Ευθεία δικαστική προσβολή συστάσεων και ανακοινωθέντων τύπου του Ανώτατου Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου της Γαλλίας (Conseil Supérieur de l’audiovisuel, CE 10 novembre 2016, Mme M… et autres, n°s 384691 e. a. Προτάσεις L. Marion, AJDA 2/2017, σ. 121)
Εφαρμόζοντας τις αποφάσεις της Ολομέλειάς του της 21ης Μαρτίου 2016, Fairvesta και Numericable, το Conseil d’Etat (τέταρτο και πέμπτο τμήμα της Section du contentieux) έκρινε παραδεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης που ασκήθηκαν από φυσικά πρόσωπα και ενώσεις κατά σύστασης του Ανώτατου Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου της Γαλλίας (Conseil Supérieur de l’audiovisuel, στο εξής: CSA) προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς, με την οποία η εν λόγω ανεξάρτητη αρχή εκτίμησε ότι ένα τηλεοπτικό μήνυμα συγκεκριμένου περιεχομένου δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως διαφημιστικό μήνυμα υπό την έννοια του άρθρου 2 του διατάγματος n° 92-280 της 27ης Μαρτίου 1992, σχετικά με τις αρχές που διέπουν τις υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών διαφήμισης, χορηγίας και τηλεαγορών, ούτε ως μήνυμα γενικού ενδιαφέροντος υπό την έννοια του άρθρου 14 του εν λόγω διατάγματος, οπότε δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στη ζώνη των διαφημιστικών διαλειμμάτων. Τη σύσταση αυτή ακολούθησαν δύο ανακοινωθέντα τύπου με τα οποία το CSA διευκρίνισε το περιεχόμενο της επέμβασής του προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
Το μήνυμα που αφορούσε η επιστολή του CSA είχε τη μορφή σύντομης ταινίας, έφερε τον τίτλο “αγαπητή μέλλουσα μαμά” (“chère future maman”) και αποσκοπούσε στην ευαισθητοποίηση του κοινού στην τρισωμία 21. Απευθυνόταν στην έγκυο η οποία πληροφορήθηκε ότι το έμβρυο που κυοφορεί έχει σύνδρομο Down και επιθυμούσε να μοιραστεί την αγωνία της, παρουσίαζε παιδιά και εφήβους με τρισωμία 21 που δήλωναν ότι είναι ευτυχείς και μπορούν να ασκούν πολλές δραστηριότητες και τελείωνε ως εξής: “αγαπητή μέλλουσα μαμά, το παιδί σου μπορεί να είναι ευτυχισμένο όπως εγώ! Και θα είσαι κι εσύ ευτυχισμένη! Ετσι δεν είναι Μαμά;”.
Το Ανώτατο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο απηύθυνε, στις 25 Ιουνίου 2014, επιστολή στους υπεύθυνους των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών που είχαν μεταδώσει το ως άνω μήνυμα εφιστώντας την προσοχή τους στις πρακτικές λεπτομέρειες μετάδοσης μηνυμάτων που ενδέχεται να προκαλέσουν αντιδράσεις. Στη συνέχεια, διευκρίνισε την έννοια της παρέμβασής του με ανακοινωθέντα τύπου. Κατά των πράξεων αυτών, ασκήθηκαν αιτήσεις ακύρωσης από φυσικά πρόσωπα και ενώσεις για την προστασία των ατόμων με τρισωμία 21, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν από το Conseil d’Etat.
Το Δικαστήριο επανέλαβε τη βασική σκέψη των δύο αποφάσεων της Ολομέλειάς του, της 21ης Μαρτίου 2016, Société Fairvesta international GMBH και Société NC Numericable, η οποία έχει ως εξής: «…οι γνώμες, οι συστάσεις, οι προειδοποιήσεις και οι τοποθετήσεις των ρυθμιστικών αρχών, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί, μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή όταν έχουν τον χαρακτήρα γενικών και επιτακτικών διατάξεων ή όταν διατυπώνουν ατομικές επιταγές, για την μη τήρηση των οποίων οι αρχές αυτές θα μπορούσαν μεταγενέστερα να επιβάλουν κυρώσεις [το σημείο αυτό αποτελεί επανάληψη της νομολογίας CE 11 Octobre 2012, n° 357193, Société Casino Guichard-Perrachon, AJDA 2012, σ. 2373, chron. X. Domino/A. Bretonneau]. Οι πράξεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενδίκου βοηθήματος, το οποίο ασκείται από διάδικο που δικαιολογεί άμεσο και συγκεκριμένο συμφέρον για την ακύρωσή τους, εφόσον είναι ικανές να παραγάγουν σοβαρές συνέπειες, ιδίως οικονομικής φύσης, ή έχουν ως αντικείμενο να επηρεάσουν ουσιωδώς τις συμπεριφορές των προσώπων στα οποία απευθύνονται. Στην τελευταία περίπτωση, απόκειται στον δικαστή, ο οποίος επιλαμβάνεται σχετικών λόγων ακύρωσης, να εξετάσει τις πλημμέλειες που μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα των πράξεων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και την εξουσία εκτίμησης της ρυθμιστικής αρχής. Στον δικαστή απόκειται επίσης, εφόσον του υποβάλλονται σχετικά αιτήματα, να ασκήσει τις εξουσίες διαταγής (injοnction) που διαθέτει, δυνάμει του τίτλου Ι, livre IX του code de justice administrative». [Βλ., αντί πολλών, F. Melleray, Ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων του «ηπίου δικαίου» (Le contrôle juridictionnel des actes de “droit souple”), ΔιΔικ 4/2016, σ. 481˙ www.prevedourou.gr, Το «ήπιο δίκαιο», αντικείμενο ευθέος ακυρωτικού ελέγχου (CE, ass., 21 mars 2016, Société Fairvesta international GMBH και Société NC Numéricable), 10-04-2016].
Σημειώνεται, πάντως, ότι οι αποφάσεις Société Fairvesta international GMBH και Société NC Numericable αφορούσαν πράξεις ρυθμιστικών αρχών (Autorité des marchés financiers και Autorité de la concurrence) με σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Εν προκειμένω, το Conseil d’Etat ανέλυσε το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων, δηλαδή της επιστολής του Ανώτατου Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς και των ανακοινωθέντων που διευκρίνισαν την έννοια της επιστολής. Διαπίστωσε ότι ο πρόεδρος της αρχής περιορίζεται να επισημάνει ότι το ως άνω μήνυμα δεν αποτελεί διαφημιστικό μήνυμα ούτε μήνυμα γενικού ενδιαφέροντος, οπότε δεν μπορεί να ενταχθεί σε διαφημιστικό διάλειμμα, καλώντας ταυτόχρονα τους υπευθύνους των σταθμών να μεριμνούν στο μέλλον για την τήρηση των λεπτομερειών μετάδοσης τέτοιων μηνυμάτων. Κατά το Conseil d’Etat, το έγγραφο αυτό δεν έχει τον χαρακτήρα προειδοποίησης («mise en demeure») υπό την έννοια του άρθρου 42 του νόμου της 30ής Σεπτεμβρίου 1986 για την ελευθερία της επικοινωνίας ή των συμβάσεων που καθορίζουν τις ειδικές υποχρεώσεις των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, οπότε δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (décision administrative). Δεν ανήκει δηλαδή στην κατηγορία των κλασικών actes faisant grief που εκδίδει το Ανώτατο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Αντίθετα, όπως διευκρινίσθηκε με το σχετικό ανακοινωθέν, το CSA ουδόλως είχε την πρόθεση να εμποδίσει την τηλεοπτική μετάδοση του επίδικου μηνύματος, του οποίου μάλιστα αναγνωρίζει τη συμβολή στην καταπολέμηση του στιγματισμού των ατόμων με τρισωμία 21, αλλά να επιστήσει απλώς την προσοχή των υπευθύνων των σταθμών στο γεγονός ότι η ένταξή του στα διαφημιστικά διαλείμματα ήταν «αδόκιμη».
Σε μια λακωνική σκέψη (σκέψη 5 της απόφασης), το Δικαστήριο έκρινε ότι «μολονότι η απόφαση αυτή και τα ανακοινωθέντα τύπου που τη διευκρίνισαν δεν παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα (“n’ont produit aucun effet de droit”), είχαν ως αντικείμενο να επηρεάσουν ουσιωδώς τη συμπεριφορά των τηλεοπτικών υπηρεσιών, αποτρέποντάς τις να προβούν στο μέλλον σε νέα μετάδοση του επίδικου μηνύματος στο πλαίσιο των διαφημιστικών διαλειμμάτων ή στη μετάδοση ανάλογων μηνυμάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αίτησης ακύρωσης”.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικές στο σημείο αυτό είναι οι προτάσεις της rapporteur public L. Marion, από τις οποίες συνάγεται σαφώς ότι η απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016 συνιστά μεταστροφή της νομολογίας ως προς την ενδικασιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων. Η rapporteur public επισημαίνει ότι ο νόμος n° 86-1067 της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, για την ελευθερία της επικοινωνίας, παρέχει στο CSA την εξουσία να απευθύνει στους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικής επικοινωνίας συστάσεις (“recommandations”) σχετικά με την τήρηση των αρχών που διατυπώνει ο νόμος, οι οποίες δημοσιεύονται στην Journal officiel. Το Conseil constitutionnel, στην απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1986 (loi relative à la liberté de communication n°86-217 DC) διευκρίνισε ότι οι συστάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτό «έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα και μπορούν, όπως άλλωστε η άρνηση της ανεξαρτητης αρχής να κάνει χρήση των εξουσιών που αντλεί από τον νόμο, να προσβληθούν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή ». Ωστόσο, οι εν προκειμένω προσβαλλόμενες πράξεις δεν εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή, ελλείψει δημοσίευσης στην Journal officiel.
Στη μέχρι τούδε νομολογία του, το Conseil d’Etat έκρινε παραδεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης κατά των εν λόγω «συστάσεων», αξιοποιώντας το κλασσικό κριτήριο του νομικού περιεχομένου τους. Εάν οι συστάσεις απλώς σχολιάζουν τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξει, το Δικαστήριο έκρινε, με δογματική συνέπεια (“de manière tout à fait orthodoxe”), ότι δεν μπορούσαν να προσβληθούν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή (CE 6 février 1998 Sté Welcome International Tab σ. 675 ή CE Sect., 2 juin 1999, Meyet, σ. 160). Αντιθέτως αποτελεί βλαπτική και, συνακολούθως, προσβλητή πράξη (acte faisant grief) κάθε σύσταση που παράγει η ίδια έννομα αποτελέσματα, διότι η παράβασή της μπορούσε να προκαλέσει κυρώσεις ή διότι δημιουργούσε νέους κανόνες δικαίου και, κατά συνέπεια, αποκτούσε κανονιστικό χαρακτήρα. Στο πνεύμα αυτό, έχει κριθεί ότι ασκήθηκαν παραδεκτά οι αιτήσεις ακύρωσης κατά των συστάσεων της Haute autorité de la communication audiovisuelle που ίσχυσαν κατά την προεκλογική περίοδο (CE, Ass., 20 mai 1985 Labbé et Gaudin, CE 7 juillet 1999 Front national), καθώς και η αίτηση ακύρωσης μιας ένωσης κατά της άρνησης της ανεξάρτητης αρχής να απευθύνει σύσταση στους βασικούς παρόχους τηλεοπτικών υπηρεσιών προκειμένου να υπενθυμίσει τις υπχρεώσεις αμεροληψίας και τήρησης της πολυφωνίας που υπέχουν, οπότε εμμέσως κρίθηκε ότι η εν λόγω «décision» του CSA συνιστούσε βλαπτική πράξη (CE 18 décembre 2002 Association Promouvoir, n°232273). Αντιθέτως, κρίθηκε ότι η απλή προειδοποίηση («mise en garde») που απηύθυνε ο πρόεδρος του CSA εστερείτο νομικής σημασίας και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης (CE 4 octobre 1996 Conseil interprofessionnel du vin de Bordeaux et autres n°168131 168225, όσον αφορά τη διαφήμιση των αλκοολούχων ποτών). Είναι προφανές ότι το CSA δεν είχε την πρόθεση να προσδώσει στις προσβαλλόμενες πράξεις (σύσταση και ανακοινωθέντα τύπου) ίδιο έννομο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούν τα παραδοσιακά κριτήρια της βλαπτικής και δικαστικά προσβλητής πράξης. Αντιθέτως, οι πράξεις αυτές θα πρέπει να θεωρηθούν ως πράξεις του ηπίου δικαίου οι οποίες, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή.
Ως γνωστόν, τρία κριτήρια πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να χαρακτηρισθεί μια πράξη ως πράξη του ηπίου δικαίου: δεν πρέπει να δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις, πρέπει να είναι αρκούντως τυποποιημένη, ώστε να έχει τη νομιμοποίηση που προσεγγίζει αυτή ενός κανόνα δικαίου ή μιας νομικής πράξης και, τέλος, να αποσκοπεί στην τροποποίηση ή τον προσανατολισό της συμπεριφοράς των αποδεκτών της (J. Richard/L. Cytermann, Le droit souple : quelle efficacité, quelle légitimité, quelle normativité ?, AJDA 2013, σ. 1884). Τα κριτήρια αυτά αξιοποίησε η Ολομέλεια του Δικαστηρίου στις αποφάσεις της Sté Fairvesta και Numéricable.
Η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στην υπό κρίση υπόθεση οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το CSA, ως «δημόσια ανεξάρτητη αρχή εξοπλισμένη με νομική προσωπικότητα», επιφορτισμένη να «διασφαλίσει την άσκηση της ελευθερίας οπτικοακουστικής επικοινωνίας με κάθε μέσον ηλεκτρονικής επικοινωνίας», αποτελεί ρυθμιστική αρχή, δηλαδή πληροί το λειτουργικό κριτήριο που δέχθηκαν οι δύο αποφάσεις της Ολομέλειας για να καθορίσουν τις αρχές που μπορούν να δημιουργούν ήπιο δίκαιο. Οι συνέπειες των παρεμβάσεων του CSA προφανώς δικαιολογούν την υποβολή τους σε δικαστικό έλεγχο, εφόσον μπορούν να επηρεάσουν ουσιωδώς τη συμπεριφορά των προσώπων στα οποία απευθύνονται. Πολλές από τις πράξεις αυτές δεν είναι αποτιμητές σε οικονομικά μεγέθη, πλην όμως μπορούν να διαμορφώσουν σε μόνιμη βάση τις συνθήκες πρόσβασης στα ΜΜΕ και, κατά συνέπεια, την ελευθερία έκφρασης. Από τις αποφάσεις της Ολομέλειας συνάγεται σαφώς ότι το Δικαστήριο δεν είχε την πρόθεση να περιοριστεί στον τομέα της οικονομικής ρύθμισης, ακόμη και αν αυτός αποτελεί το πεδίο της προνομιακής εφαρμογής του ηπίου δικαίου. Όπως επισήμανε η L. Marion, το παραδεκτό των υπό κρίση αιτήσεων ακύρωσης καταδεικνύει ότι η νομολογιακή κατασκευή των αποφάσεων Fairvesta et Numéricable δεν έχει ως μοναδική συνέπεια να διασφαλίζει περαιτέρω πρόσβαση στον ακυρωτικό δικαστή υπέρ των οικονομικών συμφερόντων.
Εξετάζοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις, υπό το πρίσμα των κριτηρίων της πρόσφατης νομολογίας, δηλαδή του κατά πόσον “είναι ικανές να παραγάγουν σοβαρές συνέπειες, ιδίως οικονομικής φύσης”, ή του κατά πόσον “έχουν ως αντικείμενο να επηρεάσουν ουσιωδώς τις συμπεριφορές των προσώπων στα οποία απευθύνονται”, η L. Marion υποστήριξε ότι τα ανακοινωθέντα τύπου δεν παράγουν «σοβαρές συνέπειες». Αυτό θα συνέβαινε εάν, για παράδειγμα, το CSA είχε την πρόθεση να διατυπώσει γενικότερες συστάσεις για τη διαφήμιση πολιτικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω, αρκείται στο να ζητήσει από τους τηλεοπτικούς σταθμούς να μη μεταδίδουν μηνύματα ικανά να προκαλέσουν αντιδράσεις: η σύσταση βαίνει πέρα της μετάδοσης της ταινίας «αγαπητή μέλλουσα μαμά» και σκιαγραφεί ένα γενικό κανόνα, αλλά δεν θα επιφέρει συστημική ανατροπή στο πεδίο της μετάδοσης μιας εκστρατείας γενικού ενδιαφέροντο από ενώσεις.
Η “απόφαση” (délibération) της 25ης Ιουνίου 2016 μπορεί «να επηρεάσει ουσιωδώς τη συμπεριφορά των προσώπων στα οποία απευθύνεται», πράγμα που δεν είναι προφανές για το ανακοινωθέν τύπου το οποίο αποτελεί απλώς μια διευκρίνιση («mise au point»), η οποία έχει διατυπωθεί ως décision d’espèce και περιορίζεται να τονίσει τον «αδόκιμο» χαρακτήρα της ένταξης του οικείου μηνύματος σε διαφημιστικό διάλειμμα. Το σύνολο των δύο πράξεων, πάντως, θα έχει ως συγκεκριμένη συνέπεια να αποκλείσει την προβολή της ταινίας «chère future maman». Γενικότερα δε, η σύσταση θα παρακινήσει τους τηλεοπτικούς σταθμούς να είναι πιο επιφυλακτικοί αν όχι αρνητικοί απέναντι σε ενώσεις που υποστηρίζουν νέους και οικογένειες που έχουν πληγεί από την τρισωμία 21 ή ευρύτερα απέναντι σε θέματα ως προς τα οποία δεν υπάρχει γενική συναίνεση. Επομένως, υπάρχει ένας κίνδυνος για τις αιτούσες ενώσεις, να αποκλειστούν από ένα χώρο επικοινωνίας και για το μέλλον. Περαιτέρω, τις συνέπειες των πράξεων αυτών που απευθύνονται στους τηλεοπτικούς σταθμούς υφίστανται και τρίτοι, οι οποίοι δεν είναι αποδέκτες. Πρόκειται για την κλασική περίπτωση του “τυφλού σημείου” στην έννομη προστασία έναντι των πράξεων αυτών, το οποίο θέλησε να καλύψει η Ολομέλεια με τις αποφάσεις Fairvesta και Numéricable.
Είναι γεγονός ότι το Ανώτατο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο εκδίδει συχνά συστάσεις για ποικίλα ζητήματα, οπότε το Δικαστήριο, με την υιοθέτηση γενναιόδωρης προσέγγισης ως προς τα κριτήρια του ηπίου δικαίου, εκτίθεται στον κίνδυνο να κατακλυσθεί από αιτήσεις ακύρωσης. Ωστόσο, η συγκεκριμένη υπόθεση και οι πράξεις του CSA είχαν ιδιαίτερη απήχηση, σε συμβολικό επίπεδο, λαμβανομένης υπόψη και της επίπτωσής τους για τις οικείες ενώσεις, οπότε το Δικαστήριο έπρεπε να τις εξετάσει. Μετά από πλήρη έλεγχο της εσωτερικής νομιμότητας των πράξεων αυτών, υπό το πρίσμα της εσφαλμένης εκτίμησης, της πλάνης περί το δίκαιο, του εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού και της αρχής της αναλογικότητας, απέρριψε τα ένδικα βοηθήματα.