Εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στην περιοριστική διοίκηση (στη δράση νπδδ). ΣτΕ Ολ 150/2015
Στην πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Ολ 150/2015 [ΣτΕ Ολ 150], το Συμβούλιο της Επκρατείας, ακολουθώντας τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ [ΔΕΚ της 12ης Σεπτεμßρίου 2000, C-180/98 έως C-184/98, Pavel Pavlov κ.λπ. κατά Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten, Συλλογή 2000, σ. Ι-6451, σκέψη 85, της 30ής Ιανουαρίου 1985, 123/83, Clair, Συλλογή 1985, σ. 391, σκέψη 17, της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-3851, σκέψη 40, κατά την οποία «το δημοσίου δικαίου καθεστώς μιας επαγγελματικής οργανώσεως δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης. Κατά το γράμμα της, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και σε αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων. Επομένως, το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνεται μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται στο πλαίσιο αυτό από την εθνική έννομη τάξη δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και, ιδίως, του άρθρου 85 της Συνθήκης»], δέχεται ότι συνιστά επιχείρηση, κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποτελεί φορέα οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή ασκεί δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, ανεξάρτητα από το νομικό του καθεστώς και τον τρόπο χρηματοδότησής του. Στο ίδιο πλαίσιο, μια επαγγελματική οργάνωση μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελεί «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1 του νόμου 703/1977, ακόμη και εάν τελεί υπό καθεστώς δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, μια απόφαση επαγγελματικής οργάνωσης, η οποία εναρμονίζει τις αμοιβές επιχειρήσεων – μελών της σύμφωνα με σχετικούς πίνακες κατώτατων ορίων αμοιβών, έχει ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού και εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 1 του ν. 703/1977. Μια τέτοια απόφαση μπορεί, μολαταύτα, να μην εμπίπτει στο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου σε δύο περιπτώσεις: α) εφόσον η οργάνωση αυτή έχει κανονιστική εξουσία στο συγκεκριμένο τομέα, απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους της δημόσιας εξουσίας, και η απόφαση λαμβάνεται με κριτήρια δημοσίου συμφέροντος [έτσι και ΔΕΚ της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-96/94, Centro Servizi Spediporto, Συλλογή 1995, σ. Ι-2883, σκέψεις 23 έως 25, και προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 41 έως 44, και Pavel Pavlov κ.λπ. κατά Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten, σκέψη 87], ή β) σε περίπτωση που η επαγγελματική οργάνωση δεν απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους της δημόσιας εξουσίας, εφ’ όσον τα μέλη της μπορούν να χαρακτηρισθούν ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες των οικείων επιχειρηματιών, υποχρεούμενοι από τη διάταξη που τους παρέχει τη σχετική εξουσιοδότηση, να καθορίζουν τους πίνακες αμοιβών λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, αλλά και το γενικό συμφέρον.
Επί τη βάσει των ανωτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι οδοντίατροι ασκούν οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, αποτελούν «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η άσκηση του επαγγέλματός τους ρυθμίζεται. Περαιτέρω, οι Οδοντιατρικοί Σύλλογοι ως επαγγελματικές ενώσεις οδοντιάτρων οι οποίοι συνιστούν «επιχειρήσεις» αποτελούν «ενώσεις επιχειρήσεων» κατά την ίδια διάταξη και, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και την εντεύθεν κρατική εποπτεία επ’ αυτών, καθώς και από το γεγονός ότι έχουν, μεταξύ άλλων, και σκοπούς αναγόμενους στην προστασία εν γένει της δημόσιας υγείας. Κατά συνέπεια, αποφάσεις των οδοντιατρικών συλλόγων περί καθορισμού κατωτάτων ορίων αμοιβών δεν διαφεύγουν από το πεδίο των κανόνων του ανταγωνισμού εκ μόνου του λόγου ότι χαρακτηρίζονται από τους ως άνω συλλόγους ως «δεοντολογικοί κανόνες». Οι αποφάσεις αυτές συνιστούν αποφάσεις «ενώσεων επιχειρήσεων» που έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, αντίκεινται στο άρθρο 1 του ν. 703/1977, δεδομένου μάλιστα ότι οι αποφάσεις δεν εκδίδονται βάσει εξουσιοδοτικής διάταξης με την οποία να τους έχουν ανατεθεί αντίστοιχες κανονιστικές αρμοδιότητες [Όπως έχει κρίνει συναφώς το ΔΕΚ, δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα ο οποίος δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στην άσκηση των προνομιών δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑364/92, SAT Fluggesellschaft, Συλλογή 1994, σ. I-43, σκέψεις 30 και 31). Bλ. συναφώς και απόφαση ΣτΕ Ολ 149/2015, με την οποία κρίθηκε ότι “από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος απορρέει μεν υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την προστασία της υγείας των πολιτών (ΣτΕ 400/1986, Ολομ.), δεν απαγορεύεται όμως η παροχή υπηρεσιών υγείας από ιδιωτικούς φορείς (ΣτΕ 1374/1997). Και ναι μεν, από την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, συνάγεται ότι επιτρέπεται ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους στη σχετική επιχειρηματική δραστηριότητα, προς το σκοπό της προστασίας της υγείας και υπό τους όρους της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και η δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας (βλ. και ν. 1397/1983 περί «Εθνικού Συστήματος Υγείας», Α΄143), ο τομέας όμως αυτός, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, συνυπάρχει με τον ιδιωτικό? οι δε παρέχουσες υπηρεσίες υγείας ιδιωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν κατά τους κανόνες της αγοράς και υπόκεινται στις πιο πάνω διατάξεις περί ανταγωνισμού, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών]. Πράγματι, η προστασία της δημόσιας υγείας, με τον καθορισμό κατωτάτου ορίου αμοιβών οδοντιατρικών υπηρεσιών, εξασφαλίζεται με τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους, με την έκδοση δηλαδή προεδρικού διατάγματος προτάσει του αρμόδιου Υπουργού, και όχι των οδοντιατρικών συλλόγων. Βλ. αναλυτικά Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δημόσιο δίκαιο του ανταγωνισμού. Η συμβολή του ευρωπαϊκού δικαίου στη δημιουργία ενός νέου κλάδου του δημοσίου δικαίου, ΔηΣΚΕ 2008, σ. 30 (36).
Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ Ολ 150/2015
ΣτΕ Ολ 150/2015
Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
2.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 1028/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων οδοντιατρικών συλλόγων κατά της 292/IV/12.9.2005 (και όχι 26.5.2005, όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως) αποφάσεως της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με την απόφασή της αυτή, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, είχε διαπιστώσει ότι οι αναιρεσείοντες, προσδιορίζοντας τα κατώτατα όρια αμοιβών των οδοντιατρικών πράξεων των μελών τους, περιόριζαν τον ανταγωνισμό στην αγορά παροχής οδοντιατρικών υπηρεσιών κατά παράβαση του άρθρου 1 του ν. 703/1977, και τους είχε, κατόπιν αυτού, υποχρεώσει να παύσουν την παράβαση και να την παραλείψουν στο μέλλον.
3. Επειδή, με την 127/2009 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπόθεση παραπέμφθηκε, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εξαιρέσει της οριστικής κρίσεως της εν λόγω αποφάσεως (σκέψεις 4, 15 και διατακτικό) περί επιστροφής στους αναιρεσείοντες παραβόλου 30 ευρώ, ως καταβληθέντος επιπλέον του νομίμου.
Απαλλαγή των νπδδ από την καταβολή παραβόλου
5. Επειδή, στα άρθρα 35 και 36 του π.δ. 18/1989 προβλέπεται η καταβολή τελών και παραβόλου κατά τη διαδικασία εν γένει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο δε άρθρο 31 του ν. 703/1977 για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού (Α΄278), ορίζονται, υπό τον τίτλο «Τέλη», τα ακόλουθα: «1. […] 2. Η προσφυγή, η αίτηση αναίρεσης, η ανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης και η παρέμβαση που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου στα διοικητικά δικαστήρια […] πρέπει, με την ποινή του απαραδέκτου, να συνοδεύονται από γραμμάτιο καταβολής παραβόλου τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών και γραμμάτιο καταβολής τελών συζητήσεως δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών […] [ ποσά που «αναπροσαρμόσθηκαν» σε 300 και 100 ευρώ, αντιστοίχως, με το ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο άρθρο 26 παρ. 9 του ν. 3373/2005 (Α΄ 188)]. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται το Δημόσιο». Εξ άλλου, στην παράγραφο 4 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998 (Α΄ 31) ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” και 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α΄ 230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών».
6. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επί διαφορών ελεύθερου ανταγωνισμού υπόκεινται στο παράβολο και τα τέλη που προβλέπονται στην εφαρμοστέα επί των διαφορών αυτών ειδική διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 703/1977 (ΣτΕ Ολ 1852/2009)· ότι, από την εν λόγω υποχρέωση απαλλάσσεται, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, το Δημόσιο· και ότι, η απαλλαγή αυτή, κατά τη γενική και αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, επεκτείνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Για την άσκηση, επομένως, της κρινόμενης αίτησης, οι αναιρεσείοντες οδοντιατρικοί σύλλογοι, οι οποίοι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 1026/1980, Α΄48), απαλλάσσονται ως διάδικοι ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από τέλη και παράβολο· τούτο δε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, κατά την πράξη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχουν ενεργήσει στην επίδικη περίπτωση ως «ένωση επιχειρήσεων», υπό την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, και όχι κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Κατά συνέπεια, το ποσό που έχουν καταβάλει οι αιτούντες συνολικά για τέλη και παράβολο, πέραν εκείνου που τους έχει επιστραφεί ήδη με την οριστική διάταξη της παραπεμπτικής αποφάσεως (ανωτ. σκέψη 3), πρέπει να τους επιστραφεί ως αχρεώστητο, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης. (Διπλότυπα εισπράξεως τύπου Α, σειράς ΣΤ, 43832839 και 43832844/2007, ποσών 300 και 100 ευρώ, αντιστοίχως).
Συγκρότηση, αρμοδιότητες και διαδικαστικοί κανόνες της Επιτροπής Ανταγωνισμού
7. Επειδή, στο άρθρο 8 του ν. 703/1977, όπως ίσχυε εν προκειμένω μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 2741/1999 (Α΄ 199), 1 του ν. 2837/2000 και 19 του ν. 2941/2001 (Α’ 201), πριν δε από την τροποποίησή του με το άρθρο 10 του ν. 3373/2005, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Συνιστάται Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. […] 3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι εννεαμελής και απαρτίζεται από: α. έναν σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία ή μη, ή έναν πρώην ανώτατο δικαστή της πολιτικής ή διοικητικής δικαιοσύνης, β. από έναν εκπρόσωπο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.), του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΕ.Σ.Ε.Β.Ε.) με τους αναπληρωτές τους […] γ. ένα μέλος Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., με ειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού, δ. ένα μέλος Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., με ειδίκευση και εμπειρία στα οικονομικά θέματα της πολιτικής ανταγωνισμού, ε. δύο πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους με εμπειρία σε θέματα δημοσίου και κοινοτικού οικονομικού δικαίου, καθώς και σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού. […] 4. Χρέη εισηγητή ασκεί ο αρμόδιος κατά περίπτωση Διευθυντής ή ο Τμηματάρχης που τον αναπληρώνει, επικουρούμενος από τον εισηγητή ή τους εισηγητές της υπόθεσης που συζητείται κάθε φορά. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Γραμματείας της. 5. […] 10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεσπίζεται Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με τον Κανονισμό ρυθμίζονται η εσωτερική λειτουργία, ο τρόπος διαχείρισης των πόρων της Επιτροπής, τα κωλύματα και η εξαίρεση του Προέδρου, των μελών και του Γραμματέα της, η προδικασία και διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η κατάρτιση, δημοσίευση και κοινοποίηση των αποφάσεών της, η παροχή αντιγράφων ή αποσπασμάτων των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεών της και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. …..».
Ερμηνεία του άρθρου 43 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος
8. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, «ειδικότερα θέματα», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοικήσεως, αποτελούν μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων που ρυθμίζονται ήδη, σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο, στο ίδιο το κείμενο του τυπικού νόμου (ΣτΕ Ολ 2815/2004). Δεδομένου, συνεπώς, ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, διατάξεις με συγκεκριμένες ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού και τη διαδικασία ενώπιόν της περιέχονται στον ίδιο τον ν. 703/1977, ιδίως στο άρθρο 8 αυτού, εγκύρως παρεσχέθη με την παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου η εξουσιοδότηση προς περαιτέρω, ειδικότερη ρύθμιση των θεμάτων αυτών με υπουργική απόφαση (ΣτΕ Ολ 1300/2011), τούτου δε παρέπεται ότι νομίμως εκδόθηκε, με τη μορφή αυτή, ο πιο πάνω Κανονισμός Λειτουργίας της Επιτροπής.
Επικουρία γενικού εισηγητή Επιτροπής Ανταγωνισμού. Αρμοδιότητες βοηθών εισηγητών
9. Επειδή, σύμφωνα με τις παρατεθείσες στη σκέψη 7 διατάξεις, και ειδικότερα εκείνες με τις οποίες ρυθμίζονται τα της εισηγήσεως προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού (άρθρα 8 παρ. 4 του ν. 703 και 17 του Κανονισμού Λειτουργίας), ο «γενικός» εισηγητής (Διευθυντής της αρμόδιας Υπηρεσίας ή ο αναπληρωτής του) «επικουρείται» κατά την άσκηση των καθηκόντων του από τον εισηγητή ή τους εισηγητές της εκάστοτε συζητουμένης υποθέσεως· η «επικουρία» δε αυτή δεν περιορίζεται στην προπαρασκευή, αλλ’ εκτείνεται και στο στάδιο της συζήτησης της υποθέσεως ενώπιον της Επιτροπής, όπως προβλέπεται και ρητώς, προκειμένου για την ανάπτυξη της εισήγησης, στο άρθρο 17 παρ. 3 του Κανονισμού. Κατά την έννοια, επομένως, των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν στην πληρέστερη δυνατή διερεύνηση των υποθέσεων, οι (βοηθοί) εισηγητές, επικουρώντας ομοίως τον γενικό εισηγητή και κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του προς υποβολή ερωτήσεων (παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου 17), μπορούν, κατ’ αρχήν, με την (τεκμαιρόμενη) συναίνεσή του, να απευθύνουν, αντ’ αυτού, ερωτήσεις προς τα μέρη και τους μάρτυρες.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι αναιρεσείοντες είχαν ισχυρισθεί με την προσφυγή τους πως η επίδικη πράξη ήταν ακυρωτέα γιατί, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 6 του Κανονισμού Λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΚΥΑ 963/2001) «ερωτήσεις στους διαδίκους και στους μάρτυρες μπορούν να θέτουν μόνον ο Πρόεδρος, τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού και ο Γενικός Εισηγητής», εν προκειμένω, κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως, «ετέθησαν επανειλημμένα ερωτήσεις στους Προέδρους των Οδοντιατρικών Συλλόγων και στους μάρτυρες από το μέλος της Γραμματείας, κα Ταραμπίκου, η οποία δεν είχε καμία από τις ανωτέρω ιδιότητες […] αλλά απλά διενήργησε τον έλεγχο στον Οδοντιατρικό Σύλλογο Αχαΐας»· και ότι το διοικητικό εφετείο με πλημμελή αιτιολογία απέρριψε τον λόγο αυτό της προσφυγής. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο σχετικός ισχυρισμός κρίθηκε απορριπτέος με την αιτιολογία ότι η εν λόγω υπάλληλος της Γραμματείας ήταν εισηγητής στην υπόθεση και βοηθός του Γενικού Εισηγητή, και ότι «εν πάση περιπτώσει, η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του «Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής» (Β΄1890/2006) έχει ενδεικτικό και όχι περιοριστικό χαρακτήρα, παρέχουσα τη δυνατότητα στον Πρόεδρο της Ε.Α. να χορηγήσει την άδεια υποβολής ερωτήσεων και στους βοηθούς του Γενικού Εισηγητή». Με την κρίση του αυτή, ανεξάρτητα από την ειδικότερη αιτιολόγησή της στην αναιρεσιβαλλομένη, το διοικητικό εφετείο δέχεται, πάντως, ορθώς, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ότι σύμφωνα με το νόμο, η πιο πάνω υπάλληλος, ως βοηθός του γενικού εισηγητή της υποθέσεως, μπορούσε, κατ’ αρχήν, να υποβάλλει ερωτήσεις κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ως άνω λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται στους βοηθούς εισηγητές, αφού δεν συμπεριλαμβάνονται στα πρόσωπα που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 17 του εφαρμοστέου Κανονισμού, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξ άλλου, και ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης αναφοράς τής αναιρεσιβαλλομένης στον μεταγενέστερο της επίδικης πράξης και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέο εν προκειμένω Κανονισμό του έτους 2006, είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελής, εφ’ όσον, κατά τα προεκτεθέντα, η κρίση του ΔΕφ συνιστά, πάντως, ορθή εφαρμογή των εφαρμοστέων διατάξεων του Κανονισμού του 2001.
Έννοια επιχείρησης, ένωσης επιχειρήσεων και απόφασης ένωσης επιχειρήσεων
11. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του προαναφερόμενου ν. 703/1977, «Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων, πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφής ενηρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον ή αποτέλεσμα την παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού ιδία δε αι συνιστάμεναι εις: α) τον άμεσον ή έμμεσον καθορισμόν των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) […]». Κατά τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το φως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, στην έννοια της «επιχειρήσεως» υπάγεται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποτελεί φορέα οικονομικής δραστηριότητας, τουτέστιν που ασκεί δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, ανεξάρτητα από το νομικό του καθεστώς και τον τρόπο χρηματοδότησής του. Εξ άλλου, μια επαγγελματική οργάνωση μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελεί «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου, ακόμη και εάν τελεί υπό καθεστώς δημοσίου δικαίου. Μια απόφαση δε επαγγελματικής οργανώσεως, η οποία εναρμονίζει τις αμοιβές επιχειρήσεων – μελών της σύμφωνα με σχετικούς πίνακες κατώτατων ορίων αμοιβών, έχει ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού και εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 1 του ν. 703/1977. Μια τέτοια απόφαση μπορεί, μολαταύτα, να μην εμπίπτει στο άρθρο 1 του εν λόγω νόμου, εφ’ όσον η οργάνωση αυτή έχει κανονιστική εξουσία στο συγκεκριμένο τομέα, απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους της δημόσιας εξουσίας, και η απόφαση λαμβάνεται με κριτήρια δημοσίου συμφέροντος· ή, σε περίπτωση που η επαγγελματική οργάνωση δεν απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους της δημόσιας εξουσίας, εφ’ όσον τα μέλη της μπορούν να χαρακτηρισθούν ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες των οικείων επιχειρηματιών, υποχρεούμενοι από τη διάταξη που τους παρέχει τη σχετική εξουσιοδότηση, να καθορίζουν τους πίνακες αμοιβών λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, αλλά και το γενικό συμφέρον (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 12.9.2000 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98, Δ.Ε.Κ. της 19.2.2002 στην υπόθεση C-35/99, Δ.Ε.Κ. της 18.6.1998 στην υπόθεση C-35/96, Δ.Ε.Κ. της 19.2.2002 στην υπόθεση C-309/99, Π.Ε.Κ. της 30.3.2000 στην υπόθεση T-513/93, Π.Ε.Κ. της 28.3.2001 στην υπόθεση T-144/99 κ.ά.).
Οι οδοντίατροι αποτελούν επιχειρήσεις και οι οδοντριακοί σύλλογοι ενώσεις επιχειρήσεων
12. Επειδή, οι οδοντίατροι, υπό την ιδιότητά τους ως ανεξάρτητων οικονομικών μονάδων, παρέχουν υπηρεσίες στη σχετική αγορά (οδοντιατρικών υπηρεσιών), λαμβάνοντας αμοιβή από τους ασθενείς τους και αναλαμβάνοντας τους οικονομικούς κινδύνους σχετικά με την άσκηση της δραστηριότητάς τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οδοντίατροι ασκούν, κατά τα προεκτεθέντα, οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, αποτελούν «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ρυθμίζεται η άσκηση του επαγγέλματός τους (πρβλ. την ανωτέρω απόφαση Δ.Ε.Κ. της 12.9.2000 στις υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98). Εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 2 (παρ. 1), 3 και 4 παρ. 1 του ν. 1026/1980, οι αναιρεσείοντες Οδοντιατρικοί Σύλλογοι έχουν καθένας τους υποχρεωτικώς ως μέλη όλους τους οδοντιάτρους που είναι επαγγελματικά εγκατεστημένοι στην περιφέρειά του (το νομό στον οποίον εδρεύει και του οποίου φέρει το όνομα), αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν δε ως σκοπούς, μεταξύ άλλων, τη μέριμνα για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας των οδοντιάτρων και την υποστήριξη των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Υπό τα δεδομένα αυτά, εν όψει και των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, οι αναιρεσείοντες σύλλογοι, ως επαγγελματικές ενώσεις οδοντιάτρων οι οποίοι συνιστούν «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 703/1977, αποτελούν «ενώσεις επιχειρήσεων» κατά την ίδια διάταξη και, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της· τούτο δε, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και την εντεύθεν κρατική εποπτεία επ’ αυτών (άρθρα 43, 74, 76 ν. 1026/1980), καθώς και από το γεγονός ότι έχουν, μεταξύ άλλων, και σκοπούς αναγόμενους στην προστασία εν γένει της δημόσιας υγείας. (ανωτ. άρθρο 3 ν. 1026).
Ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους δια του καθορισμού ανωτάτης ή και κατωτάτης τιμής των ιατρικών και οδοντιατρικών υπηρεσιών. Δεοντολογικοί κανονισμοί Ιατρών και Οδοντιάτρων
13. Επειδή, στον αν. ν. 1565 της 11/14.1.1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρον 27. 1. Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος συντάσσει δεοντολογικόν κανονισμόν των επαγγελματικών καθηκόντων και υποχρεώσεων του ιατρού, περιέχοντα και άλλους κανόνας ικανούς να περιφρουρήσωσιν την τιμήν και αξιοπρέπειαν του ιατρικού επαγγέλματος. 2. Ο δεοντολογικός κανονισμός, εγκρινόμενος διά του Υπουργού της Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, τίθεται εν ισχύι διά Β.Διατάγματος […]. Άρθρον 28. Εις την αρμοδιότητα του Υπουργού Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, ως κατωτέρω καθορίζεται αύτη, υπάγονται τα της ρυθμίσεως της καταβλητέας εις τους ιατρούς αμοιβής, ως και τα αφορώντα εν γένει τας συνθήκας εργασίας των ιατρών ζητήματα. Άρθρον 29. 1. Δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνωμάτευσιν του Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου και γνώμην του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, εγκρίνεται πίναξ των καθ’ έκαστον ιατρικών, ιατροδικαστικών υπηρεσιών και των οφειλομένων δι’ εκάστην τούτων αμοιβών. 2. Εντός των ορίων των εν τω κατά τ’ ανωτέρω Β.Δ/τι οριζομένων αμοιβών, κανονίζεται η αμοιβή του ιατρού, αναλόγως των συνθηκών εκάστης περιπτώσεως, ιδία δε της φύσεως και των δυσχερειών της παρασχεθείσης συνδρομής, της περιουσιακής καταστάσεως του προς πληρωμήν υποχρέου, των τοπικών συνθηκών κλπ. Άρθρον 30. 1. Τα όρια των εν τω κατά το προηγούμενον άρθρον δημοσιευομένω πίνακι αμοιβών, δύναται δια την όλην ή μέρος της περιφερείας ιατρικού τινος συλλόγου να μεταβληθώσιν, ως προς πάσας ή τινας ιατρικάς πράξεις δι’ Υπουργικής αποφάσεως, εκδιδομένης μετά γνωμάτευσιν του Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου, προτάσει του οικείου Συλλόγου, υποβαλλομένη δια του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου. 2. Καθ’ ας περιπτώσεις δεν πρόκειται περί ιατρικής συνδρομής εκ των εν τω Δ/τι οριζομένων, η αμοιβή κανονίζεται κατ’ αναλογίαν επί τη βάσει άλλων εν τω πίνακι αναγραφομένων περιπτώσεων. Άρθρον 31. Η παρά του ιατρού λήψις κατωτέρας του εν εκάστη περιπτώσει και εν εκάστη περιφερεία ισχύοντος κατωτάτου ορίου ιατρικής αμοιβής ή μη λήψις ουδεμίας αμοιβής, ουδαμώς αντίκειται εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου εφ’ όσον δεν γίνεται προς αθέμιτον ανταγωνισμόν και διαφήμισιν. […] Άρθρον 119. Διά Β. Διαταγμάτων […] δύναται να επεκτείνεται η εφαρμογή μέρους ή όλου των διατάξεων του παρόντος Νόμου […] και επί των ασκούντων το οδοντοϊατρικόν επάγγελμα εν Ελλάδι […]». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε το β.δ. της 22.4/4.5.1939 (Α΄ 178), με το άρθρο μόνο του οποίου ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του ανωτέρω αν. νόμου, «εξαιρέσει των άρθρων 48 – 91 συμπεριλαμβανομένου και 95 – 109 συμπεριλαμβανομένου, επεκτείνονται και επί των ασκούντων το οδοντοϊατρικόν επάγγελμα εν Ελλάδι». Ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 27 παρ. 1 του εν λόγω αν. νόμου, εκδόθηκαν το β.δ. της 11.7/5.8.1950 «Περί Δεοντολογικού Κανονισμού Οδοντιάτρων» (Α΄ 167) και το β.δ. της 25.5/6.7.1955 «Περί Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας» (Α΄ 171). Από τα διατάγματα αυτά, το δεύτερο, περί της ιατρικής δεοντολογίας, δεν εφαρμόζεται επί οδοντιάτρων, αφού, κατ’ εξουσιοδότηση της ίδιας διατάξεως του άρθρου 27 του α.ν. περί ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, η ισχύς της οποίας επεκτάθηκε και στους οδοντιάτρους, συντάχθηκε ειδικά γι αυτούς ο πιο πάνω δεοντολογικός κανονισμός. Εξ άλλου, στο άρθρο 6 του εν λόγω Δεοντολογικού Κανονισμού Οδοντιάτρων ορίζεται ότι «Ο Οδοντίατρος οφείλει να μη υποβιβάζη το κατώτατον όριον της ισχυούσης οδοντιατρικής αμοιβής. […]», στο δε άρθρο 14 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι «Ο Οδοντίατρος οφείλει να τηρή απαρεγκλίτως το εκάστοτε εγκεκριμένον τιμολόγιον» και ότι «Πάσα τυχόν εκ τούτου διαφορά μεταξύ Οδοντιάτρου και πελατών του γνωστοποιείται εις τον οικείον Σύλλογον, όστις διευθετεί ταύτην συμβιβαστικώς». Τέλος, με το άρθρο 51 του ανωτέρω ν. 1026/1980 ορίσθηκε ότι «Πειθαρχικόν παράπτωμα συνιστούν αι παραβάσεις των καθηκόντων και υποχρεώσεων των επιβαλλομένων εις τον οδοντίατρον εκ των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού Οδοντιατρικής Δεοντολογίας, του Κανονισμού του οικείου Οδοντιατρικού Συλλόγου, ως επίσης και η μη τήρησις των αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων ως και των Γενικών Συνελεύσεων των κατά τόπους Οδοντιατρικών Συλλόγων. […]», ενώ με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων του ίδιου νόμου ρυθμίζονται τα της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων από όργανα των συλλόγων αυτών.
Περιεχόμενο της κανονιστικής αρμοδιότητας των Οδοντιατρικών Συλλόγων
14. Επειδή, με τις ανωτέρω εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 28 και 29 του αν. ν. 1565/1939, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, καθιερώνεται, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους, η οποία, δια του καθορισμού ανωτάτης ή και κατωτάτης τιμής των ιατρικών και οδοντιατρικών υπηρεσιών, αποβλέπει στην αποτροπή υπέρμετρης επιβαρύνσεως του κοινού και στην εξασφάλιση της δυνατότητας σε περισσότερους να προσφεύγουν στις εν λόγω υπηρεσίες· αλλά και στη διασφάλιση των αναγκαίων οικονομικών προϋποθέσεων ομαλής ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των ιατρών και οδοντιάτρων σύμφωνα με τον προορισμό της, ο οποίος συνίσταται στην παροχή ιατρικών και οδοντιατρικών υπηρεσιών της ενδεδειγμένης επιστημονικώς στάθμης (ΣτΕ 671/2002, 368/1989). Οι οδοντιατρικοί σύλλογοι, εξ άλλου, παραδοσιακός τρόπος οργάνωσης «ελεύθερου επαγγέλματος», αναγορεύονται συνάμα σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αποτελούν μορφή της καθ’ ύλην αυτοδιοικήσεως, ασκώντας δημόσια εξουσία και εκδίδοντας διοικητικές πράξεις επί ζητημάτων για τα οποία ο νόμος τους έχει παραχωρήσει σχετική αρμοδιότητα, όπως τα αναγόμενα, κατά τ’ ανωτέρω, στην ιατρική δεοντολογία. Αποφάσεις όμως των εν λόγω συλλόγων με τις οποίες καθορίζονται κατώτατα όρια αμοιβών δεν ανάγονται στην προσήκουσα, από δεοντολογικής απόψεως, άσκηση του οδοντιατρικού επαγγέλματος ούτε λαμβάνονται στα πλαίσια αντίστοιχης κανονιστικής εξουσίας που τους έχει παρασχεθεί από το νόμο. Αντιθέτως, η κανονιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, στο ίδιο το Κράτος. Το δε «κατώτατον όριον της ισχυούσης οδοντιατρικής αμοιβής» και το «εγκεκριμένον τιμολόγιον», για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 6 και 14 του Δεοντολογικού Κανονισμού Οδοντιάτρων, προϋποθέτουν την έγκυρη θέσπιση, με άλλες διατάξεις, τέτοιου ορίου ή τιμολογίου· και τέτοια εν προκειμένω είναι αυτά που προσδιορίζονται, κατά τ’ ανωτέρω, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση με τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 28, 29 και 30 του αν. ν. 1565/1939 και με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές. Δεν θα ήταν, άλλωστε, δυνατόν ο δεοντολογικός κανονισμός να περιέχει διατάξεις αντικείμενες στις εν λόγω διατάξεις του ως άνω νόμου, διότι υπό την εκδοχή αυτή οι διατάξεις του κανονισμού θα ήταν ανίσχυρες ως τεθείσες καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως (βλ. ΣτΕ 1936/1951). Αποφάσεις, συνεπώς, των οδοντιατρικών συλλόγων περί καθορισμού κατωτάτων ορίων αμοιβών δεν διαφεύγουν από το πεδίο των κανόνων του ανταγωνισμού εκ μόνου του λόγου ότι χαρακτηρίζονται από τους ως άνω συλλόγους ως «δεοντολογικοί κανόνες» (πρβλ. ΣτΕ 4356/1980, 1045/1982). Οι αποφάσεις αυτές, κατά τα εκτιθέμενα στην ενδέκατη σκέψη, συνιστούν αποφάσεις «ενώσεων επιχειρήσεων» που έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, αντίκεινται στο άρθρο 1 του ν. 703/1977. Εφ’ όσον δε οι οδοντιατρικοί σύλλογοι, στα πλαίσια λήψεως αυτών των αποφάσεων δεν ενεργούν ως φορείς ανατεθειμένης δημόσιας εξουσίας, γιατί, όπως αναφέρθηκε, τέτοια εξουσία δεν τους έχει ανατεθεί, δεν τίθεται, περαιτέρω, ζήτημα αναζητήσεως κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος, το οποίο θα ετίθετο, κατά τα εκτεθέντα επίσης στη σκέψη 11, μόνο εάν υπήρχε διάταξη νόμου με βάση την οποία θα ήταν καθοριστέα από τους οδοντιατρικούς συλλόγους τα κατώτατα όρια αμοιβών και η οποία κατά τα προαναφερθέντα δεν υπάρχει. Εν όψει τούτου, άλλωστε, τα μέλη των οδοντιατρικών συλλόγων δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ούτε ως ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες, σύμφωνα με την ίδια ως άνω σκέψη.
Ενδικη απόφαση Επιτροπής Ανταγωνισμού
15. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την ένδικη απόφαση διαπίστωσε κατόπιν αυτεπαγγέλτου ελέγχου ότι α) οι ελεγχθέντες Οδοντιατρικοί Σύλλογοι Αττικής, Πειραιώς, Αχαΐας, Ηρακλείου, Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας και Σερρών, «οι οποίοι συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, με τις αποφάσεις που λαμβάνουν σε τακτική βάση και με τις οποίες προσδιορίζουν (αυξάνουν τα) κατώτατα όρια αμοιβής για τις οδοντιατρικές πράξεις και υπηρεσίες των μελών τους, στοχεύουν και επιτυγχάνουν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στην οικεία αγορά παροχής οδοντιατρικών υπηρεσιών και ως εκ τούτου παραβαίνουν τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου» και β) η ελεγχθείσα επίσης Ελληνική Οδοντιατρική Ομοσπονδία, «η οποία αποτελεί, κατά το ν. 1026/1980, το κεντρικό συντονιστικό όργανο και την εποπτεύουσα οργάνωση όλων των οδοντιάτρων και των οδοντιατρικών συλλόγων της Χώρας και η οποία συνιστά, επίσης, ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, συνεπικουρώντας και κατευθύνοντας τούς κατά τόπους οδοντιατρικούς συλλόγους της Χώρας στις αποφάσεις που λαμβάνουν σε τακτική βάση και με τις οποίες προσδιορίζουν (αυξάνουν τα) κατώτατα όρια αμοιβής για τις οδοντιατρικές πράξεις και υπηρεσίες των μελών τους, στοχεύει και επιτυγχάνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό στην εθνική αγορά παροχής οδοντιατρικών υπηρεσιών και ως εκ τούτου παραβαίνει τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου.». Στη συνέχεια, βάσει των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 703/1977 (ανωτ. σκέψη 7), η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρέωσε με την απόφασή της τις εν λόγω ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την προαναφερόμενη παράβαση και να παραλείψουν αυτή στο μέλλον, προς τούτο δε υποχρέωσε, ειδικότερα, τους πιο πάνω οδοντιατρικούς συλλόγους να ενημερώσουν εγγράφως τα μέλη τους (μέσα σε ορισμένη προθεσμία) για την εν λόγω απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, να διαγράψουν από τις ιστοσελίδες τους τους σχετικούς πίνακες κατωτάτων ορίων αμοιβών, καθώς και κάθε κείμενο που αφορά θέματα ρύθμισης της τιμολογιακής πολιτικής των μελών τους σε συλλογικό επίπεδο, και να αποσύρουν και ακυρώσουν κάθε έντυπο υλικό που διαθέτουν και αναφέρεται στις ανωτέρω κριθείσες παράνομες αποφάσεις τους. Εξ άλλου, επειδή από τα στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο πιθανολογήθηκε ότι όλοι οι οδοντιατρικοί σύλλογοι ελάμβαναν αντίστοιχες προς τις ανωτέρω αποφάσεις περί καθορισμού κατωτάτων ορίων αμοιβών των μελών τους, η Επιτροπή, με την ίδια απόφασή της, υποχρέωσε την Ελληνική Οδοντιατρική Ομοσπονδία, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της ως κεντρικού εποπτεύοντος και συντονιστικού οργάνου, να προβεί σε σχετικές ενημερώσεις και προς τους λοιπούς (πλην των ανωτέρω αναφερομένων) οδοντιατρικούς συλλόγους της χώρας. Τέλος, με την ένδικη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού απειλήθηκαν οι ανωτέρω ενώσεις επιχειρήσεων με επιβολή χρηματικής ποινής ποσού 3.000,00 ευρώ σε κάθε μία, για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης προς την απόφαση αυτή.
Παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού από τους Οδοντιατρικούς Συλλόγους ως ενώσεις επιχειρήσεων
16. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι, αντίθετα με όσα εσφαλμένα δέχθηκε το διοικητικό εφετείο, οι αναιρεσείοντες Οδοντιατρικοί Σύλλογοι δεν αποτελούν «επιχειρήσεις» ούτε «ενώσεις επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 703/1977. Και τούτο, διότι, ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ασκούν προεχόντως δημόσια εξουσία, επιδιώκοντας τους σκοπούς που προβλέπονται στο ανωτέρω άρθρο 3 του ν. 1026/1980· έστω και αν σ’ αυτούς περιλαμβάνεται και η υποστήριξη των επαγγελματικών συμφερόντων των οδοντιάτρων. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Διότι, κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενες σκέψεις (11 – 14), νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως οι αναιρεσείοντες σύλλογοι, ανεξάρτητα από το εάν, παράλληλα με τα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών τους, επιδιώκουν και δημόσιους σκοπούς, αποτελούν, πάντως, «ενώσεις επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 703/1977, και παραβιάζουν την εν λόγω διάταξη, εφ’ όσον, όπως εν προκειμένω, οι συγκεκριμένες ενέργειές τους, που έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, δεν γίνονται βάσει εξουσιοδοτικής διατάξεως, με την οποία να τους έχουν ανατεθεί αντίστοιχες αρμοδιότητες με καθορισμό κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος.
17. Επειδή, προβάλλουν περαιτέρω οι αναιρεσείοντες ότι με μη νόμιμη αιτιολογία απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο ισχυρισμοί που είχαν προβάλει με την προσφυγή τους περί του ότι οι ένδικοι καθορισμοί κατωτάτων ορίων αμοιβών των οδοντιατρικών πράξεων και υπηρεσιών και εάν ακόμη περιορίζουν τον ανταγωνισμό, αποτελούν, πάντως, θεμιτό, εύλογο και αναλογικό μέτρο για την παροχή υψηλού επιπέδου οδοντιατρικών υπηρεσιών και για την προστασία της υγείας, καθώς και ότι το συνταγματικό δικαίωμα στην υγεία επέβαλλε να εξετασθεί εάν το κάθε συγκεκριμένο κατώτατο όριο αμοιβών υπερέβαινε και κατά πόσο το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί ήταν νόμω αβάσιμοι. Διότι, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, στη σκέψη 14, η προστασία της δημόσιας υγείας με τον καθορισμό, πλην άλλων, κατωτάτου ορίου αμοιβών οδοντιατρικών υπηρεσιών, εξασφαλίζεται με τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους που προβλέπεται στα άρθρα 28 και 29 του αν. ν. 1565/1939, με την έκδοση δηλαδή προεδρικού διατάγματος προτάσει του αρμόδιου Υπουργού, έπειτα από «γνωμάτευση του Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου» (Κ.Ε.Σ.Υ. κατ’ άρθρ. 3 ν. 1278/1982, Α΄105) και γνώμη της Ελληνικής Οδοντιατρικής Εταιρείας, ως αντίστοιχης προς τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο δευτεροβάθμιας επαγγελματικής οργανώσεως. Επομένως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί των αιτούντων, ανεξάρτητα από τις αιτιολογίες που παρατίθενται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ορθώς, πάντως, κατ’ αποτέλεσμα απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο, αντιστοίχως δε είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου ως άνω λόγος αναιρέσεως.
18. Επειδή, κατόπιν αυτών, και καθώς δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της.