Κατάργηση της ακυρωτικής δίκης λόγω παραίτησης από το δικόγραφο ή θανάτου των διαδίκων, άρθρα 30 και 31 του πδ 18/1989 (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο της 20ής Νοεμβρίου 2018)
Κατάργηση της δίκης είναι η περάτωσή της χωρίς το δικαστήριο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς και, επομένως, χωρίς να εκδώσει απόφαση επί της έννομης σχέσης που ήχθη ενώπιόν του. Οι λόγοι κατάργησης που ανάγονται στο υποκείμενο της δίκης είναι η παραίτηση, που ρυθμίζεται στο άρθρο 30 του πδ 18/1989 (Α) και ο θάνατος του διαδίκου που ρυθμίζεται στο άρθρο 31 του πδ 18/1989 (Β).
Α. Η παραίτηση του διαδίκου
Η διοικητική δίκη μπορεί να λήξει πρόωρα εάν, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και εφόσον αυτή βρίσκεται σε συγκεκριμένο στάδιο (προδικασία έως πρώτη συζήτηση), ο αιτών αντιληφθεί το βάσιμο της απόφασης που προσβάλλει ή απλώς την έλλειψη προοπτικών ευδοκίμησης του ενδίκου βοηθήματος που άσκησε και παραιτηθεί από το σχετικό δικόγραφο. Κατά την οικεία νομοθετική ρύθμιση, ο διάδικος έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί ρητά όχι από τις αξιώσεις του αλλά από το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης. Η παραίτηση είναι η μονομερής, χωρίς κόστος και μη αναστρέψιμη εγκατάλειψη δικονομικού δικαιώματος (και όχι oυσιαστικού δικαιώματος). Αφορά αποκλειστικά την έννομη σχέση της δίκης και όχι την έννομη σχέση που αποτελεί αντικείμενο της δίκης. Η παραίτηση πηγάζει από τη βούληση του διαδίκου, του αιτούντος, αλλά στον δικαστή απόκειται να της προσδώσει την πλήρη αποτελεσματικότητά της.
Το ενδιαφέρον της παραίτησης έγκειται στο ότι παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να ικανοποιήσει το αίτημά του περί τερματισμού της ένδικης διαφοράς χωρίς ο δικαστής να εξετάσει τη διαφορά επί της ουσίας, δηλαδή να αποφανθεί επί του αντικειμένου της διαφοράς.
- Η νομική φύση της παραίτησης
Στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, η παραίτηση συνδέεται με δύο παράγοντες της δίκης: τον αιτούντα, ο οποίος καθορίζει την έκταση και τα όρια της παραίτησης, και τον δικαστή, ο οποίος ελέγχει τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων και καταργεί τη δίκη. Ο αιτών λαμβάνει την πρωτοβουλία, αλλά διατυπώνει απλώς μια πρόταση εξοπλισμένη με δεσμευτική δύναμη. Πρόκειται για μονομερή δικονομική δικαιοπραξία. Η εν λόγω δήλωση βούλησης αναλύεται ως μια από τις συνιστώσες του δικαιώματος έννομης προστασίας, όπως η επιθυμία οριστικής διάγνωσης της έννομης σχέσης, η οποία θα παραγάγει αποτέλεσμα στο πλαίσιο δίκης που θα περατωθεί με την έκδοση δικαστικής απόφασης.
Επομένως, η παραίτηση είναι μια διαδικαστική πράξη, με συνέπεια μια μορφή εξέλιξης της δίκης, αυτή της κατάργησης. Δεν είναι το δικονομικό αντίκρισμα της παραίτησης από δικαίωμα ουσιαστικού δικαίου το οποίο επιδιώκεται δικαστικά ή από το δικαίωμα έννομης προστασίας. Πρόκειται για την ανάκληση του ενδίκου βοηθήματος, η οποία δεν θίγει το ουσιαστικό δικαίωμα [Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σ. 364, αρ. περ. 398] ή ορθότερα την ουσιαστική έννομη σχέση της οποίας ζητείται έννομη προστασία
Ο Θ. Τσάτσος συνδέει την παραίτηση από την υποβληθείσα αίτηση ακύρωσης με την παρουσία του εννόμου συμφέροντος ως προϋπόθεσης του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος: «Δοθέντος ότι απαιτείται η παρουσία συμφέροντος ως προϋπόθεσις της παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δέον να γίνη δεκτόν ότι, αφ’ης στιγμής ο αιτούμενος της ακύρωσιν δηλώσει ότι δεν έχει συμφέρον να εκδικασθή η αίτησις αυτού, δεν υφίσταται πλέον η τυπική αύτη προϋπόθεσις, καθόσον ο μη στερούμενος της ικανότητος της επί δικαστηρίου παραστάσεως είναι ο αρμοδιότερος dejurisedejureκριτής του ιδίου αυτού συμφέροντος» [Θ. Τσάτσου, Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επκρατείας, Τρίτη Έκδοσις, Εκδ. Το Νομικόν, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι, σ. 368]. Παρά τη λογική αλλά υπόρρητη σύνδεσή της με την προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος –υπό την έννοια της ωφέλειας που θα αναμενόταν από την ακύρωση της πράξης– η παραίτηση δεν προϋποθέτει παραδοχές του αιτούντος όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, όπως η ρυθμιζόμενη στο άρθρο 29 του πδ 18/1989 αποδοχή της, Η οποία καταλήγει στην απόρριψη του αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτης, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αλλά αποτυπώνει μόνο την επιθυμία να μη συνεχιστεί η συγκεκριμένη δικαστική διένεξη, χωρίς οι λόγοι της επιλογής αυτής να ενδιαφέρουν τον δικαστή. Η παραίτηση δεν συνδέεται, σε τελική ανάλυση, με παραδοχές του διαδίκου σχετικά με το δικονομικό ή ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με τον ισχυρισμό του ότι το ένδικο βοήθημα που άσκησε είναι παραδεκτό και βάσιμο [1]. Ο διάδικος δεν παραιτείται από το αντικείμενο της δίκης, αλλά από την περαιτέρω διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων που απαιτούνται για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση οριστικής απόφασης.
2.Οι προϋποθέσεις υποβολής της παραίτησης
Η παραίτηση αποτελεί την πρόωρη εγκατάλειψη μιας πρωτοβουλίας. Επομένως, μπορεί να προέλθει είτε από τον διάδικο που άσκησε την αίτηση ακύρωσης είτε από τον παρεμβαίνοντα. Δεδομένου ότι πρόκειται για διαδικαστική πράξη με σοβαρές συνέπειες, περιβάλλεται από αυστηρούς τύπους προκειμένου, αφενός, να διασφαλιστεί ότι ο παραιτούμενος έχει σαφή γνώση του περιεχομένου και των συνεπειώντης πράξης του και, αφετέρου, να αποτραπεί το ενδεχόμενο εσφαλμένης ερμηνείας της δήλωσης του διαδίκου εκ μέρους του δικαστή.
α) Ρητή δήλωση βούλησης
Η παραίτηση πρέπει να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο. Δεν αρκεί η εκδήλωση της σχετικής πρόθεσης, υπό τη μορφή ανακοίνωσης του διοικουμένου προς την εκδούσα την προσβαλλόμενη πράξη αρχή ότι προτίθεται να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης. Περαιτέρω, η παραίτηση δεν τεκμαίρεται ούτε συνάγεται από τη στάση του αιτούντος έναντι της προσβαλλόμενης πράξης, για παράδειγμα από τη συμμόρφωση προς την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, ή από τη στάση του κατά την έρευνα της υπόθεσης, όταν, για παράδειγμα, δεν επανέρχεται στους ισχυρισμούς που προέβαλε με το εισαγωγικό δικόγραφο ή στα αρχικά του αιτήματα. Eπίσης η ανάκληση της πληρεξουσιότητας που έχει παρασχεθεί στον δικηγόρο μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραίτηση από το δικόγραφο της κρινομένης αίτησης, εφόσον κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 η παραίτηση από το δικόγραφο ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί επιτρέπεται έως τη συζήτηση της υπόθεσης [ΣτΕ 1340/2007].
β) Υποκείμενο της παραίτησης
Δικαίωμα παραίτησης από το οικείο δικόγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 30 του π.δ. 18/1989, δεν έχουν μόνο τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία απαριθμούνται στον Αστικό Κώδικα ή κατονομάζονται ρητώς ως τέτοια σε άλλα νομοθετήματα και έχουν ικανότητα δικαίου, αλλά και ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, οι οποίες καθίστανται από την έννομη τάξη φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ορισμένο κύκλο σχέσεων ή τομέα δραστηριοτήτων [ΣτΕ 2247/2005].Σε περίπτωση θανάτου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο, δεν νομιμοποιούνται να παραιτηθούν από το δικόγραφο οι καθολικοί του διάδοχοι, εφόσον δεν υπέβαλαν δήλωση για τη συνέχιση της δίκης ούτε προσκόμισαν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητά τους ως κληρονόμων του θανόντος αιτούντος [ΣτΕ 3190/2004].Όσον αφορά το πρόσωπο του διαδίκου, ισχύουν οι γενικοί δικονομικοί κανόνες περί εκπροσώπησης και διεξαγωγής διαδικαστικών πράξεων. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν είναι αναγκαία η μεσολάβηση του δικηγόρου, έστω και αν για τη συνήθη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η παρουσία του δικηγόρου είναι επιβεβλημένη.
γ) Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης παραίτησης
Ως προς το σημείο αυτό, οι δικονομικές διατάξεις προβλέπουν απόλυτη τυπικότητα, ενώ τη νομολογία έχουν απασχολήσει κυρίως ζητήματα πληρεξουσιότητας. Η παραίτηση χωρεί, κατ’ αρχάς, με έγγραφη δήλωση που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, οπότε καταβάλλεται παράβολο. Δεν απαιτείται αιτιολογία, αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός της υπόθεσης και το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην παραίτηση ή για λογαριασμό του οποίου γίνεται η παραίτηση. Η δήλωση μπορεί να γίνει είτε από τον ίδιο τον διάδικο [ΣτΕ 868/2010, 3470/2009]είτε από δικηγόρο. Στην τελευταία περίπτωση, η έγγραφη δήλωση πρέπει να υποβληθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου έως τη συζήτηση της υπόθεσης είτε από δικηγόρο ο οποίος έχει γενικό ή ειδικό πληρεξούσιο, είτε από τον δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης, ο οποίος κατά το άρθρο 27 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, τεκμαίρεται ότι έχει μέχρι τότε πληρεξουσιότητα [ΣτΕ 1733/2017,1515,1781/2014, 901/2010, 2336/2009]είτε από άλλο δικηγόρο, ο οποίος όμως έχει γενικό ή ειδικό πληρεξούσιο [ΣτΕ 2680/2006, 132-5/2004].
Εάν, πάντως, η ως άνω τεκμαιρόμενη πληρεξουσιότητα από τον διάδικο προς τον εν λόγω δικηγόρο αμφισβητηθεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τότε πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι παρασχέθηκε, διαφορετικά η παραίτηση εκ μέρους του στερούμενου πληρεξουσιότητας δικηγόρου είναι άκυρη και δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα [ΣτΕ 4498/2001].
Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τη δήλωση παραίτησης υποβάλλει είτε ο νόμιμος εκπρόσωπός τους μόνος του [ΣτΕ 699/2004, 374/2000]είτε από κοινού με τον πληρεξούσιο δικηγόρο [ΣτΕ 1526/2007 7μ].
Η έγγραφη δήλωση παραίτησης είναι δυνατόν να περιέχεται και στο κατ’ άρθρο 25 του π.δ. 18/1989 υπόμνημα, το οποίο κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου πριν από τη συζήτηση [ΣτΕ 3498/2006, 1032/2004 7μ].
Η παραίτηση μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, είτε από τον αιτούντα αυτοπροσώπως κατά την προεκφώνηση της υποθέσεως [ΣτΕ 3199/2010, 1381/2010]είτε από τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο [ΣτΕ 1025/2017, 670/2010 7μ]ή από άλλο δικηγόρο, ο οποίος φέρει πληρεξούσιο [ΣτΕ 3856/2010, 1854/2009].
Παραίτηση χωρεί επίσης και με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, εφόσον αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης περιέλθει στη Γραμματεία του Συμβουλίου έως τη συζήτηση στο ακροατήριο [ΣτΕ 1515/2014, 1021/2006].
Δεν συνιστά δήλωση που συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, «εξώδικη ειδοποίηση» του αιτούντος, η οποία υπογράφεται από τον δικηγόρο που υπογράφει και το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και αναφέρει ότι ο αιτών «αποφάσισε αμετάκλητα να παραιτηθεί από την υπόθεση αυτή και την προσφυγή», πλην δεν κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, ούτε έχει συνταχθεί ενώπιον συμβολαιογράφου [ΣτΕ 423/2009]. Ομοίως, έγγραφη δήλωση παραιίτησης, η οποία περιέρχεται στον εισηγητή της υπόθεσης με ταχυδρομική επιστολή δεν είναι έγκυρη [ΣτΕ 175/2006, 3088/2002]. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου νέα αίτηση ακύρωσης, στο τέλος της οποίας αναφέρεται ότι ο αιτών παραιτείται από ομοίου περιεχομένου ήδη ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης [ΣτΕ Ολ 4360/1997, ΣτΕ 825/2006]. Στο ίδιο πνεύμα της αυστηρής τήρησης του τύπου, η νομολογία δέχθηκε ότι, εάν αιτούν νομικό πρόσωπο αποφασίσει την παραίτηση από ασκηθέν ένδικο μέσο και παράσχει για τον σκοπό αυτό, με πράξη του αρμοδίου οργάνου του, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα προς τον αναφερόμενο στην πράξη αυτή δικηγόρο να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να δηλώσει την παραίτηση, πλην ο τελευταίος δεν παραστεί ούτε καταθέσει σχετική δήλωση, μόνη η κατάθεση της ως άνω πράξης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, και μάλιστα από πρόσωπο του οποίου δεν προκύπτει η ταυτότητα, δεν συνιστά νόμιμο τρόπο παραίτησης, ικανό να επιφέρει την κατάργηση της δίκης [ΣτΕ 4104/2009]. Περαιτέρω, εάν η αρμοδιότητα για την παραίτηση νομικού προσώπου από ασκηθέν ένδικο μέσο ανήκει σε συλλογικό όργανο, η λήψη απόφασης από το τελευταίο, με το οποίο εκφράζεται, κατά πλειοψηφία, διαφωνία ως προς το ασκηθέν ένδικο μέσο, δεν συνιστά έγκυρο τρόπο παραίτησης καθόσον δεν συνιστά απόφαση ρητής παραίτησης από την άσκησή του [ΣτΕ 2878/2006].
Παραίτηση υπό αίρεση ή υπό όρους θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 30 παρ. 3). Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση δήλωσης παραίτησης-πρότασης φορολογικού συμβιβασμού υπό τον όρο της αποδοχής της από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ [ΣτΕ 1662/2004] ή της δήλωσης παραίτησης υπό την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη του τα προσκομισθέντα από τον παραιτούμενο αποδεικτικά στοιχεία [ΣτΕ 1309/2004]. Αντιθέτως, δεν συνιστά όρο ή προϋπόθεση που επάγεται την ακυρότητα της παραιτήσεως η διατυπούμενη στη δήλωση επιφύλαξη περί επανεγέρσεως νέου ενδίκου μέσου [ΣτΕ 2541/2005].
Προκειμένου να υποβληθεί εγκύρως εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου μερική ή ολική δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο ασκηθέντος ενώπιον του ΣτΕ ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, είναι πάντοτε αναγκαία η τήρηση τόσο των προβλεπόμενων στο π.δ. 18/1989 διατυπώσεων (υποβολή παραιτήσεως το αργότερο μέχρι το πέρας της συζητήσεως, βλ. ΣτΕ Ολ 3476/2011, 5115/2012), όσο και της προβλεπόμενης στο ν. 3086/2002 ειδικής διαδικασίας (γνωμοδότηση της οικείας Τριμελούς Επιτροπής και έγκριση αυτής από το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο, βλ. ΣτΕ 1717/2017, 4129/2011, 954/2015, 1601/2016, ΑΠ928/2000, 1532/2009, 1040/2011).
Η τήρηση συγκεκριμένου τύπου διασφαλίζει ότι ο διάδικος που υποβάλλει την παραίτηση έχει σαφή γνώση του περιεχομένου και των συνεπειών της πράξης του. Το άρθρο 30 δεν θέτει ουσιαστικές προϋποθέσεις αναγόμενες στον ελεύθερο σχηματισμό της βούλησης του παραιτουμένου, εφόσον δεν απαιτεί καν αιτιολογία της παραίτησης την οποία θα μπορούσε να ελέγξει ο δικαστής.
δ) Έκταση της παραίτησης
Είναι δυνατή και η εν μέρει παραίτηση του διαδίκου, δηλαδή η παραίτηση από ορισμένες μόνο πράξεις [ΣτΕ 2140/2009, 2899/2005]ή από ορισμένα αιτήματα [ΣτΕ 3223/2009], στην περίπτωση δε αυτή επέρχεται, αντιστοίχως, εν μέρει κατάργηση της δίκης. Επίσης, δεν αποκλείεται να επέρχεται παραίτηση μόνο καθ’ ο μέρος το ένδικο μέσο απευθύνεται κατά ορισμένων διαδίκων [ΣτΕ 1002/2008],ενώ είναι δυνατή η παραίτηση και από προβληθέντα λόγο [ΣτΕ 1940/2009, 447/2009],καθώς και από το δικόγραφο των προσθέτων λόγων [ΣτΕ 2030/2009].Στην περίπτωση κατά την οποία προσβάλλονται περισσότερες πράξεις, συγκροτούσες σύνθετη διοικητική ενέργεια και, ακολούθως, εκδοθεί η τελική και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη, η παραίτηση από την προσβολή συγκεκριμένων ενδιάμεσων πράξεως θεωρείται παραίτηση από λόγους που αφορούν στη νομιμότητα της τελικής πράξεως [ΣτΕ 1774/2007].
ε) Χρόνος υποβολής
Ο αιτών μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο σε χρονικό διάστημα που οριοθετείται από δύο ημερομηνίες. Αφενός, πρέπει να έχει κινηθεί ή ένδικη διαδικασία με την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης, αφετέρου, η παραίτηση είναι δυνατή έως τη συζήτηση της υπόθεσης. Μπορεί να υποβληθεί πριν από τον καθορισμό δικασίμου, όχι όμως και μετά τη θέση της υπόθεσης υπό διάσκεψη.Είναι ανίσχυρη έγγραφη δήλωση παραίτησης που περιέρχεται στο Δικαστήριο μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ανεξαρτήτως του χρόνου σύνταξής της [ΣτΕ 3581/2008, 1858/2008]. Πάντως, η έγγραφη δήλωση παραίτησης, η οποία περιέρχεται στον εισηγητή της υποθέσεως μετά τη συζήτηση, φέρει όμως ημερομηνία κατάθεσής της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου προγενέστερη της συζήτησης, είναι έγκυρη και άγει στην κατάργηση της δίκης [ΣτΕ 3760/2009, ΣτΕ 3419/2008]. Επίσης, είναι έγκυρη παραίτηση που λαμβάνει χώρα με την κατάθεση έγγραφης δήλωσης μετά την έκδοση αναβλητικής απόφασης [ΣτΕ 464/2007],προφανώς εφόσον κατά τη δικάσιμο που προηγήθηκε δεν έλαβε χώρα συζήτηση. Τέλος, παραίτηση νοείται και πριν από την, κατά το άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, επανασυζήτηση υποθέσεως[ΣτΕ 1274/2006 7μ].
- Οι συνέπειες της παραίτησης
Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης ολοκληρώνεται σε δύο στάδια. Η δήλωση της βούλησης του αιτούντος δεν παράγει αφεαυτής κανένα αποτέλεσμα. Είναι η αναγκαία προϋπόθεση που προετοιμάζει και προσανατολίζει αυστηρά την επέμβαση του δικαστή. Ο δικαστής θα ολοκληρώσει τη διαδικασία εκδίδοντας δικαστική απόφαση που καθορίζει τις συνέπειες της παραίτησης.
α) Κατάργηση της δίκης
Η εμπρόθεσμη και νομότυπη υποβολή της παραίτησης έχει ως συνέπεια να κηρυχθεί η δίκη καταργημένη ως προς τον διάδικο που υπέβαλε την παραίτηση. Η αίτηση ακύρωσης θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτόν. Αντίθετα, η δίκη συνεχίζεται ως προς τους λοιπούς διαδίκους. Λογικά αυτό σημαίνει ότι ο διάδικος δεν κωλύεται να ασκήσει άλλο ένδικο βοήθημα κατά της συγκεκριμένης πράξης ή με το ίδιο αντικείμενο, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, κυρίως δε δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία. Περαιτέρω, το περιεχόμενο της δήλωσης παραίτησης καθορίζει περιοριστικά την έκταση της κατάργησης. Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, μιας δίκης δηλαδή που στρέφεται κατά μιας διοικητικής πράξης και δεν αποτελεί διαφορά μεταξύ δύο διαδίκων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για προσβολή των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Δεν μπορεί, άλλωστε, κατά κυριολεξία, να γίνει λόγος για αντίδικο. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης και η συνακόλουθη κατάργηση της δίκης καταλήγει στη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξης, την οποία επιδιώκουν η εκδούσα αρχή και οι τυχόν παρεμβαίνοντες. Με άλλα λόγια, για την ισχύ της παραίτησης δεν είναι αναγκαία η αποδοχή της παραίτησης από τους λοιπούς διαδίκους. Περαιτέρω, παρά τον κατ’αντιμωλία χαρακτήρα της διοικητικής δίκης, δεν απαιτείται κοινοποίηση της παραίτησης στον αντίδικο, ακόμη και αν λάβει χώρα πριν από τον καθορισμό δικασίμου. Αντίθετα, συναίνεση του αντιδίκου απαιτείται στις διαφορές ουσίας, εφόσον η παραίτηση υποβληθεί πριν από την έναρξη της πρώτης συζήτησης (άρθρο 143 παρ. 5 ΚΔΔ)
β) Η απόφαση επί της δήλωσης παραίτησης
Το άρθρο 30 παρ. 2 προβλέπει ότι εάν η παραίτηση, με έγγραφη δήλωση στη Γραμματεία ή με συμβολαιογραφικό έγγραφο, υποβληθεί ή περιέλθει στο Συμβούλιο πριν από τον καθορισμό δικασίμου, γίνεται δεκτή με πράξη του Προέδρου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος, ο οποίος, σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφιβολίας για το έγκυρο της δήλωσης, μπορεί να την εισαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση υποβολής της αίτησης μετά τον καθορισμό δικασίμου, αυτή διαπιστώνεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη [ΣτΕ 901/2010]. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών παραιτείται από το δικόγραφο πριν από την επ’ακροατηρίου συζήτηση, έστω και αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος του παρεμβαίνοντος παρίσταται και ζητεί την καταδίκη του αιτούντος στη δικαστική δαπάνη του εντολέα του, χωρίς να αμφισβητήσει το κύρος της δήλωσης περί παραίτησης [ΣτΕ 4542/19977μ. : «εφόσον δεν διετυπώθη οιαδήποτε αντίρρησις εις ό,τι αφορά το κύρος της ως άνω δηλώσεως περί παραιτήσεως, …, πρέπει αφενός μεν κηρυχθεί η ανοιγείσα, διά της υπό κρίσιν αιτήσεως δίκη, κατηργημένη, κατ’άρθρο 30 του Π.Δ. 18/1989, αφετέρου δε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμον το ως άνω υποβληθέν από τους παρεμβαίνοντας αίτημα περί επιδικάσεως υπέρ αυτών της δικαστικής των δαπάνης, δεδομένου ότι, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 39 παρ. 2 του Π.Δ. 18/1989, επί καταργήσεως δίκης εξ οιουδήποτε λόγου και ως εκ τούτου και εις περίπτωσιν καταργήσεως δίκης, λόγω υποβολής παραιτήσεως, από τον αιτούντα, δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη].Από τη διατύπωση του κανόνα συνάγεται ότι ο διοικητικός δικαστής περιορίζεται στην επικύρωση της μονομερούς δήλωσης της βούλησης του διαδίκου να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης. Η απόφαση του δικαστή δεν υπόκειται φυσικά σε ένδικα μέσα.
γ) Η αρμοδιότητα του δικαστή
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ο δικαστής που δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει την υπόθεση της οποίας επελήφθη επί της ουσίας μπορεί να δεχθεί την παραίτηση του αιτούντος και να κηρύξει τη δίκη κατηργημένη. Το γαλλικό Conseild’Etatδέχεται ότι ακόμη και ο αναρμόδιος δικαστής πρέπει να δεχθεί την παραίτηση του αιτούντος. Δεδομένου ότι η εξέταση της παραίτησης προηγείται κάθε άλλης δικονομικής ενέργειας του δικαστή, η ίδια λύση θα πρέπει να γίνει δεκτή και στην ελληνική έννομη τάξη [ΣτΕ 100/2000 εν συμβουλίω. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο κήρυξε τη δίκη κατηργημένη ως προς ορισμένους από τους διαδίκους που είχαν παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης κατά το σύνολό του, ως προς τους λοιπούς δε κατηργημένη κατά το μέρος που αφορά συγκεκριμένη απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού που προσβλήθηκε κατά πλάνη, στρεφομένη δε μόνο κατά της αποφάσεως της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων. Δεδομένου δε η κρινόμενη αίτηση εκδικαζομένη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της απόφασης της Προϊσταμένης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση ωρομισθίου προσωπικού καθώς και μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που δεν χαρακτηρίζονται ανώτατοι από διάταξη νόμου, υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΔΕφΑθ στο οποίο και την παρέπεμψε το ΣτΕ με την εν λόγω απόφαση].
δ) Η έκταση του δικαστικού ελέγχου της παραίτησης
Στα πλαίσια του ανακριτικού συστήματος, ο δικαστής δεν περιορίζεται στη διαιτησία του διαλόγου μεταξύ των διαδίκων, αλλά διευθύνει την έρευνα της υπόθεσης και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανακάλυψη της αλήθειας. Στην περίπτωση της παραίτησης, πάντως, φαίνεται ότι οι εξουσίες του δικαστή περιορίζονται στον έλεγχο της τήρησης των διαδικαστικών τύπων στους οποίους υπόκειται η παραίτηση. Αντίθετα, ο δικαστής δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη βούληση του αιτούντος εξετάζοντας αν η υποβληθείσα αίτηση συνιστά όντως παραίτηση, αν στηρίζεται σε κάποια βάσιμη αιτία, όπως η πεποίθηση του ενδιαφερομένου σχετικά με την πρόθεση της Διοίκησης ως προς τη διευθέτηση της διαφοράς. Η πλάνη του του αιτούντος δεν επηρεάζει την ισχύ της παραίτησης, η οποία άλλωστε δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη. Εξάλλου, είναι πάντοτε δυνατή η προσβολή της έγγραφης δήλωσης παραίτησης για πλαστότητα. Συγγνωστή πλάνη συνιστά, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, η λάθος συνεννόηση πληρεξουσίου δικηγόρου με τον συντάξαντα τη δήλωση παραίτησης συνεργάτη του ως προς το περιεχόμενο της δήλωσης [ΣτΕ 100/2000 εν συμβουλίω, ΣτΕ 1106/1989, 1173/1972, 2363/1971, 1139/1969, 2863/1967, 1617/1963], όχι όμως το άγχος και η σύγχυση κατά την υποβολή της ρητής δήλωσης [ΣτΕ 1234/1996].
Δεν είναι έγκυρη η παραίτηση όταν υφίστανται σοβαρές αποκλίσεις που εμφανίζουν τα στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος, όπως τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, στη δήλωση παραιτήσεως και στο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο [ΣτΕ 789/2001].
Ο δικαστής παραμένει στο επίκεντρο της δίκης, καμία φάση της οποίας δεν μπορεί να εξελιχθεί χωρίς την επέμβασή του. Παρά τη δεσμευτική ισχύ με την οποία περιβάλλεται η μονομερής δήλωση της βούλησης του διαδίκου, ο δικαστής δεν έχει ακριβώς δέσμια αρμοδιότητα. Υποχρεούται να εξετάσει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων ισχύος της παραίτησης
Η απόφαση δεν έχει διαπλαστικό αλλά αναγνωριστικό χαρακτήρα. Ο δικαστής δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της διαφοράς αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση της πρόωρης εξαφάνισης της δίκης. Πράγματι, ακόμη και αν η απόφαση που διαπιστώνει την παραίτηση δεν επιλύει τη διαφορά επί της ουσίας, αποτελεί δικαστική απόφαση εφόσον παράγει δεδικασμένο για τους διαδίκους.
ε) Ανάκληση της παραίτησης
Κατά την παρ. 4 του άρθρου 30, «[α]νάκληση παραίτησης δεν επιτρέπεται». Όπως έχει κριθεί [ΣτΕ 2453/2006, 128/2003, ΣτΕ 100/2000 εν συμβουλίω], με την κατάθεση στην Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας έγγραφης δήλωσης παραίτησης από υποβληθείσα αίτηση ακύρωσης επέρχεται κατάργηση της ανοιγείσας με την αίτηση αυτή δίκης, τυχόν δε ανάκληση της παραίτησης δεν επάγεται καμία συνέπεια. Ο κανόνας αυτός διασφαλίζει τη σταθερότητα των νομικών καταστάσεων.Η μόνη παρέκκλιση από τον ανωτέρω κανόνα αφορά την περίπτωση κατά την οποίαο παραιτηθείς επικαλείται συγγνωστή πλάνη ή άλλο νόμιμο λόγο, συνιστάμενο σε ελάττωμα της δηλωθείσας βούλησης περί παραίτησης, όπως δόλος (απάτη) ή βία (απειλή) του Αστικού Κώδικα για τη βασιμότητα του οποίου κρίνει το Δικαστήριο (ΣτΕ 2327/2018, 1733/2017, 4817/2014, 3076/2014, 1781/2014, 873, 108/2012, 552/1999, 1783/1957). Περαιτέρω,η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση ή διάψευση της πεποίθησης του αιτούντος περί του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε εν τοις πράγμασι ανακληθεί, έστω και αν οφείλεται σε αντιφατική συμπεριφορά του ΝΠΔΔ στο οποίο ανήκει το όργανο που την εξέδωσε, δεν συνιστά λόγο που να δικαιολογεί την ανάκληση της παραίτησης (ΣτΕ 552/1999, 1783/1957).Και τούτο, διότι η πλάνη που επικαλείται το αιτούν, η οποία, κατά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, αποτέλεσε την αιτία που διαμόρφωσε τη βούληση παραίτησης, δεν αναφέρεται στη δηλωθείσα βούληση, αλλά στα παραγωγικά αίτια αυτής (ΣτΕ 2327/2018).
στ) Συνέπειες της απόφασης περί κατάργησης
Κατά την παρ. 5 του άρθρου 30, αίτηση ακύρωσης από το δικόγραφο της οποίας εχώρησε παραίτηση θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Συνέπεια αυτού είναι η δυνατότητα επανόδου του αιτούντος με την άσκηση νέας αίτησης ακύρωσης (εφόσον, φυσικά, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού), η οποία και δεν θεωρείται δεύτερη [ΣτΕ 2112/2010, 2516/2005, 3433/2004]. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, η οποία απαγγέλλει αναδρομική άρση των δικονομικών συνεπειών από την άσκηση αίτησης ακύρωσης, όταν υποβληθεί παραίτηση από το δικόγραφό της, συνεπαγόμενη, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, κατάργηση της δίκης, κρίσιμη σε περίπτωση άσκησης διαδοχικών αιτήσεων ακύρωσης κατά της ίδιας πράξης είναι η υποβολή παραίτησης από την πρώτη αίτηση πριν από τον χρόνο συζήτησης της δεύτερης. Δεν ασκεί δε επιρροή ο χρόνος κατάθεσης της δεύτερης αίτησης και, ειδικότερα, το γεγονός ότι τυχόν κατά τον χρόνο της κατάθεσης αυτής ήταν ακόμη εκκρεμής η πρώτη αίτηση ακύρωσης [ΣτΕ 2679/2003]. Το δικαίωμα παραίτησης από το δικόγραφο αποκόπτεται με τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν αναβιώνει με την άσκηση έφεσης [ΣτΕ 3449/2006].
4 Παραίτηση από το ασκηθέν, συγκεκριμένο, ένδικο βοήθημα και παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος
Παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης ισοδυναμεί με παραίτηση από τη συγκεκριμένη διοικητική δίκη, δηλαδή από τη διεξαγόμενη ενώπιον του ΣτΕ διαδικασία για τη διαπίστωση της ανάγκης και τον καθορισμό της έκτασης παροχής έννομης προστασίας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και από την επίλυση της σχετικής διαφοράς [Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, αρ. περ. 259]. Πρόκειται δηλαδή για παραίτηση από την έννομη σχέση της δίκης, από «το πλέγμα δικαιωμάτων δημοσίου και υποχρεώσεων δημοσίου δικαίου», όχι όμως και από την επίδικη έννομη σχέση που διέπεται από το ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο [2].
Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν νοείται παραίτηση από συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, δεν είναι δυνατή η παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης αίτησης ακύρωσης παρά μόνο από το κατατεθέν δικόγραφο, υπό την έννοια ότι τυχόν έγγραφο στο οποίο δηλώνεται η πρόθεση προσώπου να μην ασκήσει, γενικώς, αίτηση ακύρωσης κατά ορισμένης πράξης, δεν συνιστά έγκυρη παραίτηση, δύναται, ωστόσο, να εκτιμηθεί ως αποδοχή της πράξης [ΣτΕ 2516/2005]. Δεν νοείται δηλαδή παραίτηση από το δικαίωμα που ασκείται με το ένδικο βοήθημα.
Β. Οι μεταβολές στο πρόσωπο των διαδίκων (άρθρο 31 πδ 18/1989)
Η δίκη κατά κανόνα διεξάγεται, δηλαδή αρχίζει και περατώνεται, μεταξύ των αρχικών διαδίκων και των ενδεχομένως παρεμβάντων. Ενίοτε όμως, κατά την πορεία της ένδικης διαδικασίας, επέρχονται γεγονότα τα οποία επιφέρουν μεταβολές στα πρόσωπα των διαδίκων. Ο θάνατος του φυσικού προσώπου ή η διάλυση του νομικού προσώπου που άσκησε το ένδικο βοήθημα μπορεί να αποτελέσει λόγο κατάργησης της δίκης. Ειδικότερα, η συνέπεια των ως άνω δικονομικών γεγονότων είναι, αρχικώς, η αναβολή της συζήτησης και, στη συνέχεια, η κατάργηση της δίκης, εκτός αν ζητηθείη συνέχισή της από πρόσωπο που νομιμοποιείται προς τούτο και υπό την προϋπόθεση ότι η κρινόμενη έννομη σχέση δεν είναι προσωποπαγής. Στο άρθρο 31 του π.δ. 18/1989 ορίζονται τα εξής: «1. Αν πεθάνει ο ιδιώτης που άσκησε το ένδικο μέσο ή διαλυθεί το νομικό πρόσωπο, η δίκη καταργείται, εκτός αν έως τη συζήτηση οποιοσδήποτε που νομιμοποιείται ζητήσει τη συνέχιση της δίκης με δήλωσή του που κατατίθεται στη Γραμματεία, ή και προφορικά στο ακροατήριο. 2. Αν δεν ζητηθεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, η συνέχιση της δίκης, η συζήτηση αναβάλλεται αυτεπαγγέλτως και για εύλογο χρονικό διάστημα, αφού εκτιμηθεί η φύση της υποθέσεωςΔιαφορετική δικονομική αντιμετώπιση επιφυλάσσει το πδ 18/1989 στον θάνατο του καθού ή του αναιρεσίβλητου, προβλέποντας τη συνέχιση της δίκης, μετά από αυτεπάγγελτη και για εύλογο χρόνο αναβολή της συζήτησης, εάν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, ακόμη και αν απουσιάζουν οι διάδικοι εκείνου που πέθανε. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 31 του πδ 18/1989, «[α]ν πεθάνει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή ή η αίτηση αναιρέσεως, μετά από αυτεπάγγελτη και για εύλογο χρόνο αναβολή της συζήτησης η δίκη συνεχίζεται αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, ακόμη και αν απουσιάζουν οι διάδικοι εκείνου που πέθανε. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται νέα κοινοποίηση».Κατά την παράγραφο 4,«[η] προηγούμενη παράγραφος έχει εφαρμογή και σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έχει ασκήσει παρέμβαση.». Κατωτέρω εξετάζονται διαδοχικά τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τον θάνατο του φυσικού προσώπου και (1)και, στη συνέχεια, τα ειδικότερα ζητήματα που συνδέονται με τη διάλυση νομικών προσώπων (2).
- Θάνατος φυσικού προσώπου
Τα ζητήματα που απασχόλησαν τη νομολογία αφορούν τον χρόνο επέλευσης του θανάτου (α) και τις δικονομικές συνέπειές του, που συνίστανται στην αναβολή της συζήτησης (β) και στη συνέχιση ή κατάργηση της δίκης (γ).
α) Χρόνος θανάτου
Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμη η διάκριση μεταξύ του θανάτου του ασκούντος το ένδικο βοήθημα (αα) και του θανάτου του καθού ή του αναιρεσίβλητου (ββ), στην οποία προβαίνει και η ίδια η διάταξη του άρθρου 31 του πδ 18/1989.
αα) Θάνατος του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα
Για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης, προϋποτίθεται ότι ο θάνατος του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα ή μέσον επήλθε μετά την άσκησή του [ΣτΕ 3568/2010, 2168/2010, 3648/2009, 3859/2008]. Συνεπώς, ένδικο μέσο που ασκήθηκε από πρόσωπο το οποίο δεν υπήρχε κατά τον χρόνο κατάθεσής του είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, δεδομένου ότι ασκήθηκε από μη έχοντα ικανότητα δικαίου και ικανότητα διαδίκου, κατά τα άρθρα 34 και 35 του Αστικού Κώδικα, καθώς και 62 του ΚΠολΔ [ΣτΕ 3144/2009, 1975/2009, 3657/2008, 1028/2008]. Η ως άνω εξ υπαρχής ακυρότητα του δικογράφου δεν είναι δυνατό να θεραπευθεί με δήλωση του κληρονόμου του περί συνέχισης της δίκης, διότι η δήλωση αυτή προϋποθέτει, όπως συνάγεται από το άρθρο 31 του π.δ.18/1989, τον μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης θάνατο εκείνου που την άσκησε [ΣτΕ 1975/2009, 3144/2009]. Εξάλλου, εάν ο έχων έννομο συμφέρον να ασκήσει ένδικο μέσο αποβιώσει πριν από την άσκησή του, οι καθολικοί του διάδοχοι έχουν ίδιο δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου, εφόσον το ουσιαστικό δικαίωμα του δικαιοπαρόχου τους είναι μεταβιβάσιμο [ΣτΕ 1181/2010, πρβλ. ΣτΕ 2330/1975, 3813/1976]. Αντιθέτως, εάν το δικαίωμα είναι προσωποπαγές, ο θάνατος του δικαιούχου πριν από την άσκηση από αυτόν ενδίκου μέσου, αποστερεί τους καθολικούς του διαδόχους από τη δυνατότητα να ασκήσουν οι ίδιοι αυτοτελώς και ιδίω ονόματι ένδικα βοηθήματα [ΣτΕ 3955/2009. Βλ. και ΣτΕ 1745/1999].
ββ) Θάνατος του αναιρεσιβλήτου
Τη νομολογία απασχόλησαν ειδικά οι συνέπειες του θανάτου του αναιρεσιβλήτου πριν από την άσκηση της αίτηςης αναίρεσης, μετά όμως από τη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Κρίθηκε συναφώς ότι το γεγονός ότι μνημονεύεται ως αναιρεσίβλητος πρόσωπο που ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απεβίωσε όμως μεταγενεστέρως, δεν δημιουργεί ακυρότητα του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, η οποία θεωρείται ότι στρέφεται κατά των νομιμοποιουμένων προς τούτο κληρονόμων του, εφόσον όμως αυτοί είναι γνωστοί και παρίστανται [ΣτΕ 3083/2010, 1356/2009, 2525/2008].Περαιτέρω, σε περίπτωση θανάτου του αναιρεσιβλήτου πριν από την κοινοποίηση σε αυτόν αντιγράφων της αίτησης αναίρεσης και της πράξης ορισμού δικασίμου, αναιρεσίβλητοι καθίστανται και μπορούν να παραστούν με την ιδιότητα αυτή στην κατ’ αναίρεση δίκη οι διάδοχοι του θανόντος, προς αυτούς δε γίνεται η κοινοποίηση των ανωτέρω εγγράφων εκ μέρους του αναιρεσείοντος [ΣτΕ 606/2010, 3255/2009, 351/2008, 40/2005, 1618/2002].
β. Αναβολή της συζήτησης
Ο θάνατος του φυσικού προσώπου ή η διάλυση του νομικού προσώπου συνεπάγονται την αναβολή της συζήτησης για εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία συνέχισης της δίκης σε όσους νομιμοποιούνται. Το εύλογο του χρόνου αναβολής κρίνεται ενόψει του εκάστοτε αντικειμένου της δίκης [ΣτΕ 383/2009, 2677/2006]· έτσι, έχει κριθεί ότι δεν απαιτείται η περαιτέρω αναβολή της συζήτησης λόγω θανάτου του πρώτου από περισσότερους ομοδικούντες, προκειμένου να εμφανισθούν οι κληρονόμοι του, δεδομένου ότι οι λοιποί ομόδικοι είναι στενοί συγγενείς [ΣτΕ 270/2005],ενώ σε άλλες περιπτώσεις εύλογος έχει κριθεί το χρονικό διάστημα των έξι [ΣτΕ 2677/2006]ή των οκτώ μηνών [ΣτΕ 603/2009].Επίσης, είναι δυνατόν το πρόσωπο που επαναλαμβάνει τη δίκη να ζητήσει την εν μέρει μόνο συνέχισή της, επιφέροντας, παράλληλα, κατάργησή της για το υπόλοιπο μέρος της [ΣτΕ 2091/2006].
Έχει κριθεί ειδικά ότι στην περίπτωση που ο θάνατος του διαδίκου επέρχεται μετά τη συζήτηση της υπόθεσής του στην Ολομέλεια και πριν από την εκ νέου συζήτηση, κατόπιν αναπομπής, ενώπιον του Τμήματος, η δίκη αναβάλλεται για εύλογο χρονικό διάστημα και, στη συνέχεια, κηρύσσεται κατηργημένη, εάν δεν ζητηθεί η συνέχισή της από τυχόν νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο [ΣτΕ 932/2004].
Στην περίπτωση θανάτου του αναιρεσιβλήτου, εάν δεν παρίσταται κανείς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δίκη αναβάλλεται για να ανευρεθούν οι κληρονόμοι του [ΣτΕ 3255/2009]. Κατόπιν της ανεύρεσής τους και της κοινοποίησης σ’ αυτούς, με επιμέλεια του αιτούντος, των εγγράφων από τα οποία προκύπτει ότι αυτοί έχουν καταστεί κληρονόμοι, καθώς και της Πράξης του Προέδρου του αρμοδίου Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου, η ανοιγείσα δίκη νομίμως συνεχίζεται παρά τη μη παράστασή τους [ΣτΕ 1781/2009].Εάν, ωστόσο, οι καθολικοί διάδοχοι του αναιρεσιβλήτου δεν εμφανιστούν μετά την αναβολή, διότι ο αναιρεσείων δεν τους κοινοποίησε τα ανωτέρω έγγραφα και αντίγραφο της αναβλητικής απόφασης του Δικαστηρίου, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη [ΣτΕ 606/2010].
γ. Κατάργηση ή συνέχιση της δίκης
Τη συνέχιση της δίκης, τόσο στην περίπτωση θανάτου του φυσικού προσώπου, όσο και στην αντίστοιχη της διάλυσης του νομικού προσώπου, αναλαμβάνει οποιοσδήποτε νομιμοποιείται προς τούτο. Η έννοια της νομιμοποίησης είναι στενότερη του εννόμου συμφέροντος.
αα) Καθολική διαδοχή
Επί θανάτου φυσικών προσώπων, νομιμοποιούνται οι καθολικοί διάδοχοι του αιτούντος σε κάθε περίπτωση, εφόσον η δίκη έχει, αμέσως ή εμμέσως, χρηματικό αντικείμενο. Ως καθολικοί διάδοχοι νοούνται τόσο οι εξ αδιαθέτου [ΣτΕ 471/2010, 1361/2007]όσο και οι εκ διαθήκης [ΣτΕ Ολ 508/2007, ΣτΕ 3520/2010]κληρονόμοι.
Η αποποίηση της κληρονομίας έχει ως συνέπεια την άμεση κατάργηση της δίκης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσκομισθούν οι σχετικές εκθέσεις αποποίησης του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου [ΣτΕ 1860/2004].Τα δικαιολογητικά αυτά οφείλει ο φερόμενος ως κληρονόμος να προσκομίσει και στην περίπτωση που επιθυμεί να υποβάλει παραίτηση από το ασκηθέν από το ένδικο μέσο του κληρονομούμενου [ΣτΕ 391/2010]. Εάν δε, ενόψει των προσκομισθέντων στοιχείων, υπάρξει αμφιβολία ως προς το εάν οι αιτούμενοι τη συνέχιση της δίκης φέρουν πράγματι την ιδιότητα του νόμιμου κληρονόμου, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, προκειμένου να συμπληρωθούν ενδεχόμενες ελλείψεις [ΣτΕ 2802/2005].
Εξάλλου, έχει γίνει δεκτό ότι η ιδιότητα του καθολικού διαδόχου αρκεί για τη συνέχιση δίκης με μη χρηματικό αντικείμενο, ακόμη και αν ο θανών άσκησε την αίτηση ακύρωσης υπό ορισμένη ιδιότητα, η οποία είναι προσωποπαγής [ΣτΕ Ολ 605/2002, 4024/2004, 3422/2004, πρβλ. ΣτΕ 2125/2006], όπως η ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου και κατοίκου συγκεκριμένου δήμου. Το γεγονός, επομένως, ότι ο αιτών συνδεόταν με την προσβληθείσα με αίτηση ακύρωσης πράξη με ορισμένο νομικό δεσμό, ο οποίος διεκόπη με το θάνατό του, δεν συνεπάγεται, κατά τη νομολογιακή αυτή θέση, άνευ ετέρου την κατάργηση της δίκης, αλλά παρέχεται η δυνατότητα στους καθολικούς του διαδόχους να τη συνεχίσουν, θεμελιώνοντας τη νομιμοποίησή τους μόνο στην ιδιότητα του κληρονόμου [Kατά τη μειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 605/2002, η σύζυγος του αποβιώσαντος αιτούντος, ο οποίος είχε επικαλεσθεί για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του, για την άσκηση αίτησης ακύρωσης ΚΥΑ με την οποία παραχωρήθηκαν δωρεάν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή σε ίδρυμα δημόσια κτήματα, με αποκλειστικό σκοπό την ανέγερση Μουσείου, τις ιδιότητες του δημοτικού συμβούλου Αθηναίων και του κατοίκου Αθηνών, δηλαδή ιδιότητες που συνδέονται αποκλειστικά με το πρόσωπό του, θα μπορούσε ως κάτοικος του Δήμου Αθηναίων να έχει ασκήσει η ίδια αίτηση ακύρωσης κατά της προσβαλλόμενης πράξης, δεν νομιμοποιείται όμως να συνεχίσει την παρούσα δίκη υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμου του αποβιώσαντος αιτούντος με την επίκληση της ιδιότητας της κατοίκου Αθηνών].
Ωστόσο, έχει γίνει δεκτή από τη νομολογία και η αντίθετη θέση, κατά την οποία μόνη η ιδιότητα του κληρονόμου δεν αρκεί, αλλά απαιτείται, περαιτέρω, η ιδιότητα υπό την οποία ο θανών άσκησε την αίτηση ακύρωσης να μην είναι προσωποπαγής και ακληρονόμητη, δηλαδή η φύση και το αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης να μην είναι συνυφασμένο με προσωποπαγές και ακληρονόμητο δικαίωμα του αιτούντος και να μη συνδέεται, επομένως, αποκλειστικά με το πρόσωπό του [ΣτΕ 1368/2006για την προσβολή πράξης, με την οποία μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων μετατρέπεται από μη κερδοσκοπικό σε κερδοσκοπικό σωματείο, από τρόφιμο της μονάδας υπό την ιδιότητά του αυτή, ΣτΕ 2339/2000, προσβολή πράξης διορισμού μουφτή από μουσουλμάνο υπό την ιδιότητα του εκλογέα]. Το γεγονός δε ότι οι κληρονόμοι φέρουν και οι ίδιοι, έκαστος ατομικά, την ιδιότητα που έφερε ο κληρονομούμενος, δεν αρκεί για τη συνέχιση της δίκης. Και τούτο, διότι θα μπορούσαν να έχουν ασκήσει αυτοτελώς αίτηση ακύρωσης κατά της προσβληθείσας από το δικαιοπάροχό τους πράξης, με συνέπεια η συνέχιση της δίκης να συνιστά εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 46 του πδ 18/1989 για την προθεσμία άσκησης της αίτησης ακύρωσης. Στο ίδιο πλαίσιο και ανεξαρτήτως του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ιδιότητας, δυνάμει της οποίας ο θανών είχε ασκήσει την αίτηση ακύρωσης, έχει γίνει δεκτό ότι για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου μέσου από τον καθολικό διάδοχό του, ο τελευταίος οφείλει να θεμελιώνει αυτοτελώς το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [ΣτΕ 2712/2005 7μ.. Σαφέστερη συναφώς η ΣτΕ 1059/2003:«ανεξαρτήτως του ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνδέονται στενώς με το πρόσωπο του αποβιώσαντος ιατρού, οι … νόμιμοι κληρονόμοι του, με την κατατεθείσα … δήλωσή τους περί συνεχίσεως της δίκης, δεν επικαλούνται ότι υφίστανται οποιαδήποτε συγκεκριμένη υλική ή ηθική βλάβη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, η οποία να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης στο πρόσωπό τους. Επομένως, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον των προαναφερθέντων κληρονόμων του αιτούντος που να δικαιολογεί την συνέχιση της παρούσης δίκης, η οποία πρέπει ως εκ τούτου να κηρυχθεί κατηργημένη»].
ββ) Ειδική διαδοχή
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 31 δεν εφαρμόζεται μόνο επί καθολικής διαδοχής, δηλαδή μόνο σε περίπτωση θανάτου, αλλά και επί ειδικής διαδοχής, στο πεδίο, ωστόσο, των πραγματοπαγών διοικητικών πράξεων. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό προς το άρθρο 47 παρ. 1 του πδ 18/1989, ενόψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το δικαίωμα συνέχισης της εκκρεμούς δίκης πρέπει να αναγνωρισθεί και υπέρ τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου, στο οποίο μεταβιβάσθηκε κατά τη διάρκεια εκκρεμούς ακυρωτικής δίκης δικαίωμα επί ακινήτου, επί του οποίου ο αιτών βάσιζε το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης κατά διοικητικής πράξης, η οποία καθ’ οιονδήποτε τρόπο θίγει το δικαίωμα αυτό ή σχετικά προς το ακίνητο συμφέροντα, δεδομένου ότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα αποκλειόταν η λυσιτελής επιδίωξη έννομης προστασίας σε σχέση προς το ως άνω ακίνητο, κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, αλλά και του άρθρου 95 του Συντάγματος. Πράγματι, λόγω της μεταβίβασης του ακινήτου, κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης ακύρωσης, θα είχε εκλείψει το έννομο συμφέρον του αρχικού διαδίκου και, κατ’ ακολουθία, θα απεκόπτετο η δυνατότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί περαιτέρω ενδίκου βοηθήματος στρεφομένου κατά πράξης που εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει ευθέως έννομες συνέπειες σε βάρος του ειδικού διαδόχου του αιτούντος. Συνεπώς, νομίμως κατ’αρχήν συνεχίζεται στην περίπτωση αυτή η δίκη, παρά τη μεταβίβαση του ακινήτου, εφόσον ο τρίτος, προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση, εκδηλώσει τη σχετική βούλησή του με δήλωση που κατατίθεται στη Γραμματεία ή και προφορικά στο ακροατήριο [ΣτΕ 4036/2005 7μ., 3763/2007, 1241, 2271/2008].
Ειδικά στην περίπτωση της αίτησης ακύρωσης κατά πράξης εντασσόμενης στη διαδικασία ανάκλησης συντελεσμένης απαλλοτρίωσης ακινήτου, ασκούμενη από τον τέως ιδιοκτήτη αυτού, ο οποίος στηρίζει το έννομο συμφέρον του όχι πλέον σε δικαίωμα κυριότητας, αλλά σε δικαίωμα προσδοκίας ανάκτησης της κυριότητας του ακινήτου, νομιμοποιούνται να ζητήσουν τη συνέχιση της δίκης όχι μόνον οι καθολικοί διάδοχοι του τέως ιδιοκτήτη, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοι αυτού στους οποίους μεταβιβάσθηκε, εκκρεμούσης της δίκης, το εν λόγω δικαίωμα προσδοκίας [ΣτΕ 228/2009 7μ].
Περαιτέρω, μόνη η διαδοχή ενός προσώπου από ένα άλλο σε ένα αξίωμα ή θέση, δεν αρκεί για τη συνέχιση της δίκης, εάν ο θανών άσκησε την αίτηση ακύρωσης ατομικώς ως φυσικό πρόσωπο και όχι υπό την ιδιότητά επί της οποίας υπήρξε διαδοχή [ΣτΕ4103/2005 7μ.,όπου κρίθηκε ότι ο νέος μητροπολίτης δεν νομιμοποιείται σε συνέχιση ανοιγείσας από τον προκάτοχό του ακυρωτικής δίκης κατά της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου των «Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά», εκ μόνου του λόγου ότι έχει διαδεχθεί τον αποβιώσαντα μητροπολίτη στην ως άνω ιδιότητα και στο εν λόγω διοικητικό και εκκλησιαστικό αξίωμα, καθώς η αίτηση ακύρωσης είχε ασκηθεί από τον θανόντα ατομικώς και όχι υπό την ιδιότητά του ως μητροπολίτη]. Αντιθέτως, εάν ο αιτών άσκησε την αίτηση ακύρωσης υπό ορισμένη ιδιότητα και όχι ατομικώς, παραδεκτώς συνεχίζουν τη δίκη όσοι φέρουν την ίδια ιδιότητα [ΣτΕ Ολ1657-9/2008, όπου κρίθηκε ότι νομίμως παρίστανται και συνεχίζουν οι υπόλοιποι εκτελεστές της διαθήκης δίκη ανοιγείσα επίσης από εκτελεστή διαθήκης, ενεργούντος υπό την ιδιότητά του αυτή].
Σε περίπτωση ομοδικίας, ο θάνατος του προτασσόμενου στο δικόγραφο ομοδίκου δεν επιφέρει τη διάρρηξη του δεσμού της ομοδικίας [ΣτΕ 611/2010].Η δίκη αναβάλλεται κατά την πρώτη μετά τον θάνατο δικάσιμο, κηρύσσεται δε κατηργημένη μόνον εάν κανείς από τους εναπομείναντες ομοδίκους δεν ζητήσει τη συνέχισή της.
- Διάλυση νομικών προσώπων
Ιδιαίτερης ανάλυσης χρήζουν ορισμένα ζητήματα που ανάγονται στη φύση και στο καθεστώς των διαδίκων νομικών προσώπων. Πρόκειται, ειδικότερα, για τις μορφές που μπορεί να λάβει η διάλυση των νπιδ και τις δικονομικές συνέπειες όσον αφορά τη συνέχιση της δίκης (α), για τις μετατροπές στην κατάσταση των νπδδ, οι οποίες, κατά κανόνα, δεν επηρεάζουν τη συνέχιση της δίκης (β) και για τη σύμπτωση αιτούντος και καθού (γ).
α) Μορφές διάλυσης νπιδ
Αναβολή της συζήτησης και, εν συνεχεία, κατάργηση της δίκης επιφέρει και η διάλυση των νομικών προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, τη δίκη νομιμοποιούνται να συνεχίσουν, καταθέτοντας τη σχετική δήλωση, οι οιονεί καθολικοί διάδοχοι αυτών [ΣτΕ 3812/2009, 2176/2009, 1109/]. Οιονεί καθολική διαδοχή υφίσταται σε περίπτωση απλής [ΣτΕ 3985/2004, 2572/2002] ή με απορρόφηση [ΣτΕ 1394/2005 7μ., ΣτΕ 2176/2009]συγχώνευσης εταιρειών [ΣτΕ 2173/2009], και μετατροπής νπιδ σε κερδοσκοπικό [ΣτΕ 1495/2010]. Επίσης, νομίμως συνεχίζει δίκη ανοιγείσα από ανώνυμη εταιρεία, η νέα που έχει προκύψει από την απορρόφηση εκείνης που είχε ασκήσει το ένδικο μέσο και έχει, ακολούθως, προβεί σε αλλαγή της επωνυμίας και του διακριτικού της τίτλου, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920 [ΣτΕ 1109/2008]. Επιπλέον, νομίμως συνεχίζουν δίκη ανοιγείσα από κοινοπραξία ανώνυμης εταιρείας και εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, οι απορροφήσασες αυτές ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες κατέστησαν ειδικοί και καθολικοί διάδοχοι των απορροφηθεισών εταιριών και κοινοπρακτούν [ΣτΕ 2106/2008],όπως επίσης και η ανώνυμη εταιρεία στην οποία έχουν συγχωνευθεί με απορρόφηση άλλες ανώνυμες εταιρείες- μέλη κοινοπραξίας που είχε ασκήσει την αίτηση αναίρεσης [ΣτΕ 626/2006]. Αντιθέτως, δεδομένου ότι από τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου [Αρθρα 66 και 67 ν. 2190/1920, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 16 και 17 του ν. 2339/95 (ΦΕΚ Α΄ 204) καθώς και άρθρα 51 παρ. 2, 5 και 53 παρ. 1-4 του ν. 3190/55 (ΦΕΚ Α΄ 91)] δεν προβλέπεται η μετατροπή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως η αστική εταιρία των άρθρων 741 επ. του Αστικού Κώδικα, ή ατομικής επιχείρησης, σε εταιρεία με νομική προσωπικότητα, στην τελευταία αυτή περίπτωση συνιστάται νέα εταιρεία και δεν επέρχεται καθολική διαδοχή της αρχικής ατομικής επιχείρησης από τη συσταθείσα εταιρεία, η οποία, συνεπώς, δεν νομιμοποιείται να συνεχίζει τις δίκες που είχε αρχίσει η ατομική επιχείρηση [ΣτΕ 1977/65, 479/72, 3541/77, 1125/84, 1020/94, 3894/95, 3636/2002, και 1822/2010, παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση].
Τη νομολογία απασχόλησε η τύχη της δίκης στην περίπτωση της εκκαθάρισης εταιρίας. Όπως ήδη, εκτέθηκε, εάν μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, τότε η συζήτηση αναβάλλεται και, εφόσον δεν εμφανιστεί κανείς για να δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχιση της δίκης, η τελευταία καταργείται. Εάν όμως την απόφαση για λύση της εταιρείας ακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης αυτής, τη δίκη συνεχίζει η ίδια η εταιρεία [πρβλ. ΣτΕ 3849/2002 7μ.], η οποία θεωρείται υπάρχουσα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εφόσον αποδείξει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης εξυπηρετεί τις ανάγκες αυτές. Ο ακυρωτικός δικαστής εξετάζει το συμφωνητικό με το οποίο αποφασίσθηκε η λύση της εταιρίας και ερμηνεύει τη βούληση των εταίρων προκειμένου να αποφασίσει για τη συνέχιση ή κατάργηση της δίκης. Εάν, περαιτέρω, ολοκληρωθεί και το στάδιο της εκκαθάρισης και επέλθει διαγραφή ανώνυμης εταιρείας από το μητρώο, τότε η δίκη καταργείται, κατά το άρθρο 31 του π.δ. 18/1989, λόγω έλλειψης υποκειμένου [ΣτΕ 100/2002].
Επίσης, δεν τίθεται ζήτημα συνέχισης της δίκης και στην περίπτωση που η προβαίνουσα σε σχετική δήλωση ανώνυμη εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε κατόπιν εισφοράς ατομικής επιχείρησης φυσικού προσώπου, το οποίο είχε ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά βλαπτικών για την επιχείρηση πράξεων και, εν συνεχεία, απεβίωσε, είχε συσταθεί πριν από την έκδοση των ως άνω πράξεων. Πράγματι, η ανώνυμη αυτή εταιρεία είχε την ιδιότητα για να νομιμοποιηθεί να συνεχίσει τη δίκη αρχήθεν από τη σύστασή της και δεν την απέκτησε με τον θάνατο του αιτούντος και εξ αιτίας αυτού, όπως απαιτείται προκειμένου να ζητηθεί συνέχιση της δίκης κατά το άρθρο 31 παρ. 1 του πδ 18/1989. Επομένως, η ως άνω εταιρεία δεν νομιμοποιείται, προεχόντως, για τον λόγο αυτό, να ζητήσει την συνέχιση της δίκης, η οποία πρέπει, κατ’ ακολουθία να κηρυχθεί κατηργημένη, καθόσον μπορούσε να ασκήσει αυτοτελώς αίτηση ακύρωσης [ΣτΕ 2573/2002].
β. Μετατροπή στην κατάσταση του αιτούντος ή του καθού νπδδ
Η μετατροπή στην κατάσταση του διαδίκου νπδδ μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές. Ενδιαφέρον για την κατάργηση της δίκης παρουσιάζει η συγχώνευση νπδδ ή η κατάργηση ενός και η περιέλευση των αρμοδιοτήτων και της περιουσίας του σε άλλο. Οι μετατροπές αυτές εντάσσονται στην έννοια της καθολικής διαδοχής μεταξύ νπδδ (αα). Ένα άλλο ενδεχόμενο αποτελεί η μετατροπή νπδδ σε νπιδ ή σε αε(ββ).
αα) Καθολική διαδοχή μεταξύ νπδδ
Δεν αποκλείεται να τεθεί ζήτημα οιονεί καθολικής διαδοχής μεταξύ νπδδ. Τούτο εμφανίζεται συχνά στην πράξη στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όπου περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία συγχωνεύονται σε ένα νέο [ΣτΕ 556/2009, 3116, 3117, 3118/2008] ή ορισμένος κλάδος ασφάλισης αποσπάται από ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σε άλλο [ΣτΕ 211/2010].Στις περιπτώσεις αυτές, υφίσταται, κατά κανόνα, στον νόμο πρόβλεψη για αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου ασφαλιστικού φορέα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παλαιού, καθώς και ότι οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από το νέο φορέα χωρίς διακοπή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διαδοχής δήμων, οπότε ο νέος δήμος που έχει προκύψει από την ένωση περισσοτέρων κοινοτήτων [ΣτΕ 3866/2008, 2293/2006]ή δήμων και κοινοτήτων [ΣτΕ 3109/2007, ΣτΕ 892/2002], συνεχίζει αυτοδικαίως, ως οιονεί καθολικός διάδοχος, τις εκκρεμείς δίκες. Στις περιπτώσεις, ωστόσο, κατά τις οποίες δεν υφίσταται νομοθετική πρόβλεψη, η συνέχιση της δίκης από το νπδδ που κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχος επιτρέπεται μόνον κατόπιν δήλωσης, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται την αναβολή της δίκης. Έτσι, έχει κριθεί ότι ο Ο.Α.Π.- Δ.Ε.Η. έχει καταστεί μεν οιονεί καθολικός διάδοχος της Δ.Ε.Η. σε όλα τα θέματα κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού της και των συνταξιούχων της [βλ. τον Ν. 2733/1999 (ΦΕΚ Α΄ 286) και το κατ’εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέν πδ 51/2001 (ΦΕΚ Α΄ 41).], πλην στη σχετική νομοθεσία δεν υφίσταται ρητή πρόβλεψη περί αυτοδίκαιης συνέχισης, από τον νέο ασφαλιστικό φορέα, των εκκρεμών δικών της ΔΕΗ ως φορέως κοινωνικής ασφάλισης – έστω και αν μόνον ο νέος φορέας νομιμοποιείται πλέον ως διάδικος στις δίκες που αφορούν τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ έναντι του προσωπικού και των συνταξιούχων της – με συνέπεια να απαιτείται σχετική δήλωση κατά το άρθρο 31 του π.δ. 18/1989 [ΣτΕ 818/2003]. Το ίδιο έχει κριθεί και στην περίπτωση κατά την οποία ο Ε.Ο.Κ.Φ., ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Π.Ι.Κ.Π.Α., καταργήθηκε, μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου και οι σχετικές αρμοδιότητες περιήλθαν στο ΠΕ.Σ.Υ., το οποίο και όφειλε να υποβάλει δήλωση για τη συνέχιση της δίκης [ΣτΕ 2598/2006].
ββ) Μετατροπή του αιτούντος ή του καθού νπδδ σε νπιδ ή σε αε
Η μετατροπή της νομικής προσωπικότητας του καθού νπδδ δεν φαίνεται να επιδρά, κατ’αρχήν, στην ομαλή συνέχιση της δίκης. Τέτοια μετατροπή είναι δυνατόν να επέλθει μετά την έκδοση της βλαπτικής για τα συμφέροντά του πράξης και πριν από την άσκηση της αίτησης ακύρωσης. Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται θέμα έλλειψης υποκειμένου αλλά νομιμοποίησηςτου νέου νομικού προσώπου, το οποίο υφίσταται, εφόσον ο μετασχηματισμός της νομικής προσωπικότητας συνοδεύεται από νομοθετική πρόβλεψη για την αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου προσώπου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παλαιού [ΣτΕ 2984/2008]. Χαρακτηριστική συναφώς είναι η περίπτωση μετατροπής νπδδ σε ανώνυμη εταιρεία [ΣτΕ 1243/2009] ή απλώς σε νπιδ [ΣτΕ 665/2008]. Ειδικότερα, ο ν. 2414/1996, Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών [ΦΕΚ Α΄ 135], όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2733/1999, προέβλεψε, στο άρθρο 2, τη δυνατότηταμετατροπής, με προεδρικά διατάγματα, (36) δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, μεταξύ των οποίων και ορισμένα νπδδ, που ασκούσαν δραστηριότητα κοινής ωφελείας, σε ανώνυμες εταιρείες και κατάρτισης των καταστικών τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του κ.ν. 2190/1920. Οι δυνάμενες να υπαχθούν στην εν λόγω μετατροπή δημόσιες επιχειρήσεις απαριθμούνταν ενδεικτικά στο άρθρο 1 του οικείου νόμου, το οποίο προέβλεπε περαιτέρω τη δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του και άλλων δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 εκδόθηκαν, κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 2414/1996, πλείονα προεδρικά διατάγματα για τη μετατροπή νπδδ σε νπιδ και μάλιστα σε αε, τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, με το αιτιολογικό ότι, «από τα άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι, στην περίπτωση δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών που δεν ασκούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ως έκφραση κυριαρχίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1934/1998), παρέχεται ευχέρεια στον νομοθέτη και τη βάσει νομοθετικής εξουσιότησης κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, μετά από εκτίμηση ως προς τον προσφορώτερο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους για την, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, καλύτερη εξυπηρέτηση του επιδιωκομένου υπ’ αυτών σκοπού κοινής ωφελείας, να επιλέγει τη νομική μορφή του νπιδ, εφόσον κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη προς τούτο. Η ευχέρεια δε αυτή του νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώσης Διοίκησης ασκείται, κατά περίπτωση, είτε με την ίδρυση δημοσίας επιχειρήσεως ή οργανισμού με την μορφή νπιδ είτε με τη μετατροπή νπδδ» [ΣτΕ 2166/2002 για τον ΟΣΚ (σκέψη 10), ΣτΕ 1512/2002 για τον ΟΚΑΑ (σκέψη 12), ΣτΕ 866/2002 για τον ΟΔΔΥ (σκέψη 11)]. Τα εν λόγω νπιδ υπεισέρχονται ως καθολικοί διάδοχοι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των νπδδ, με συνέπεια τη συνέχιση των εκκρεμών δικών [ΣτΕ 1243/2009. Για την υποχρέωση συμμόρφωσης της διαδόχου ΑΕ σε δικαστική απόφαση βλ. ΣτΕ 2228/2005].
γ. Σύμπτωση νομικών προσώπων αιτούντος και καθού
Περαιτέρω, ειδική περίπτωση κατάργησης της ακυρωτικής δίκης συνιστά η σύμπτωση στο ίδιο (νομικό) πρόσωπο της ιδιότητας του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή η εκκρεμής δίκη δεν δύναται να συνεχισθεί, εφόσον στο ίδιο διάδικο μέρος συντρέχουν πλέον οι ιδιότητες του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όταν κοινότητα στρέφεται κατά άλλης και μετά την άσκηση της αιίτησης ακύρωσης συνενώνονται, αποτελώντας έναν νέο δήμο [ΣτΕ 26/2001],όταν η αιτούσα κοινότητα στρέφεται κατά Δήμου και, ακολούθως, απορροφάται με νόμο από τον δήμο αυτό και ο τελευταίος αναλαμβάνει, κατά τον ίδιο νόμο, τις εκκρεμείς δίκες της καταργηθείσας κοινότητας [ΣτΕ 2725/2002], όταν νπδδ στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης το αιτούν νομικό πρόσωπο καταργείται με νόμο, ο οποίος προβλέπει, περαιτέρω, ότι το Ελληνικό Δημόσιο υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, αναλαμβάνοντας τις εκκρεμείς δίκες [ΣτΕ 3646/1989], καθώς και όταν αιτούν φυσικό πρόσωπο αποβιώσει και, στο πλαίσιο της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, καταστεί κληρονόμος το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο[ΣτΕ 1258/1992].
[1] Για την έννοια του αντικειμένου της δίκης, βλ. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2004, σ. 264, αρ. περ. 264. Επομένως, στην περίπτωση της αίτησης ακύρωσης, το δικονομικό αντικείμενο είναι η έριδα γύρω από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της και το ουσιαστικό αντικείμενο είναι ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης είναι παράνομη και προσβάλλει έννομα συμφέροντα του αιτούντος
[2] Σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν μεταξύ δύο τουλάχιστον υποκειμένων δικαίου, εκ των οποίων το ένα είναι νπδδ και ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, κατ’ακολουθία συγκεκριμένου νομικού γεγονότος και επί τη βάσει κανόνα του διοικητικού δικαίου. Βλ. Δ. Κόρσου, Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, § 54˙ Η. Κυριακοπούλου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Β΄§§ 58 (σ. 247 επ.), 65 (σ. 270 επ.)˙ Γ. Παπαχατζή, Σύστημα διοικητικού δικαίου, Ι, §§ 122-125 (σ. 916 επ.)˙ Αν. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. περ. 405 επ.˙ Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. περ. 408 επ. Η σχέση αυτή μπορεί να λυθεί, ανάλογα με την περίπτωση, με την παρέλευση του προκαθορισμένου χρόνου ισχύος της, την επέλευση ορισμένων πραγματικών συνθηκών (π.χ, θάνατος του ιδιώτη, ), τη δήλωση βούλησης του ιδιώτη και την αποδοχή της παραίτησης από τη Διοίκηση ή με μονομερή κρατική πράξη (π.χ. ανάκληση).