Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Η παρέμβαση του νομοθέτη στην απονομή της δικαιοσύνης ΙΙ (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 14-12-2015)

Η παρέμβαση του νομοθέτη στην απονομή της δικαιοσύνης ΙΙ (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 14-12-2015)

Εφαρμογή αναδρομικής διάταξης νόμου σε εκκρεμή δίκη

Ούτε το ελληνικό δίκαιο ούτε η νομολογία του ΕΔΔΑ απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, την αναδρομική νομοθέτηση. Ενώ όμως η αναδρομή δεν έχει, κατ’ αρχήν, πρόβλημα, εκτός εάν με αυτή παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις, η εφαρμογή της σε εκκρεμή δίκη υπόκειται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις (§1). Η εφαρμογή του νέου νόμου στις εκκρεμείς δίκες συνεπάγεται, κατά κανόνα, την κατάργησή τους (§2).

  • 1. Προϋποθέσεις εφαρμογής

Η θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου δεν απαγορεύεται γενικά, εκτός από τις ρητά προβλεπόμενες στο Σύνταγμα περιπτώσεις, που αφορούν την απαγόρευση αναδρομής ποινικών (άρθρο 7 Σ) και ψευδοερμηνευτικών νόμων (άρθρο 77 Σ) και την περιορισμένη απαγόρευση αναδρομής φορολογικών νόμων (άρθρο 78 παρ. 2). Τη νομολογία έχει απασχολήσει ιδίως το ζήτημα της εφαρμογής των αναδρομικών νόμων σε υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις ή ως προς τις οποίες υπάρχουν εκκρεμείς δίκες. Η συμβατότητα προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ της εφαρμογής νομοθετικής ρύθμισης με αναδρομική ισχύ και επί εκκρεμών υποθέσεων υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις: α) ορίζεται ρητώς ή προκύπτει σαφώς ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η εφαρμογή της διάταξης και στις εκκρεμείς δίκες [ΣτΕ 1052/2007, 939/2005, 2458/2004, 173/2003], β) με τις νέες διατάξεις οι οποίες περιέχουν αναδρομική ρύθμιση δεν σκοπείται η επέμβαση σε εκκρεμή δίκη και ο επηρεασμός της έκβασης της δίκης, όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή άλλο ΝΠΔΔ, υπέρ του Δημοσίου ή άλλου ΝΠΔΔ [ΣτΕ 6/2010, 372/2005, σκέψη 15 (αντίθετη μειοψηφία)],αλλά θεσπίζεται νέο πάγιο νομοθετικό καθεστώς κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό [ΣτΕ 808/2006 με αντίθετη μειοψηφία και παραπομπή στην Ολομέλεια, 287/2007, 2993/2007, 143/2008, 337, 340, 407, 732, 733, 407, 1973/2009], γ) δεν προσβάλλεται η ουσία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, και υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του θεσπιζόμενου περιορισμού και του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού [ΣτΕ 808/2006, Ολ 161/2010], δ) η αναδρομική νομοθετική ρύθμιση υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος [ΕΔΔΑ της 27ης Μαΐου 2004, OGIS-INSTITUT STANISLAS κατά Γαλλίας, σκέψεις 56 επ., και της 27ης Σεπτεμβρίου 1997, National and Provincial Building Society κατά Ηνωμένου Βασιλείου (21319/1993, 21449/1993, 21675/1993), σκέψη 105. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και στην περίπτωση κατά την οποία διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες καθιστούσαν αναδρομικά ισχυρό διάταγμα το οποίο με προηγούμενη δικαστική απόφαση είχε κριθεί μη νόμιμο ως εκτός εξουσιοδότησης αλλά και εγκυκλίους υπουργείου, είχαν ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές εκκρεμείς αγωγές των ενδιαφερομένων εταιρειών κατά του Δημοσίου για επιστροφή καταβληθέντων φόρων. Χωρίς να προβεί σε μεταστροφή της νομολογίας του σε σχέση με την πρώτη απόφαση Ελληνικά Διυλιστήρια κατά Ελλάδας, στη βρετανική υπόθεση το ΕΔΔΑ υιοθέτησε προσέγγιση η οποία απομακρύνεται από την αυστηρότητα της προηγούμενης απόφασής του και έθεσε τις προϋποθέσεις συμβατότητας των κυρωτικών νόμων τις οποίες επαναλαμβάνει σταθερά στις επόμενες αποφάσεις του. Βλ. αναλυτικά L. Sermet, Rétroactivité et Convention européenne des droits de l’homme, RFDA 1998, σ. 990. Από την ελληνική νομολογία, έτσι ρητώς οι ΣτΕ 6/10, 372/2005]. Από τη σύνθεση των ανωτέρω, συνάγεται ότι «ο σκοπός της επέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης καθορίζει τη συμβατότητά της ή όχι προς το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ» [Βλ. αναλυτικά για το θέμα αυτό L. Milano, Les lois rétroactives, illustration de l’effectivité du dialogue des juges, RFDA 2006, σ. 447.  Οι κυρωτικοί νόμοι απασχόλησαν προσφάτως την ολομέλεια του δικαιοδοτικού τμήματος του Conseil d’Etat, το οποίο άσκησε με ιδιαίτερη αυστηρότητα τον ρόλο του δικαστή της συμβατότητας του εθνικού νόμου προς την ΕΣΔΑ: CE, Sect., 10 novembre 2010, Commune de Palavas-les-Flots, Commune des Lattes, AJDA 43/2010, σ. 2416, chron. D. Botteghi/A. Lallet, De l’art faussement abstrait (et pas vraiment concret) du contrôle de constitutionnalité∙ RFDA 1/2011, σ. 124 concl. N. Boulouis].

Η επέμβαση του νομοθέτη για τον περιορισμό των συνεπειών που προκλήθηκαν ή αναμένονται από τη δικαστική ακύρωση διοικητικής πράξης οφείλεται συχνά στη βούληση αποτροπής υπερβολικής διαταραχής ή ενδεχόμενης ανατροπής των καταστάσεων που δημιούργησε η πράξη αυτή. Η ασφάλεια δικαίου βρίσκεται, επομένως, στον πυρήνα των εκτιμήσεων του δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη νομοθετική επέμβαση [G. Pellissier, La sécurité juridique, vecteur de la prise en compte de la vie économique dans l’appréciation de l’intérêt général, commentaire sur CE, 18 nov. 2009, n° 307862 et n° 307863, Sté Éts Pierre Fabre, RJEP n° 674, Avril 2010, comm. 21]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διστακτικότητα του ΕΔΔΑ να αναγνωρίσει ως δικαιολογητικό λόγο νομοθετικής επέμβασης τις χρηματοοικονομικές συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων τις οποίες ο νομοθέτης επιδιώκει να περιορίσει ή να αποτρέψει. Κατά το ΕΔΔΑ, εκτός από τη θεμιτή μέριμνα του νομοθέτη να εμποδίσει τους διοικουμένους να επωφεληθούν από κενά ή αδυναμίες των κανόνων του φορολογικού δικαίου, τους οποίους τείνουν να εφαρμόσουν κατά τρόπο αντίθετο προς τις προθέσεις των συντακτών τους [ΕΔΔΑ της 23ης Οκτωβρίου 1997, National and provincial building Society (117/1996/736/933-935)], το χρηματοοικονομικό συμφέρον πρέπει να είναι σημαντικής εμβέλειας και να αξιολογείται επακριβώς για να δικαιολογήσει την προσβολή στο θεμελιώδες δικαίωμα της δίκαιης δίκης [ΕΔΔΑ Chiesi κατά Γαλλίας και SCM Scanner de l’Ouest Lyonnais et a. κατά Γαλλίας]. Επί παραδείγματι, η διακινδύνευση της ισορροπίας του τραπεζικού τομέα και της οικονομικής εν γένει δραστηριότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, εφόσον βεβαίως το σχετικό επιχείρημα τεκμηριωθεί πειστικά [ΕΔΔΑ της 11ης Ιουλίου 2006, Cabourdin κατά Γαλλίας (60796/00), σκέψη 37]. Και η εθνική νομολογία δέχεται, κατά κανόνα, ότι το στενό ταμιευτικό ή οικονομικό απλώς συμφέρον του Δημοσίου δεν συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος [ΕΔΔΑ της 25ης Νοεμβρίου 2010, Lilly France κατά Γαλλίας (20429/2007). Βλ. και ΣτΕ 6/2010, 414, Ολ 1663/2009, 2993/2007 7μ. Πρβλ. ΣτΕ Oλ 1663/2009, 1620/2011]. Επισημαίνεται, πάντως, ότι ο εθνικός δικαστής δείχνει, τελευταίως, μεγαλύτερη ευαισθησία όσον αφορά την προστασία των δημοσίων οικονομικών. Έτσι, κατά το Conseil d’Etat, η προστασία της χρηματοοικονομικής ισορροπίας ενός μεμονωμένου συνταξιοδοτικού φορέα δεν δικαιολογεί τη νομοθετική παρέμβαση σε εκκρεμείς δίκες [CE, Αss., 8 février 2007, Gardedieu (n° 279522), Lebon, σ. 78], σε αντίθεση με τoν κίνδυνο σοβαρής προσβολής της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών [CE 27 février 2006, Krempff (n° 257964)˙ CE 3 septembre 2008, Min. Économie c/ SA Colly Bombled (n° 277755)]. Στην ίδια κατεύθυνση, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης, ναι μεν το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν αποτελεί αποχρώντα λόγο δημοσίου ή γενικού συμφέροντος, αποτελεί, όμως, τέτοιο λόγο η διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους, η οποία έχει κλονισθεί σοβαρότατα λόγω του τεράστιου δημοσιονομικού χρέους και ελλείμματος, που ανέρχονται σε πρωτοφανή, στην ιστορία των δημόσιων οικονομικών της Χώρας, επίπεδα [ΣτΕ 1620/2011. Βλ. συναφώς αναλυτικά, Ι. Μαθιουδάκη, Μετασχηματισμοί του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης. Με αφορμή τις πρόσφατες αποφάσεις 693/2011 (κατά μειοψ.) και 1620/2011 (κατά πλειοψ.) του ΣΤ΄Τμήματος του ΣτΕ, ΕφημΔΔ 4/2011, σ. 478].

Σημειώνεται ότι η πρώτη απόφαση με την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας αρκέστηκε στην παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ χωρίς να απαιτήσει παράλληλα και αυτή του Συντάγματος για να αποκρούσει την εφαρμογή αναδρομικού νόμου περί παραγραφής αξιώσεων και συνακόλουθης κατάργησης εκκρεμών δικών κατά ασφαλιστικού ταμείου στην επίδικη περίπτωση είναι η ΣτΕ 3453/2003. Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και με τη ΣτΕ 372/2005, για να αποφύγει, προφανώς, την παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος [Φ. Αρναούτογλου, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, ΝοΒ 2005, σ. 1979 (1981)]. Κατά τη μειοψηφούσα, πάντως, γνώμη, το ζήτημα του ανεπίτρεπτου επηρεασμού του αντικειμένου της δίκης δεν ρυθμίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ αλλά από τη συρρέουσα εφαρμογή της ως άνω διάταξης και αυτής του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με συνέπεια την υποχρέωση αναπομπής του ζητήματος στην Ολομέλεια [μειοψηφία σε ΣτΕ 372/2005, σκέψη 15]. Στον τομέα αυτόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέστησε τη Σύμβαση βασικό έρεισμα της νομολογίας του.

  • 2. Δικονομικές συνέπειες εφαρμογής

Πρόβλημα έννομης προστασίας ανακύπτει όταν ο νεότερος νόμος ορίζει ότι εκκρεμείς δίκες σε οποιονδήποτε βαθμό και στάδιο που αφορούν το ρυθμιζόμενο από αυτόν θέμα καταργούνται [ΣτΕ 3453/2003, 953/1999, 542/1999, 4120/1995].Το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει τις ρυθμίσεις αυτές αντίθετες προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Έχει δεχθεί, περαιτέρω ότι η νεότερη διάταξη, με την οποία επιχειρείται η αναδρομική κύρωση ατομικών πράξεων, δεν καταλαμβάνει, αφού δεν το ορίζει ρητώς, και τις εκκρεμείς ενώπιον δικαστηρίων κατά τη δημοσίευση του νέου νόμου υποθέσεις, και τούτο ανεξαρτήτως αν, υπό την αντίθετη εκδοχή, η διάταξη αυτή θα ήταν ή όχι σύμφωνη με το Σύνταγμα [ΣτΕ 240, 235/2007, 3272/2006, 4272, 222/2005, 3226/2004]. Ενδέχεται, πάντως, η νεότερη ρύθμιση να προβλέπει ρητά ή να συνάγεται σαφώς από αυτή, ότι δεν παρεμβαίνει σε υπό εξέλιξη δίκες και κατά μείζονα λόγο δεν τις καταργεί, αλλά περιορίζεται στην αποσαφήνιση των συνεπειών των δικαστικών αποφάσεων που θα εκδοθούν [Έτσι, από το άρθρο 28 του Ν. 2685/1999 συνάγεται ότι δεν καταργούνται οι εκκρεμείς δίκες. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη αυτή, «[θ]εωρούνται έγκυρες και δεν θίγονται τα πάσης φύσεως δικαιώματα των κυρίων τους, μετοχές οι οποίες προήλθαν από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Ν. 1386/1983, δυνάμει υπουργικών αποφάσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 8 και 10 παρ. 1 του Ν. 1386/1983, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 47 και 48 του Ν. 1882/1990 και οι οποίες αποφάσεις κηρύχθηκαν ή αναγνωρίσθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση άκυρες, εφόσον: α) Οι σχετικές με τις ανωτέρω αυξήσεις, τροποποιήσεις του καταστατικού έχουν εγκριθεί από τις κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές εποπτείας, β) Οι σχετικές εγκριτικές αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου ή του Νομάρχη έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της ΕτΚ και γ) Οι ανωτέρω δημοσιευθείσες εγκριτικές αποφάσεις παραμένουν σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι κατά το χρόνο αυξήσεως του κεφαλαίου μέτοχοι των ανωτέρω εταιρειών, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοί τους, διατηρούν μόνον αξίωση πλήρους αποζημιώσεως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις για τις τυχόν ζημίες που υπέστησαν συνεπεία των ανωτέρω αυξήσεων»].

Θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο

Στο πλαίσιο του ελληνικού δικονομικού δικαίου, θα μπορούσε να ανακύψει ζήτημα συμβατότητας προς το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ –υπό το πρίσμα της πρόσβασης σε δικαστήριο– της αδυναμίας δικαστικής προσβολής νόμου. Το θέμα αυτό απασχόλησε διεξοδικά το Συμβούλιο της Επικρατείας με αφορμή υποθέσεις σχετικές με νόμους οι οποίοι ενσωματώνουν ακόμη και ατομικές διοικητικές πράξεις [Βλ. αναλυτικά για το θέμα, Ι. Mαθιουδάκη, Από την ατομική νομοθετική ρύθμιση στην ατομική νομοθετική πράξη: εξελίξεις και προοπτικές της ατομικής ρύθμισης με τυπικό νόμο στην Ελλάδα, ΤοΣ 2/2010, σ. 275· Α. Τσεβά, Θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο, Τιμ. Τόμος ΣτΕ, 75 χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 463∙ Β. Χρήστου, Από την κύρωση στη θέσπιση διοικητικών πράξεων δια τυπικού νόμου, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010]. Προνομιακό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω νομοθετικής πρακτικής είναι οι πολεοδομικές διατάξεις [Βλ. χαρακτηριστικά ΣτΕ Ολ 1847/2008, 123/2007, 1567-8/2005, Ολ 1249/2003, Ολ 2157/1998 Ολ 3824, 4365/1997, Ολ 6066/1996]. Ειδικότερα, ο νομοθέτης είτε κυρώvει υφιστάμενη διοικητική πράξη, υιοθετώντας το περιεχόμενό της με τη θέσπιση ταυτόσημης διάταξης, είτε θεσπίζει απευθείας διοικητική πράξη με τυπικό νόμο. Το πρόβλημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι η αδυναμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά τυπικού νόμου, η οποία καταλήγει στην παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά ατομικής, κατ’ ουσίαν, ρύθμισης. Η  απευθείας θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο εξετάσθηκε στις 7-12-2015.

Νόμος που επαναλαμβάνει διοικητική πράξη

Υπό το πρίσμα της παρούσας θεματικής εξετάζεται η περίπτωση κατά την οποία ο νόμος που επαναλαμβάνει τη διοικητική πράξη εκδίδεται ενώ εκκρεμεί αίτηση ακύρωσης κατά της εν λόγω πράξης. Πρόκειται για την προσπάθεια της ενιαίας νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας να προστατεύσει διοικητικές πράξεις από τον δικαστικό έλεγχο, παραγνωρίζοντας πλήρως τα ατομικά δικαιώματα των θιγομένων, ιδίως δε το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Αρχικά η τάση της νομολογίας ήταν η κήρυξη της σχετικής δίκης καταργημένης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 [Λήξη ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, εκτός αν γίνει επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος: ΣτΕ Ολ 2157/1998, Ολ 3824, 4365/1997, Ολ 6066/1996].

Είναι ενδιαφέρουσα συναφώς η συλλογιστική της γνωστής απόφασης ΣτΕ Ολ 6066/1996, η οποία επιχειρεί να διασώσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας με την εφαρμογή της δικονομικής δυνατότητας της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, δηλαδή της επίκλησης και απόδειξης ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος προς συνέχιση της δίκης κατά της πράξης, η οποία μετά τη δημοσίευση του νόμου έπαυσε μεν να ισχύει, χωρίς όμως να χάνει τον χαρακτήρα της εκτελεστής διοικητικής πράξη: «οι διατάξεις του άρθρου όγδοου του ν. 2238/1995 αποτελούν, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού,… τις ισχύουσες ρυθμίσεις για τους περιβαλλοντικούς όρους που διέπουν την κατασκευή και λειτουργία του προαναφερόμενου διεθνούς αεροδρομίου, αντί των ρυθμίσεων που είχαν τεθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έτσι έπαυσε να ισχύει από την ίδια ημερομηνία …. Εξάλλου, οι ρυθμίσεις αυτές του ν. 2238/95, τιθέμενες ενόψει και του εισαγόμενου με το άρθρο έβδομο του ίδιου νόμου παγίου κανόνος περί θεσπίσεως εφεξής από το Κοινοβούλιο, με ειδική νομοθετική πράξη και με τις συναφείς εγγυήσεις, των περιβαλλοντικών όρων των έργων με σημαντικές επιπτώσεις για την εθνική οικονομία, δεν συνιστούν οποιουδήποτε είδους νομοθετική κύρωση, αναδρομική ή μη, της προσβαλλόμενης απόφασης, δοθέντος μάλιστα ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν και στοιχεία μη αποτελούντα περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ ούτε και κατά τη διατύπωση των ανωτέρω ρυθμίσεων “κυρούται” δι’ αυτών η προσβαλλόμενη απόφαση, και δη αναδρομικώς. Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν απέβαλε, και μετά τον ανωτέρω νόμο, τον χαρακτήρα της ως εκτελεστής διοικητικής πράξης. Ως εκ τούτων, και μετά την παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, δεν αποκλείεται κατά νόμον η συνέχιση της παρούσης δίκης, ούτε ο ακυρωτικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό τις προϋποθέσεις όμως που τίθενται από την γενικής εφαρμογής διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, και δη ότι οι αιτούντες θα επικαλεσθούν και θα αποδείξουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης. Επομένως, οι τιθέμενες με το άρθρο όγδοο του ν. 2238/1995 ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος…» [Η δίκη καταργήθηκε, διότι οι αιτούντες δεν προέβαλαν ούτε απέδειξαν, ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχισή της].

Δεδομένου ότι η τακτική της θέσπισης ατομικών διοικητικών πράξεων με ψευδεπίγραφους νόμους, δηλαδή της άσκησης διοικητικών αρμοδιοτήτων που εξαιρείται κάθε αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, επιφέρει καίριο πλήγμα στην αρχή του κράτους δικαίου, η νεότερη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθέτησε αυστηρότερη στάση απέναντι στις ως άνω νομοθετικές επεμβάσεις. Δεν περιορίζεται πλέον στην προσπάθεια διάσωσης της αίτησης ακύρωσης μέσω της συσταλτικής ερμηνείας του κυρωτικού αποτελέσματος του νόμου, αλλά προβαίνει σε έλεγχο της συνταγματικότητάς του υπό το πρίσμα των επιταγών του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Στο πνεύμα αυτό, έγινε δεκτό ότι «η νεότερη ρύθμιση (άρθρο 11 του Ν. 3207/2003) συνιστά επέμβαση στην εκκρεμή δίκη [είχε προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης ΚΥΑ περί έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για το έργο Ανέγερση Νέου Σταδίου και Πολυλειτουργικού Κέντρου ΑΕΚ],…στην οποία, άλλωστε, και απέβλεψε προεχόντως ο νομοθέτης, όπως προκύπτει από τα προπαρασκευαστικά στοιχεία του νόμου αυτού […]. Τούτο δε, διότι με τον τρόπο αυτόν, με την μονομερή δηλαδή πράξη ενός μέρους της ενδίκου διαφοράς (του Ελληνικού Δημοσίου μέσω της νομοθετικής εξουσίας) επιλύεται η διαφορά αυτή και στερείται αντικειμένου η εκκρεμής αίτηση ακυρώσεως, ενώ δεν καταλείπεται πλέον στους πολίτες δυνατότητα παροχής εννόμου προστασίας ισοδυνάμου προς εκείνη που παρέχεται με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης. Με το περιεχόμενο αυτό όμως, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 3207/2003 ευρίσκονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, ως αντιβαίνουσες ειδικότερα στην αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26), στη διάταξη που κατοχυρώνει το ένδικο μέσο της αίτησης ακύρωσης (άρθρο 95) και κατά συνέπεια, ως θίγουσες το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1). Επομένως, η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 11 του Ν. 3207/2003 είναι καθ’ ολοκληρίαν ανίσχυρη και δεν επηρεάζει την παρούσα δίκη, η οποία, ως εκ τούτου, διατηρεί το αντικείμενό της» [ΣτΕ 1567/2005, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, Ολ 1847/2008]. Μολονότι αναφέρθηκε σε προσβολή της έννομης προστασίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλέστηκε μόνο συνταγματικές διατάξεις και όχι το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρθηκε στη σχετική κοινοτική νομοθεσία [Οδηγία 85/337/ΕΟΚ (ΕΕ L 175), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ (ΕΕ L 73)] και νομολογία [ΔΕΚ της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-435/1997, World Wildlife Fund (WWF) (Συλλογή 1999, σ. I-5613), και της 19.9.2000, C-287/1998, LINSTER, Συλλογή 2000, σ. I-6917] για να καταλήξει ότι το περιεχόμενο των νομοθετικών ρυθμίσεων στις οποίες στηρίχθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του δεν πληροί τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, για ζήτημα όμως άσχετο προς το γεγονός της νομοθετικής παρέμβασης σε εκκρεμή δίκη.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο