Η προθεσμία της αίτησης ακύρωσης
Ι. Γενικά
1. Η διάταξη του άρθρου 46 του ΠΔ 18/1989, ορίζει τα εξής: «1. Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται, ενδεικτικώς [αν] δεν ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης ή της δημοσίευσής της, αν την τελευταία επιβάλλει ο νόμος ή, διαφορετικά, από τότε που ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 45 η προθεσμία αρχίζει από την παρέλευση των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις αυτές.
2. Κάθε διοικητική προσφυγή, εκτός από εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 45 του παρόντος, καθώς και η απλή αίτηση θεραπείας δι’ αναφοράς στην αρχή που έχει εκδώσει την πράξη ή στην προϊσταμένη αρχή, διακόπτει την προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για το χρονικό διάστημα που ορίζεται για την έκδοση σχετικής πράξεως ή, αν τέτοιο χρονικό διάστημα δεν ορίζεται, για 30 ημέρες ή έως την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοικήσεως εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν παρέλθουν οι προθεσμίες αυτές.
3. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 41 [υπαλληλικές προσφυγές] του παρόντος για την παράταση εφαρμόζεται και στην εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως».
ΙΙ. Η αφετηρία της προθεσμίας
4. Τα γεγονότα που αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας είναι, κατά περίπτωση, η δημοσίευση, η κοινοποίηση και η γνώση της πράξης.
Α) Η δημοσίευση της πράξης
5. Για τις κανονιστικές πράξεις, η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακύρωσης αρχίζει από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ειδικές διατάξεις προβλέπουν άλλο τρόπο δημοσίευσης (Ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις»), οπότε η προθεσμία αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθούν οι διατυπώσεις δημοσίευσης. Ως χρόνος δημοσίευσης νοείται η ημερομηνία που φέρει το σχετικό φύλλο της ΕτΚ, κατά την οποία άλλωστε, κατά το θεσπισθέν από την παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν. 3469/2006 πλάσμα δικαίου, θεωρείται ότι το φύλλο αυτό κυκλοφορεί. Αντιθέτως, όπως ρητώς ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, η ημερομηνία της πραγματικής κυκλοφορίας, ήτοι της δυνατότητας διάθεσης του ΦΕΚ στο κοινό, θεωρείται κρίσιμη μόνο για τον καθορισμό των προθεσμιών για την άσκηση δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τούτο, εξάλλου, έγινε δεκτό και με την ΣτΕ Ολ 2081/1987, κατά την οποία η ημερομηνία της πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου λογίζεται ως ημέρα δημοσιεύσεως μόνον για την προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3183/2008, Ολ 3671/2006). Εάν η πράξη είναι ανυπόστατη, η προθεσμία δεν κινείται από την ελλιπή δημοσίευση [βλ. συναφώς ΣτΕ 3327/1991: Όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανυπόστατη, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής δεν κινείται ούτε από την ελλιπή δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΣΕ 1464/1991), ούτε από την συμπλήρωση της εξηκονθήμερης ανατρεπτικής προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 3200/1955 στον Υπουργό για την έκδοση αποφάσεως επί της ασκηθείσης κατ’ αυτής προσφυγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, από την συμπλήρωση της ανατρεπτικής αυτής προθεσμίας δεν κινείται ούτε η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της υπουργικής αποφάσεως που απορρίπτει, ρητώς ή σιωπηρώς, την ασκηθείσα κατά της εν λόγω προσβαλλόμενης νομαρχιακής αποφάσεως προσφυγή, ως εκ του στενού νομικού δεσμού των δυο αυτών αποφάσεων που επιβάλλει την άσκηση δικαστικού ελέγχου και της υπουργικής αποφάσεως, όταν υποβάλλεται σ’ αυτόν η νομαρχιακή. Επομένως, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση είναι ανυπόστατη ως εκ της ελλιπούς δημοσιεύσεώς της στην ΕτΚ, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκήθηκε εμπρόθεσμα τόσο κατ’ αυτής, όσο και κατά της σιωπηράς απορρίψεως, εκ μέρους του Υπουργού, της προσφυγής που οι αιτούντες είχαν κατ’ αυτής καταθέσει στο Υπουργείο. ΣτΕ 4485/2015: τα διαγράμματα που συνοδεύουν τις πράξεις τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου αποτελούν ουσιώδες στοιχείο των πράξεων αυτών και πρέπει να συνδημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εάν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτός, οι πράξεις τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου δεν αποκτούν νόμιμη υπόσταση και, επομένως, δεν κινείται η προθεσμία προσβολής τους με αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 232/1995, 1624/1997, 1209/1998, 2103/2006)].
Β) Η κοινοποίηση της πράξης
7. Κατά γενική αρχή, για την έναρξη της προθεσμίας στην περίπτωση των ατομικών πράξεων, για τον αποδέκτη της πράξης απαιτείται η κοινοποίηση σ’ αυτόν, ανεξάρτητα από το αν η πράξη δημοσιεύθηκε, διότι το προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 ερμηνευόμενου ενόψει των συνταγματικών διατάξεων και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με το οποίο επίσης διασφαλίζεται το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικής πράξεως δημοσιευτέας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν αρχίζει καταρχήν από μόνη την δημοσίευση για εκείνους στους οποίους αφορά αμέσως η πράξη ή των οποίων θίγεται δικαίωμα. Επομένως, η δημοσίευση πράξεως διοικητικού καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού, του παλαιού αιγιαλού και της παραλίας δεν κινεί την προθεσμία για την προσβολή από τους ιδιοκτήτες των θιγομένων ακινήτων της διοικητικής αυτής πράξεως με αίτηση ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του μήκους της καθοριζομένης οριογραμμής και του αριθμού των ιδιοκτησιών που επηρεάζονται, δεδομένου ότι ως προς το ζήτημα αυτό δεν δικαιολογείται διάκριση μεταξύ εντοπισμένου και μη εντοπισμένου καθορισμού. Κατ’ ακολουθίαν αυτού, η προθεσμία προσβολής της πράξεως κινείται από την κοινοποίηση ή την γνώση της από τους θιγομένους ιδιοκτήτες, η γνώση δε αυτή μπορεί να τεκμαίρεται από τα πραγματικά περιστατικά και τα εν γένει δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στα οποία περιλαμβάνονται και η έκταση της οριογραμμής που καθορίζεται με την διοικητική αυτή πράξη, ο αριθμός των ιδιοκτησιών, στις οποίες αφορούν τα καθοριζόμενα όρια και το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την δημοσίευση της πράξεως, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι δεν επιβάλλεται κατά νόμο η τήρηση οιασδήποτε διαδικασίας δημοσιότητας ή πρόσκληση των ενδιαφερομένων προς συμμετοχή στην διαδικασία εκδόσεως της πράξεως αλλά ούτε και ενημέρωσή τους (ΣτΕ 3445/2014, 4115, 3821/2013, 1159/2009, 2531/2005 7μ.).
Γ) Η γνώση της πράξης
9. Η γνώση της πράξης, ως γεγονός έναρξης της προθεσμίας άσκησης της αίτησης ακύρωσης, ισοδυναμεί με την κοινοποίηση. Συνεπώς, για τις ατομικές πράξεις, εάν δεν έγινε κοινοποίηση στον αποδέκτη τους, η προθεσμία προσβολής τους άρχεται από την πλήρη γνώση τους, δηλαδή τόσο του διατακτικού όσο και του αιτιολογικού τους (ΣτΕ 1034/1956, 482/1957, 3345/1983, 3650/1987, 604/1995, 1038/1995, 4648/1997, 734/1999, 271/2008, 1877/2019). Το ίδιο ισχύει και όταν ο αιτών είναι τρίτος και η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα. Στην περίπτωση των δημοσιευτέων ατομικών πράξεων, η γνώση νοείται μετά τη δημοσίευση, με την οποία συμπίπτει η έκδοση της πράξης. Κοινοποίηση μεταγενέστερη της γνώσης δεν επιδρά στην προθεσμία που έχει αρχίσει να τρέχει (ΣτΕ 1798/2020, 1042/2010, 1481, 2670, 2793, 3947, 2338/2007, 641, 2075, 3440/2006, 1677/2004, 3152/1964).
10. Η πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξης πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ή μπορεί να τεκμαίρεται από τα πραγματικά περιστατικά και τα εν γένει δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΣτΕ 1036/2020, 1445, 1492, 1798/2020, 3355/2011). Η νομολογία έχει διαμορφώσει ορισμένα κριτήρια πλήρους γνώσης της πράξης, όπως η άσκηση από τον αιτούντα ιεραρχικής προσφυγής ή αίτησης θεραπείας ή ένστασης, ή η αναφορά παραπόνων, ή διάφορες ενέργειες στις διοικητικές αρχές όπου αναφέρεται η πράξη [ΣτΕ 2145/1994, 1789/2020: η υπό κρίση αίτηση, στρεφόμενη κατά του από 12.7.2017 π.δ. το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 31.7.2017 και με το οποίο διαπιστώθηκε η αποχώρηση του αιτούντος δικαστικού λειτουργού από την υπηρεσία από 1.7.2017 λόγω συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας του, ασκήθηκε εκπροθέσμως στις 7.3.2018. Τούτο, διότι συνάγεται τεκμήριο πλήρους γνώσης του διατάγματος αυτού από τον αιτούντα, λόγω της ιδιότητάς του ως δικαστικού λειτουργού, ο οποίος εκ του Συντάγματος αποχώρησε υποχρεωτικά από την υπηρεσία στις 30.6.2017 με τη συμπλήρωση του ανωτέρω ορίου ηλικίας, καθώς και του ευλόγου ενδιαφέροντός του για την έκδοση της πράξης αυτής, δεδομένου ότι εν όψει της ανωτέρω αποχώρησής του από την υπηρεσία είχε υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή του στις διατάξεις του άρθρου 77 παρ. 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών προκειμένου να κριθεί προακτέος στον βαθμό του αρεοπαγίτη σε προσωποπαγή θέση]. Τεκμήριο πλήρους γνώσης συνάγεται και από την άσκηση άλλης αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης, από την οποία ο αιτών παραιτήθηκε καθώς και από την πάροδο μακρού χρόνου από την έκδοση της πράξης, σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον που έχει ο αιτών για να πληροφορηθεί την έκδοσή της (ΣτΕ 1234/2020) ή το αυξημένο ενδιαφέρον του αιτούντος.
11. Iδιαίτερης μνείας χρήζει μια περίπτωση έναρξης προθεσμίας που αφορά την ασκούμενη υπαλληλική προσφυγή στο πλαίσιο πειθαρχικών κυρώσεων. Κατά πάγια νομολογία, η επίδοση πλήρους αντιγράφου της πειθαρχικής απόφασης στον υπάλληλο αποτελεί τον μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο κίνησης της εξηκονθήμερης προθεσμίας της προσφυγής (ΣτΕ 899/2020, 1538/2012 7μ., 2721/2007, 1340/2002, 1068, 1435/2001, 1624/2000 7μ., Ολομ 4024/1998, 3489/1998, 47, 4847/1997, 3009/1996, 3668/1995 7μ., 2456/1992), ενώ την προθεσμία αυτή δεν κινεί η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γνώση της εν λόγω απόφασης (ΣτΕ 2456/1992, 1634/86, 1649/80), ενόψει των σοβαρότατων συνεπειών που συνεπάγεται η επιβολή πειθαρχικής ποινής για την προσωπικότητα του υπαλλήλου και γενικά για την υπαλληλική του σταδιοδρομία. Με άλλα λόγια, η ανάγκη να γνωρίζει ο υπάλληλος με ασφάλεια το ακριβές περιεχόμενο της πειθαρχικής αποφάσεως (…) αποκλείει οποιοδήποτε άλλο γεγονός κινήσεως της προθεσμίας αυτής, όπως τη γνώση της προσβαλλμένης αποφάσεως, έστω και αν η γνώση αυτή προκύπτει με ασφάλεια από τη συμπεριφορά ή ενέργειες του προσφεύγοντος υπαλλήλου, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης το ήθελε θα εκφραζόταν ρητά.»
ΙΙΙ. Η ανάρτηση πράξεων στο διαδίκτυο
Α. Οι ρυθμίσεις του Ν. 3861/2010
12. Με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 3861/2010, «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» [Nόμος 3861.2010], προβλέφθηκε ως υποχρεωτική η ανάρτηση στο διαδίκτυο πολλών κατηγοριών νομοθετημάτων και διοικητικών πράξεων, μεταξύ των οποίων των νόμων (περ. 1), των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (περ. 2), των προεδρικών διαταγμάτων κανονιστικού χαρακτήρα (περ. 3), των λοιπών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα, με εξαίρεση τις κανονιστικές πράξεις που αφορούν την οργάνωση, διάρθρωση, σύνθεση, διάταξη, εφοδιασμό και εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας (περ. 4). Οι επόμενες παράγραφοι του άρθρου του Ν. 3861/2010 απαριθμούν σειρά ατομικών πράξεων που πρέπει να αναρτηθούν στο «Πρόγραμμα Διαύγεια». Το άρθρο 4 του Ν. 3861/2000 ορίζει τα εξής: «1. Οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, όταν είναι κατά νόμο δημοσιευτέες στην ΕτΚ, ισχύουν από τη δημοσίευσή τους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. 2. Με εξαίρεση τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, οι λοιπές πράξεις του άρθρου 2 αναρτώνται στο διαδίκτυο κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο και ισχύουν από την ανάρτηση τους. [Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 4 του άρθρου 23 του Ν. 4210/2013 (ΦΕΚ Α΄ 254)] 3. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 2 του παρόντος δεν θίγουν τις σχετικές δικονομικές ρυθμίσεις ως προς την άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων ούτε τις ρυθμίσεις που ισχύουν για τις διοικητικές προσφυγές….»
Β. Οι συνέπειες της υποχρεωτικής ανάρτησης στο διαδίκτυο για την έννοια του τεκμηρίου πλήρους γνώσης
14. Ο πρώτος κανόνας είναι ότι, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικής διοικητικής πράξεως μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, αρχίζει από τότε που αυτός έλαβε πλήρη γνώση της πράξεως και του περιεχομένου της. Το συγκεκριμένο χρονικό σημείο της κατά τα ανωτέρω πλήρους γνώσεως μπορεί να τεκμαίρεται, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων κάθε υποθέσεως (βλ. ΣτΕ 274/2019, 2300/2018, 2294/2017, 3314/2015 σκ. 9, 979,1056/2012).
15. Για παράδειγμα, πρόσφορα στοιχεία, προκειμένου περί πράξεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, είναι η εν γένει δημοσιότητα (και στον τύπο) που έχει προσλάβει η κατασκευή του έργου ή η ανάπτυξη της οικείας δραστηριότητας σε συνάρτηση με την κλίμακα της τοπικής κοινωνίας, η πάροδος ευλόγου χρόνου από τη δημοσιοποίηση των σχετικών διαδικασιών ή από την έκδοση της πράξεως, η εμφάνιση των χαρακτηριστικών του έργου στον εξωτερικό κόσμο (βλ. ΣτΕ 274/2019, 2300/2018, 2294/2017, 2038/2012). Ειδικότερα, η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας, ακόμη και αν δεν κινεί καθ’ εαυτή την προθεσμία προσβολής της υποκείμενης σε αυτές διοικητικής πράξης (ΣτΕ 274/2019, 2294/2017, πρβλ. ΣτΕ 2657/2015 σκ. 3), λαμβάνεται υπόψη, κατ’ εκτίμηση και των λοιπών στοιχείων της υπόθεσης και, ιδίως, της παρόδου ευλόγου χρόνου (ΣτΕ 274/2019, 2300/2018, 2294/2017, πρβλ. ΣτΕ 3314/2015 σκ. 10, 3224/2014 σκ. 7), για τη συναγωγή τεκμηρίου πλήρους γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης, υπό την προεκτεθείσα έννοια. Υπό το καθεστώς μάλιστα περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων των Ν. 1650/1986 και 3010/2002, η δημοσιοποίηση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων [κατά τους όρους της ΚΥΑ 75308/5512/1990 (Β΄ 691), αρχικώς, και κατά τους όρους της ΚΥΑ Η.Π. 37111/2021/26.9.2003 (Β΄ 1391), ακολούθως] δεν αρκούσε αυτή καθ’ εαυτή για να κριθεί ότι υπήρχε πλήρης γνώση της απόφασης εκ μέρους των αιτούντων (ΣτΕ Ολ 2173/2002, Ολ 3520/2006, Ολ 673/2010, 1815/2016, 2006/2015, 3224/2014, 4317/2013, 4150/2011, 2474/2010, 1793/2009, 1665/2009). Ειδικότερα, το ΣτΕ είχε κρίνει ότι, από τη δημοσιοποίηση της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων κατά τους όρους της ΚΥΑ Η.Π. 37111/2021/26.9.2003 (Β΄ 1391), η τήρηση ή μη των οποίων δεν επηρεάζει, κατ’ αρχήν, τη νομιμότητα της πράξης δεν αρχίζει η προθεσμία προσβολής της απόφασης με αίτηση ακυρώσεως. Εξετάζεται, όμως, αν, από τα στοιχεία του φακέλου, σε συνδυασμό με την πάροδο ικανού χρόνου από την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας έως την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως, το εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων και τις εκάστοτε ιδιαίτερες περιστάσεις, συνάγεται ή τεκμαίρεται πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης πράξης από τους αιτούντες σε χρόνο που καθιστά εκπρόθεσμη την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως (ενδεικτικά ΣτΕ 2469/2009, 673/2010, 4150/2011, 3771/2015). Επίσης, η άδεια για εγκατάσταση κεραίας κινητής τηλεφωνίας εκδίδεται χωρίς δημοσιότητα, η τοποθέτηση δε πινακίδας με τον αριθμό της άδειας, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 2801/2000 (Α΄ 46), ακόμη και όταν προκύπτει ότι έλαβε χώρα, δεν συνιστά άνευ ετέρου στοιχείο πρόσφορο για τη γνώση της άδειας από τους περιοίκους ή από τον ΟΤΑ στον οποίο εγκαθίσταται ο επίδικος σταθμός ραδιοεπικοινωνίας, καθόσον, κατά νόμον, η πινακίδα αυτή τοποθετείται στη βάση της κεραίας, το σημείο δε αυτό, ιδίως στις περιπτώσεις εγκατάστασης της κεραίας σε δώμα οικοδομής, δεν είναι προσιτό στο ευρύ κοινό. Δοθέντος, όμως, ότι η εγκατάσταση της κεραίας επάγεται μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, η πάροδος μακρού χρόνου από τη συντέλεση της μεταβολής αυτής, το μέγεθος της κεραίας, η δυνατότητα θέασής της και το εύρος και η δημοσιότητα των αντιδράσεων που προκάλεσε, λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή τεκμηρίου πλήρους γνώσης (ΣτΕ 1423/2018, 4580/2014, 2722/2011).
16. Ο δεύτερος κανόνας είναι ότι, κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ερμηνευομένου υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικής πράξης δημοσιευτέας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν αρχίζει κατ’ αρχήν από μόνη τη δημοσίευση για εκείνους, τους οποίους αφορά αμέσως η πράξη ή των οποίων θίγεται δικαίωμα (ΣτΕ 2531/2005). Επομένως, για παράδειγμα, η δημοσίευση πράξεως διοικητικού καθορισμού της οριογραμμής της όχθης, παλαιάς όχθης και της παρόχθιας ζώνης λίμνης δεν κινεί την προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της διοικητικής αυτής πράξεως από τους ιδιοκτήτες των θιγομένων ακινήτων, ανεξαρτήτως του μήκους της καθοριζομένης οριογραμμής και του αριθμού των ιδιοκτησιών που επηρεάζονται, δεδομένου ότι ως προς το ζήτημα αυτό δεν δικαιολογείται διάκριση μεταξύ εντετοπισμένου και μη εντετοπισμένου καθορισμού. Κατ’ ακολουθίαν, η προθεσμία προσβολής της εν λόγω πράξεως κινείται από την κοινοποίηση ή τη γνώση της από τους θιγόμενους ιδιοκτήτες, η γνώση δε αυτή μπορεί να τεκμαίρεται από τα πραγματικά περιστατικά και τα εν γένει δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως (πρβλ. για αιγιαλό και παραλία ΣτΕ 1698/2016, 1391/2016, 5516/2012, 7μ. 2531/2005), λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο νόμος δεν προέβλεπε (βλ., όμως, άρθρο 113 παρ. 2 του Ν. 3978/2011, Α΄ 137) τήρηση διαδικασίας δημοσιότητας ή πρόσκληση των ενδιαφερομένων προς συμμετοχή στην διαδικασία εκδόσεως της πράξεως, αλλά ούτε καν ενημέρωσή τους (ΣτΕ 2059, 1916/2018, 2415/2017, 1781/2015). Ο εν λόγω κανόνας ισχύει για την προσβολή πράξεων αναδάσωσης (ΣτΕ 4254/2014, 1599/2014, 1656/2008, 286/2005) και πράξεων κήρυξης αρχαιολογικών χώρων (ΣτΕ 2313/2004, Ολ 969/1998) από τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες των θιγομένων ακινήτων.
17. Τρίτος, νέος, κανόνας είναι ότι από τις διατάξεις του Ν. 3861/2010 για τη «Διαύγεια» (άρθρα 3 παρ. 1 και 2 παρ. 4) συνάγεται ότι η υποχρεωτική ανάρτηση των πράξεων αυτών στο διαδίκτυο και, ειδικότερα, εκείνων οι οποίες είναι κατά το νόμο δημοσιευτέες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν επηρεάζει –όπως συνάγεται ιδίως από το συνδυασμό του άρθρου 4 παρ. 1 του εν λόγω νόμου με το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989– την έναρξη της ισχύος τους, η οποία συμπίπτει με τη δημοσίευσή τους (εκτός αν στο νόμο ορίζεται διαφορετικά) ούτε καθίσταται αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτών, η οποία, κατά την έννοια της δεύτερης από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις, όπως έχει εκτεθεί, αρχίζει για τους θιγομένους από τις πράξεις αυτές τρίτους, από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3861/2010, η υποχρέωση της ανάρτησης των πράξεων αυτών στο διαδίκτυο δεν υποκαθιστά, αλλά ενισχύει και συμπληρώνει το ισχύον σύστημα της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή άλλες μορφές δημοσιότητας που ήδη προβλέπει η νομοθεσία (ΣτΕ 2411/2018). Περαιτέρω, κρίθηκε ότι μόνη η ανάρτηση της προσβαλλόμενης πράξης, στις 29.9.2017, στο διαδικτυακό τόπο του προγράμματος “Διαύγεια” κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 3861/2010 και στον ειδικό δικτυακό τόπο του ΥΠΕΚΑ κατά το άρθρο 19α του ν. 4014/2011 και την ΚΥΑ 21398/2.5.2012 (Β΄ 1470), δεν αρκεί, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, για να θεμελιώσει τεκμήριο γνώσης (ΣτΕ 1271, 1272/2019, 2419/2018, σκ. 9, 1469/2018, σκ. 7, 1424/2018, σκ. 6, πρβλ. ΣτΕ 455/2019, σκ. 7, 468/2019, σκ. 8 και 10, 2082/2018, σκ. 8 και 9, 1469/2018, σκ. 7, 674/2018, σκ. 10, 87/2016, σκ. 4, 937/2017, σκ. 5, 2657/2015). Το ίδιο ισχύει και για τις μη δημοσιευτέες ατομικές πράξεις που αναρτώνται στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ (π.χ. άδειες κατασκευής κεραίας, έγκριση μελέτης αναστήλωσης κ.λπ. Βλ. ΣτΕ 570/2018, 1795/2019, 1508/2020).
Γ. Οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις
18. Προσφάτως, με νομοθετικές πρωτοβουλίες που ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εμφανίστηκαν δύο «ρωγμές» στους ως άνω κανόνες.
1. Προθεσμία προσβολής πράξης κύρωσης δασικού χάρτη
19. Οι αποφάσεις κύρωσης των δασικών χαρτών κατά το μη αμφισβητηθέν με αντιρρήσεις μέρος τους, αποτελούν (ΣτΕ 1345/2019, 2572/2018, 1810/2018 7μ.), εκτελεστές διοικητικές πράξεις, παραδεκτώς προσβαλλόμενες με αίτηση ακυρώσεως. Περαιτέρω, όπως έχει επίσης κριθεί με τις ίδιες αποφάσεις (ΣτΕ 1345/2019, 2572/2018, 1810/2018 7μ.), κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του Ν. 3889/2010, που προβλέπει διατυπώσεις ευρείας δημοσιότητας (και μέσω Διαδικτύου) για την ανάρτηση των δασικών χαρτών προτού αυτοί κυρωθούν, ώστε να ασκηθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας αντιρρήσεις κατά του περιεχομένου τους, οι ενδιαφερόμενοι τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν την ανάρτηση των δασικών χαρτών και, επομένως, την επικείμενη κύρωσή τους κατά το μέρος που δεν θα αποτελέσει αντικείμενο αντιρρήσεων, ήδη από την ολοκλήρωση των ανωτέρω διατυπώσεων δημοσιότητας. Ως εκ τούτου, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της κύρωσης του μη αμφισβητηθέντος με αντιρρήσεις δασικού χάρτη, η κατάρτιση και ανάρτηση του οποίου είναι γνωστή στον ενδιαφερόμενο λόγω της προηγηθείσης δημοσιότητας (πρβλ. a contrario ΣτΕ 2531/2005 7μ.), κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο χάρτης αναφέρεται σε σημαντικού εμβαδού και ευρεία έκταση. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το τμήμα της έκτασης στο οποίο αφορά η κάθε αίτηση ακυρώσεως είναι, ενδεχομένως, μικρό και εντοπισμένο (πρβλ. ΣτΕ 1345/2019, 2572/2018, 2473/2013, Oλ 3982/2009).
20. Κατά το Δικαστήριο, τούτο ισχύει ανεξαρτήτως αν έχει προηγηθεί ή όχι η άσκηση αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη (άρθρο 19 ή άρθρο 17 του Ν. 3889/2010), αφού η άσκηση αντιρρήσεων δεν προδιαγράφεται στο νόμο ως υποχρεωτικό στάδιο της διαδικασίας που απολήγει στην κύρωση του δασικού χάρτη, αλλά ως δυνατότητα που παρέχεται από το νόμο στον ενδιαφερόμενο για την εκκαθάριση, από νομικής και τεχνικής απόψεως, των ζητημάτων που άπτονται του χαρακτήρα της έκτασης ως δασικής ή μη και με απώτερο σκοπό τη λυσιτελέστερη άσκηση, εκ μέρους του, του δικαιώματος δικαστικής προστασίας κατά της τελικώς εκδιδόμενης κυρωτικής πράξης. Εφόσον ο ενδιαφερόμενος βαρύνεται κατά νόμο με την παρακολούθηση της διαδικασίας κύρωσης του αναρτηθέντος δασικού χάρτη, στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος οικειοθελώς συμμετέσχε στη διαδικασία με την υποβολή αντιρρήσεων, αυτός βαρύνεται με την επίδειξη επιμέλειας στην τήρηση των προθεσμιών για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της οριστικής πράξης κύρωσης δασικού χάρτη, προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να λάβει γνώση της απάντησης της Διοίκησης επί των αντιρρήσεων και των στοιχείων του φακέλου που αποτέλεσαν το έρεισμα της αιτιολογίας της Διοίκησης για τον τυχόν χαρακτηρισμό έκτασης της ιδιοκτησίας του ως δασικής. Στην ειδική, όμως, περίπτωση κατά την οποία, στη διάρκεια της εξηκονθήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της πράξης κύρωσης του δασικού χάρτη, μετά την πάροδο της οποίας ο ενδιαφερόμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως, κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, με πρωτοβουλία της Διοίκησης, η απάντησή της επί των αντιρρήσεων, τότε και μόνο η σχετική προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως εκκινεί από την ενέργεια αυτή της κοινοποίησης, ώστε ο ενδιαφερόμενος να διατηρεί ακέραιο το στάδιο δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, που προβλέπεται από το νόμο. Η κοινοποίηση, όμως, στον ενδιαφερόμενο, της απάντησης της Διοίκησης επί των αντιρρήσεων μετά την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, δηλαδή, σε χρόνο πέραν του ευλόγου από την έκδοση της μόνης αυτοτελώς προσβλητής εκτελεστής κυρωτικής πράξης, δεν δύναται να έχει τα ίδια ως άνω αποτελέσματα μετάθεσης του χρονικού σημείου έναρξης της εν λόγω δικονομικής προθεσμίας, διότι τούτο θα οδηγούσε, αντιστρόφως, στην καταστρατήγηση των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης κύρωσης δασικού χάρτη, η δημοσίευση της οποίας δημιουργεί, κατά τα προαναφερόμενα, νόμιμο τεκμήριο γνώσης εκ μέρους των ενδιαφερομένων (ΣτΕ 1512/2020, 1362/2020, 2800/2019, πρβλ. 2455/2019, 1858/2019, 1857/2019, 1856/2019, 1855/2019, 1412/2019 7μ).
21. Οι κυρωτικές πράξεις των δασικών χαρτών αντιμετωπίζονται από τη νομολογία ως ατομικές πράξεις (ακριβέστερα γενικού περιεχομένου) αν και δεν υπάρχει ακόμη ρητός χαρακτηρισμός. Ουσιαστικά, το Δικαστήριο δέχεται κάμψη του κανόνα της πλήρους γνώσης και υιοθετεί τον κανόνα της δημοσίευσης για την αφετηρία της προθεσμίας. Η προσέγγιση αυτή είναι αυστηρή και ίσως ανεπιεικής, αλλά αποβλέπει στη γρήγορη υλοποίηση του συνταγματικού σκοπού της σύνταξης του δασολογίου, χωρίς να παρακωλυθεί από καθυστερημένες προσφυγές και χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Κρίσιμο είναι ότι προβλέπεται πριν την κύρωση των δασικών χαρτών ευρεία δημοσιότητα ως προς την ανάρτηση των δασικών χαρτών και μεγάλη προθεσμία για την υποβολή αντιρρήσεων. Επομένως, οι διοικούμενοι, οι οποίοι οφείλουν να ενδιαφέρονται για την προστασία των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων, μπορούν αποτελεσματικά να τα προστατέψουν, παρακολουθώντας τη σχετική διαδικασία.
22. Το ΣτΕ έκρινε ότι σε δύο περιπτώσεις η ανωτέρω προθεσμία δεν εκκινεί από τη δημοσίευση της κυρωτικής πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρώτη είναι η περίπτωση που οι διατυπώσεις δημοσιότητας της ανάρτησης των δασικών χαρτών δεν έχουν τηρηθεί ή υπήρξαν ελλιπείς ή μη προσήκουσες, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί τεκμήριο πλήρους γνώσης του περιεχομένου των χαρτών και να κινηθεί η προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων. Η δεύτερη περίπτωση αφορά εκτάσεις εμπίπτουσες σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή πολεοδομικές μελέτες που χαρακτηρίζονται ως δομήσιμες, οπότε ο ενδιαφερόμενος, γνωρίζοντας ότι το ακίνητό του ευρίσκεται εντός πολεοδομημένης περιοχής, ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη, ωστόσο, αυτές περιλαμβάνονται στον χάρτη ως δασικές (ΣτΕ 1345/2019, 2938/2017, 1544/2017), όταν, δηλαδή, και ο νομοθέτης θεωρεί περιττή την υποβολή αντιρρήσεων. Σε αμφότερες τις εν λόγω διαφορετικές περιπτώσεις η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη του άρθρου 17 του ν. 3889/2010 δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου.
2. Η προθεσμία προσβολής της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων έργου Α΄ κατηγορίας
V. Ειδικές περιπτώσεις
29. Σε περίπτωση ομοδικίας, η εμπρόθεσμη άσκηση της αίτησης ακύρωσης κρίνεται ιδιαίτερα για τον καθένα από τους ομοδίκους. Συνεπώς, η αίτηση ακύρωσης είναι απαράδεκτη για εκείνους που την άσκησαν μετά την παρέλευση των 60 ή 90 ημερών από την έκδοση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, ενώ ασκείται παραδεκτώς για όσους την άσκησαν εντός της προθεσμίας αυτής [ΣτΕ 2788/1967: Εάν η αίτησις ασκήται εκπροθέσμως υπό ενός των ομοδικούντων ως εκ του ότι υπεβλήθη μετά πάροδον 60 ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της πράξεως, η αίτησις είναι δεκτή ως προς τον έτερον, ως προς τον οποίον δεν παρήλθεν 60θήμερον από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της πράξεως].
VΙ. Υπολογισμός της προθεσμίας
32. Για τον υπολογισμό των προθεσμιών στο διοικητικό δίκαιο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 10 παρ. 7 ΚΔΔιαδ). Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης αρχίζει την επομένη της ημέρας κατά την οποία συνέβη το γεγονός που κινεί την προθεσμία (δημοσίευση, γνώση, κοινοποίηση της πράξης, συμπλήρωση τριμήνου από την κατάθεση της αίτησης για την έκδοση της πράξης, άρθρο 70 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989). Η προθεσμία λήγει την 60ή ή την 90ή ημέρα από την έναρξή της. Εάν η 60ή ή η 90ή ημέρα είναι μη εργάσιμη (Σάββατο ή Κυριακή ή εξαιρετέα), η προθεσμία λήγει την επόμενη εργάσιμη (ΣτΕ 1149/1995, 2293/2019).
α) το είδος του δικογράφου ή εγγράφου που επιθυμεί να καταθέσει,
β) κατά περίπτωση, την προθεσμία που προβλέπεται ή έχει ταχθεί για την κατάθεση του δικογράφου ή εγγράφου,
γ)τη φύση της διαπιστωθείσας τεχνικής αδυναμίας, προκειμένου οι υπηρεσίες του δικαστηρίου να εξακριβώσουν αν αυτή οφείλεται σε μη διαθεσιμότητα του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο. Σε περίπτωση επείγοντος, ο ενδιαφερόμενος καταθέτει αντίγραφο του δικογράφου ή άλλου διαδικαστικού ή σχετικού εγγράφου στη γραμματεία ή το διαβιβάζει με κάθε πρόσφορο μέσο (μέσω ταχυδρομείου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ). Αμέσως μόλις καταστεί εκ νέου τεχνικά δυνατή η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος που χρησιμοποιεί το δικαστήριο ή ο φορέας που μεσολαβεί τη διαβίβαση αυτή ακολουθεί η κατάθεση μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος. Το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του οικείου δικαστικού σχηματισμού, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, αποφαίνονται επί της αποδοχής του δικογράφου ή εγγράφου που κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που επικαλείται ο καταθέτων για να αποδείξει ότι ήταν τεχνικά αδύνατη η εμπρόθεσμη κατάθεση του εγγράφου αυτού με ηλεκτρονικά μέσα για λόγους που αφορούσαν στο ηλεκτρονικό σύστημα του δικαστηρίου ή του φορέα που μεσολαβεί.
5. Η επιβεβαίωση της κατάθεσης δικογράφου ή εγγράφου, την οποία παρέχει το δικαστήριο, δεν προδικάζει το από δικονομική άποψη παραδεκτό των διαβιβαζόμενων εγγράφων.
…».
VΙ. Αναστολή της προθεσμίας
34. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139), οι προθεσμίες σε βάρος του Δημοσίου δεν τρέχουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), από την 1η Ιουλίου έως και την 15η Σεπτεμβρίου. Η αναστολή αυτή των προθεσμιών ίσχυε και για τους ιδιώτες (και πριν από την τροποποίηση του άρθρου 11 του πιο πάνω Κώδικα με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006, Α΄ 266) δυνάμει της αρχής της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως κρίθηκε με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2807 και 2808/2002. Η προθεσμία αναστέλλεται επίσης λόγω ανωτέρας βίας, η οποία εμφανίζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας και διαρκεία μετά από αυτήν και έως την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, στην οποία ο ενδιαφερόμενος πρέπει να προβεί αμελλητί (ΣτΕ 3003/2015, 3541/2010, 2188/2002, 1068/2001: κατά γενική αρχή του δικαίου, η λήξη της προβλεπομένης από το νόμο προθεσμίας, αναστέλλεται σε περίπτωση ανωτέρας βίας, ένεκα της οποίας κατέστη αδύνατο στον ενδιαφερόμενο, τόσο να ενεργήσει ο ίδιος για την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, όσο και να ειδοποιήσει έγκαιρα τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ώστε να προβεί αυτός στην ενέργεια αυτή. Σε περίπτωση δε συνδρομής ανωτέρας βίας διαρκούσης μέχρις τέλους της σχετικής προθεσμίας, μετά τη λήξη της ανωτέρας βίας, ο ενδιαφερόμενος, υποχρεούται να προβεί αμελλητί στην άσκηση του ενδίκου μέσου ή βοηθήματος. Η αναστολή διαρκεί όσο και το γεγονός τούτο, ενώ λόγους ανωτέρας βίας συνιστούν γεγονότα απρόβλεπτα και αναπόφευκτα, τα οποία εμποδίζουν απολύτως είτεη την αυτοπρόσωπη άσκηση του δικαιώματος ή διενέργεια συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως είτε την παροχή σχετικής εντολής σε αντιπρόσωπο (ΣτΕ 2188/2002, 1982/2000). Περιστατικό που αποτελεί ανωτέρω βία θεωρείται συνήθως η βαρειά ασθένεια, η οποία κατά τις ειδικές συνθήκες προκαλεί τέτοια αδυναμία. Όποιος επικαλείται ανώτερη βία πρέπει να αποδείξει τα περιστατικά που τη συνιστούν, άλλως ο ισχυρισμός δεν λαμβάνεται υπόψη και η εκπροθέσμως ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
35. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι νόμιμες και οι δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των ΤΔΔ ανεστάλησαν στο πλαίσιο λήψης μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού δυνάμει διαδοχικών Κ.Υ.Α. Η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων «δημιούργησε ένα μεγάλο απόθεμα αδίκαστων υποθέσεων», οπότε ο Ν. 4792/2021 όρισε στο άρθρο 25 ως ημερομηνία επανέναρξης των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, οι οποίες είχαν ανασταλεί λόγω της πανδημίας, την 6η.4.2021, στο δε άρθρο 26 υπό τον τίτλο «Περιορισμός δικαστικών διακοπών για το δικαστικό έτος 2020 – 2021» όρισε ότι: «Οι δικαστικές διακοπές για το τρέχον δικαστικό έτος που λήγει στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, αρχίζουν την 1η Ιουλίου 2021 και λήγουν την 31η Αυγούστου 2021». Με την απόφαση ΑΕΔ 2/2023 κρίθηκε ότι η διάταξη (του άρθρου 26 του ν. 4792/2021) περί περιορισμού των δικαστικών διακοπών, η οποία, όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, θεσπίστηκε, επειδή η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού «δημιούργησε ένα μεγάλο απόθεμα αδίκαστων υποθέσεων», αποτελεί όλως εξαιρετική ρύθμιση που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των συνεπειών της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων κατά το συγκεκριμένο δικαστικό έτος. Ενόψει τούτου, ο κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής υπολογισμός του χρόνου αναστολής των προθεσμιών για το ως άνω δικαστικό έτος και μόνον, κατά παρέκκλιση της πάγιας ρύθμισης, θα είχε ως συνέπεια τον ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, και του οποίου η άσκηση προϋποθέτει σαφείς και σταθερούς δικονομικούς κανόνες, ιδίως σε σχέση με τον υπολογισμό της προθεσμίας ως προϋπόθεσης του παραδεκτού.
VI. Διακοπή της προθεσμίας
36. Από την αναστολή διακρίνεται η διακοπή της προθεσμίας, μετά την άρση της οποίας δεν συνεχίζεται η παλαιά, αλλά αρχίζει να τρέχει νέα ισόχρονη προθεσμία. Σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, κάθε διοικητική προσφυγή, εκτός από εκείνη της παρ. 2 του άρθρου 45, καθώς και η απλή αίτηση θεραπείας δι’ αναφοράς στην αρχή που έχει εκδώσει την πράξη ή στην προϊσταμένη αρχή, διακόπτει την εξηκονθήμερη προθεσμία της αίτησης ακυρώσεως για το χρονικό διάστημα που ορίζεται για την έκδοση σχετικής πράξης ή, αν τέτοιο χρονικό διάστημα δεν ορίζεται, για 30 ημέρες ή έως την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοίκησης εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν παρέλθουν οι προθεσμίες αυτές (ΣτΕ 2795/2017, 2198/2016). Ειδικότερα, διακοπή της προθεσμίας μόνο στην περίπτωση ατομικών πράξεων επέρχεται: 1) με την υποβολή από τον αιτούντα απλής διοικητικής προσφυγής (αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής) εντός της προθεσμίας για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 3302/1988, 2516/2013), 2) με την υποβολή ειδικής διοικητικής προσφυγής εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση της προσφυγής αυτής (ΣτΕ 4004/1996: η εκπρόθεσμη άσκηση της διοικητικής προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμίας της αίτησης ακύρωσης), 3) με την υποβολή αναφοράς [αν και στη νομολογία χρησιμοποιείται και ο όρος αίτηση θεραπείας για την περίπτωση αυτή] στην περίπτωση των σιωπηρών διοικητικών πράξεων, όπως η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας [ΣτΕ Ολ 282/1995: Η τυχόν μετά την συντέλεση της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υποβολή μέσα σε 60 ημέρες από τη συντέλεση αυτή αίτησης θεραπείας ενώπιον της Διοικήσεως διακόπτει την προθεσμία της αίτησης ακύρωσης για 30 ημέρες. Μετά την πάροδο των 30 ημερών αρχίζει να τρέχει νέα 60θήμερη προθεσμία για άσκηση αίτησης ακύρωσης, τέτοιο όμως αποτέλεσμα, δηλαδή διακοπή της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν επέρχεται όταν η αίτηση θεραπείας υποβάλλεται σε χρόνο μεταγενέστερο των 60 ημερών από τη συντέλεση της παραλείψεως, ούτε η αίτηση θεραπείας αυτή δημιουργεί, μετά την πάροδο μηνός νέα παράλειψη του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΣτΕ 817/1983, 793/1984, 237/1986)]. Εάν προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, δεν χωρεί απλή ή ειδική διοικητική προσφυγή, εκείνη δε που τυχόν ασκήθηκε δεν διακόπτει την προθεσμία (ΣτΕ 3073/1978). Η διακοπή της προθεσμίας είναι δυνατή μία φορά (ΣτΕ 1301/1972). Εάν η αίτηση θεραπείας αποκλείεται από ειδικές διατάξεις ή λόγω της φύσης της πράξης ως κανονιστικής, η υποβολή της δεν διακόπτει την προθεσμία (ΣτΕ 2918/1984: αίτησις θεραπείας κατά κανονιστικής πράξεως, διώκουσα ως εκ του περιεχομένου της συνάγεται την δια λόγους νομιμοτητος ανάκλησιν αυτής, δεν διακόπτει την προθεσμίαν της αιτήσεως ακυρώσεως ως αλυσιτελής και ματαία). Η προθεσμία διακόπτεται εάν η διοικητική προσφυγή υποβλήθηκε σε αναρμόδια αρχής (άρθρο 24 παρ. 3 ΚΔΔιαδ).
37. Η νέα προθεσμία, που είναι της ίδιας διάρκειας (60 ή 90 ημερών), αρχίζει είτε: 1) από την κοινοποίηση στον αιτούντα ή από τη γνώση του της απάντησης της Διοίκησης στη διοικητική προσφυγή, εφόσον η κοινοποίηση ή η γνώση επήλθαν πριν από την πάροδο της ειδικά οριζόμενης προθεσμίας, εντός της οποίας το διοικητικό όργανο πρέπει να εκδώσει την σχετική πράξη, ή πριν από την παρέλευση 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της προσφυγής, εάν τέτοια προθεσμία δεν ορίζεται [άρθρο 24 παρ. 2 ΚΔΔιαδ], είτε 2) από την πάροδο της ειδικά οριζόμενης προθεσμίας, εντός της οποίας το διοικητικό όργανο πρέπει να εκδώσει τη σχετική πράξη επί ειδικής διοικητικής προσφυγής ή αν δεν προβλέπεται προθεσμία, εντός 30 ημερών (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΔΔιαδ). [Βλ. συναφώς ΣτΕ 75/2001 όσον αφορά την ειδική διοικητική προσφυγή του άρθρου 8 του Ν. 3200/1955: Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 69 και 70 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 του ν. 3200/1955, στο οποίο παραπέμπουν οι διατάξεις αυτές, ο Γενικός Γραμματέας Περιφερείας και ο αρμόδιος Υπουργός οφείλουν να εκδίδουν απόφαση για τις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον τους κατά πράξεων του Νομάρχη ή του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας, αντιστοίχως, στην τασσόμενη με το παραπάνω άρθρο 8 ν. 3200/1955 εξηκονθήμερη προθεσμία, η οποία έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, με την άσκηση κατ’ απόφασης του Νομάρχη ή του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας της προβλεπόμενης από τα άρθρα 69 και 70, αντιστοίχως, του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης προσφυγής, η οποία συνεπάγεται έλεγχο μόνο νομιμότητας της πληττόμενης πράξης, διακόπτεται η κατά το άρθρο 46 π.δ/τος 18/1989 … εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακύρωσης της πράξης, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή. Ειδικότερα, σε περίπτωση υποβολής κατ’ απόφασης Γενικού Γραμματέα Περιφερείας προσφυγής που κατατέθηκε στο Υπουργείο, η προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής και κατά της προηγούμενης σχετικής νομαρχιακής απόφασης, η οποία είχε διακοπεί με την εμπρόθεσμη άσκηση των αντίστοιχων διοικητικών προσφυγών, κινείται εκ νέου την επομένη της παρόδου της τασσόμενης στον Υπουργό εξηκονθήμερης ανατρεπτικής προθεσμίας. Από την ίδια ημέρα, τέλος, αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου κατά της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, που τεκμαίρεται με την πάροδο άπρακτου του εξηκονθημέρου αυτού, με τη λήξη του οποίου εξαντλείται η κατά χρόνο αρμοδιότητα του Υπουργού, ή κατά της σχετικής υπουργικής απόφασης που τυχόν εκδόθηκε πριν συμπληρωθεί το εξηκονθήμερο, εκτός αν εκείνος που άσκησε την προσφυγή έλαβε γνώση, με κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, της υπουργικής απόφασης σε προγενέστερο χρόνο, οπότε η προθεσμία για την προσβολή της απόφασης αυτής και των προγενέστερων πράξεων του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας και του Νομάρχη αρχίζει από την ημερομηνία της γνώσης (βλ. ΣτΕ 3109/1998)]. Κατά το διάστημα της ειδικά οριζόμενης προθεσμίας ή της προθεσμίας των 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης θεραπείας ή της ειδικής διοικητικής προσφυγής, η αίτηση ακύρωσης παραδεκτώς ασκείται, εάν μέχρι τη συζήτηση έχει συμπληρωθεί άπρακτο το διάστημα αυτό. Εάν μετά τη λήξη του χρόνου της διακοπής, ασκηθεί η αίτηση ακύρωσης και, στη συνέχεια, εκδοθεί απορριπτική πράξη επί της διοικητικής προσφυγής, τότε η πράξη αυτή λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται με την αίτηση που έχει ήδη ασκηθεί, εφόσον έχει εκτελεστό χαρακτήρα, επειδή εκδόθηκε μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης (ΣτΕ 1239/1978).