσεως αλλοδαπών και της αντίστοιχης οριοθετήσεως της δράσεως της διοικήσεως, συνάγεται, ότι το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 2910/2001 επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να παράσχει στον αλλοδαπό προθεσμία 48 ωρών για να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μόνο όταν πρόκειται να εκδοθεί πράξη απελάσεως με έρεισμα τη διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001, κατ΄ενάσκηση δηλαδή της διακριτικής ευχερείας της διοικήσεως. Αντιθέτως, όταν η πράξη απελάσεως εκδίδεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, όπως στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001, οπότε η Διοίκηση ενεργεί κατά δεσμία εξουσία, δεν απαιτείται η τήρηση του ανωτέρω τύπου. Εξ άλλου, και εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα ακροάσεως στις περιπτώσεις αυτές διασφαλίζεται με την παρεχόμενη από τον νόμο ευχέρεια ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής κατά της πράξεως απελάσεως (βλ. ΣτΕ Ολ 4447/2012). Αν δε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διοίκηση εξέδωσε πράξη απελάσεως επί τη βάσει ανακριβών ή ανύπαρκτων περιστατικών, τότε η εν λόγω πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα για το λόγο αυτό και όχι διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως.
Νεότερη νομολογία
ΣτΕ 2612/2019: το δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξεως, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του κυρωθέντος με τον ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, στον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει την λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής πράξεως, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (ΣτΕ Ολομ. 4447/2012). Συνεπώς, το ως άνω δικαίωμα συνδέεται με την εκτίμηση και αξιολόγηση ζητημάτων πραγματικού, που είναι ουσιώδη για την νόμιμη έκδοση ορισμένης διοικητικής πράξεως. Σε περίπτωση που το επίμαχο πραγματικό αφορά στην τέλεση διοικητικής παραβάσεως, η οποία αποτελεί έρεισμα για την έκδοση σε βάρος του ιδίου προσώπου πράξεων με διαφορετικό ρυθμιστικό περιεχόμενο, το δικαίωμα προηγουμένης ακροάσεως παρέχεται, κατ’ αρχήν, άπαξ σε σχέση με τα οικεία ζητήματα πραγματικού. Συνεπώς, εφ΄ όσον έχει τηρηθεί ο τύπος της προηγουμένης ακροάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως από την φορολογική διοίκηση ορισμένης δυσμενούς για τον επιτηδευματία διοικητικής πράξεως, η οποία στηρίζεται (και) στην τέλεση από τον επιτηδευματία διοικητικής παραβάσεως, δεν απαιτείται να του παρασχεθεί εκ νέου η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του για την διάπραξη της παραβάσεως πριν από την έκδοση σε βάρος του άλλης πράξεως της φορολογικής αρχής, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει την διαπίστωση της ίδιας παραβάσεως. Ειδικότερα, όταν η φορολογική διοίκηση άγεται στην έκδοση πράξεως, με την οποία αποδίδεται στον επιτηδευματία παράβαση του Κ.Β.Σ. συνισταμένη στην έκδοση ή λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων (λόγω ανυπαρξίας των σχετικών συναλλαγών) και του επιβάλλεται το προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο, ο επιτηδευματίας δικαιούται να εκθέσει ενώπιον της διοικήσεως τις απόψεις του για την τέλεση της παραβάσεως, ώστε να επηρεάσει την λήψη από το αρμόδιο όργανο της σχετικής απόφασης κατόπιν διαφορετικής εμφανίσεως ή εκτιμήσεως του πραγματικού υλικού. Για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος απαιτείται να του επιδίδεται σημείωμα με τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. (ΣτΕ Ολομ. 2370/2007). Ωστόσο, τούτο δεν χρειάζεται, εάν έχει ήδη κοινοποιηθεί στον επιτηδευματία σημείωμα με τις σχετικές διαπιστώσεις του ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., διότι, στην περίπτωση αυτή, ο επιτηδευματίας πληροφορείται όχι μόνον το ενδεχόμενο απορρίψεως των βιβλίων του (αναφορικά με το οποίο μπορεί να υποβάλει αίτηση και να εκθέσει τις απόψεις του στην αρμόδια Επιτροπή) αλλά και τις παραβάσεις εκδόσεως ή λήψεως εικονικών στοιχείων (ενόψει των οποίων η φορολογική διοίκηση άγεται τόσο στην απόρριψη των βιβλίων όσο και στην έκδοση φύλλου ελέγχου προσδιορισμού του φόρου), ως προς τις οποίες μπορεί, εντός της οριζομένης στην ίδια διάταξη προθεσμίας (20 ημερών από την κοινοποίηση του σημειώματος) να εκθέσει ενώπιον της φορολογικής αρχής τις απόψεις του, ώστε να επηρεάσει την κρίση της περί της τελέσεως (ή μη) των παραβάσεων, η οποία, άλλωστε, αποτελεί αναγκαίο στήριγμα της τυχόν απορρίψεως των βιβλίων. Συνεπώς, με την επίδοση του ως άνω σημειώματος παρέχεται στον επιτηδευματία η δυνατότητα να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα προηγουμένης ακροάσεώς του αναφορικά με την τέλεση των παραβάσεων που διαπίστωσε ο φορολογικός έλεγχος, ώστε να αποφύγει τόσο την έκδοση φύλλου ελέγχου και την επιβολή φόρου (κατόπιν απορρίψεως, ενδεχομένως, των βιβλίων του) όσο και τον καταλογισμό των προβλεπομένων στον νόμο χρηματικών κυρώσεων, με συνέπεια να μην στοιχειοθετείται παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος, σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας δεν κληθεί να εκθέσει τις απόψεις του επί της τελέσεως των παραβάσεων εκ νέου και ιδιαιτέρως πριν από την έκδοση πράξεως καταλογισμού σε βάρος του προστίμου για έκδοση ή λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων (ΣτΕ 1620-5/2017).
ΣτΕ 1019/2018: Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 4447/2012 Ολομ., βλ. και ΣτΕ 1248/2015), όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγούμενης ακρόασης, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπομένου τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία εκδόσεως της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξης. Συνεπώς, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα άσκησε την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία ενδικοφανή προσφυγή κατά της έκθεσης αυτοψίας με αυτήν δε προέβαλε τους κρίσιμους κατ’ αυτήν ισχυρισμούς, ο λόγος αυτός, είναι εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος.
ΣτΕ 966/2018: Στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». …, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίον αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού. Συνεπώς, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης πριν την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης αν είχε κληθεί (βλ. ΣτΕ 4447/2012, Ολομ., σκ. 7 και μεταγενέστερη πάγια νομολογία). Τούτο ισχύει και στην περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής (βλ. ΣτΕ 926/2015, σκ. 11, 2611/2015, σκ. 7).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Κ. ΓΩΓΟΥ, Οι αλυσιτελείς τυπικοί λόγοι ακυρώσεως επί πράξεων δέσμιας αρμοδιότητας: ο ακυρωτικός δικαστής μεταξύ ουσιαστικής και τυπικής νομιμότητας της διοικητικής πράξης, εις: Χαριστήριο στον Λ. Θεοχαρόπουλο και την Δ. Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου, τ. 1, Α.Π.Θ., 2009, σ. 91˙ Β. ΚΑΨΑΛΗ, Η παραβίαση του δικαιώματος προς προηγούμενη ακρόαση ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης : με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 3382/2010, ΘΠΔΔ 4/2011, σ. 395˙ Β. ΚΑΨΑΛΗ, Η δικονομική αλυσιτέλεια ως έκφραση μεθοδολογικής αμηχανίας. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 4447/2012, ΘΠΔΔ 8-9/2013, σ. 817· Β. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ, Οι αλυσιτελώς προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στο μεταίχμιο της συνταγματικής νομιμότητας. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 2180/2013, ΘΠΔΔ 8-9/2013, σ. 826· Σ. ΚΥΒΕΛΟΥ, Ειδικότερα ζητήματα “εφαρμογής” της ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής στην ελληνική έννομη τάξη, ΘΠΔΔ 4-5/2012, σ. 323˙ Σ. ΚΥΒΕΛΟΥ, Ο κανόνας της ταυτότητας του αντικειμένου ενδικοφανούς προσφυγής και ενδίκου βοηθήματος και η ανάγκη “ακρόασης” του ασκήσαντος την ενδικοφανή προσφυγή απότο δευτεροβάθμιο όργανο (με αφορμή τη ΣτΕ 98/2015), ΔιΔικ 5/2015, σ.641˙Π. ΛΑΖΑΡΑΤΟΥ, Υποχρέωση ενημερώσεως ως προς την έκταση των προβαλλομένων με ενδικοφανή προσφυγή λόγων και δικαίωμα ακροάσεως επί ενδικοφανούς προσφυγής (παρατηρήσεις για την ΣτΕ 98/2015), ΘΠΔΔ 1/2016, σ. 61 ˙Χ. ΜΟΥΚΙΟΥ, Η αλυσιτέλεια του ελέγχου της εξωτερικής νομιμότητας: αποτελεσματικότητα ή ελλειμματικότητα της δικαστικής προστασίας;, ΔτΑ 2003, σ. 1219˙ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η αντισυνταγματική άρνηση του ελέγχου της εξωτερικής νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, ΔτΑ 2003, σ. 1205˙ Π. ΠΑΡΑΡΑ, Και μια περιττή απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΔτΑ 2003, σ. 1201
Πρακτικό θέμα προς συζήτηση
Με την από 31.3.2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων δικαστικών επιμελητών, μεταξύ άλλων και για μια κενή θέση στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών (ν. 2318/1995), δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό έχει ο υποψήφιος εφόσον έχει συμπληρώσει το 22ο έτος και δεν έχει ξεπεράσει το 35ο έτος της ηλικίας του. Αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό κατέθεσε η Α συνυποβάλλοντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων και πιστοποιητικό του Δήμου Ωραιοκάστρου, σύμφωνα με το οποίο η Α γεννήθηκε στις 18.4.1967.
Με την από 16.5.2003 απόφαση της Επιτροπής εξετάσεων δικαστικών επιμελητών της Εφετειακής Περιφέρειας Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε η αίτηση συμμετοχής της Α στον διαγωνισμό με την αιτιολογία ότι αυτή είχε υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας της. Εν συνεχεία η Επιτροπή, με το από 12.6.2003 πρακτικό της, συνέταξε τον πίνακα επιτυχόντων ανά Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με τον πίνακα, για το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης πρώτος κατετάγη ο Β, ο οποίος και διορίστηκε με την από 8.9.2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Με ένδικο βοήθημα που άσκησε ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η Α ζητεί την ακύρωση α) της από 16.5.2003 απόφασης της Επιτροπής εξετάσεων δικαστικών επιμελητών της Εφετειακής Περιφέρειας Θεσσαλονίκης κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η αίτηση συμμετοχής της στον διαγωνισμό και β) του από 12.6.2003 πρακτικού επιτυχόντων δικαστικών επιμελητών που κατήρτισε η ως άνω Επιτροπή εξετάσεων κατά το μέρος της με το οποίο παρέλειπε να συμπεριλάβει την Α στον πίνακα επιτυχόντων.
Ερωτάται:
1) Ποιο ένδικο βοήθημα πρέπει να ασκήσει η Α, ενώπιον τίνος δικαστηρίου και εντός ποιας προθεσμίας;
2) Οι πιο πάνω πράξεις προσβάλλονται παραδεκτώς από την Α;
3) Ευσταθεί κατά την γνώμη σας ο ισχυρισμός της Α περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών;
[Με βάση το θέμα των εξετάσεων Ιουνίου 2011]