Διευκρινίσεις ως προς την έννοια της υποκείμενης σε προσφυγή πράξης και της επιβεβαιωτικής πράξης (ΓεΔΕΕ της 24ης Μαρτίου 2017, Τ-117/15, Εσθονία κατά Επιτροπής, βλ. σχόλιο V. Michel, Europe mai 2017, n° 170)
«L’acte administratif échappe nécessairement à tout encadrement théorique qui prétendrait s’avérer définitif».
Μ. Stassinopoulos, Avant-propos σε P. Pavlopoulos,
La directive en droit administratif, Paris, LGDJ, 1978, σ. XVII
Ι. Προκαρκτικές παρατηρήσεις
1.Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2017, Τ-117/15, Εσθονία κατά Επιτροπής, αποτέλεσε την ευκαιρία για την παροχή διευκρινίσεων σε πολλά ζητήματα διοικητικής διαδικασίας και δικονομίας. Οι διευκρινίσεις αυτές αφορούν την έννοια της δεκτικής δικαστικής προσβολής διοικητικής πράξης, της επιβεβαιωτικής πράξης, τη φύση και τις συνέπειες των προδικαστικών αποφάσεων, τα όρια της υποχρέωσης συμμόρφωσης σε ακυρωτικές αποφάσεις, την υποχρέωση επανεξέτασης διοικητικής πράξης και τον κλονισμό της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης λόγω μεταγενέστερων δικαστικών αποφάσεων.
2.H προσαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (στο εξής: ΠΑΚ) στη διεύρυνση της Ένωσης και οι προϋποθέσεις διαχείρισης και απομάκρυνσης των πλεοναζόντων αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων γνώρισαν αναταράξεις λόγω είτε της έλλειψης δημοσίευσης ορισμένων κειμένων στη γλώσσα του νέου κράτους μέλους [1], είτε του παράνομου χαρακτήρα της μεθόδου απομάκρυνσης των αποθεμάτων [2]. Η απόφαση της 24ης Μαρτίου 2017, Εσθονία κατά Επιτροπής, αποτελεί τη συνέχεια της σχετικής νομολογίας, εφόσον η Εσθονία αντλεί επιχείρημα από αυτή για να ζητήσει από την Επιτροπή τροποποίηση της «αποφάσεως περί ζάχαρης» του 2006 [απόφαση 2006/776/ΕΚ, της 13ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με τα προς χρέωση ποσά για τις πλεονάζουσες ποσότητες ζάχαρης που δεν απομακρύνθηκαν από την αγορά (ΕΕ 2006, L 314, σ. 35)] που θα είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν στον προϋπολογισμό της Ένωσης βάσει της εν λόγω απόφασης. Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Γεωργία και Αγροτική Ανάπτυξη» απάντησε στη Δημοκρατία της Εσθονίας ότι δεν συνέτρεχε λόγος τροποποίησης της απόφασης περί ζάχαρης. Κατά του εγγράφου αυτού η Εσθονία άσκησε προσφυγή, η οποία έδωσε στο Γενικό Δικαστήριο την ευκαιρία να υπενθυμίσει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος. Το ζήτημα που ανακύπτει αφορά κυρίως την έννοια της δεκτικής προσβολής πράξης (πράξης υποκείμενης σε προσφυγή), που εξετάζεται φυσικά από δικονομική άποψη.
3.Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι δεκτική προσφυγής, οπότε το ένδικο βοήθημα ασκείται απαραδέκτως. Δύο είναι οι προβαλλόμενοι λόγοι απαραδέκτου: ο πρώτος αντλείται από τη φύση της προσβαλλομένης πράξης, η οποία φέρεται να αποτελεί απλώς και μόνον έκφραση γνώμης, ενώ ο δεύτερος αντλείται από τον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της πράξης.
ΙΙ. Έκφραση γνώμης
4.Κατά πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, “στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως των κρατών μελών ή των θεσμικών οργάνων, αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων” [3]. Αυτά τα αποτελέσματα πρέπει να εκτιμώνται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι το περιεχόμενο της πράξης, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και οι εξουσίες του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε [4]. Κατά συνέπεια, βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως δεκτικής δικαστικής προσβολής είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή ο επηρεασμός της έννομης τάξης στην οποία εντάσσεται.
5. Στηριζόμενο στην ανωτέρω νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει εν προκειμένω ότι “δεν αποτελεί απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κάθε έγγραφο θεσμικού οργάνου της Ένωσης το οποίο αποστέλλεται σε απάντηση αιτήματος που διατυπώθηκε από τον αποδέκτη του εγγράφου” [5]. Ειδικότερα, “η γραπτή έκφραση γνώμης θεσμικού οργάνου της Ένωσης δεν δύναται να συνιστά απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, εφόσον διατυπώνεται σε τομέα στον οποίον το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διαθέτει καμία αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεων, αλλά απλώς και μόνον τη δυνατότητα εκφράσεως της γνώμης του, η οποία δεν δεσμεύει τις αρμόδιες αρχές, και δεν προκύπτει ούτε από τη διατύπωση ούτε από το περιεχόμενο της εκφράσεως γνώμης ότι αυτή αποσκοπεί στην παραγωγή οποιωνδήποτε εννόμων συνεπειών”[6]. Στην υπό εξέταση περίπτωση, όμως, η προσβαλλόμενη πράξη έθεσε τέλος στην εκτενή αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Δημοκρατίας της Εσθονίας και αποτελεί απάντηση στην αίτηση που απηύθυνε η τελευταία στην Επιτροπή. Στο έγγραφο αυτό, η ΓΔ «Γεωργία και Αγροτική Ανάπτυξη» εκθέτει ότι, λαμβανομένων υπόψη όσων είχαν προηγουμένως εκτεθεί στην εν λόγω πράξη, δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση περί ζάχαρης ήταν εσφαλμένη και, συνεπώς, έπρεπε να τροποποιηθεί. Η πρόταση αυτή δεν συνιστά την έκφραση απλής τεχνικής γνώμης, αλλά την απόρριψη αιτήματος περί τροποποίησης της απόφασης περί ζάχαρης. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί απλή έκφραση γνώμης στερούμενη εννόμων αποτελεσμάτων. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω ότι, παρά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν οδήγησε στην επιβολή οποιασδήποτε χρηματικής υποχρέωσης στη Δημοκρατία της Εσθονίας, τούτο δεν σημαίνει ότι στερείται κατ’ ανάγκην εννόμων αποτελεσμάτων, καθόσον απορρίπτει οριστικώς την αιτιολογημένη αίτηση της Δημοκρατίας της Εσθονίας περί τροποποίησης της απόφασης περί ζάχαρης, την οποία η τελευταία εκτιμά ότι δικαιούται. Επισημαίνεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, και οι αρνητικές πράξεις (νόμιμες ή παράνομες), όπως η απόρριψη αιτήματος ή η άρνηση χορήγησης άδειας, επηρεάζουν την έννομη τάξη και αποτελούν εκτελεστές πράξεις, έστω και αν δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τον αποδέκτη πέρα από αυτά που μέχρι τώρα είχε. Με την αρνητική πράξη, η διοικητική αρχή λαμβάνει θέση ως προς την υφιστάμενη έννομη τάξη (τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις) καθόσον αρνείται, ρητώς ή σιωπηρώς, νομίμως ή παρανόμως, να την μεταβάλει και επιλέγει να διατηρήσει την ισχύουσα κατάσταση. Για τον λόγο αυτό, ορθότερος είναι ο όρος «επηρεασμός» (affectation), αντί του όρου «μεταβολή» (modification) της έννομης τάξης ή του εξωτερικού νομικού κόσμου, ως στοιχείο της διοικητικής πράξης [7].
ΙΙΙ. Επιβεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτη η κατ’αυτής προσφυγή ακύρωσης
6. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναλύσεις του Γενικού Δικαστηρίου για την έννοια της επιβεβαιωτικής πράξης, αυτής δηλαδή που δεν παράγει έννομα αποτέλεσματα, ή, άλλως, δεν επηρεάζει την έννομη τάξη. Η συλλογιστική είναι διεξοδικότατη. Επιβεβαιωτική είναι η πράξη που εκδίδεται κατόπιν αίτησης επανεξέτασης μιας απόφασης, χωρίς όμως να υπάρχουν νέα στοιχεία. Το θεσμικό όργανο εμμένει στην προηγούμενη ρύθμισή του, η οποία επαναλαμβάνεται στη νέα πράξη. Από δικονομική σκοπιά, όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης πράξης, υπό την ανωτέρω έννοια, η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η επιβεβαιούμενη πράξη προσβλήθηκε εμπροθέσμως. Επομένως, όταν ο προσφεύγων αφήνει να παρέλθει η προθεσμία για να στραφεί κατά απόφασης η οποία προβλέπει με σαφήνεια τη λήψη μέτρου έχοντος έννομα αποτελέσματα που θίγουν τα συμφέροντά του και η οποία έχει δεσμευτική ισχύ έναντι αυτού, δηλαδή συνιστά εκτελεστή πράξη, δεν μπορεί να προκαλέσει την εκ νέου έναρξη της εν λόγω προθεσμίας ζητώντας από τον συντάκτη της επίδικης πράξης να επανεξετάσει την απόφασή του και ασκώντας προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης με την οποία επιβεβαιώνεται η προηγούμενη απόφαση [8]. Θα πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι αν και η αγωτή αποζημίωσης που στηρίζεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 288 ΕΚ) είναι αυτοτελής στο πλαίσιο των μέσων έννομης προστασίας του κοινοτικού δικαίου, οπότε το απαράδεκτο του ακυρωτικού αιτήματος δεν σημαίνει ότι είναι απαράδεκτο και το αποζημιωτικό αίτημα, πάντως η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να κριθεί απαράδεκτη οσάκις στην πραγματικότητα διώκει την ανάκληση ατομικής απόφασης που έχει καταστεί απρόσβλητη και θα είχε ως αποτέλεσμα, αν γινόταν δεκτή, την εξαφάνιση των εννόμων αποτελεσμάτων της απόφασης αυτής [9].
VI.Μη αμιγώς επιβεβαιωτική πράξη – Δεκτική δικαστικής προσβολής
7. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, πάντως, και την περίπτωση κατά την οποία η αίτηση για επανεξέταση προγενέστερης απόφασης η οποία κατέστη απρόσβλητη δικαιολογείται λόγω της ύπαρξης νέων και ουσιωδών στοιχείων. Ειδικότερα, αν μια πράξη συνιστά απάντηση σε αίτηση με την οποία προβάλλονται τέτοια περιστατικά και ζητείται από τη διοίκηση να προβεί σε επανεξέταση της προγενέστερης απόφασης, η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επιβεβαιωτική, καθόσον αποφαίνεται επί των περιστατικών αυτών και περιέχει, συνεπώς, ένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση. Κατά συνέπεια, μετά την επανεξέταση, η οποία στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη στοιχεία, μιας απόφασης που έχει καταστεί απρόσβλητη, το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση η νομιμότητα της οποίας μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Ένα στοιχείο πρέπει να θεωρηθεί νέο τόσο στην περίπτωση που αυτό δεν υπήρχε κατά τον χρόνο έκδοσης της προγενέστερης πράξης [10], όσο και στην περίπτωση που πρόκειται για στοιχείο που υπήρχε κατά την έκδοση της προγενέστερης πράξης, αλλά το οποίο για οποιονδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της έλλειψης επιμέλειας του εκδότη της πράξης αυτής, δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοσή της [11]. Ένα στοιχείο χαρακτηρίζεται ως ουσιώδες, όταν είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση που ελήφθη υπόψη από τους εκδότες της προγενέστερης πράξης, όπως συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση στοιχείου που εγείρει αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα της λύσης που υιοθετήθηκε με την επίμαχη πράξη [12].
8. Αντιθέτως, εάν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία ερείδεται η νέα πράξη δεν διαφέρουν από εκείνα που δικαιολόγησαν την έκδοση της προγενέστερης πράξης, η εν λόγω νέα πράξη είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της προγενέστερης πράξης [13]. Επίσης, ελλείψει νέων και ουσιωδών στοιχείων, το θεσμικό όργανο δεν υποχρεούται να προβεί σε επανεξέταση της προγενέστερης απόφασής του [14].
9. Συνοψίζοντας, μια πράξη που εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης της κατάστασης, είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου είτε αυτεπαγγέλτως από τον εκδότη της, βάσει ουσιωδών στοιχείων που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της προγενέστερης πράξης δεν έχει αμιγώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα. Η πράξη αυτή παραδεκτώς προσβάλλεται με προσφυγή ακύρωσης.
V. Φύση των προδικαστικών αποφάσεων – Όρια του δεδικασμένου ακυρωτικών αποφάσεων – Περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης
10. Μολονότι οι αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Pimix (C-146/11) και της 29ης Μαρτίου 2012, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T-248/07), και Λιθουανία κατά Επιτροπής (T-262/07), τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα για να ζητήσει την τροποποίηση της απόφασης περί ζάχαρης είναι μεταγενέστερες της απόφασης αυτής, οπότε δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά την έκδοσή της, το γεγονός αυτό δεν επαρκεί ώστε να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, υπό την έννοια της σχετικής νομολογίας [15].
11. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας βασίζεται, όσον αφορά το αίτημά της περί τροποποίησης της απόφασης περί ζάχαρης, όχι σε αυτή καθεαυτή την έκδοση των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, ή σε πραγματικό στοιχείο που προέκυψε από τις εν λόγω αποφάσεις, αλλά σε αναλογική εφαρμογή του νομικού συλλογισμού του δικαστή της Ένωσης στις εν λόγω αποφάσεις. Για να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται στη φύση των προδικαστικών αποφάσεων καθώς και στα όρια του δεδικασμένου των ακυρωτικών αποφάσεων. Πράγματι, η ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, διαφωτίζει και διευκρινίζει την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από την έναρξη ισχύος του, με αποτέλεσμα μια προδικαστική απόφαση να έχει όχι διαπλαστική αλλά αμιγώς αναγνωριστική αξία [κατ’άλλη διατύπωση, αμιγώς ερμηνευτική και όχι πρωτογενή αξία], με συνέπεια τα αποτελέσματά της να ανάγονται, κατ’αρχήν, στην ημερομηνία έναρξης ισχύος του ερμηνευομένου κανόνα [16]. Συνεπώς, η προδικαστική απόφαση Pimix απλώς και μόνο διασαφηνίζει την υφιστάμενη νομική κατάσταση, όπως θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτή από την Επιτροπή, καθώς και από τη Δημοκρατία της Εσθονίας, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί ζάχαρης.
12. Περαιτέρω, ούτε οι ακυρωτικές της μεθόδου απομάκρυνσης των αποθεμάτων δικαστικές αποφάσεις μπορούν να αξιοποιηθούν υπέρ της Εσθονίας, διότι η συνεκτίμηση του σκεπτικού της απόφασης που παραθέτει τους ακριβείς λόγους της έλλειψης νομιμότητας η οποία διαπιστώθηκε από τον δικαστή της Ένωσης σε ακυρωτική απόφαση έχει ως μόνο σκοπό τον προσδιορισμό της ακριβούς έννοιας όσων κρίθηκαν με το διατακτικό. Κατά συνέπεια, το δεδικασμένο που παράγει μια σκέψη ακυρωτικής απόφασης δεν μπορεί να καταλαμβάνει πρόσωπα τα οποία δεν ήσαν διάδικοι στη δίκη και έναντι των οποίων δεν κρίθηκε απολύτως τίποτα με την απόφαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, καίτοι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να φροντίσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις ίδιες παρατυπίες που προσδιόρισε η ακυρωτική απόφαση, η εν λόγω διάταξη δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό όργανο οφείλει, κατόπιν αίτησης των ενδιαφερομένων, να επανεξετάζει πανομοιότυπες ή παρεμφερείς αποφάσεις που φέρονται να εμφανίζουν την ίδια παρατυπία, και οι οποίες απευθύνονται σε άλλους αποδέκτες και όχι στον προσφεύγοντα [17]. Η προσέγγιση αυτή θυμίζει τη μειοψηφούσα γνώμη στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 2176-7/2004, με τις οποίες καθιερώθηκε νομολογιακά η υποχρέωση επανεξέτασης διοικητικών πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα και διατυπώθηκαν οι προϋποθέσεις επανεξέτασης και ανάκλησής τους [18].
VI. Προθεσμία ευθείας δικαστικής προσβολής
13. Υιοθέτηση της αντίθετης προσέγγισης θα κατέληγε στην καταστρατήγηση της απαγόρευσης άσκησης προσφυγής κατά πράξης θεσμικού οργάνου μετά την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, κάτι που θα ισοδυναμούσε με παροχή στον αποδέκτη ορισμένης πράξης της δυνατότητας να ζητεί οποτεδήποτε την τροποποίησή της επικαλούμενος μεταγενέστερη νομολογία και, επομένως, με παροχή της δυνατότητας αμφισβήτησης εις το διηνεκές των πράξεων της Ένωσης που παράγουν έννομα αποτελέσματα. Η προθεσμία, όμως, που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ αποσκοπεί ακριβώς στο να κατοχυρώσει την ασφάλεια δικαίου, αποτρέποντας τέτοια αμφισβήτηση εις το διηνεκές [19]. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι ούτε η διοίκηση, κατά την έκδοση απόφασης, ούτε ο αποδέκτης αυτής έλαβαν υπόψη ή επικαλέστηκαν, πριν από την παρέλευση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης, ερμηνεία του δικαίου ή νομικό συλλογισμό που υιοθέτησε ο δικαστής της Ένωσης σε μεταγενέστερη απόφαση δεν δύναται να θίξει τον απρόσβλητο χαρακτήρα της οικείας απόφασης.
VII. Αναθεώρηση εθνικής διοικητικής πράξης – Όρια στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου
14. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί κάμψη της αρχής της ασφάλειας δικαίου, κρίνοντας ότι «η αρχή [αυτή] δεν μπορεί να αποκλείσει την αναθεώρηση εθνικής διοικητικής απόφασης που κατέστη απρόσβλητη εάν αυτή φαίνεται να αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης» [20]. Oι σχετικές προϋποθέσεις τέθηκαν με την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C-453/00, Kühne & Heitz [EU:C:2004:17]. Το ζήτημα που αντιμετώπισε το Δικαστήριο αφορούσε το κατά πόσον το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει την επανεξέταση και, ενδεχομένως, την ανάκληση απόφασης των εθνικών διοικητικών αρχών από το όργανο που την εξέδωσε στην περίπτωση που η απόφαση αυτή, η οποία κατέστη απρόσβλητη μετά την εξάντληση των ένδικων βοηθημάτων του εσωτερικού δικαίου, είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με προδικαστική απόφασή του που εξέδωσε μεταγενεστέρως. Καίτοι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι μπορούσε να τεθεί κάποιο όριο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τις διοικητικές αποφάσεις που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης και έχουν καταστεί απρόσβλητες, το οποίο δύναται να δικαιολογήσει υπό ορισμένες συνθήκες την τροποποίησή τους, παράλληλα επισήμανε ότι οι εν λόγω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται οσάκις ο αιτών την επανεξέταση της απόφασης η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη δεν είχε εξαντλήσει τα ένδικα βοηθήματα που είχε στη διάθεσή του κατά της εν λόγω απόφασης [21].
VIIΙ. Έλλειψη κλονισμού του κύρους διοικητικής πράξης από μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις
15.Μολονότι τα ανωτέρω στοιχεία αρκούσαν για την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, αφού η προσβαλλόμενη πράξη χαρακτηρίσθηκε αμιγώς επιβεβαιωτική, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, όλως επικουρικώς, ότι οι τρεις δικαστικές αποφάσεις των οποίων γίνεται επίκληση από την προσφεύγουσα δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως ουσιώδη στοιχεία, καθόσον δεν εγείρουν αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της απόφασης περί ζάχαρης, της οποίας ζητήθηκε η τροποποίηση. Τούτο διότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Εσθονίας, ο γενεσιουργός λόγος της επιβάρυνσης που έπρεπε να καταβάλουν οι Εσθονοί επιχειρηματίες στον εθνικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του κανονισμού 60/2004, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (ΕΕ 2004, L 9, σ. 8), δεν ήταν η κατοχή πλεοναζόντων αποθεμάτων κατά την ημερομηνία της προσχώρησης, ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της απόφασης Pimix, αλλά η μη απομάκρυνση των πλεοναζόντων αποθεμάτων από την αγορά έως τις 30 Νοεμβρίου 2005. Όμως οι κανονισμοί 1789/2003 και 60/2004 που ρύθμιζαν τα σχετικά ζητήματα είχαν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα στην εσθονική γλώσσα περισσότερο από δεκαπέντε μήνες πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έλλειψη δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα των κανονισμών αυτών στην εσθονική γλώσσα κατά την ημερομηνία της προσχώρησης δεν εμπόδιζε τη Δημοκρατία της Εσθονίας να αντιτάξει τον νόμο για την επιβάρυνση επί των πλεοναζόντων αποθεμάτων, που είχε θεσπίσει το 2004, στους Εσθονούς επιχειρηματίες για να επιτύχει την καταβολή της επίμαχης επιβάρυνσης. Με άλλα λόγια, οι δικαστικές αποφάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν καταδεικνύουν τον παράνομο χαρακτήρα της απόφασης περί ζάχαρης, με συνέπεια η αίτηση τροποποίησής της να μη στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη στοιχεία που θα προσέδιδαν στην απόρριψη της αίτησης χαρακτήρα πράξης δεκτικής δικαστικής προσβολής.
[1] ΔΕΕ της 12ης Ιουλίου 2012, Pimix (C-146/11, EU:C:2012:450).
[2] ΔΕΕ της 29ης Μαρτίου 2012, Λιθουανία κατά Επιτροπής (T-262/07, EU:T:2012:171)˙ της 29ης Μαρτίου 2012, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T-248/07, EU:T:2012:170).
[3] ΔΕΕ της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36˙ ΔΕΚ της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, λεγόμενη «AETR», Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψη 42· της 2ας Μαρτίου 1994, C‑316/91, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑625, σκέψη 8· της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψη 32· της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C‑301/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10217, σκέψη 19, της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑370/07, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑8917, σκέψη 42. Επιπλέον, από τη νομολογία, προκύπτει ότι κράτος μέλος δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακύρωσης κατά πράξης που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει έννομο συμφέρον (ΔΕΚ της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 3, και της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 16).
[4] ΔΕΕ της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής (C-31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 55˙ ΔΕΚ της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, της 20ής Μαρτίου 1997, C-57/95, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-1627, σκέψη 9˙ διάταξη της 13ης Ιουνίου 1991, C-50/90, Sunzest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-2917, σκέψη 13, και ΔΕΕ της 26ης Ιανουαρίου 2010, C-362/08 P, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. Ι-669, σκέψη 58˙ΔΕΚ της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-301/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10217, σκέψη 28.
[5] ΔΕΕ διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1993, Miethke κατά Κοινοβουλίου, C-25/92, EU:C:1993:32, σκέψη 10).
[6] ΔΕΚ της 27ης Μαρτίου 1980, Sucrimex και Westzucker κατά Επιτροπής, 133/79, EU:C:1980:104, σκέψεις 16 έως 18.
[7] P. Delvolvé, L’acte administratif, Sirey, 1983, αρ. περ. 29 επ.
[8] ΠΕΚ της 15ης Μαρτίου 1995, COBRECAF κ.λπ. κατά Επιτροπής, Τ-514/93, EU:T:1995:49, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, της 10ης Ιουλίου 1997, AssiDomän Kraft Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-227/95, EU:T:1997:108, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2010, Επιτροπή κατά CdT, T-456/07, EU:T:2010:39, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.
[9] ΠΕΚ της 15ης Μαρτίου 1995, Τ-514/93, Cobrecaf κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-621, σκέψεις 58 και 59 και ΔΕΚ της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 753, σκέψεις 32 και 33.
[10] ΠΕΚ της 29ης Απριλίου 2004, T‑308/02, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1363, σκέψη 57˙ της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 38.
[11] ΔΕΚ της 11ης Μαρτίου 1986, 294/84, Adams κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 977, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 15, και ΓεΔΕΕ της 3ης Μαρτίου 1994, T‑82/92, Cortes Jimenez κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑69 και II‑237, σκέψη 16.
[12] Σκέψη 76 της απόφασης Τ-117/15, Εσθονία κατά Επιτροπής και ΓεΔΕΕ της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 39.
[13] ΓεΔΕΕ της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-481/11, EU:T:2014:945, σκέψεις 36 και 37.
[14] ΠΕΚ της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T-186/98, EU:T:2001:42, σκέψεις 46 έως 48, και της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-481/11, EU:T:2014:945, σκέψεις 34 και 35.
[15] ΠΕΚ της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T-186/98, EU:T:2001:42, σκέψεις 46 έως 48, και ΓεΔΕΕ της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-481/11, EU:T:2014:945, σκέψεις 34 και 35.
[16] Η αρχή αυτή καθιερώθηκε με τις αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψη 16), και 66/79, 127/79 και 128/79, Salumi κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 627, σκέψη 9) και επιβεβαιώθηκε επανειλημμένως, μεταξύ άλλων, με τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1980, 811/79, Ariete (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 637, σκέψη 6), 826/79, Mireco (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 643, σκέψη 7), της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 309/85, Barra κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 355, σκέψη 11), 24/86, Blaizot κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 379, σκέψη 27), της 6ης Ιουλίου 1995, C-62/93, BP Soupergaz (Συλλογή 1995, σ. Ι-1883, σκέψη 39), της 11ης Αυγούστου 1995, C-367/93 έως C-377/93, Roders κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-2229, σκέψη 42), της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-137/94, Richardson (Συλλογή 1995, σ. Ι-3407, σκέψη 31), της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 141), της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-197/94 και C-252/94, Bautiaa και Société française maritime (Συλλογή 1996, σ. Ι-505, σκέψη 47), της 2ας Δεκεμβρίου 1997, C-188/95, Fantask κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. Ι-6783, σκέψη 36), της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-231/96, Edis (Συλλογή 1998, σ. Ι-4951, σκέψη 15), της 4ης Μαΐου 1999, C-262/96, Sürül (Συλλογή 1999, σ. Ι-2685, σκέψη 107), της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. Ι-6193, σκέψη 50), και της 3ης Οκτωβρίου 2002, C-347/00, Barreira Pérez (Συλλογή 2002, σ. Ι-8191, σκέψη 44), 12ης Φεβρουαρίου 2008, Kempter, C-2/06, EU:C:2008:78, σκέψη 35.
[17] Σκέψη 71 της απόφασης Τ-117/15, Εσθονία κατά Επιτροπής. Βλ. και ΔΕΚ της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C-310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψεις 55 και 56.
[18] βλ. www.prevedourou.gr Ανάκληση πράξεων “ομοίου” περιεχομένου προς ακυρωθείσα (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 12-10-2015), με ενδεικτική βιβλιογραφία.
[19] ΔΕΚ της 12ης Οκτωβρίου 1978, 156/77, Επιτροπή κατά Βελγίου, EU:C:1978:180, σκέψη 20.
[20] ΔΕΚ της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, i-21 Germany και Arcor, C-392/04 και C-422/04, EU:C:2006:586, σκέψη 52: Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην αρχή αυτή μπορούσε να τεθεί κάποιο όριο. Έτσι, με τη σκέψη 28 της απόφασης της 13ης Ιανουαρίου 2004, C-453/00, Kühne & Heitz [EU:C:2004:17], έκρινε ότι το υπεύθυνο για την έκδοση διοικητικής αποφάσεως διοικητικό όργανο υποχρεούται, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ, να επανεξετάσει την απόφαση αυτή και ενδεχομένως να την ανακαλέσει, αν πληρούνται τέσσερις προϋποθέσεις. Πρώτον, το διοικητικό όργανο διαθέτει, κατά το εθνικό δίκαιο, την εξουσία να επανεξετάσει την απόφαση αυτή. Δεύτερον, η οικεία απόφαση κατέστη απρόσβλητη κατόπιν αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό. Τρίτον, η εν λόγω απόφαση στηρίχθηκε σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία, βάσει μεταγενέστερης αποφάσεως του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε εσφαλμένη και υιοθετήθηκε χωρίς να υποβληθούν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο κατά τους όρους του άρθρου 234, παράγραφος 3, ΕΚ. Τέταρτον, ο ενδιαφερόμενος απευθύνθηκε στο διοικητικό όργανο μόλις έλαβε γνώση της εν λόγω νομολογίας του Δικαστηρίου.
[21] Germany και Arcor, σκέψεις 53 και 54.