Σύντομη επανάληψη των κανόνων ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, καθώς και της νομολογίας για την ανάκληση πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα (βλ. www. prevedourou.gr, Ανάκληση πράξεων ομοίου περιεχομένου προς ακυρωθείσα. Νομολογιακές εξελίξεις: αποφάσεις ΣτΕ 1659/2021 και 1036/2021 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου 28-11-2022)
Aκολουθεί η ανάλυση της απόφασης ΣτΕ 2244/2023
ΣτΕ 2244/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΤΜΗΜΑ Γ΄)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Μαρτίου 2022, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Σταυρούλα Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Δημήτριος Βανδώρος, Ελευθέριος Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κωνσταντίνα Γκιώκα.
Για να δικάσει την από 29 Δεκεμβρίου 2018 έφεση:
του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παρέστη με τον Ιωάννη Καλαμάρα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και ο οποίος κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του,
κατά των εφεσιβλήτων….
και κατά της υπ’ αριθμ. 2616/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ελευθερίου Μελισσαρίδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εφεσιβλήτων που παρέστησαν, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση εφέσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, η οποία ασκείται νομίμως χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 2616/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως των εφεσίβλητων και ακυρώθηκε η 6000/2/82-ιθ/30.9.2014 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας κατά το μέρος που εκδηλώθηκε με αυτή άρνηση της Διοίκησης να κάνει δεκτά τα από 8.5.2008 αιτήματα των εφεσίβλητων και να ανακαλέσει τους κατά παράλειψή τους καταρτισθέντες πίνακες επιτυχόντων συνοριακών φυλάκων των διαγωνισμών που προκηρύχθηκαν με τις 6000/2/520-ε/13.8.2001 και 6000/2/360-η/30.5.2001 προκηρύξεις του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.).
2. ….
Προϋπόθεση παραδεκτού της ακυρωτικής έφεσης
3. Επειδή, κατά την έννοια των οριζομένων στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄213) και το τρίτο με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει με αυτοτελείς, ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανομένους στο εισαγωγικό δικόγραφο, (α) ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και αναγόμενο σε εσφαλμένη ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ή αρχών του δικαίου – και όχι απλώς ζητήματα αιτιολογίας ή ορθής ή μη υπαγωγής πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου ή αρχής δικαίου (βλ. ΣτΕ 867/2020, 52/2019 κ.ά.) – και (β) ότι επί του εν λόγω ζητήματος είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με – μη ανατραπείσα – νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ως νομολογία δε, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται η διαμορφωθείσα επ’ αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρομοίου (βλ. ΣτΕ επταμελ. ΣτΕ 1733 – 1737/2022, 867/2020 κ.ά.). Τέλος, όταν προβάλλεται παραδεκτώς λόγος έφεσης κατά το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, το δικαστήριο δύναται, πριν ερευνήσει το βάσιμο του λόγου αυτού, να επιληφθεί άλλου νομικού ζητήματος, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου (βλ. ΣτΕ 2569/2021, 1451/2019, 694, 625/2018, 1853, 311, 147/2017, 1367/2015)
Ανάκληση πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα – προϋποθέσεις – διευκρινίσεις
4. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 2176, 2177/2004, ΣτΕ 1036/2021 επταμελ., 4763/2014 επταμελ., ΣτΕ 1729 – 1737/2022, 180/2020, 2451/2019, κ.ά.), κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να ανακαλεί ακόμη και τυχόν παράνομες πράξεις της για τις οποίες έχει παρέλθει η νόμιμη προθεσμία προσβολής ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Ειδικώς, όμως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια κανονιστική πράξη ή διάταξη, εφόσον υποβληθεί στη Διοίκηση, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, αίτηση για την ανάκλησή τους σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της ατομικής διοικητικής πράξης της οποίας ζητείται η ανάκληση, και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που αποκτήθηκαν καλόπιστα και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της. Η ανάκληση από τη Διοίκηση, μετά από εκτίμηση των ανωτέρω παραγόντων, της πράξης που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή ανίσχυρης διάταξης, δεν αντιστρατεύεται την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, αλλά αντιθέτως είναι σύμφωνη με τις αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν ανέχονται τη διατήρηση νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν κατά κατάφωρη παράβαση του δικαίου (βλ. ΣτΕ Ολ. 1834/2021, 1175/2008, 2176 – 2177/2004, ΣτΕ επταμελ. 1036/2021, 99/2018, 19/2015, 4763/2014, 2736/2005, ΣτΕ 22/2023, 1729 – 1737/2022, 180 – 189/2020, 1275/2019, κ.ά.). Ως αφετηρία δε για τον υπολογισμό του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου δικαιολογείται η υποβολή του αιτήματος της ανάκλησης, πρέπει να θεωρείται ο χρόνος δημοσίευσης εκείνης της δικαστικής απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε το πρώτον αμετακλήτως η αντίστοιχη πλημμέλεια της κανονιστικής πράξης ή διάταξης επί της οποίας στηρίχθηκαν οι ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις και όχι ο χρόνος δημοσίευσης τυχόν μεταγενέστερων δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες επιβεβαιώθηκε η ανωτέρω κρίση. Τούτο δε διότι, εν όψει ακριβώς της ανάγκης ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, δεν είναι δυνατόν να παρατείνεται η υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλεί παράνομες διοικητικές πράξεις μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος από την έκδοσή τους (ΣτΕ 22, 23/2023, 2334 – 2339, 2116 – 2118, 1733 – 1737/2022, 146/2020, 2469/2019). Εφόσον δεν συντρέχουν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις, (α) η παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει την παράνομη ατομική διοικητική πράξη δεν είναι προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως εφόσον δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, ενώ (β) η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος ανάκλησης της πράξης αυτής στερείται εκτελεστού χαρακτήρος (βλ. 22, 23/2023, 2334 – 2339, 2116 – 2118, 1733 – 1737/2022, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1175/2008, ΣτΕ επταμελ. 19/2015, 99/2018, ΣτΕ 22/2023, 4549/2015, 1633/2014 κ.ά.).
Αιτήσεις ακύρωσης κατά των παραλείψεων της Διοίκησης ασκηθείσες από συνυποψήφιες των εφεσιβλήτων
5. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, οι εφεσίβλητες συμμετείχαν σε διαγωνισμούς του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας για την πρόσληψη Συνοριακών Φυλάκων. ….. Όσον αφορά τους πίνακες επιτυχόντων, η Διοίκηση τους είχε καταρτίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2622/1998 (Α΄138), του άρθρου 2 του π.δ. 311/1998 (Α’ 215) και των οικείων υπουργικών αποφάσεων και προκηρύξεων, περιλαμβάνοντας στους πίνακες αυτούς άνδρες σε ποσοστό 90% (μεταξύ των οποίων και άνδρες με βαθμολογία μικρότερη από εκείνη των εφεσίβλητων) και γυναίκες σε ποσοστό 10%. Ωστόσο, με βάση τη βαθμολογία τους και εφόσον οι ως άνω πίνακες επιτυχόντων συνετάσσοντο κατά φθίνουσα σειρά μορίων και αδιακρίτως φύλου, οι εφεσίβλητες θα είχαν περιληφθεί στους εν λόγω πίνακες ως επιτυχούσες, στην περίπτωση δε που εκρίνοντο ικανές στις υγειονομικές εξετάσεις και στις αθλητικές δοκιμασίες που θα ακολουθούσαν, θα προσλαμβάνονταν στις Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης του οικείου Νομού …. Ωστόσο, αυτές δεν προσέφυγαν δικαστικώς κατά της Διοίκησης προκειμένου να ακυρώσουν την παράλειψη της τελευταίας να ενεργήσει τα νόμιμα κατά τα ανωτέρω. Όμως, αιτήσεις ακυρώσεως γυναικών συνυποψηφίων των εφεσίβλητων, με τις οποίες ζητούσαν να ακυρωθεί η παράλειψη πρόσληψής τους ως συνοριακών φυλάκων και να καταρτισθούν νέοι πίνακες κατά φθίνουσα βαθμολογική σειρά και αδιακρίτως φύλου, έγιναν δεκτές είτε με αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (1805 – 1813/2002, 3233 – 3239/2002, 3362 – 3367/2002, 461 – 463/2003, 475 – 477/2003) είτε με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1986 – 1990/2005 Ολ., 3746 – 3750/2005, 4052 – 4055/2005, 354 – 365/2006, 2148/2006, 281/2007, 415 – 417/2008, 3390/2009 κ.ά.). Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι οι πράξεις πρόσληψης με τις οποίες εκδηλώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να θεωρήσει τις κατά περίπτωση εφεσίβλητες ως επιτυχούσες και να τις καλέσει για πρόσληψη στην οικεία Υπηρεσία Συνοριακής Φύλαξης ήταν, κατά το μέρος που τις αφορούσε, μη νόμιμες διότι ερείδοντο τόσο στις αντισυνταγματικές και συνεπώς ανίσχυρες διατάξεις των άρθρων 3 (παρ. 1) του ν. 2622/1998 (Α΄138), 1 και 2 του π.δ. 311/1998 (Α΄ 215), όσο και στις μη νόμιμες διατάξεις της οικείας απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με τις οποίες είχε καθορισθεί ο αριθμός των προσλαμβανομένων συνοριακών φυλάκων από τον αντίστοιχο νομό. Συνίστατο δε η έλλειψη νομιμότητας των εν λόγω διατάξεων της υπουργικής αυτής αποφάσεως στο ότι – δοθείσας της αντισυνταγματικότητας των προαναφερόμενων διατάξεων του ν. 2622/1998 και του π.δ. 311/1998, βάσει των οποίων η υπουργική αυτή απόφαση είχε εκδοθεί – είχαν θεσπισθεί χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα.
6. Επειδή, μετά τη δημοσίευση των προαναφερομένων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι εφεσίβλητες υπέβαλαν προς το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας τις από 8.5.2008 αιτήσεις τους, με τις οποίες ζήτησαν να προσληφθούν ως συνοριακοί φύλακες κατ’ εφαρμογή της αρχής της ανάκλησης των ομοίου περιεχομένου ατομικών διοικητικών πράξεων, επικαλούμενες κατά βάση, πέραν των παλαιοτέρων αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (1805 – 1813/2002, 3233 – 3239/2002, 3362 – 3367/2002, 461 – 463/2003, 475 – 477/2003), τις (αμετάκλητες) 415, 416 και 417/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (που δημοσιεύθηκαν την 1η.2.2008), ζητώντας την ανασύνταξη του αρχικού πίνακα επιτυχόντων που τις αφορά, με το σκεπτικό ότι ο πίνακας αυτός ο οποίος είχε συνταχθεί βάσει διατάξεων που ήταν αντίθετες στη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων, ενεργεί έναντι πάντων και υποχρεώνει τη Διοίκηση να αποκαταστήσει τη νομιμότητα του εν λόγω πίνακα, καλώντας σε κατάταξη και τις ίδιες (εφεσίβλητες) που δεν είχαν προσφύγει στα δικαστήρια. Σε απάντηση των ως άνω από 8.5.2008 αιτήσεων των εφεσίβλητων, καθώς και των ομοίου περιεχομένου αιτήσεων άλλων υποψηφίων γυναικών [συνολικά δέκα επτά (17) αιτήσεων] εκδόθηκε η 6000/2/82-ιζ/18.11.2010 πράξη του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής: “1. … σας γνωρίζουμε ότι τα αιτήματα των δέκα επτά (17) υποψηφίων συνοριακών φυλάκων έγιναν αποδεκτά από τον κ. Αρχηγό, καθόσον πρόκειται για όμοιες πράξεις (δηλαδή πράξεις που έχουν το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο νόμιμο έρεισμα) και υποβλήθηκαν … εντός ευλόγου χρόνου (πενταετία) από τη δημοσίευση των … 415 – 417/2008 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. 2. Η Διοίκηση ακολουθεί την προβλεπόμενη διαδικασία περί προσλήψεων, δηλαδή υποβολή αιτήματος στην Επιτροπή της ΠΥΣ 33/2006 (μέσω της Διεύθυνσης Προσλήψεων Προσωπικού) και στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την έγκριση της δαπάνης. 3. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με το 2/17189/8.6.2010 έγγραφό του … αποφάνθηκε ότι το αίτημα αυτό δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί διότι η προκαλούμενη δαπάνη είναι πέραν των προβλέψεών του για το ύψος των δαπανών του εκτελούμενου προϋπολογισμού μας. Πέραν αυτού, όμως, μας πληροφορεί ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο ακόμα και για όμοιες περιπτώσεις, για τις οποίες κάποιοι δεν προσέφυγαν στη δικαιοσύνη.”. Κατά της ανωτέρω 6000/2/82-ιζ/18.11.2010 πράξεως του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας οι εφεσίβλητες άσκησαν αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες έγιναν δεκτές από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με τις αποφάσεις 2672/2013 (για την πρώτη από τις εφεσίβλητες…), 2673/2013 (για τη δεύτερη από τις εφεσίβλητες…), 2675/2013 (για τις τρίτη και πέμπτη από τις εφεσίβλητες…) και 2674/2013 (για την έβδομη από τις εφεσίβλητες….). Ειδικότερα με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι “Ενόψει των αντιφατικών, αόριστων και πλημμελών αιτιολογιών της προσβαλλομένης, πρέπει αυτή να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τις αιτούσες [ήδη εφεσίβλητες], προκειμένου να κρίνει επί του αιτήματός τους για ανάκληση των παράνομων πράξεων, δηλαδή του πίνακα επιτυχόντων στον προαναφερόμενο διαγωνισμό κατά το μέρος που παραλείπει να θεωρηθούν επιτυχούσες – το οποίο (αίτημα) ήδη δέχθηκε η Διοίκηση ότι υποβλήθηκε εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση των 415 – 417/2008 αποφάσεων του ΣτΕ – αφού προηγουμένως εκτιμήσει λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος που επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκληση της παράνομης πράξης, την ανάγκη προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της, καθώς και το χρόνο που διέρρευσε από την έκδοσή της.”.
7. Επειδή, σε εκτέλεση των ως άνω αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών …., επανεξετάσθηκαν οι ως άνω από 8.5.2008 αιτήσεις των εφεσίβλητων για πρόσληψή τους ως συνοριακών φυλάκων και με την 6000/2/82-ιθ/30.9.2014 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας απορρίφθηκαν – εκ νέου – με την εξής αιτιολογία “Σας γνωρίζουμε ότι οι ανωτέρω σχετικές αποφάσεις του ΔΕΑ τέθηκαν υπόψη του Βοηθού Προϊσταμένου Επιτελείου/ΑΕΑ, ο οποίος, αφού έλαβε υπόψη λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα τη σοβαρή μεταβολή των πραγματικών οικονομικών συνθηκών της χώρας, τους περιορισμούς που αφορούν την πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο, την αυστηρή τήρηση της σχέσης μία πρόσληψη ανά πέντε αποχωρήσεις, τη νομοθετική ρύθμιση που δεν επιτρέπει στην Ελληνική Αστυνομία να προσλάβει ένστολο προσωπικό κατά τα έτη 2013 και 2014 παρά τις ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, την αποφυγή δημιουργίας πλασματικών συντάξιμων χρόνων πέραν της δεκαετίας και οικονομικών διεκδικήσεων παρελθόντων ετών και αφού συνεκτίμησε την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων στην εργασία των καλόπιστων τρίτων που προσλήφθηκαν στη θέση τους, οι οποίοι μετά την παρέλευση δώδεκα (12) και πλέον ετών πραγματικής υπηρεσίας έχουν αποκτήσει εμπειρία και έχουν αναλάβει, σε ανύποπτο χρόνο, οικονομικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, αποφάσισε να μη γίνει αποδεκτό το αίτημα των αναγραφομένων στο θέμα υποψηφίων για πρόσληψη στην Ελληνική Αστυνομία ως συνοριακών φυλάκων, καθόσον οι παράνομες διοικητικές πράξεις, ήτοι εν προκειμένω οι διορισμοί των ανδρών που προσλήφθηκαν αντί των αιτουσών [ήδη εφεσίβλητων], ανακαλούνται ακόμη και αν είναι επωφελείς, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους (εντός μιας πενταετίας από την έκδοσή τους, σύμφωνα με τον α.ν. 261/1968), ο οποίος έχει παρέλθει. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την υπ’ αριθ. 2176/2004 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθόσον ενδεχόμενη ικανοποίηση των αιτουσών [ήδη εφεσίβλητων] προϋποθέτει την ανάκληση των διορισμών των ανδρών που προσλήφθηκαν στη θέση τους”. Κατά της απόφασης αυτής του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας οι εφεσίβλητες, από κοινού με άλλες συνυποψήφιες, άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία, κατά το μέρος που τις αφορά, έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, ακυρώθηκε η περιεχόμενη στην ως άνω απόφαση ρητή άρνηση της Διοικήσεως να δεχθεί τα από 8.5.2008 αιτήματά τους για την ανάκληση των καταρτισθέντων πινάκων επιτυχόντων συνοριακών φυλάκων των ανωτέρω διαγωνισμών και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να προβεί η τελευταία στις απαιτούμενες νόμιμες ενέργειες.
Κρίσεις εκκαλούμενης απόφασης ΔΕφΑθ 2616/2018
8. Επειδή, με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ““ … μη νόμιμο παρίσταται … και το σκέλος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως, το αναφερόμενο στην “ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων στην εργασία των καλόπιστων τρίτων που προσλήφθηκαν στη θέση [των εφεσιβλήτων], οι οποίοι μετά την παρέλευση δώδεκα (12) και πλέον ετών πραγματικής υπηρεσίας έχουν αποκτήσει εμπειρία και έχουν αναλάβει, σε ανύποπτο χρόνο, οικονομικές και οικογενειακές υποχρεώσεις”. Ειδικότερα, όπως σε αμέσως επόμενο εδάφιο της ίδιας της προσβαλλόμενης [με την ένδικη αίτηση ακυρώσεως] πράξεως αναφέρεται “οι παράνομες διοικητικές πράξεις, ήτοι εν προκειμένω οι διορισμοί των ανδρών που προσλήφθηκαν αντί των [εφεσιβλήτων], ανακαλούνται ακόμη και αν είναι επωφελείς, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους (εντός μιας πενταετίας από την έκδοσή τους, σύμφωνα με τον α.ν.261/1968), ο οποίος έχει παρέλθει”. Υπ’ αυτά τα δεδομένα – ήτοι εφόσον, ακόμα και κατά το ίδιο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξεως, ο εύλογος χρόνος ανακλήσεως των παρανόμως προσληφθέντων στη θέση των [εφεσίβλητων] συνοριακών φυλάκων (νοουμένου ως τέτοιου χρόνου της πενταετίας) έχει παρέλθει – δεν γεννάται, … ζήτημα προσβολής των δικαιωμάτων των εν λόγω αρχικώς προσληφθέντων ως καλόπιστων τρίτων. Όσον δε αφορά το επιμέρους σκέλος της εν λόγω αιτιολογίας, κατά το οποίο “ενδεχόμενη ικανοποίηση των [εφεσιβλήτων] προϋποθέτει την ανάκληση των διορισμών των ανδρών που προσλήφθηκαν στη θέση τους”, ως προς το σκέλος της αυτό η ως άνω αιτιολογία παρίσταται ωσαύτως μη νόμιμη. Και τούτο, διότι το να διατηρήσουν οι αρχικώς διορισθέντες συνοριακοί φύλακες τις θέσεις τους ουδόλως αποκλείει την ικανοποίηση του αιτήματος των αιτουσών για ανάκληση των παράνομων πινάκων επιτυχόντων, που καταρτίστηκαν με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις κατά παράλειψή τους, καθόσον ούτε από το νόμο ή τη νομολογία ούτε από τις προαναφερόμενες υπ’ αριθμ. 2672/2013, 2673/2013, 2675/2013 και 2674/2013 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σε συμμόρφωση προς τις οποίες η προσβαλλόμενη [με την αίτηση ακυρώσεως] πράξη εκδόθηκε, συνάγεται υποχρέωση της Διοικήσεως να ανακαλέσει τις πράξεις διορισμού των αρχικώς διορισθέντων, όπως μη νομίμως η Διοίκηση στην προσβαλλόμενη πράξη της υπολαμβάνει …”.
Έλλειψη νομολογίας ΣτΕ ως προς την ανάγκη της προστασίας των δικαιωμάτων στην εργασία των καλοπίστων τρίτων, εφ’ όσον έχει παρέλθει πενταετία από την πρόσληψή τους
9. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση (τέταρτος λόγος) αμφισβητείται η ορθότητα της παρένθετης ερμηνευτικής κρίσης που συνάγεται από τις ως άνω παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης, ότι δηλαδή, σε σχέση με αίτημα για ανάκληση πινάκων επιτυχόντων που καταρτίσθηκαν βάσει αντισυνταγματικών διατάξεων, δεν γεννάται ζήτημα προσβολής των δικαιωμάτων των αρχικώς προσληφθέντων ως καλοπίστων τρίτων και, συνεπώς, δεν συντρέχει η, εκ των προϋποθέσεων εφαρμογής της προκυπτούσης από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχής ανακλήσεως των παρανόμων πράξεων της, ανάγκη της προστασίας των δικαιωμάτων στην εργασία των καλοπίστων τρίτων, εφ’ όσον έχει παρέλθει πενταετία από την πρόσληψή τους και δεν μπορεί ως εκ τούτου να χωρήσει ανάκληση του διορισμού τους, αλλά και διότι η πρόσληψη όσων αποκλείσθηκαν συνεπεία εφαρμογής αντισυνταγματικών ρυθμίσεων δεν συνεπάγεται υποχρέωση της Διοικήσεως να ανακαλέσει τις πράξεις διορισμού των αρχικώς διορισθέντων. Ειδικότερα, κατά το εκκαλούν, οι ως άνω παραδοχές ερείδονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του οικείου νομοθετικού πλαισίου, ήτοι των άρθρων 103 παρ. 2 εδαφ. 1 του Συντάγματος, 2 (παρ.3) και 3 (παρ. 2) του ν. 2622/1998, 3 του π.δ. 311/1998, του άρθρου μόνου του α. ν. 261/1968, και των 6000/2/520-ε/13.8.2001 και 6000/2/360-η/30.5.2001 προκηρύξεων για την πρόσληψη συνοριακών φυλάκων κατά το μέρος που ορίζουν τον αριθμό των οργανικών θέσεων που θα κάλυπταν οι υποψήφιοι του διαγωνισμού και, εάν το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευε ορθά τις προαναφερόμενες διατάξεις, θα έπρεπε να δεχθεί ότι βάσει των εφαρμοστέων εν προκειμένω ως άνω διατάξεων η αποδοχή του αιτήματος για αναμόρφωση των πινάκων επιτυχόντων με την συμπερίληψη σε αυτούς των εφεσιβλήτων θα έχει ως άμεση συνέπεια την απόλυση των ανδρών που έχουν διορισθεί στις θέσεις που προκηρύχθηκαν, δοθέντος ότι οι συνοριοφύλακες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του ν. 2190/1994 και, συνεπώς, δεν εφαρμόζεται σε αυτούς η ειδική διάταξη του άρθρου 17 παρ. 17 του νόμου αυτού και, ως εκ τούτου, νομίμως η Διοίκηση απέρριψε το αίτημα των εφεσίβλητων επικαλούμενη ως λόγο την ανάγκη να διατηρηθούν στην υπηρεσία οι αρχικά διορισθέντες άρρενες υποψήφιοι για λόγους προστασίας αυτών ως καλόπιστων τρίτων. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού προβάλλεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης ότι για ως άνω νομικό ζήτημα δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βάσιμα δοθέντος ότι η απόφαση 144/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία αναφέρεται το δικάσαν διοικητικό εφετείο προς θεμελίωση της αμφισβητουμένης κρίσης του αφορά όλως διάφορο νομοθετικό πλαίσιο. Με αυτά τα δεδομένα, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς από την άποψη του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω.
10. Επειδή, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως κατ’ έφεση τα ζητήματα που αφορούν στο παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιον του διοικητικού εφετείου, όπως μεταξύ άλλων, η εκτελεστότητα της πράξης που προσβλήθηκε με την εν λόγω αίτηση (βλ. ΣτΕ 558/2013, 2127/2008, 1184/2004, 592/2000, 1831/1999, 2795/1992, 3389/1990 κ.ά.).
11. Επειδή, μετά ταύτα, εφ’ όσον προβάλλεται παραδεκτώς λόγος έφεσης κατά το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, το δικαστήριο δύναται, πριν ερευνήσει το βάσιμο του λόγου αυτού, να επιληφθεί άλλου νομικού ζητήματος, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου, εν προκειμένω δε του ζητήματος εάν έχει εκτελεστό χαρακτήρα η 6000/2/82-ιθ/30.9.2014 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας καθ ο μέρος εκδηλώθηκε με αυτή άρνηση της Διοίκησης να κάνει δεκτά τα από 8.5.2008 αιτήματα των εφεσίβλητων και να ανακαλέσει τους πίνακες επιτυχόντων συνοριακών φυλάκων των διαγωνισμών που προκηρύχθηκαν με τις 6000/2/520-ε/13.8.2001 και 6000/2/360-η/ 30.5.2001 προκηρύξεις του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.).
12. Επειδή, με τις 1986 έως 1990/2005 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 27.6.2005) κρίθηκε το πρώτον αμετακλήτως ότι οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 του ν. 2622/1998 και 1 παρ. 1 και 2 του π.δ. 311/1998, όπως ισχύουν και της εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση αυτών κανονιστικής πράξης 7002/2/132/25.5.2001 του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, είναι μη νόμιμοι οι ερειδόμενοι επί των διατάξεων αυτών, πίνακες επιτυχόντων συνοριακών φυλάκων, μεταξύ άλλων και των πινάκων των οποίων ζητήθηκε η ανάκληση εν προκειμένω. Συνεπώς, το γεγονός ότι οι εφεσίβλητες, με τις από 8.5.2008 αιτήσεις τους προς την Διοίκηση επικαλέσθηκαν προς τεκμηρίωση του αιτήματος περί ανάκλησης των επίμαχων πράξεων κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω γενικής αρχής του δικαίου, τις 415, 416 και 417/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (που δημοσιεύθηκαν την 1η.2.2008), δεν δικαιολογεί την αφετηρία υπολογισμού του εύλογου χρόνου από τη δημοσίευση των τελευταίων αυτών αποφάσεων (βλ. ΣτΕ 22/2023, 1733 – 1737/2022, 146/2020, 2469/2019). Με αυτά τα δεδομένα, όμως, οι εφεσίβλητες υπέβαλαν το αίτημα περί ανάκλησης των ατομικών διοικητικών πράξεων που τις αφορούν στις 8.5.2008, ήτοι μετά από χρονικό διάστημα δύο ετών και δέκα μηνών περίπου από τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων που έκριναν το επίμαχο νομικό ζήτημα (27.6.2005), το οποίο δεν δύναται να κριθεί εύλογο (βλ. ΣτΕ 2334 έως 2338/2022, 4652/2013). Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη με την ένδικη αίτηση ακυρώσεως διοικητική πράξη στερείται εκτελεστού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 22, 23/2023, 2334 – 2339, 2116 – 2118, 1733 – 1737/2022, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1175/2008, ΣτΕ επταμελ. 19/2015, 99/2018, ΣτΕ 22/2023, 4549/2015, 1633/2014 κ.ά.). Δοθέντος, όμως, ότι το ζήτημα του παραδεκτού της προσβαλλόμενης με την αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξης, δεν τέθηκε υπόψη των διαδίκων με την κατά το άρθρο 22 του π.δ. 18/1989 εισήγηση, συντρέχει λόγος να εκδοθεί αναβλητική απόφαση, η οποία θα κοινοποιηθεί στους διαδίκους, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε αυτούς να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του ως άνω ζητήματος έως τη νέα συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και να περιληφθεί το ζήτημα αυτό στην κατά το άρθρο 22 του π.δ. 18/1989 εισήγηση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης σύμφωνα με το αιτιολογικό και ορίζει νέα δικάσιμο την 18η Απριλίου 2024.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Απριλίου 2022 και 8 Μαΐου 2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023.