Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Η συνταγματικότητα της δυνατότητας άσκησης δεύτερης προσφυγής-απόρριψη πρώτης προσφυγής ως αόριστης (ΠΜΣ της 9-1-2023)

Στο μάθημα της 9ης Ιανουαρίου 2023 θα αναλυθούν οι αποφάσεις ΣτΕ 2460/2021 και ΔΠρΧανίων 22/2021.

Επί του ζητήματος της συμβατότητας της διάταξης του άρθρου 70 ΚΔΔ προς το Σύνταγμα, κατά το μέρος που η διάταξη αυτή επιτρέπει την επάνοδο του προσφεύγοντος με δεύτερη προσφυγή, εκκρεμεί απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της παραπεμπτικής απόφασης του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου ΣτΕ 2460/2021 [A2460-2021-2]. Επί του ζητήματος αν, κατά την έννοια του άρθρου 70 παρ.1 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει [όπως, δηλαδή, η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε ολόκληρη από το άρθρο 24 του Ν. 4274/2014 (ΦΕΚ Α΄ 147/14.7.2014) και μετέπειτα το δεύτερο εδάφιό της αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α΄ 201/22.12.2017)], επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της ίδιας διοικητικής πράξης (ή παράλειψης), όταν η πρώτη προσφυγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως ως αόριστη (λόγω πλήρους αοριστίας όλων των λόγων της), εκκρεμεί απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, κατόπιν σχετικού προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων με την απόφαση ΔΠΡΧαν 220/2021. Στη νομολογία εκπροσωπούνται και οι δύο (αντίθετες) απόψεις. Η αρνητική εστιάζει στη διάκριση μεταξύ αναγκαίων δικονομικών προϋποθέσεων για την άσκηση της προσφυγής και τυπικών ελλείψεων διαδικαστικού χαρακτήρα. Εξ αυτών οι τελευταίες μπορούν να θεραπευθούν με την άσκηση δεύτερης προσφυγής ενώ οι πρώτες, στις οποίες υπάγεται η αοριστία, είναι ανίατες.

Βλ. για το θέμα: ΔΠρΧαν 220/2021 με παραπομπές στις ΔΕφΤριπ 205/2020∙ ΔΠρΑθ 957/2021∙ ΔΠρΑθ 13227/2020∙ ΔΠρΛαμ 56/2021∙ ΔΠρΧαν 44/2021. Για το ζήτημα, βλ. και Π. Λαζαράτου, Η αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων στην διοικητική δίκη-Με αφορμή την ΣτΕ 2460/2021, ΘΠΔΔ 2022, σ. 121 επ.∙ Κ. Σαμαρτζή, Αοριστία λόγων προσφυγής, ΔιΔικ 2020, σ. 771 επ. με αφορμή τον σχολιασμό της ΔΕφΑθ 208/2020∙ Β. Τσιγαρίδα, Η αρχή iura novit curia στη διοικητική δίκη, Σάκκουλας, 2021, σ. 273 επ. και του ιδίου, Η αοριστία των εισαγωγικών δικογράφων της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής ουσίας, υπό δημοσίευση στο e-politeia, 1/2023.

 

Απόφαση ΔΠρΧανίων 220/2021

ΤΟ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ (2ο ΤΜΗΜΑ)

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Μαΐου 2021, ημέρα Τετάρτη και ώρα 11:00΄, με δικαστή τον Κωνσταντίνο Μοτζάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., και γραμματέα την Ανδριανή Βερναδάκη, δικαστική υπάλληλο.

Για να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 6.6.2018 προσφυγή…

Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), …

Κατά της ….

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 [Α΄31], το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 285 παρ.2 περίπτ. ζ΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 [Α΄97] Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [Κ.Δ.Δ.]), ζητείται η ακύρωση της 692/συν.55/23.6.2010 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Χανίων του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 28.7.2009 ένσταση της ασφαλισμένης … (ήδη καθ’ ης) κατά της από 28.7.2009 απόφασης του Διευθυντή του ανωτέρω Υποκαταστήματος. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση της Τ.Δ.Ε. ορίστηκε να αποδοθεί στην καθ’ ης το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ως δαπάνη στην οποία είχε υποβληθεί για έκτακτη νοσοκομειακή περίθαλψή της, και όχι το ποσό των 4.284,00 ευρώ, το οποίο είχε αιτηθεί με την από 28.7.2009 αίτησή της, την οποία είχε απορρίψει ο Διευθυντής με την παραπάνω απόφασή του.

2. Επειδή, αρχικά το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων (δηλαδή του Δικαστηρίου τούτου) την με αριθμό και ημερομηνία κατάθεσης ΠΡΑ 131/13.8.2010 προσφυγή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της παραπάνω απόφασης της Τ.Δ.Ε. κατά το μέρος που δέχθηκε την παραπάνω ένσταση της καθ’ ης. Επί της προσφυγής εκείνης εκδόθηκε η 2/2018 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων (ημερομηνία δημοσίευσης: 12.1.2018), με την οποία κρίθηκε : α) ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2, 29 παρ. 1 και 33 παρ. 9 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31), ο «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) νομίμως παραστάθηκε και συνέχισε τη δίκη εκείνη, ως καθολικός διάδοχος του Κλάδου Υγείας του προσφεύγοντος Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (ΣτΕ 2652/2014, 239/2016, 2108/2017) και β) ότι το δικόγραφο της προσφυγής εκείνης ετύγχανε αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης στο σύνολό του, καθ’ όσον δεν περιείχε καμία σαφή και συγκεκριμένη αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης πράξης και ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως και έγινε με το διατακτικό της εν λόγω δικαστικής απόφασης. Επομένως, η ήδη κρινόμενη προσφυγή, αποτελεί δεύτερη προσφυγή ασκηθείσα από τον ίδιο προσφεύγοντα (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) κατά της ίδιας διοικητικής πράξης (692/συν.55/23.6.2010 απόφασης της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Χανίων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) μετά την απόρριψη της πρώτης προσφυγής ως αόριστης. Πρέπει λοιπόν να ερευνηθεί αν η κρινόμενη προσφυγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς κατά τις ειδικότερες προϋποθέσεις του άρθρου 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.

3. Επειδή, αρχικά η παρ.1 του άρθρου 70 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 [Α΄97]) όριζε ότι «Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης». Ακολούθως, με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 (Α΄ 74/20.3.2013), προστέθηκαν δύο εδάφια στο τέλος της παρ.1 του ίδιου άρθρου, ως εξής : «Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου, το οποίο διορθώθηκε με νέα δημοσίευση στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Α΄92/19.4.2013, το άρθρο 83 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Μεταγενέστερα, η παράγραφος 1 του άρθρου 70 του Κ.Δ.Δ. αντικαταστάθηκε ολόκληρη από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014, με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 53 αυτού). Μετέπειτα, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παραπάνω άρθρου 70 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201/22.12.2017), ενώ σύμφωνα με την παρ.3 του ίδιου άρθρου και νόμου οι διατάξεις της παρ.1 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Τοιουτοτρόπως, η παρ.1 του άρθρου 70 του Κ.Δ.Δ., διαμορφώθηκε ως εξής: « Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός από αυτή της απόρριψής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ.3, 139Α και 277 παρ.1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Εξάλλου, το άρθρο 92 του Κ.Δ.Δ., όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 παρ.1 του ν. 3659/2008 (Α΄77) και το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ορίζει ότι «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση οι αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Προκειμένου για απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης …… το ανωτέρω όριο ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό …. ».

4. Επειδή, εν προκειμένω, το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ του προσφεύγοντος Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και της καθ’ ης ασφαλισμένης, τόσο στην προαναφερθείσα πρώτη όσο και στην κρινόμενη δεύτερη προσφυγή, ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. όρισε να αποδοθεί στην καθ’ ης ασφαλισμένη κατά μερική αποδοχή της ένστασής της ενώπιον της οικείας Τ.Δ.Ε.. Αφού λοιπόν το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, η 2/2018 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη η προαναφερθείσα πρώτη προσφυγή (με αριθμό και ημερομηνία κατάθεσης ΠΡΑ 131/13.8.2010) του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., δεν υπέκειτο σε έφεση (άρθρο 92 παρ.2 του Κ.Δ.Δ.). Επιπλέον, η απόφαση αυτή δεν υπέκειτο ούτε σε ανακοπή ερημοδικίας, διότι, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό μέρος της (άρθρο 190 περίπτ.α του Κ.Δ.Δ.), αμφότεροι οι διάδικοι είχαν παραστεί στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της προσφυγής. Τοιουτοτρόπως, η απόφαση αυτή ήταν τελεσίδικη από την ημερομηνία δημοσίευσής της (12.1.2018). Περαιτέρω, στη δικογραφία δεν υπάρχει αποδεικτικό επίδοσης της εν λόγω δικαστικής απόφασης στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο οποίος όμως αναφέρει στο δικόγραφο της κρινόμενης (δεύτερης) προσφυγής ότι η παραπάνω δικαστική απόφαση του επιδόθηκε την 11.5.2018, ενώ ο παραπάνω ισχυρισμός του δεν αμφισβητείται από την καθ’ ης. Επομένως, η κρινόμενη (δεύτερη) προσφυγή του ίδιου προσφεύγοντος (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) κατά της ίδιας διοικητικής πράξης (692/συν.55/23.6.2010 απόφασης της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Χανίων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), η οποία κατατέθηκε την 6.6.2018 (βλ. την κάτωθι του δικογράφου πράξη κατάθεσης στη γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων), ασκήθηκε σε κάθε περίπτωση εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης στον προσφεύγοντα, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 70 παρ.1 εδ. 3 του Κ.Δ.Δ., και τα αποτελέσματά της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης προσφυγής (13.8.2010), σύμφωνα με την ίδια διάταξη. Περαιτέρω, από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης της Τ.Δ.Ε. (23.6.2010) έως και την ημερομηνία άσκησης της πρώτης προσφυγής του ίδιου προσφεύγοντος (13.8.2010) δεν είχε εξαντληθεί η προθεσμία 90 ημερών του άρθρου 66 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., επομένως η πρώτη προσφυγή είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα. Προκειμένου όμως να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την παραδεκτή άσκηση της κρινόμενης δεύτερης προσφυγής, πρέπει να εξεταστεί αν η απόρριψη της πρώτης προσφυγής ως αόριστης συνιστά τυπικό λόγο απόρριψης ο οποίος επιτρέπει την άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της ίδιας διοικητικής πράξης,κατά το άρθρο 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., όπως η εν λόγω παρ. αντικαταστάθηκε ολόκληρη από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 και, μετέπειτα, το δεύτερο εδάφιο της παρ. αυτής αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 4509/2017.

5. Επειδή, από όσα έχουν ήδη έχουν ήδη εκτεθεί, συνάγεται ότι με το άρθρο 70 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. καθιερώθηκε, αρχικά, απόλυτη απαγόρευση άσκησης δεύτερης προσφυγής του ίδιου προσφεύγοντος κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. Η δικονομική αυτή ρύθμιση, η οποία αποτελεί επανάληψη προγενέστερων διατάξεων της φορολογικής δικονομίας και της δικονομίας των λοιπών διοικητικών διαφορών ουσίας [βλ. και άρθρα 83 του Κ.Φ.Δ. (π.δ/γμα 331/1985, Α΄ 116) και 29 παρ. 1 του π.δ/τος 341/1978 (Α΄ 71)], αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων στη διοικητική δίκη, η οποία, στην περίπτωση της προσφυγής, όπως, άλλωστε, και της αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 4584/2015,  91/2015,  3651/2013,  4726/2012, 1585/2012, 2480/2011, 387/2011 κ.ά.), έχει ως πρόσθετο δικαιολογητικό λόγο, πέραν της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων, τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποτροπή του κινδύνου παράτασης της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας άμεσα εκτελεστών πράξεων της διοικήσεως, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας (ΣτΕ 2800/2018). Απόκλιση από την απαγόρευση αυτή εισήχθη για πρώτη φορά με τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 4139/2013 και στη συνέχεια με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4274/2014, όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 25 παρ.1 του ν.4509/2017. Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4274/2014 αναφέρονται κατά λέξιν τα εξής: «Με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 (Α΄ 74), κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα επί αγωγής του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρο 76) και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 222), θεσπίσθηκε το δικαίωμα άσκησης δεύτερης προσφυγής, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα θεραπείας περιπτώσεων απόρριψης της πρώτης προσφυγής για τυπικούς λόγους. Σκοπός του νομοθέτη ήταν, εκτός άλλων, να αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη αυτή και να διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, για λόγους ασφάλειας δικαίου, που συναρτώνται με την οριστικότητα των διοικητικών καταστάσεων, αλλά και αποφυγής επανόδου διαδίκων, στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, αποκλείεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, καθώς και όταν ο προσφεύγων είχε κληθεί από το δικαστήριο ή τον εισηγητή δικαστή, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 παρ.3, 139Α και 277 παρ.1, να καλύψει τις τυπικές παραλείψεις ή την έλλειψη παραβόλου που οδήγησαν στην απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου». Επομένως, οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες προβλέπονται συγκεκριμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση άσκησης δεύτερης προσφυγής του ίδιου προσφεύγοντος κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και κατά τρόπο που εναρμονίζεται με το θεσπισθέν, κατά την έναρξη ισχύος τους, γενικό δικονομικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται και οι κανόνες περί εμπρόθεσμου και εν γένει περί παραδεκτού άσκησης της προσφυγής, οι οποίες ουδόλως εθίγησαν με τις νεότερες διατάξεις. Όπως, αντιθέτως, προκύπτει τόσο από το γράμμα των διατάξεων αυτών, στις οποίες γίνεται λόγος περί τυπικών λόγων απόρριψης της προσφυγής και όχι περί έλλειψης των απαιτούμενων κατά νόμον προϋποθέσεων παραδεκτού της άσκησής της, όσο και από τον σκοπό του νομοθέτη, με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παρέχεται η δυνατότητα εκ νέου άσκησης ενδίκου βοηθήματος, απορριφθέντος ως απαράδεκτου, λόγω μη πλήρωσης δικονομικής προϋπόθεσης, αλλά η δυνατότατα θεραπείας διαδικαστικού χαρακτήρα τυπικών ελλείψεων που, ως εκ της φύσεώς τους, μπορούν να καλυφθούν ή να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, με την άσκηση νέας προσφυγής. Υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα επιτρεπόταν κατ’ ουσίαν η επανάσκηση απορριφθέντος, λόγω μη συνδρομής προϋποθέσεως παραδεκτού, ενδίκου βοηθήματος, ρύθμιση που, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς της (ΣτΕ Ολομ. 1657/2008), θα οδηγούσε σε παράκαμψη των περί προθεσμιών διατάξεων της διοικητικής δικονομίας και θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν την προσφυγή απρόθεσμη, αποτέλεσμα που, πέραν όλων των άλλων, δεν μπορεί να αποτελεί απλή εξ αντανακλάσεως συνέπεια της εφαρμογής μίας ρυθμίζουσας, κατά βάση, άλλα ζητήματα δικονομικής διάταξης (ΣτΕ 2800/2018).

6. Επειδή, στηριζόμενο στην παραπάνω διάκριση μεταξύ: α) της έλλειψης των αναγκαίων δικονομικών προϋποθέσεων για την άσκηση της προσφυγής (δηλαδή, των κατά τον χρόνο άσκησης της πρώτης προσφυγής ήδη υφισταμένων δικονομικών απαραδέκτων, τα οποία από τη φύση τους δεν μπορούν να καλυφθούν εκ των υστέρων με την άσκηση δεύτερης προσφυγής, επομένως είναι ανίατα) και β) των τυπικών ελλείψεων διαδικαστικού χαρακτήρα, οι οποίες ανακύπτουν κατά (ή μετά) την άσκηση της προσφυγής και από τη φύση τους μπορούν να καλυφθούν εκ των υστέρων με την άσκηση δεύτερης προσφυγής, επομένως είναι ιάσιμες, τμήμα της νομολογίας έχει διατυπώσει την άποψη ότι η αοριστία του δικογράφου της πρώτης προσφυγής εντάσσεται στην πρώτη (και όχι στη δεύτερη) κατηγορία, δηλαδή σε ανίατο δικονομικό απαράδεκτο, το οποίο εμποδίζει την άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της ίδιας πράξης (βλ. ενδεικτικά ΔΕφΤρίπολης 205/2020, ΔΠρΧανίων 44/2021, ΔΠρΑθηνών 957/2021, 13227/2020, Δ.Πρ.Λαμίας 56/2021). Επίσης, από το ίδιο τμήμα της νομολογίας προβάλλονται δύο πρόσθετα επιχειρήματα υπέρ της απαγόρευσης άσκησης δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί ως αόριστη. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι: α) τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητη, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, διαφορετική δικονομική αντιμετώπιση της περίπτωσης όπου η πρώτη προσφυγή θα απορριπτόταν ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι δεν προβλήθηκε με αυτήν κανένας ορισμένος (επιδεκτικός δικαστικής εκτίμησης) λόγος, εφόσον θα μπορούσε να θεραπευθεί η αοριστία όλων των προβληθέντων με αυτήν λόγων με την άσκηση δεύτερης προσφυγής, ενώ, αντιθέτως, στην περίπτωση όπου η πρώτη προσφυγή θα απορριπτόταν στην ουσία της με την αιτιολογία ότι ένας από τους προβληθέντες με αυτή λόγους ήταν ορισμένος πλην αβάσιμος, δεν θα υπήρχε η ίδια δικονομική δυνατότητα να θεραπευθεί με την άσκηση δεύτερης προσφυγής η αοριστία των λοιπών αορίστως προβληθέντων με την πρώτη προσφυγή λόγων και β) σε κάθε περίπτωση η δεύτερη προσφυγή πρέπει να είναι «ομοίου κατ’ ουσίαν περιεχομένου» με την πρώτη προσφυγή (πρβλ. ΣτΕ 2122/2013, σκ.7), η οποία απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, δηλαδή οι προβαλλόμενοι με τη δεύτερη προσφυγή λόγοι να είναι οι ίδιοι με αυτούς που προβάλλονταν με την πρώτη προσφυγή, πράγμα το οποίο δεν συντρέχει αν στη δεύτερη προσφυγή θεραπεύεται η αοριστία του δικογράφου της πρώτης προσφυγής.

7. Επειδή, έχει διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη στη νομολογία, ότι δηλαδή είναι παραδεκτή η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη απορρίφθηκε λόγω αοριστίας του δικογράφου της (βλ. ενδεικτικά ΔΕφΑθηνών 1393-1397/2017, 1137-1139/2017, Δ.ΠρΧανίων 649/2020, 2/2021, ΔΠρΘεσ 8390/2020). Επιχειρήματα υπέρ της άποψης αυτής είναι τα εξής: α) Το γράμμα του άρθρου 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. δεν απαιτεί η δεύτερη προσφυγή να είναι όμοια ως προς τους λόγους της, επί ποινή απαραδέκτου, με την πρώτη προσφυγή, αλλά απλώς ορίζει ότι κατά κανόνα απαγορεύεται και κατ’ εξαίρεση (όταν η πρώτη προσφυγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο) επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης. Επομένως, το άρθρο 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. οριοθετεί την έννοια της δεύτερης προσφυγής μόνο από το πρόσωπο του προσφεύγοντος και την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, και όχι από τους λόγους της προσφυγής [σε αντιδιαστολή με το γράμμα του άρθρου 76 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., κατά το οποίο «Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα», όπου ως ταυτότητα του αντικειμένου των δύο αγωγών νοείται η ταυτότητα της διαφοράς, δηλαδή του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας των δύο αγωγών, βλ. ΣτΕ Ολομ. 3840/2009, σκ.6]. β) Σε κάθε περίπτωση, η απόρριψη της προσφυγής λόγω αοριστίας όλων των λόγων της αποτελεί απόρριψη για τυπικό (και όχι ουσιαστικό) λόγο, κατά τη σαφή έννοια του γράμματος του άρθρου 70 παρ.1 εδ. 2 του Κ.Δ.Δ. (πρβλ. ΣτΕ 3351/2012, σκ. 4, όπου κατά λέξιν αναφέρεται ότι η προγενέστερη ΣτΕ Ολομ. 3840/2009 «έκρινε επί υποθέσεως στην οποία η πρώτη αγωγή είχε απορριφθεί λόγω αοριστίας του δικογράφου, δηλαδή για τυπικό λόγο, δοθέντος ότι το ορισμένο του δικογράφου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού αυτού….». Πρβλ. επίσης ΑΠ 463/2007 και 702/2011, στις ρητώς αναφέρεται ότι η απόρριψη αγωγής λόγω αοριστίας αποτελεί απόρριψη για τυπικό λόγο, ήτοι για λόγο δικονομικό, και όχι εξαιτίας ανυπαρξίας του ουσιαστικού δικαιώματος) και γ) ο νομοθέτης του άρθρου 70 παρ.1 Κ.Δ.Δ. προέβη σε τρεις διαδοχικές μεταβολές της αρχικής (κατά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ.) νομοθετικής ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν απολύτως η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της ίδιας πράξης. Οι μεταβολές αυτές έγιναν με διατάξεις τριών νόμων (άρθρο 83 του ν. 4139/2013, άρθρο 24 του ν. 4274/2014 και άρθρο 25 παρ.1 του ν. 4509/2017), με τις οποίες κατ’ εξαίρεση επιτράπηκε η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά τις ίδιας πράξης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες σε κάθε επόμενη νομοθετική ρύθμιση εξειδικεύονταν περαιτέρω. Αν λοιπόν ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει την περίπτωση της απόρριψης της πρώτης προσφυγής ως αόριστης από τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης προσφυγής ύστερα από την απόρριψη για τυπικό λόγο της πρώτης προσφυγής, θα το έκανε ρητώς, όπως άλλωστε το έκανε στην περίπτωση της εκπρόθεσμης πρώτης προσφυγής, με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014), [τέσσερα και πλέον έτη πριν η ΣτΕ 2800/2018 (ημερομηνία δημοσίευσης: 27.12.2018) αποφανθεί ότι κατ’ ορθή ερμηνεία του 70 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., όπως ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 και πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014, δεν επιτρεπόταν η εκ μέρους του αυτού προσφεύγοντος άσκηση δεύτερης προσφυγής κατά της αυτής πράξης όταν η πρώτη προσφυγή είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη], καθώς και στην περίπτωση που ο προσφεύγων κλήθηκε μετά τη συζήτηση της πρώτης προσφυγής κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ.3, 139Α και 277 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. να συμπληρώσει τυπικές παραλείψεις του. Όμως, ο νομοθέτης δεν προέβη μέχρι σήμερα σε τέτοια ρητή εξαίρεση της περίπτωσης της απόρριψης της πρώτης προσφυγής ως αόριστης (που είναι τυπικός λόγος απόρριψης) από τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης προσφυγής, αλλά αντίθετα εξακολουθεί να ορίζει κατά λέξιν ότι « …. επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση…..» (άρθρο 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει σήμερα). Επομένως, δεν έχει κανένα έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. η (επιχειρούμενη από μερίδα της νομολογίας) εξομοίωση των συνεπειών της απόρριψης της πρώτης προσφυγής ως αόριστης με τις συνέπειες της απόρριψης της πρώτης προσφυγής ως εκπρόθεσμης ή με τις συνέπειες της απόρριψης της πρώτης προσφυγής λόγω μη συμπλήρωσης από τον προσφεύγοντα τυπικών παραλείψεων, τις οποίες είχε κληθεί να συμπληρώσει κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ.3, 139Α και 277 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. Τέτοια εξομοίωση οδηγεί στην πραγματικότητα στην προσθήκη νέας εξαίρεσης στο άρθρο 70 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. από τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για τυπικούς λόγους. Τοιουτοτρόπως, υπό το πρόσχημα της ερμηνείας, επιχειρείται αυθαιρέτως από τον δικαστή, κατά παράκαμψη της βούλησης του νομοθέτη, η διάπλαση νέου κανόνα δικαίου, κατά παράβαση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος διακρίσεως των τριών λειτουργιών του κράτους, και εν προκειμένω της διακρίσεως της δικαστικής από τη νομοθετική λειτουργία.

8. Επειδή, η επίλυση του παραπάνω νομικού ζητήματος, το οποίο είναι αμφιλεγόμενο στη νομολογία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, έχει κατ’ αρχάς πρακτικές συνέπειες στην παρούσα υπόθεση, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αφορά σε άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) κατά της ίδιας διοικητικής πράξης (692/συν.55/23.6.2010 απόφασης της Τ.Δ.Ε. του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Χανίων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), μετά από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης προσφυγής ως αόριστης. Επιπλέον, πέραν της παρούσας υπόθεσης, η επίλυση του παραπάνω νομικού ζητήματος έχει συνέπειες και για ευρύτερο κύκλο προσώπων, κατ’ άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), διότι έχει ανακύψει πληθώρα διαφορών, στις οποίες τίθεται το ζήτημα τούτο. Και ναι μεν το Δικαστήριο τούτο, όπως άλλωστε και κανένα Διοικητικό Πρωτοδικείο ή Διοικητικό Εφετείο ανά την Ελλάδα, δεν δύναται να διαθέτει στατιστικά στοιχεία για το σύνολο των εκκρεμών υποθέσεων σε όλα τα δικαστήρια της χώρας, στις οποίες εμφιλοχωρεί το παραπάνω νομικό ζήτημα, ώστε να αποτιμήσει επακριβώς τις οικονομικές ή άλλες συνέπειες για τον ευρύτερο κύκλο προσώπων. Όμως, με απλή επισκόπηση των αποφάσεων που δημοσιεύονται στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Διοικητικής Δικαιοσύνης (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.Δ.Δ.) προκύπτει ότι, σε σχέση με προηγούμενα έτη, κατά την τελευταία πενταετία έχουν αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο οι δημοσιευθείσες αποφάσεις Διοικητικών Πρωτοδικείων και Διοικητικών Εφετείων επί διαφορών στις οποίες τίθεται το παραπάνω νομικό ζήτημα, για το οποίο δεν υφίσταται έως σήμερα σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ.2 του άρθρου 1 του ν.3900/2010, ώστε να αναβληθεί η δημοσίευση οριστικής απόφασης και να υποβληθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Μετά τη δημοσίευση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του παραπάνω προδικαστικού ερωτήματος, θα εισαχθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Αναβάλλει τη δημοσίευση οριστικής απόφασης.

Διατυπώνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας το εξής προδικαστικό ερώτημα: αν, κατά την έννοια του άρθρου 70 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε ολόκληρη από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147/14.7.2014) και μετέπειτα το δεύτερο εδάφιό της αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201/22.12.2017), επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της ίδιας διοικητικής πράξης (ή παράλειψης), όταν η πρώτη προσφυγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως ως αόριστη (λόγω πλήρους αοριστίας όλων των λόγων της).

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο