Άμεσο αποτέλεσμα οδηγιών – «Σύμφωνη ερμηνεία» – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ΔΕΕ της 19ης Απριλίου 2016, C-441/14, Dansk Industri)
Η υποχρέωση «σύμφωνης ερμηνείας» εθνικής διάταξης προς το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί contra legem με το αιτιολογικό ότι συνεπάγεται μεταβολή της πάγιας νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεταβάλουν την πάγια νομολογία τους, εφόσον αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου που δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης. Οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να προβληθούν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να διατηρηθεί σε ισχύ εθνική νομοθεσία αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Περαιτέρω, η στοιχειοθέτηση της ευθύνης του κράτους μέλους λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης δεν επηρεάζει την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης ούτε την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου, εφόσον η σύμφωνη ερμηνεία είναι αδύνατη, να θέσει εκποδών τις αντίθετες προς ενωσιακό δίκαιο εθνικές διατάξεις [βλ. ανάλυση E. Broussy/H. Cassagnabère/Chr. Gänser, Chronique de jurisprudence de la CJUE, AJDA 19/2016, σ. 1059 (1060)].
Το ιστορικό της διαφοράς
Στην υπόθεση Dansk Industri το Δικαστήριο διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, στο πλαίσιο «οριζόντιας» διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να άρουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντίθεση του εθνικού δικαίου προς ενωσιακή οδηγία με τη σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Παρέχει επίσης ενδείξεις ως προς την εφαρμογή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όταν υφίσταται εθνική νομοθεσία αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.
To ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας (Højesteret) υπέβαλε στο Δικαστήριο της Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιώτη και των κληρονόμων του, αφενός, και της εταιρίας η οποία τον απασχολούσε, αφετέρου, σχετικά με την άρνηση της εταιρίας να του καταβάλει αποζημίωση λόγω απόλυσης ίση προς τρεις μισθούς. Η δανική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται παγίως από τα εθνικά δικαστήρια, δεν επιτρέπει τη χορήγηση στον μισθωτό αποζημίωσης απόλυσης στην περίπτωση όπου έχει συμπληρώσει το 60 έτος της ηλικίας του και μπορεί να προβάλει έναντι του εργοδότη του αξίωση για την καταβολή σύνταξης γήρατος δυνάμει συνταξιοδοτικού προγράμματος στο οποίο είχε υπαχθεί πριν από τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας του, και τούτο ανεξαρτήτως της επιλογής του να παραμείνει στην αγορά εργασίας ή να συνταξιοδοτηθεί.
To Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει ότι η διάκριση αυτή λόγω ηλικίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 2a, παράγραφος 3, του δανικού νόμου για τη μισθωτή εργασία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, είναι αντίθετη προς την οδηγία 2000/78 (απόφαση Ingeniørforeningen i Danmark, C‑499/08, EU:C:2010:600, Μ.Aubert/Ε. Broussy/F. Donnat, Chronique de jurisprudence de la CJUE. Travail – Discrimination en fonction de l’âge, AJDA 2010, σ. 2309), αλλά η επιχείρηση ισχυρίσθηκε ενώπιον του Højesteret ότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ ιδιωτών στο πλαίσιο της οποίας δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα στις διατάξεις της οδηγίας 2000/78 και ότι τυχόν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης (ειδικότερα με την απόφαση Ingeniørforeningen i Danmark) ερμηνεία του άρθρου 2a, παράγραφος 3, του νόμου για τη μισθωτή εργασία θα προσέκρουε στην πάγια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων και θα ήταν contra legem, εφόσον θα επέβαλλε νομολογιακή μεταβολή. Υποστήριξε επίσης ότι η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εφαρμογής ενός κανόνα όπως του άρθρου 2a, παράγραφος 3, του νόμου αυτού, το οποίο είναι απολύτως σαφές και ουδεμία άλλη ερμηνεία επιδέχεται, διότι άλλως θα συνέτρεχε περίπτωση παραβίασης των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ανωτέρω ζητημάτων και να διευκρινίσει ακόμη αν η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας έχει το ίδιο περιεχόμενο και καλύπτει το ίδιο πεδίο με την οδηγία 2000/78 ή αν η τελευταία προβλέπει συναφώς ευρύτερη προστασία έναντι των διακρίσεων λόγω ηλικίας.
Γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης εξειδικευόμενη με οδηγία
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2000/78 δεν καθιερώνει, αυτή η ίδια, τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας αλλά απλώς την εξειδικεύει σε θέματα απασχόλησης και εργασίας, οπότε η έκταση της προστασίας την οποία παρέχει η οδηγία δεν βαίνει πέραν εκείνης που εξασφαλίζει η εν λόγω αρχή (αποφάσεις Mangold, C-144/04, EU:C:2005:709, σκέψη 74, και Kücükdeveci, C-555/07, EU:C:2010:21, σκέψεις 20 και 21). Ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλησε, με την έκδοση της οδηγίας, να θέσει ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο με σκοπό να διευκολύνει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην πράξη και, ιδίως, να προβλέψει διάφορες δυνατότητες παρέκκλισης από την ως άνω αρχή οριοθετώντας παράλληλα τις δυνατότητες αυτές μέσω ενός ακριβέστερου ορισμού του τομέα εφαρμογής τους. Η αρχή αυτή, η οποία κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, πρέπει να θεωρείται ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι τα άρθρα 2 και 6, παρ. 1, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, η οποία ορίζει ότι όσοι εργαζόμενοι πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος από τον εργοδότη τους δυνάμει συνταξιοδοτικού προγράμματος όπου υπήχθησαν πριν από τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας τους δεν μπορούν, εξαιτίας αυτού και μόνον του γεγονότος, να τύχουν της ειδικής αποζημίωσης απόλυσης που έχει ως σκοπό να διευκολύνει την επαγγελματική επανένταξη όσων εργαζομένων έχουν προϋπηρεσία άνω των δώδεκα ετών στην επιχείρηση (απόφαση Ingeniørforeningen i Danmark, C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψη 49), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ίδιο ισχύει και για τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης, της οποίας η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί απλώς ειδική έκφανση. Με άλλα λόγια, το υπό εξέταση εθνικό μέτρο είναι αντίθετο και προς την γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων.
Σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης
Ως προς τις συνέπειες που θα πρέπει να αντλήσει ο εθνικός δικαστής από την ανωτέρω αντίθεση της εθνικής νομοθεσίας προς τη γενική αρχή του δικαίου όπως εξειδικεύεται με την οδηγία, το Δικαστήριο υπενθυμίζει βεβαίως ότι, στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι οδηγίες καθαυτές δεν γεννούν υποχρεώσεις εις βάρος των ιδιωτών και, επομένως, δεν είναι δυνατή η απευθείας επίκληση οδηγίας έναντι ιδιώτη (αποφάσεις Marshall, 152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48, Faccini Dori, C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 20, και Pfeiffer κ.λπ., C-397/01 έως C-403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 108). Πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι τόσο η υποχρέωση την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από συγκεκριμένη οδηγία προς επίτευξη του προβλεπόμενου από αυτήν αποτελέσματος όσο και το καθήκον τους να λάβουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους (αποφάσεις von Colson και Kamann, 14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 26, Kücükdeveci, C-555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 47). Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο οφείλουν να λάβουν υπόψη όλους τους κανόνες του και να εφαρμόσουν τις αναγνωριζόμενες από αυτό μεθόδους ερμηνείας προκειμένου να το ερμηνεύσουν, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και με τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που η ίδια ορίζει, και να συμμορφωθούν έτσι με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (αποφάσεις Pfeiffer κ.λπ., C-397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 113 και 114, και Kücükdeveci, C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 48).
Αυτή η υποχρέωση σύμφωνης με την οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα της ΣΛΕΕ, καθόσον παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών που εκδικάζουν» (απόφαση Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24). Η εν λόγω υποχρέωση σύμφωνης με την οδηγία ερμηνείας αφορά το σύνολο των κανόνων του εσωτερικού δικαίου (απόφαση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 38), περιλαμβανομένης και της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι «αν το εθνικό δίκαιο, διά της εφαρμογής μεθόδων ερμηνείας αναγνωρισμένων από αυτό, επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την ερμηνεία μιας διατάξεως της εσωτερικής έννομης τάξεως κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση προς άλλον κανόνα εσωτερικού δικαίου ή να περιορίζεται προς τούτο το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, διά της εφαρμογής της μόνον καθόσον συμβιβάζεται προς τον εν λόγω κανόνα, το [εθνικό] δικαστήριο έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους προκειμένου να επιτύχει το αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκει η οδηγία» (απόφαση Mono Car Styling, C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 63). Με την πλέον πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο εξέφρασε με σαφήνεια την πρόθεσή του να προσδώσει προεξέχοντα ρόλο στην υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας. Όπως επισημαίνει ο D. Simon, «La panacée de l’interprétation conforme: injection homéopathique ou thérapie palliative?», De Rome à Lisbonne: les juridictions de l’Union européenne à la croisée des chemins — Mélanges en l’honneur de Paolo Mengozzi, Bruylant, Βρυξέλλες, σ. 279, «το ζήτημα αν εθνική διάταξη δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής καθόσον αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εγείρεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή καμία σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της διατάξεως αυτής….. Γίνεται ολοένα σαφέστερο ότι το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι, από τεχνικής απόψεως, η μέθοδος της σύμφωνης ερμηνείας προηγείται τρόπον τινά των λοιπών συνεπειών της αρχής της υπεροχής».
Όρια –Μη εφαρμογή της αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής διάταξης
Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ορισμένα όρια στην αρχή της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ανατρέχει στο δίκαιο της Ένωσης όποτε ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κρίσιμους κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας (αποφάσεις Impact, C-268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 100, Dominguez, C-282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 25, και Association de médiation sociale, C-176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 39). Στο πλαίσιο αυτό -και η διευκρίνιση είναι σημαντική και σύμφωνη με την ουσιώδη διάκριση μεταξύ νόμου και νομολογίας- η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει και την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της εκάστοτε οδηγίας (απόφαση Centrosteel, C-456/98, EU:C:2000:402, σκέψη 17). Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας (σημεία 72 και 73 των προτάσεών του στην υπόθεση Dansk Industri), η περίπτωση όπου το εμπόδιο στη σύμφωνη ερμηνεία είναι νομολογιακό δεν μπορεί να συγκριθεί με την περίπτωση όπου το εμπόδιο έγκειται στην ύπαρξη εθνικής νομοθετικής διάταξης της οποίας η διατύπωση δεν συμβιβάζεται με κανόνα δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, το εμπόδιο δεν είναι δυνατό να αρθεί από το εθνικό δικαστήριο χωρίς αυτό να υποκαταστήσει την κανονιστική εξουσία ξαναγράφοντας την επίμαχη διάταξη. Αν όμως γινόταν δεκτό ότι η ύπαρξη αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης πάγιας νομολογίας των δικαστηρίων κράτους μέλους μπορεί να συνιστά εμπόδιο στο να ερμηνεύσει ένα εθνικό δικαστήριο συγκεκριμένη εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, θα περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό οι δυνατότητες τις οποίες προσφέρει η μέθοδος αυτή προς επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του δικαίου των κρατών μελών. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν θα ήταν ορθή κατά νόμον η κρίση του αιτούντος δικαστήριο ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει την επίμαχη εθνική διάταξη κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι το ίδιο την ερμηνεύει παγίως κατά τρόπο που δεν συνάδει με το δίκαιο αυτό.
Ο λατινικός όρος «contra legem» σημαίνει κατά κυριολεξία «αντίθετα προς τον νόμο». Όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας, contra legem είναι η ερμηνεία η οποία αντιβαίνει στο ίδιο το γράμμα της οικείας εθνικής διάταξης. Με άλλα λόγια, το εθνικό δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με το εμπόδιο της contra legem ερμηνείας όταν το γράμμα, σαφές και μονοσήμαντο, της εθνικής διάταξης δεν συμβιβάζεται κατά τα φαινόμενα με το γράμμα της οδηγίας. Έτσι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, στην περίπτωση αυτή, η contra legem ερμηνεία συνιστά ένα όριο στην υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας, διότι δεν είναι δυνατό να απαιτείται από τον εθνικό δικαστή να επεκτείνει την ερμηνευτική του αρμοδιότητα τόσο ώστε να υποκαθιστά την κανονιστική εξουσία (σημείο 68 των προτάσεών του).
Πάντως, το εθνικό δικαστήριο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στο πλαίσιο διαφοράς που άπτεται της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως εξειδικεύεται στην οδηγία 2000/78, αδυνατεί πράγματι να ερμηνεύσει το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με την προαναφερθείσα οδηγία, υποχρεούται παρά ταύτα, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, να διασφαλίσει την έννομη προστασία την οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαίου αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη όποια τυχόν διάταξη της οικείας εθνικής ρύθμισης αντιβαίνει στην αρχή αυτή (απόφαση Kücükdeveci, C-555/07, EU:C:2010:21, σκέψη 51). Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, εφόσον κρίνει ότι του είναι αδύνατο να ερμηνεύσει την επίμαχη εθνική διάταξη κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, να αφήσει τη διάταξη αυτή ανεφάρμοστη.
Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας και αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Διαχρονικά αποτελέσματα της ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης από το ΔΕΕ
Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία την οποία δίνει το Δικαστήριο σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του αναθέτει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τη σημασία και το περιεχόμενο του αντίστοιχου κανόνα, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από την ημερομηνία της θέσης του σε ισχύ. Δηλαδή, μια προδικαστική απόφαση έχει αμιγώς αναγνωριστική και όχι διαπλαστική αξία, με συνέπεια τα αποτελέσματά της να ανάγονται, καταρχήν, στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του ερμηνευόμενου κανόνα» (απόφαση Pohl, C‑429/12, EU:C:2014:12, σκέψη 30). Επομένως, πλην όλως εξαιρετικών περιστάσεων, ο κανόνας του δικαίου της Ένωσης όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν και συνήφθησαν πριν από την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να υποβληθεί στην κρίση των αρμόδιων δικαστηρίων διαφορά σχετική με την εφαρμογή του οικείου κανόνα (Gmina Wrocław, C‑276/14, EU:C:2015:635, σκέψεις 44 και 45).
Εξάλλου, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται επίκληση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να στερηθεί ο ιδιώτης, ο οποίος ασκεί την αγωγή που αποτελεί την αφορμή για να ερμηνεύσει το Δικαστήριο το δίκαιο της Ένωσης υπό την έννοια ότι αντίκειται στον επίμαχο κανόνα του εθνικού δικαίου, τις ευεργετικές συνέπειες της ερμηνείας αυτής (αποφάσεις Defrenne, 43/75, EU:C:1976:56, σκέψη 75, και Barber, C-262/88, EU:C:1990:209, σκέψεις 44 και 45).
Όσον αφορά το ζήτημα ποιες υποχρεώσεις απορρέουν από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν επιτρέπεται τα εθνικά δικαστήρια να στηρίζονται στην αρχή αυτή προκειμένου να συνεχίσουν να εφαρμόζουν εθνικό κανόνα δικαίου που είναι αντίθετος προς τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως εξειδικεύεται στην οδηγία 2000/78. Ειδικότερα, η εφαρμογή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, την οποία εξετάζει ως ενδεχόμενο το αιτούν δικαστήριο, θα κατέληγε στην πράξη να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της ερμηνείας που έχει δώσει το Δικαστήριο, αφού, με αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω ερμηνεία δεν θα ίσχυε στην περίπτωση της υπόθεσης της κύριας δίκης. «Μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί […], κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που είναι συμφυής με την κοινοτική έννομη τάξη, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεστεί μια διάταξη που αυτό έχει ερμηνεύσει προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί» (απόφαση Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 35). Επιπλέον, «[κ]ατά πάγια νομολογία, ο περιορισμός αυτός μπορεί να γίνει μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτηθείσας ερμηνείας» (απόφαση Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 36). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «χρειάζεται οπωσδήποτε ένα μοναδικό χρονικό σημείο καθορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αιτηθείσας ερμηνείας που το Δικαστήριο δίνει σε μια διάταξη του [δικαίου της Ένωσης]. Συναφώς, η αρχή σύμφωνα με την οποία περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας εγγυάται την ίση μεταχείριση των κρατών μελών και των λοιπών διαδίκων απέναντι στο κοινοτικό δίκαιο και πληροί με τον τρόπο αυτό τα επιτασσόμενα από την αρχή της ασφάλειας δικαίου» (απόφαση Meilicke κ.λπ. (C‑292/04, EU:C:2007:132, σκέψη 37). Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δεν περιόρισε, με την απόφασή του Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600), τα διαχρονικά αποτελέσματα της ερμηνείας την οποία έδωσε στην οδηγία 2000/78 σε σχέση με το άρθρο 2a, παράγραφος 3, του νόμου για τη μισθωτή εργασία. Με την παρούσα προδικαστική παραπομπή, το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί εκ νέου επί της συμβατότητας της διάταξης αυτής με την εν λόγω οδηγία, αλλά απλώς και μόνο να διευκρινίσει πώς πρέπει να αρθεί η ασυμβατότητα μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο μιας διαφοράς μεταξύ ιδιωτών. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, ακόμη και αν του είχε ζητηθεί, όπερ δεν συνέβη, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασής του Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600).
Σύμφωνη ερμηνεία και στοιχειοθέτηση της ευθύνης προς αποζημίωση λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου
Η δυνατότητα που έχει όποιος ιδιώτης αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης συγκεκριμένο δικαίωμα, όπως εν προκειμένω ο μισθωτός, να ζητήσει αποζημίωση στην περίπτωση όπου το δικαίωμά του έχει προσβληθεί από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης καταλογιστέα σε κράτος μέλος (αποφάσεις Francovich κ.λπ., C-6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 33, καθώς και Brasserie du pêcheur και Factortame, C-46/93 και C-48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 20), δεν αναιρεί την υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να προκρίνει μια σύμφωνη με την οδηγία 2000/78 ερμηνεία του εθνικού δικαίου ή, εφόσον διαπιστωθεί ότι τέτοια ερμηνεία είναι αδύνατη, να αφήσει ανεφάρμοστη τη διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία αντιβαίνει στη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας όπως εξειδικεύεται στην ως άνω οδηγία, ούτε μπορεί να αποτελέσει λόγο για να αναγνωρίσει το δικαστήριο αυτό, στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαφοράς, προτεραιότητα στην προστασία της εμπιστοσύνης του ιδιώτη, εν προκειμένω του εργοδότη, που συμμορφώθηκε με το εθνικό δίκαιο.
Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών η οποία εμπίπτει στο πεδίο της εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 οφείλει, όταν καλείται να εφαρμόσει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, να τις ερμηνεύσει κατά τρόπο ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν σύμφωνα με την ως άνω οδηγία ή, στην περίπτωση όπου μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία είναι αδύνατη, να αφήσει, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου αντίθετη προς τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Η υποχρέωση αυτή δεν αναιρείται ούτε από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε από τη δυνατότητα του ιδιώτη ο οποίος θεωρεί ότι έχει ζημιωθεί από την εφαρμογή αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής διάταξης να εναγάγει το οικείο κράτος μέλος λόγω ευθύνης του από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.