Εν αναμονή διευκρινίσεων ως προς τη δικονομική αντιμετώπιση λόγου ακύρωσης που προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον από τους ομοδίκους: ΣτΕ 6, 7/2025
1. Ο θεσμός της ομοδικίας στην ακυρωτική δίκη στερείται εκτεταμένης νομοθετικής ρύθμισης. Επιπλέον, δεν γνωρίζει τις παραδοσιακές διακρίσεις σε ενεργητική και παθητική, αρχική και επιγενόμενη, απλή (ή δυνητική) και αναγκαία. Από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 6 π.δ. 18/1989, όπως ισχύει σήμερα [δηλ. όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 56 του ν. 4689/2020], προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της ομοδικίας είναι η άσκηση αίτησης ακύρωσης με κοινό δικόγραφο από περισσότερους αιτούντες που προβάλλουν, με κοινό έννομο συμφέρον, κοινούς λόγους ακύρωσης και στρέφονται κατά της αυτής πράξης. Εκκινώντας από τη στερεοτυπική διατύπωση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαπιστώνεται ότι η ομοδικία προϋποθέτει την άσκησης κοινής αίτησης ακύρωσης από πλείονες αιτούντες οι οποίοι έχουν κοινό έννομο συμφέρον και προβάλλουν κοινούς λόγους, επιδιώκοντας την ακύρωση της αυτής πράξης [ΣτΕ Ολ 1210/2010 : οι αιτούσες ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, οι οποίες έχουν κοινό έννομο συμφέρον και προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, στηριζόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση, παραδεκτώς ομοδικούν. Βλ. διεξοδικά Β. Τσιγαρίδας, στο έργο Α. Ράντου/Ε. Πρεβεδούρου (επιμ.), Η Αίτηση Ακυρώσεως. Το βασικό ένδικο βοήθημα του Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023, σ. 571 (577). Βλ. και Ε. Παυλίδου, Η συμμετοχή τρίτων στη διοικητική δίκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017]. Από τις παραπάνω διατυπώσεις, φαίνεται ότι, ο μεν νομοθέτης απαιτεί η κοινότητα εννόμου συμφέροντος να συντρέχει ως προς τους προβαλλόμενους λόγους, η δε νομολογία ως προς το ένδικο βοήθημα. Θα έλεγε κανείς ότι η παρατηρούμενη διαφοροποίηση δεν είναι κρίσιμη, αφού το έννομο συμφέρον εξετάζεται τόσο σε επίπεδο ένδικου βοηθήματος όσο και σε επίπεδο λόγου ακύρωσης. Δεδομένου, πάντως, ότι η νομολογία φαίνεται να παρουσιάζει ασάφειες και διακυμάνσεις, το Δ΄Τμήμα, στην 5μελή σύνθεση, αποφάσισε να επιλύσει το ζήτημα της δικονομικής αντιμετώπισης λόγου ακύρωσης που προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον από τους ομόδικους.
2. Ειδικότερα, μια ανώνυμη εταιρεία, ιδιοκτήτρια τηλεοπτικού σταθμού, και τρία φυσικά πρόσωπα, νόμιμοι εκπρόσωποι της εν λόγω εταιρείας, άσκησαν από κοινού αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), με την οποία επιβλήθηκε στην πρώτη αιτούσα πρόστιμο, λόγω παράνομου τηλεπαιχνιδιού που προέβαλε και ορίσθηκε ότι η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή και κατά των λοιπών αιτούντων, ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης αιτούσας.
3. Προβλήθηκαν, κατ’ αρχάς οι εξής λόγοι ακύρωσης από τους αιτούντες με κοινό έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς: Α) η ένδικη κύρωση επεβλήθη μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου. Β) Η προσβαλλόμενη είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα διότι εκδόθηκε επί τη βάσει του άρθρου 7 περ. α´ του Κανονισμού 2/1991 που όμως, δεν είναι εφαρμοστέος επί χρονοθυρίδων πώλησης, όπως ήταν το επίδικο τηλεπαιχνίδι. Γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης, πλήρους και επαρκούς αιτιολογίας ως προς την παραπλάνηση του κοινού, διότι το τηλεπαιχνίδι διεξήχθη νόμιμα βάσει του άρθρου 53 του ν. 4002/2011, της υπ’ αριθμ. 93/2/28.1.2014 απόφασης της ΕΕΕΠ αλλά και του π.δ. 109/2010, διεξήχθη δε βάσει σαφών, κατανοητών και ορισμένων κανόνων για τους οποίους το τηλεοπτικό κοινό ενημερώθηκε πλήρως και αποτελεσματικά. Δ) Η προσβαλλόμενη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη και κατά το μέρος που αφορά στην επιμέτρηση του προστίμου, στα πλαίσια της οποίας το ΕΣΡ συνεκτίμησε ότι η πρώτη αιτούσα είναι πολλαπλώς υπότροπη για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, χωρίς, όμως, να προσδιορίσει το είδος και την βαρύτητα των παραπτωμάτων που αφορούσαν οι άλλες παραβάσεις που ελήφθησαν υπόψη, καθώς και το είδος και το ύψος των ήδη επιβληθεισών κυρώσεων.
4. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μη νομίμως και κατά παράβαση της γενικής αρχής της υποκειμενικής ευθύνης των παραπτωμάτων επέβαλε το πρόστιμο και τους αιτούντες φυσικά πρόσωπα ως νομίμους εκπροσώπους της πρώτης αιτούσας. Ειδικότερα, σχετικά με τον δεύτερο και την τέταρτη εκ των αιτούντων προβάλλεται ότι αυτοί δεν ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι, ούτε μέλη Δ.Σ. ούτε διευθυντικά στελέχη αυτής ούτε είχαν κάποια σχέση με την εταιρία κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάπραξης του διαπιστωθέντος παραπτώματος, η δε τέταρτη εκ των αιτούντων δεν είναι πλέον, κατά τον χρόνο άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως, νόμιμη εκπρόσωπος με ευθύνη διοίκησης, ενώ για τον τρίτο εκ των αιτούντων προβάλλεται ότι αυτός δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης επιβολής του προστίμου.
5. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον από τους ομοδίκους, δεδομένου ότι δεν αφορά στην πρώτη αιτούσα, αλλά μόνο στους λοιπούς αιτούντες φυσικά πρόσωπα, ως προς τους οποίους με την προσβαλλόμενη απόφαση το επίμαχο πρόστιμο κηρύχθηκε εκτελεστό.
6. Στην πενταμελή σύνθεση του Τμήματος διαμορφώθηκαν τρεις απόψεις ως προς την δικονομική αντιμετώπιση του λόγου ακύρωσης και της αίτησης στο σύνολό της:
Ι. Αυστηρή δικονομική προσέγγιση: Eφαρμογή του άρθρου 45 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989 και χωρισμός δικογράφου της αίτησης ακύρωσης
Κατά την γνώμη του προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Η. Μάζου, η έλλειψη κοινού εννόμου συμφέροντος για την προβολή έστω και ενός λόγου ακυρώσεως αποστερεί από τους αιτούντες τον δεσμό της ομοδικίας και, συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως θα πρέπει να κρατηθεί και να δικαστεί για τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα και τους ομοδίκους με αυτόν, να χωριστεί δε ως προς τους λοιπούς αιτούντες κατά το άρθρο 45 παρ. 6 του π.δ/τος 18/1989. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να κρατηθεί και να εκδικαστεί για την πρώτη αιτούσα και να διαταχθεί ο χωρισμός του δικογράφου ως προς τους λοιπούς αιτούντες (πρβλ. ΣτΕ 1380/2005 σκ. 7, 3279/2006 σκ. 5, 2399/2010 σκ. 4).
ΙΙ. Απόρριψη ως απαραδέκτου για όλους τους ομοδίκους του λόγου ακύρωσης που προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον
Κατά την άποψη της Συμβούλου Β. Κίντζιου, με την οποία συντάχθηκε η Πάρεδρος Ε. Κουράκου, επί αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από περισσότερους που συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της ομοδικίας ως προς την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και προβάλλουν έναν τουλάχιστον λόγο ακυρώσεως με κοινό έννομο συμφέρον, δεν συντρέχει περίπτωση χωρισμού του δικογράφου της δίκης κατ’ άρθρο 45 παρ. 6 του π.δ/τος 18/1989, ενώ λόγος ακυρώσεως που τυχόν προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ειδικότερα δε ως προς τους ομοδίκους, στους οποίους αφορά, λόγω έλλειψης ομοδικίας ως προς τον λόγο αυτό, ενώ ως προς τους ομοδίκους στους οποίους δεν αφορά, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος). Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως θα δικαστεί για όλους τους ομοδίκους και ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον, θα απορριφθεί ως απαράδεκτος (πρβλ. 3818/1997 σκ. 11, 2544/1999 σκ. 14 και 17, 3633/2000 σκ. 12, 545/2001 σκ. 4, 3949/2002 σκ. 6, 2834/2003 σκ. 8, 4392/2011 σκ. 8, 4860/2013 σκ. 9, 720/2015 σκ. 5, 3535/2017 σκ. 5, 556/2021 σκ. 7, 1181/2021 σκ. 16, 1178/2022 σκ. 6, 954-955/2022 σκ. 8, 1972/2022 σκ. 8, 339/2023 σκ. 11, 87/2023 σκ. 5).
ΙΙΙ. Ευνοϊκή για τους αιτούντες και σύμφωνη με την αρχή της οικονομίας της δίκης προσέγγιση: Λόγος ακύρωσης προβαλλόμενος χωρίς κοινό έννομο συμφέρον εξετάζεται επί της ουσίας για τους ομοδίκους που τον προβάλλουν με έννομο συμφέρον και απορρίπτεται ως απαράδεκτος για τους προβάλλοντες αυτόν χωρίς έννομο συμφέρον
Τέλος, κατά την γνώμη της Συμβούλου Ο. Παπαδοπούλου, με την οποία συντάχθηκε η Πάρεδρος Α. Γεωργαντοπούλου, επί αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από περισσότερους που συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της ομοδικίας ως προς την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος και προβάλλουν έναν τουλάχιστον λόγο ακυρώσεως με κοινό έννομο συμφέρον, δεν συντρέχει περίπτωση χωρισμού του δικογράφου της δίκης κατ’ άρθρο 45 παρ. 6 του π.δ/τος 18/1989, ενώ λόγος ακυρώσεως που τυχόν προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον εξετάζεται επί της ουσίας για τους ομοδίκους που τον προβάλλουν με έννομο συμφέρον, ενώ απορρίπτεται ως απαράδεκτος για τους ομοδίκους που τον προβάλλουν χωρίς έννομο συμφέρον. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως θα δικαστεί για όλους τους ομοδίκους και ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον, θα εξεταστεί μεν επί της ουσίας για τους ομοδίκους, για τους οποίους προβάλλεται με έννομο συμφέρον, ενώ θα απορριφθεί ως προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος, ήτοι ως απαράδεκτος, για τους ομοδίκους, για τους οποίους προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον (πρβλ. ΣτΕ 1622/1988, 2930/1989, 5032/2012 σκ. 13, 5424/2012 σκ. 5, 1658/2015 σκ. 11, 2045/2018 σκ. 13, 1092/2021 σκ. 17, 467/2023 σκ. 23 Ολομ., 84/2024 σκ. 15-16).
7. Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας του τιθέμενου εν προκειμένω ζητήματος της δικονομικής αντιμετώπισης λόγου ακυρώσεως που προβάλλεται χωρίς κοινό έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, λαμβανομένων υπόψη και των τριών διαφορετικών απόψεων των μελών του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκαν επί του ζητήματος αυτού, οι οποίες βρίσκουν όλες έρεισμα στη νομολογία και με τις οποίες τίθεται ζήτημα χωρισμού ή μη του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως κατά το άρθρο 45 παρ. 6 του π.δ/τος 18/1989, το Τμήμα υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεση κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η οριστική κρίση επί όλων των λόγων ακυρώσεως και η υπόθεση να παραπεμφθεί προς επίλυση στην επταμελή σύνθεσή του, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989.
8. Είναι προφανές ότι, παρά τη νομοθετική παρέμβαση, πολλά ζητήματα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται νομολογιακώς και δίχως να χωρεί αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ διά του άρθρου 40 τουπ.δ. 18/1989, πράγμα που δημιουργεί προβλήματα υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου.